Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ (Ἡ διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς)
Ἀντωνίου Α. Ἀντωνάκου καθηγητοῦ
κλασσικοῦ Φιλολόγου ἱστορικοῦ – συγγραφέως
Σὲ ἕνα ποίημα – τραγούδι, τὸ ὁποῖο εἶχα γράψει πρὸ τριακονταετίας, σχετικὸ μὲ τὴν συνέχεια τῶν Ἑλλήνων, ὁ στίχος ἔλεγε «Ὅμηρο λέγαν τὸν παππού, Ὅμηρο λὲν κι ἐμένα». Ὁ συμβολικὸς αὐτὸς στίχος εἶχε σαφῆ ἀναφορὰ στὴν διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Πράγματι ἡ ελληνικὴ γλῶσσα παρουσιάζει μιὰ μοναδικὴ διαχρονικότητα. Λέξεις, ἐκφράσεις καὶ ρηματικὲς σημασίες, ποὺ τὶς συναντοῦμε σήμερα εὐρέως στὴν νεοελληνικὴ γλῶσσα, εἶναι ἴδιες κι ἀπαράλλαχτες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἡσιόδου, τῶν μεγάλων τραγικῶν, τοῦ Μενάνδρου, τοῦ Πλουτάρχου, τοῦ Ἀριστοφάνους, τοῦ Ἐπικτήτου, τοῦ Ἀνακρέοντος, βρίσκονται δὲ σήμερα σὲ εὐρύτατη λαϊκὴ χρήση. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Γ. Χατζιδάκις, «Ὅποιος χωρὶς τὴν γνῶσιν τῆς Ἀρχαίας ἐπιχειρεῖ νὰ μελετήσει καὶ ἑρμηνεύσει τὴν νέαν, ἢ ἀπατᾶται ἢ ἀπατᾶ» (καὶ ποὺ ἰσχύει προφανῶς καὶ ἀντιστρόφως), ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζει καὶ ἡ σύγχρονη ἔρευνα: Ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει στενὴ σχέση τῆς Ἀρχαίας μὲ τὴν νέα Ἑλληνική. «Τὸ γλωσσολογικὸ «μοντέλο» τῆς παρομοίωσης τῶν ποικιλιῶν καὶ τῶν γλωσσικῶν περιόδων μὲ οἰκογενειακὸ δέντρο, ἐπιτρέπει νὰ κάνουμε λόγο γιὰ μία ἑνιαία Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, τόσο στὸ συγχρονικό, ὅσο καὶ στὸ διαχρονικὸ ἐπίπεδο», ὅπως ἔχει τονίσει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ καθηγητὴς Γλωσσολογίας κ. Χαραλαμπάκης.
Ἡ ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ ἡ διαχρονικότητά της πιστοποιεῖται, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀρχαϊσμῶν ποὺ διασώζουν οἱ νεοελληνικὲς διάλεκτοι (τῆς Μάνης, ἡ Ποντιακὴ κ.ἄ.). Ἡ προφορικὴ παράδοση εἶναι γεγονὸς ὅτι ὑπῆρξε, ἂν ὄχι ἰσχυρότερη, τουλάχιστον ἐξ ἴσου ἰσχυρὴ μὲ τὴν γραπτή. Ποιός ἁπλὸς Νεοέλληνας θὰ φανταζόταν ὅτι λέξεις ὅπως «γειτόνισσα», «κατακέφαλα», «μάγουλα» ἔχουν ζωὴ δύο χιλιάδων τουλάχιστον χρόνων; Καὶ ἀναφέρω στὴ συνέχεια τρία μόνο ἐνδεικτικὰ παραδείγματα, ποὺ δείχνουν τὴν μεγάλη σημασία τῆς προφορικῆς παράδοσης καί, μέσῳ αὐτῆς, τῆς διαχρονικότητας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης: Πρῶτο παράδειγμα ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κρητικὸς χρησιμοποιεῖ ἀκόμα τὴν δωρικὴ ἔκφραση «Μὰ τὸ Ζά», ἢ τὴν ὁμηρικὴ λέξη «λύθρος» μὲ τὴν ἴδια σημασία (δηλαδὴ «αἷμα ἀνάμικτο μὲ σκόνη καὶ ἱδρῶτα», τὸ αἷμα τῆς μάχης). Δεύτερο ὅτι ὁ Πόντιος χρησιμοποιεῖ τὴν προφορὰ τοῦ ἀρχαίου, -η- (ήτα) ὡς -ε- (ἔψιλον) [νύφε = νύφη] καί, τρίτον, ὅτι ὁ Κύπριος τονίζει μέχρι σήμερα τὴν προφορὰ τῶν διπλῶν συμφώνων τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς.
Ὁ διαπρεπὴς καὶ ἐξαίρετος ἐκ Σκύρου ἑλληνιστὴς Κ. Φαλτάϊτς, στὸ ἔργο του «Ἡ ἀρχαιότης τῆς λεγομένης νεοελληνικῆς» [Ἀθῆναι 1929], ἔχει γράψει τὰ ἑξῆς: «Ἡ γλῶσσα, αὐθόρμητον ἀλλὰ καὶ λογικὸν τοῦ ἀνθρώπου κατασκεύασμα, ἔχει φυσικοὺς νόμους καὶ τεχνητούς, ἡ ἀνακάλυψις καὶ ἐξέτασις τῶν ὁποίων δύναται νὰ μᾶς ὁδηγήση ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως εἰς τὴν εὕρεσιν τῆς ἀρχῆς καὶ ἐξελίξεως τῆς γλώσσης. Ἐκ τῶν νόμων τούτων -ὁ κυριώτερος μάλιστα ὅλων- ὁ νόμος τῆς ὀνοματοποιΐας, μᾶς ὁδηγεῖ χωρὶς δυσκολίαν εἰς τὸ νὰ ἀνακαλύψωμεν ποῖος ἐκ τῶν δύο τύπων μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς λέξεως εἶναι ὁ ἀρχαιότερος. Ποῖος ἑπομένως εἶναι πρωτότυπος καὶ ποῖος παράγωγος ἢ μεταγενέστερος. Τὸ ἂν ἐγράφησαν τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη πρὸ δυόμιση ἢ δύο χιλιάδων ὀκτακοσίων ἐτῶν, δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ὁμηρικὴ γλῶσσα εἶναι ἀρχαιοτέρα τῆς γλώσσης τὴν ὁποίαν ὁμιλοῦν σήμερα οἱ ποιμένες εἰς τὰ βουνὰ τῆς Πίνδου ἢ εἰς τὸν κάμπον τῆς Θεσσαλίας οἱ γεωργοί. Σημαίνει ἁπλῶς ὅτι κείμενα τῆς γραφομένης ἑλληνικῆς γλώσσης διετηρήθησαν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ἐνῷ ἡ ὁμιλούμενη, ὡς ἀνεπίσημος καὶ χυδαία θεωρούμενη, δὲν ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπὸ τοὺς γράφοντας. Ἀλλὰ ἡ ὁμιλουμένη αὐτή, διατηρουμένη μέχρι σήμερον, εἶναι ἀπολύτως λογικὸν νὰ δεχθῶμεν ὅτι εἶναι ἀρχαιοτέρα τῆς λογίας ἢ γραφομένης ἢ «ἀρχαίας», καὶ διότι εἶναι ἄτεχνος καὶ ἀνεξέλικτος, καὶ διότι φθογγολογικῶς φέρει τὰς λέξεις πλησιέστερον πρὸς τὴν ὀνοματοποιΐαν, καὶ διότι, τέλος, ἡ κοινὴ λογικὴ καὶ πλεῖστα ἱστορικὰ γεγονότα τὴν ἄποψιν αὐτὴν μᾶς ὑποχρεοῦν νὰ δεχθῶμεν».Καὶ λίγο παρακάτω συνεχίζει… «Θὰ ἔτυχε πολλάκις νὰ ἀκούσετε ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι θέλοντες νὰ ὁμιλήσουν εἰς τὴν καθαρεύουσαν λέγουν: «Φέρτε τὰ καπινά σας» ἢ «τὴν σήμερον τὰ λεπιτά…» καὶ ἄλλα παρόμοια… Τὰ ἴδια δὲ κάνουν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς, καὶ οἱ πλέον δόκιμοι καὶ ἀρχαῖοι. Ὁ Ὅμηρος μάλιστα τὸ παρακάνει μιμούμενος τὸν τρόπον τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι, διὰ νὰ σχηματίσουν κομψοτέραν τὴν λέξιν, λέγουν καπινά, λεπιτά, πετυχεῖον, περιπιλέον καὶ τὰ παρόμοια. Ὄντως εἰς τὸν Ὅμηρον καὶ εἰς ἄλλους ποιητὰς βλέπομεν τὰς λέξεις: πυκινὸς ἀντὶ πυκνός, Ὅμηρος ἀλεγεινὸς ἀντὶ ἀλγεινός, κλεεινὸς ἀντὶ κλεινός, σκόροδον ἀντὶ σκόρδον κ.ο.κ. Ἡ τάσις, ἑπομένως, τοῦ προσθέτειν φωνήεντα εἰς τὰς λέξεις εἶναι τάσις παναρχαία, παρατηρουμένη ὄχι μόνον εἰς τὸν πολὺν λαόν, τὸν μὴ νεωτερίζοντα, ἀλλὰ εἰς τοὺς ποιητάς, τοὺς πεζογράφους, τοὺς ρήτορας καὶ τὰ θέλοντα νὰ μιμηθοῦν αὐτοὺς ἄτομα. Ἐδῶ, ὅπως ἐξηγεῖται, ὁμιλοῦμεν περὶ προσθήκης φωνήεντος εἰς λέξεις μὴ ἐχούσας τὸ φωνῆεν τοῦτο, ὁμιλοῦμεν δηλαδὴ περὶ νεωτεροποιήσεως μιᾶς παλαιᾶς λέξεως διὰ τῆς προσθήκης ἑνὸς ἢ περισσοτέρων φωνηέντων. Καὶ ἐφ’ ὅσον θεωροῦμεν τὴν προσθήκην φωνήεντος τεχνητὸν ἢ νεώτερον φαινόμενον, πρέπει καὶ πάλιν νὰ συμπεράνωμεν ὅτι μεταξὺ ἑνὸς τύπου λέξεως, τῆς λεγομένης νεοελληνικῆς γλώσσης, καὶ τοῦ τύπου τῆς αὐτῆς λέξεως τῆς λεγομένης ἀρχαίας, ἀρχαιότερος εἶναι ὁ τύπος τῆς δημοτικῆς, ἐφ’ ὅσον ὁ λόγιος τύπος θὰ εἶχε περισσότερα φωνήεντα». Ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀξιόλογες παρατηρήσεις κατανοοῦμε τὴν μοναδικὴ διαχρονικότητα τῆς Ἑλληνικῆς, ὅπου ἡ λαϊκὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα φαίνεται νὰ ἀνήκει στὶς ἀπαρχὲς τῆς δημιουργίας τῆς γλώσσης μας.
Ἀξίζει, ἑπομένως, νὰ μελετηθεῖ συστηματικώτερα ἡ λαϊκὴ γλῶσσα τῆς Ἀρχαίας Ελληνικῆς, ἡ ὁποία ἔχει παραμεληθεῖ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὴν ἐπεσκίασε ἡ αἴγλη τῆς ἐπικῆς καὶ τῆς μεταγενέστερης λογοτεχνικῆς γλώσσης. Πολλὲς ἀπὸ τὶς βρισιὲς λ.χ. τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων ἐπιβιώνουν ὡς σήμερα: Π.χ. «αἰγύπτιος» (Ὑπερείδης, «Κατὰ Ἀθηνογένους» 2.2), «ἄνανδρος», «ἀνάξιος», «ἄτιμος», «ἀχάριστος», «ἄχρηστος», «γελοῖος», [Δημοσθένης «Ὀλυνθιακὸς II» 19.7], «μαλακὸς» Ἰσοκράτης «Φίλιππος» 124.4), «παμπόνηρος», «ταλαίπωρος», «οὐδὲ καθαρὸς τὰς χεῖρας» (Λυσίας «Περὶ τῆς Εὐάνδρου δοκιμασίας» 8.4), «νεόπλουτος» (Δημοσθένης «Περὶ τῶν πρὸς Ἀλέξανδρον συνθηκῶν» 23.5). Ἴσως ἐδῶ ἔχουμε καὶ νεώτερη ἐπίδραση τοῦ γαλλικοῦ nouveau riche, γερμ. neureih – νεοπλουτισμὸς στὸν Κουμανούδη, 1898, (ἐφημ. Ἀκρόπολις).
Ὁ Ἀριστοφάνης, ἐπίσης, στὶς Νεφέλες (στίχ. 1382-1390) χρησιμοποιεῖ τὶς παιδικὲς λέξεις βρῦν, μαμμάν, οἱ ὁποῖες σώζονται ὣς σήμερα, καὶ σημαίνουν: μπροὺ-μπροὺ= «κράζω ζητῶν ὕδωρ, ἐπὶ παιδίων», μάμ = κάνε μάμ. Συγκεκριμένα λέει: «…εἰ μέν γε βρῦν εἴποις, ἐγὼ γνοὺς ἂν πιεῖν ἐπέσχον, μαμμὰν δ’ ἂν αἰτήσαντος, ἧκόν σοι φέρων ἂν ἄρτον, κακκάν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσας, κἀγώ λαβὼν θύραζε ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε· σὺ δέ με νῦν ἀπάγχων, βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιώην, οὐκ ἔτλης ἔξω ‘ξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’, ἀλλὰ πνιγόμενος αὐτοῦ ‘πόησα κακκάν». Αὐτὸ σημαίνει «…κι ὅταν μοῦ ‘λεγες «μπού», καταλάβαινα πὼς διψᾶς καὶ σοῦ ‘δινα νὰ πιεῖς νερό, κι ὅταν γύρευες «μάμ», πήγαινα καὶ σοῦ ‘φερνα ψωμί, καὶ δὲν πρόφταινες νὰ πεῖς «κακὰ» μου καὶ σ’ ἔφερνα ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ σ’ἔβαζα να τα κάνεις. Καὺ σὺ τώρα, σφίγγοντάς μου τὸ λαρύγγι, ἐνῷ σοῦ φώναζα κι ἔσκουζα πὼς θὰ «λερωθῶ» («χεζητιώην» = θὰ χεσθῶ), δὲν πῆγες νὰ μὲ βγάλεις ἔξω, ἄθλιε, παρὰ μ’ ἔσφιξαν καὶ ἐκεῖ, ἐπί τόπου (= αὐτοῦ) τ’ ἀμόλησα («’πόησα κακκάν»= ἔκανα κακκά μου)». Ἡ τελευταία αὐτὴ λέξη, τὴν ὁποία ἀποφεύγουν νὰ καταγράψουν πολλὰ νεοελληνικὰ λεξικά, σώζεται στὸν Πόντο μὲ τὴν ἀπαρεμφατική της μορφὴ καὶ μὲ τὴν ἴδια φυσικὰ σημασία. Βεβαίως ἡ λέξη «κακά», ποὺ λένε τὰ μικρὰ παιδιά, μὲ τὴν σημασία ποὺ ἔχει μέχρι σήμερα, παρουσιάζει ἀπολύτως επιστημονικὴ ἐξήγηση. Διότι ἐπεξηγεῖ πὼς ὁ ὀργανισμός, ἀφοῦ διὰ τῆς τροφῆς κρατήσει τὰ καλά, δηλαδὴ τὰ χρήσιμα γι’ αὐτὸν συστατικά, ἀποβάλλει τὰ «κακὰ» καὶ τὰ ἄχρηστα. Τὸ ἴδιο δείχνει καὶ ἡ ἀρχαιότατη λέξη «τὸ σκώρ» [γενική: τοῦ σκατός (ἀντὶ σκαρτός), πληθυντικός: τὰ σκατά], ποὺ σημαίνει «περρίτωμα (κάτι τὸ περιττόν), ἀποπάτημα, κόπρος», κατὰ τὸ λεξικὸ Liddell – Scott, ἡ ὁποία λέξη δὲν σώζεται σήμερα στὴν ὀνομαστική, παρὰ μόνο ἐν συνθέσει στὴν λέξη «σκωραμίς», ποὺ εἶναι ἰατρικὸς ὅρος καὶ σημαίνει τὴν «νοσοκομειακὴ πάπια». Ἂν ἀφήσουμε τὶς λέξεις καὶ πᾶμε σὲ ἐκφράσεις, θὰ διαπιστώσουμε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Ἡ φράση π.χ. «τὴν βάψαμε», οἱ περισσότεροι νομίζουν ὅτι ἀποδίδει κάτι σχετικὸ μὲ βάψιμο! Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι στὴν ἑλληνικὴ ὑπάρχει καὶ ἡ λέξη «βάπτισμα», ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα βάπτω (= βυθίζω εἰς τὸ νερό). Ἄρα ἡ φράση «τὴν βάψαμε», σημαίνει «βυθιζόμαστε» ἤ, ὅπως λέει ὁ λαός, «τὴν κάτσαμε τὴν βάρκα»! Καὶ αὐτὴ ἡ φράση προέρχεται ἀπὸ τὸν «Ὀρέστη» τοῦ Εὐριπίδη (στ. 705 – 707), καὶ λέει «ἡ ναῦς ἔβαψεν», δηλαδὴ «τὸ πλοῖο βυθίσθηκε», ὅπως λέει σήμερα ὁ λαός μας! Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὴν τὴν φράση, ὑπάρχουν πολλὲς ἑκατοντάδες ἀκόμη διαχρονικές. Ἴδιες κι ἀπαράλλακτες ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα!
Ἂς δοῦμε κάποιες ἀπὸ αὐτές: Λὲς τρίχες (Τριχολογεῖν καὶ τρίχας ἀναλέγεσθαι.). Δὲν μὲ μέλει (Οὐδέν μοι μέλει). Τὸν ἀράπη κι ἂν τὸν πλένεις… [Αἰθίοπα σμήχεις (Πλούταρχος)]. Πάρ’ τὸ ἀβγὸ καὶ κούρευτο [Ὠὸν τίλλεις (Πλούταρχος)]. Μπλέξαμε τὰ μπούτια μας [Πλέξαντες μηροῖσι πέρι μηρούς (Ἀνακρέων Fragmenta. Fr.94)]. Καὶ κάτι πολὺ … ἐπίκαιρο: Ἡ διαχρονικὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα φράση «ἀεὶ τὰ πέρυσι βελτίω», ποὺ σημαίνει «κάθε πέρυσι καὶ … καλύτερα»! Αὐτὴ λοιπὸν τὴν διαχρονική, τὴν μία καὶ μοναδικὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἔχουν προσπαθήσει νὰ τὴν ἀλλοιώσουν, νὰ τὴν διαστρεβλώσουν, νὰ τὴν παραποιήσουν. Ἄλλαξαν μὲ νόμους τὴν ἱστορικὴ γραμματική, ὑποστήριξαν μὲ «ὑμετέρους» καθηγητὲς τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, κατήργησαν τὴν γ΄ κλίση τῶν ὀνομάτων, μία κλίση ποὺ περιλαμβάνει, ἐδῶ καὶ 3000 τουλάχιστον χρόνια, τὸ 70% περίπου τῶν ἑλληνικῶν ὀνομάτων. Τὴν χώρισαν σὲ ἀρχαία καὶ νέα ἑλληνική! Κι ἐνῷ ὁ ὑπεραιωνόβιος Κριαρᾶς δὲν βαρέθηκε νὰ δηλώνει συνεχῶς καὶ ἀνερυθριάστως ὅτι «ἡ ἀρχαία εἶναι ἄλλη γλῶσσα, δὲν εἶναι μία γλῶσσα μὲ τὴν ἑλληνική», ὁ νομπελίστας μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης δήλωνε: «Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει παρὰ μία γλῶσσα. Ἡ Ἑνιαία Ἑλληνικὴ Γλῶσσα… Τὸ νὰ λέει ὁ Ἕλληνας ποιητής, ἀκόμα καὶ σήμερα, «ὁ οὐρανός», «ἡ θάλασσα», «ὁ ἥλιος», «ἡ σελήνη», «ὁ ἄνεμος», ὅπως τὸ ἔλεγαν ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Ἀρχίλοχος, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμὴ μιλῶντας μὲ τὶς ρίζες ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ. Στὰ Ἀρχαῖα». Ὁ Μανώλης Τριανταφυλλίδης, ἐπίσης, τόνισε ὅτι «Ἡ νέα μας γλῶσσα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία, ἀδιάκοπα μιλημένη ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος γιὰ χιλιάδες χρόνια, ἀπὸ χείλη σὲ χείλη καὶ ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί…»
Καὶ τελειώνω μὲ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς δηλώσεις τοῦ Γιώργου Σεφέρη πάνω σ΄ αὐτὸ τὸ θέμα, τὴν ὁποία ἄντλησα ἀπὸ τὸ πνευματικὸ φρέαρ τῶν «Δοκιμῶν» του (Τόμος 1, σελ. 177, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθῆνα 1974 ): «Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὣς τὰ σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλῶσσα». Βεβαίως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι σύμφωνα μὲ πρόσφατη ἔρευνα οἱ Ἕλληνες δὲν ξέρουν ποιὸς εἶναι ὁ Ἐλύτης καὶ ὁ Σεφέρης σὲ ποσοστὸ ἄνω τοῦ 50%. Δυστυχῶς!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη