Ἡ ναυμαχία τοῦ Γέροντα (29 Αὐγούστου 1824)
Ἡ ἀρμάδα τράβηξε γιὰ τὴν Κῶ. Ἤθελε ὁ Χοσρὲφ νὰ σμίξει μὲ τὴν αἰγυπτιακὴ ἀρμάδα ποὺ εἶχε ναύαρχο τὸν Ἰσμαὴλ μπέη Γιβραλτάρ. Θὰ ἤταν πιὰ διπλῆ σὲ δύναμη. Κι ὁ ἑλληνικὸς στόλος αὐγάτισε γιατὶ ἔφτασε ὁ Μιαούλης μὲ καράβια. Μὰ ποῦ νὰ παραβγοῦν οἱ Ρωμιοὶ μπροστὰ στὶς δυὸ ἀρμάδες. Εἴχαν οἱ τουρκοαιγύπτιοι πεντακόσια καράβια, δυόμιση χιλιάδες κανόνια καὶ ὀγδόντα χιλιάδες ναῦτες καὶ στρατό. Σὰν ἀρμένιζαν μαζὶ οἱ δυὸ ἀρμάδες θαρροῦσε κανεὶς πὼς δάσος ὁλόκληρο κινιόταν. Κι οἱ Ἕλληνες ὅλα κι ὅλα εἶχαν ἑβδομῆντα καράβια, ὀχτακόσια πενῆντα κανόνια καὶ πέντε χιλιάδες ναῦτες. Ὁ Μιαούλης, ὁ νέος Δαβίδ, ἀτάραχος ἦταν ἕτοιμος νὰ τὰ βάλει μὲ τὸν ἐχθρὸ Γολιάθ. Εἴχε ὅμως κάτι ποὺ σ' αὐτοὺς ἔλειπε: Ψυχὴ δυνατὴ καὶ μερικὰ μπουρλότα.
Τὴν πρώτη θαλασσομάχη, στὶς 24 Αὐγούστου 1824 τὴ δώσανε ἀνάμεσα Κῶ κι Ἀλικαρνασσό, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τὴ νύχτα τὰ ἑλληνικὰ καράβια φύγανε γιὰ τὰ Τσάταλα.
Στὶς 29 οἱ δύο ἀρμάδες καὶ ὁ στόλος βρέθηκαν ἕτοιμες γιὰ μάχη. Τοὺς Ἕλληνες δὲν τοὺς βοηθοῦσε ὁ ἀέρας γιατὶ εἶχε γαλήνη. Γιὰ τὶς ἀρμάδες ὅμως φυσοῦσε ἀεράκι πρίμο καὶ τὶς ἔφερνε καταπάνω στοὺς Γραικούς. Ὁ Γιβραλτὰρ μπέης, ποὺ μέσα στὴν καπιτάνα ἦταν κι ὁ ἴδιος ὁ Ἰμπραήμ πασᾶς, θέλησε νὰ χτυπήσει τοὺς Ρωμιοὺς στὸ μικρὸ κόλπο τοῦ Γέροντα. Τὰ ἑλληνικὰ καράβια βρέθηκαν σὲ στενόχωρη θέση. Κάποιος Ὑδραῖος καραβοκύρης κατάφερε νὰ ζυγώσει τὸ καράβι «Λεωνίδας» τοῦ Ψαριανοῦ Νικολῆ Ἀποστόλη. Ἀρπάζει τὸ χωνὶ καὶ τοῦ ξεφωνίζει:
- Καπετὰν Νικολῆ! Ἔ καπετὰν Νικολῆ! Στεῖλε τὰ μπουρλότα κατὰ τὴν ἀρμάδα γιατὶ τὰ καράβια μας βρίσκονται σοττοβέντο (ἀπάνεμα) καὶ χανόμαστε!
Ὁ ναύαρχος τῶν Ψαρῶν δὲν ἀργοπόρησε. Μὲ μιᾶς δίνει σῆμα στὰ δυὸ ψαριανὰ μπουρλότα τοῦ Δημητροῦ Παπανικολῆ, τὸν «Ἐπαμεινώνδα» καὶ τοῦ Κωνσταντῆ Νικόδημου νὰ σαλπάρουν. Ἄλλο ποὺ δὲ θέλανε.
Μ' ὁλοφούσκωτα πανιὰ τὰ μπουρλότα πέφτουν καταπάνω στὸ κέντρο τῆς ἀρμάδας, σάστισαν καὶ τρόμαξαν οἱ Τουρκοαιγύπτιοι ἀπὸ τοῦτο τὸ ἀναπάντεχο. Ξεσήκωσαν τὸν τόπο ἀπ' τὰ τρομαγμένα ξεφωνητά τους.
- Ἀτὲς γκεμισὶ! Γκιαουρλάρ! Ἀτὲς γκεμισί! Γκιαουρλάρ!
Μὲ διάφορες τεχνικὲς μανοῦβρες τὰ μπουρλότα κάνουν τὸν ἐχθρὸ νὰ σαστίσει. Ὁ ἴδιος ὁ Παπανικολῆς στέκει στὸ διάκι τοῦ «Ἐπαμεινώνδα» του καὶ ἄλλοτε τὸν φέρνει κατὰ δῶ κι ἄλλοτε κεῖ, σκορπώντας τὸν τρόμο.
Ὁ καπετὰν Τομπάζης ἀπ' τὴν κουβέρτα τοῦ καραβιοῦ του μὲ τὸ κανοκυάλι στὸ μάτι παρακολουθάει ὁλόχαρος τὸν Παπανικολῆ. Κι ὁ ναύαρχος Μιαούλης δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει τὸ θαυμασμό του γιὰ τὸν ψαριανὸ μπουρλοτιέρη καὶ κάθε τόσο λέει:
- Ὀρέ, κεῖνος ὁ Παπᾶς (Παπανικολῆς), κεῖνος ὁ Παπᾶς τὶ ἀξίζει! Τσίκ-τσὰκ τὸ πάει τὸ μπουρλότο κατὰ τὴν ἀρμάδα!...
Σκιαγμένα τὰ ἐχθρικὰ καράβια κάνουν πίσω. Νὰ ξεμακρύνουν τὸ πιὸ γρήγορο ἀπ' τὰ μπουρλότα. Τὰ πιὸ πολλὰ βάζουν ρότα γιὰ τὴ Λέρο.
Ἐχθρικὸς γκιουλὲς σπάζει τὸ κατάρτι ἀπ' τὸν «Ἐπαμεινώνδα» τοῦ Παπανικολῆ. Αὐτὸ ἦταν μεγάλο χτύπημα γιατὶ τὰ ἐχθρικὰ βόλια τοῦ ἔχουν ἀνοίξει κιόλας μπόλικες τρύπες. Μπάζει νερὸ ἀπὸ πολλὲς μεριές.
- Ἕτοιμοι ἀδέρφια ν' ἀφήσουμε τὸ μπουρλότο μας. Μὲ τὸ ἄλμπουρο σπασμένο δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κουμαντάρουμε ἄλλο. Στὴ βάρκα ὅλοι.
Κι ἀπ' τὸ θυμό του ὁ Παπανικολῆς, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ κολλήσει σ' ἐχθρικὸ καράβι, σκίζει τὰ ροῦχα του, δαγκώνει τὶς γροθιές του, βουρκώνουν τὰ μάτια του καὶ βρίζει τοὺς Ὀθωμανούς.
Μπαίνουν στὴ βάρκα ὅλοι. Τελευταῖος ὁ καπετὰν Δημητρός, ἀφοῦ βάλει φωτιὰ στὸ μπουρλότο του. Ὁ ἀέρας ἀκυβέρνητο πηγαινοφέρνει τὸν «Ἐπαμεινώνδα».
Στὴ σκαμπαβία τοῦ μπουρλότου ρίχνονται μερικὲς ἐχθρικὲς βάρκες νὰ τὴν πιάσουν. Σὲ κάποια ἀπ' αὐτὲς εἶναι ἕνας χρυσοφορεμένος Τοῦρκος ἀξιωματικός. Ἁρπάζει τὸ χωνὶ καὶ φωνάζει κατὰ τὴ μεριὰ τῆς σκαμπαβίας.
- Μπρὲ Δημητρὸ (Παπανικολῆ), στάσου μπρὲ Δημητρὸ νὰ σὲ δῶ καὶ τίποτα δὲ θὰ σοῦ κάνω! Στάσου μπρέ...
Κι ὁ Ψαριανὸς γι' ἀπόκριση ἀδειάζει κατὰ τοῦ Τούρκου τὸ τρομπόνι του.
Οἱ Ἕλληνες βρῆκαν καταφυγὴ στὸ καράβι τοῦ Καρακωσταντῆ.
Ὁ Κωσταντῆς Νικόδημος ζυγώνει τὴν καπιτάνα τοῦ Χοσρὲφ «Δελφίνι». Ὁ βοριᾶς ὅμως τὸν ἐμποδίζει νὰ κολλήσει τὸ μπουρλότο του. Κι ὁ Χοσρὲφ στέλνει βάρκα μ' ἁρματωμένους νὰ ἀρπάξουν τὸ μπουρλότο. Οἱ Ἕλληνες τὴν ἀναποδογύρισαν καὶ χάνονται κάμποσοι Τοῦρκοι. Ἡ καπιτάνα γιὰ νὰ γλυτώσει κάνει ἀπότομη στροφὴ καὶ τῆς σπάζει ἡ ἀντένα τῆς «γάμπιας». Ὅσοι ἀπὸ τὸ τσοῦρμο βρίσκονται στὴν πρύμνη τοῦ «Δελφινιοῦ» βάζουν στὸ ντουφεκίδι τοὺς Ψαριανούς. Κι αὐτοὶ τὸ ἀνταποδίδουν μὲ τὸ παραπάνω. Σκοτώνουν καὶ κάποιο χρυσοφορεμένο Τοῦρκο ἀξιωματικό.
Μ' ὅλο ποὺ ὁ Νικόδημος δὲ μπορεῖ νὰ κολλήσει τὸ μπουρλότο του στὴν καπιτάνα τὴν κυνηγάει. Ὕστερα ἀπὸ ὥρα, ἄπραγος ἀναγκάζεται νὰ γυρίσει στὸ στόλο. Τὰ ὑδραίϊκα μπουρλότα σὰν βλέπουν τὰ Ψαριανά, χύνονται κι αὐτὰ ἀπὸ κοντά.
Ἀπ' τοὺς πρώτους ὁ Γιάννης Ματρόζος μὲ τὸ μπουρλότο του «Χάρος». Βάζει στὸ μάτι ἕνα μεγάλο μπρίκι αἰγυπτιακὸ μὲ εἴκοσι κανόνια. Καπετάνιος του ἔτυχε νὰ εἶναι ὁ χριστιανομάχος Μεχμὲτ μπέης ἀπ' τὴν Κῶ. Εἶχε τσοῦρμο καμιὰ τρακοσαριά. Τὸν κηνυγάει ὁ Ματρόζος κι αὐτὸς ὅλο τοῦ ξεφεύγει.
- Ποῦ θὰ μοῦ πᾶς, θὰ κολλήσω πάνω σου, ξεφωνίζει πεισματωμένος ὁ Ὑδραῖος.
Ἄν κι ἔχει ἀντίπλωρο τὸν καιρὸ καταφέρνει νὰ πέσει δίπλα στὸ μπρίκι καὶ νὰ κοτσάρει τὸ «Χάρο». Στὰ γρήγορα βάζει φωτιὰ στὸ μπουρλότο καὶ βρίσκονται ὅλοι στὴ βάρκα. Οἱ φλόγες καῖνε τὰ ξάρτια ἀπ' τὸ μεγάλο κατάρτι τῆς πρύμνης τοῦ αἰγυπτιακοῦ. Πέφτουν ὅμως τὸ τσοῦρμο, ξεκοτσάρουν τὸ «Χάρο» καὶ σβήνουν τὴ φωτιὰ ἀπ' τὸ μπρίκι τους.
Βλέπει ἀπὸ μακριὰ ὁ Ἀντρέας Πιπίνος τὸ τί γίνεται στὸ αἰγυπτιακὸ μπρίκι. Γιὰ νὰ τὸ ἀποτελειώσει φέρνει τὸ μπουρλότο του καταπάνω. Τὸν ἀφήνουν οἱ Τοῦρκοι νὰ ζυγώσει καὶ τὸν ἀρχίζουν στὸ ντουφέκι. Ἄτρομος ὁ καπετὰν Ἀντρέας, ὅρθιος στὸ διάκι φωνάζει στοὺς Ὑδραίους συντρόφους του.
- Μὴ σκιάζεστε ἀδέρφια. Θὰ τὸ κάψουμε τὸ μπρίκι καὶ τοὺς ἄπιστους.
Καταφέρνει νὰ χώσει τὸ μπομπρέσσο τοῦ μπουρλότου στὴ μπουκαπόρτα τοῦ ἐχθρικοῦ. Τὴ στιγμὴ ποὺ ρίχνει τοὺς γάτζους νὰ τὸ κοτσάρει καὶ νὰ τὸ στεριώσει, κομμάτι ἀπὸ γκιουλὲ ἀπ' τὸ μπρίκι βρίσκει τὸν μπουρλοτιέρη Ἀντρέα Πιπίνο στὸ βουβώνα. Τὸν παίρνουν τὰ αἵματα. Λίγο ἀκόμα θέλει νὰ φέρει σὲ πέρας τὸ ἔργο του. Γιὰ τοῦτο κρύβει τὴ λαβωματιά του. Οἱ συντρόφοι του ὅμως βλέπουν τὸ αἷμα ποὺ τρέχει. Τὸν πιάνουν γιὰ νὰ τὸν ἀποτραβήξουν. Αὐτὸς ἀντιστέκεται καὶ φωνάζει.
- Δὲν ἔχω τίποτα ἀδέρφια. Νά, κοντεύω. Ἀφῆστε με λίγο ἀκόμα νὰ βάλω φωτιὰ στὸ μπουρλότο.
Οἱ συντρόφοι του δὲν τὸν ἀκοῦνε. Σηκωτὸ μὲ τὸ στανιὸ ἄλλοι τὸν κουβαλᾶνε στὴ σκαμπαβία καὶ ἄλλοι βάζουν φωτιὰ στὸ μπουρλότο. Φεύγουν στὰ γρήγορα νὰ γλυτώσουν στὸ καράβι τοῦ καπετὰν Κριεζῆ καὶ νὰ φροντίσουν τὸ βαριὰ λαβωμένο καπετάνιο τους, τὸν μπουρλοτιέρη Ἀντρέα Πιπίνο.
Τὸ μπρίκι ἁρπάζει τώρα γιὰ τὰ καλὰ φωτιά. Ἀπ' τὸ τσοῦρμο του ἑκατὸ πέφτουν στὴ θάλασσα να γλυτώσουν ἀπ' τὴ φωτιά. Δὲν ξέρουν κολύμπι καὶ πνίγονται.
Ἀπὸ μακριὰ ὁ Πιπίνος βλέπει τὸ μπρίκι μέσα στὶς φλόγες. Χαρούμενος λέει.
- Χαλάλι ἡ λαβωματιά μου, ἀφοῦ τὸ κάψαμε τὸ μπρίκι. Ἀκόμα καὶ νὰ πεθάνω...
Ὁ ἀέρας φέρνει τὸ καρβουνιασμένο αἰγυπτιακὸ καράβι καὶ τὸ ρίχνει στὸ γιαλό. Κειπέρα ἀποκαίγεται.
Κι ὁ Θεοχάρης Παπαντώνης, ὁ Ὑδραῖος αὐτὸς γενναῖος μπουρλοτιέρης, πῶς μποροῦσε νὰ μείνει ἀδιάφορος κι ἄπραγος. Εἶχε μπουρλότο ἕνα γέρικο μὰ ὄμορφο καράβι ποὺ τὸν λέγαν «Ἡρακλῆ». Τὸ κάνανε στὴν Ὕδρα μπουρλότο καὶ τὸ δώσανε στὸν καπετὰν Γιώργη.
Ὁ Θεοχάρης Παπαντώνης ρίχνεται μὲ τὸν «Ἡρακλῆ» του ἀνάμεσα στὰ τουρκοαιγυπτιακὰ καράβια. Ἁπλώνει παντοῦ τὸν τρόμο. Ἀντρειωμένος δέχεται τὴ μανιασμένη καταιγίδα ἀπὸ μυδράλλια, γκιουλέδες καὶ βόλια ντουφεκιῶν ἀπ' τὰ ἐχθρικὰ καράβια. Κατατρυπημένα τὰ πανιά του.
Πιὸ πέρα βλέπει ὁ Θεοχάρης μιὰ μεγάλη τουνέζικη φρεγάτα μὲ σαρανταπέντε κανόνια ποὺ εἶναι ἡ ναυαρχίδα τῆς τουνέζικης μοίρας. Χτυπάει ἄσχημα τὴ ναυαρχίδα τοῦ Μιαούλη. Σ' αὐτὴ ρίχνεται ὁ Ὑδραῖος μπουρλοτιέρης. Τὴν τρακάρει καὶ κολλάει τὸν «Ἡρακλῆ» στὴν πλώρη τῆς φρεγάτας ποὺ ἔφευγε γιὰ νὰ γλυτώσει. Ρίχνει τοὺς γάτζους, δένει καλὰ τὸ μπουρλότο του ὁ καπετὰν Γιώργης καὶ χωρίς ἀργητά, μὲ τὸ μπουτοφάγο βάζει φωτιά.
Τελευταῖος πηδάει στὴ σκαμπαβία καὶ λάμνουν δυνατὰ νὰ ξεφύγουν.
Οἱ φλόγες γλυστρᾶνε ἀπ' τὸν «Ἡρακλῆ» καὶ γλύφουν πρίμα-πλώρη τὴ φρεγάτα καὶ τὰ ξάρτια της. Ἀνάστατο τὸ τσοῦρμο ἀπ' τὸ ἀναπάντεχο, τρέχει πέρα δῶθε ἄσκοπα. Ὁ ἕνας πίσω ἀπ' τὸν ἄλλο ἀπ' τὰ ψηλὰ πέφτουν οἱ Τουνέζοι στὸ νερό. Εἶχε μέσα ἐννιακόσιους ἁρματωμένους καὶ διακόσους ναῦτες. Ἀδειάζει ἡ φρεγάτα, γεμίζει ἡ θάλασσα κορμιά. Μισὴ ὥρα καιγόταν τὸ καράβι. Τὸν καπετάνιο της καὶ τὸν «μπίμπαση» (ἀξιωματικὸ) τῶν ἁρματωμένων τοὺς μαζεύουν ἀπ' τὸ νερὸ οἱ ναῦτες τοῦ Τσαμαδοῦ καὶ τοὺς κρατᾶνε αἰχμάλωτους.
Μ' ὅλο ποὺ ἡ φρεγάτα ἔχει ἁρπάξει γιὰ καλὰ φωτιά, ὁ στόλαρχος Μιαούλης θέλει νὰ σιγουρέχει τὸν ἀφανισμό της. Κάνει σῆμα στὸν Γιώργη Βατικιώτη νὰ κολλήσει κι αὐτὸς τὸ μπουρλότο του στὴ φρεγάτα γιὰ νὰ τὴν ἀποτελειώσουν.
Ὁ Βατικιώτης ξεκινάει στὰ σύντομα. Στὸ τιμόνι πάντα ὁ φίλος του Ἀναστάσης Βοβολίνης. Φτάνει καὶ κολλάει τὸ μπουρλότο του ἀπ' τὸ ἄλλο πλευρὸ τῆς φρεγάτας. Βάζει φωτιὰ στὸ μπουρλότο κι οἱ φλόγες του ἁπλώνονται καὶ στὴ φρεγάτα. Καίγεται ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς τὸ τουνέζικο καράβι. Ὁ Γιώργης Βατικιώτης ἀποτέλειωσε τὸ ἔργο τοῦ Θεοχάρη Παπαντώνη.
Δὲν εἶχαν πολὺ ξεμακρύνει οἱ σκαμπαβίες μὲ τοὺς μπουρλοτιέρηδες κι ἄστραψε καὶ βρόντησε ἡ φρεγάτα. Ἡ μπατουταποθήκη της πῆρε φωτιὰ καὶ τὴν πέταξε μεσούρανα. Ἡ θάλασσα γέμισε κουφάρια καὶ ξύλα.
Ὁ Γιώργης Βατικιώτης κατάφερε μὲ τὴ βάρκα του κι ἀλάργεψε ἀπ' τὴ φρεγάτα. Ὄχι ὅμως κι ὁ Θεοχάρης Παπαντώνης. Τοῦ ρίχνεται ξοπίσω μιὰ φελούκα γεμάτη ἁρματωμένους Μπαρμπαρίνους. Πιάνουν ντουφέκι κι ἀπ' τὶς δυὸ μεριές.
Ἀπ' τὰ πρῶτα βόλια, λαβώνεται στὸ πόδι ὁ Θεοχάρης Παπαντώνης. Τὸ αἷμα τρέχει μὰ αὐτός ὅρθιος μὲ τὸ τρομπόνι στὸ χέρι μάχεται. Ἄλλοι τέσσερες συντρόφοι του λαβώνονται, οἱ δυὸ βαριά. Σκοτώνονται καὶ δυὸ Ὑδραῖοι. Στὴν τουνέζικη φελούκα λιγοστοὶ ἀπόμειναν ζωντανοί. Ἀναγκάζεται νὰ ξεμείνει παρατώντας τοὺς Γραικούς.
Ἄλλη τουνέζικη φελούκα μ' ἁρματωμένους λάμνει νὰ προκάνει τοὺς Ρωμιούς. Ὅταν ὅμως ζυγώνει τὴν προηγούμενη φελούκα καὶ βλέπει τὸ χαλασμὸ ποὺ κάνανε στοὺς δικοὺς της οἱ Γραικοὶ κάνει πίσω. Ἔτσι ὁ Θεοχάρης μὲ τοὺς Ὑδραίους του γλυτώνει στὸ καράβι τοῦ Σαχτούρη.
Τώρα πιὰ τοὺς σκέπασε τὸ σκοτάδι. Ἀποτραβήχτηκαν οἱ ἀρμάδες γιὰ τὴν Ἀλικαρνασσό. Κι ἡ φρεγάτα ποὺ βρισκόταν μέσα ὁ Ἰμπραήμ, ἀπ' τὸ φόβο του στὰ μπουρλότα, ἀναγκάστηκε μὲ σβηστὰ φῶτα νὰ φύγει. Οἱ Ἕλληνες ἀρμένισαν γιὰ τοὺς Ἀρκιοὺς καὶ τὴ Λειψώ.
***
ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ
ΟΙ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
ΤΑ «ΚΑΛΑ ΒΙΒΛΙΑ»
ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς