Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
"Τήν γῆ λάβετε!" φώναξε ὁ Ζεύς πρός τούς ἀνθρώπους
Ἀπό τά ὕψη του, "Δικιά σας εἶναι, ὁλοδικιά!
Κληρονομιά σας τήν χαρίζω αἰώνια, ὅλους τούς τόπους·
Κοιτάχτε ὅμως νά τήν μοιραστεῖτε ἀδερφικά".
~
Κι ἔσπευσε, ὅποιος χέρια εἶχε, νά πιάσει ἕνα μέρος.
Ὁ κάθε νέος κι ὁ κάθε γέρος κίνησε μέ βιάση.
Ὁ ἀγρότης τούς καρπούς ἅρπαξε τοῦ ἀγροῦ ἐγκαίρως,
Ὁ εὐγενῆς βγῆκε νά κυνηγήσει μές στά δάση.
~
Ὁ ἀββᾶς κρασί διάλεξε τῆς χρονιᾶς τῆς πιό παλιᾶς,
Ὁ ἔμπορος πῆρε ὅλα ὅσα χωροῦσε ἡ ἀποθήκη.
Δρόμους καί γέφυρες ἰδιοποιήθη ὁ βασιλιάς,
Κι εἶπε στό τέλος καί αὐτά: "Ἡ δεκάτη μου ἀνήκει".
~
Πολύν καιρό μετά, ἀφότου πιά ἡ μοιρασιά συνέβη,
Φτάνει ὁ ποιητής ἀπό μέρη ἀπομακρυσμένα.
Ἄχ! Γύραθε παντοῦ δέν εἶχε κάτι ν΄ ἀγναντεύει,
Κι ὅλα τόν κύριό τους πλέον εἶχαν τό καθένα!
~
"'Αλί μου! Πρέπει τό λοιπόν ἀπ΄ ὅλους ἐγώ μόνος
Ν΄ ἀπολησμονηθῶ, ἐγώ ὁ πιό πιστός σου ὑϊός;"
Δυνατά ἄφησε νά ἠχεῖ τοῦ παραπόνου ὁ τόνος
Κι ἄνω τόν ἔπεμψε κατά τόν θρόνο τοῦ Διός.
~
"Ἄν σύ πολύ στήν χῶρα τῶν ὀνείρων εἶχες μείνει",
Τοῦ ΄πε ὁ θεός, "νά μήν τά βάζεις τώρα μέ ἐμένα.
Ποῦ ἧσουν λοιπόν, ὅταν τόν κόσμο μοίραζαν ἐκείνοι;"
"Ἧμουν", ἀπάντησε ὁ ποιητής, "πλάϊ σέ σένα.
~
Στήν φεγγοβόλο ὄψη σου στραμμένο εἶχα τό μάτι·
Στήν ἁρμονία τ΄ οὐρανοῦ σου ἔστηνα τό αὐτί·
Συγχώρα τήν ψυχή, πού, ἀπ΄ τό φέγγος σου γεμάτη,
Μέθυσε τόσο πού ἔχασε τό γήϊνο καθετί!"
~
"Καί τώρα;" εἶπε ὁ Ζεύς, "Ἔχει δοθεῖ ἤδη ὅλη ἡ γῆς·
Συγκομιδή, ἀγορά, κυνήγι πλέον ὅλα πᾶνε.
Στόν οὐρανό μου ἐσύ ἄν θές μαζί μ΄ ἐμέ νά ζεῖς,
Ὅσο συχνά καί νά ΄ρχεσαι, γιά σένα ἀνοιχτός θά ΄ναι".
Schiller, Friedrich Johann von (1759-1805)
Πηγή: ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΣΙΛΛΕΡ, Μπαλλάντες, ἐκδόσεις ΔΙΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
Φωτογραφία: Θεόδωρος Μεταλληνός
Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς