Οι Οθωμανοί προ των πυλών (ante portas) της Λαμίας
Το απόγευμα του Σαββάτου του Λαζάρου 4 Απριλίου 1897 (οι ημερομηνίες αναφέρονται με το ισχύον τότε Ιουλιανό ημερολόγιο), ο Οθωμανός αρχιστράτηγος (müşir)1 Ετέμ Πασάς (τουρκ. Edhem Paşa) (Εικ.1) με 62.000 πεζούς, 1.300 ιππείς και 204 πυροβόλα, στρατό επαρκώς γυμνασμένο και εξοπλισμένο με σύγχρονα όπλα (ολοκαίνουργα πυροβόλα μεγαλυτέρου βεληνεκούς έναντι των ελληνικών και επαναληπτικά τουφέκια Μauzer γερμανικής κατασκευής των 9,5 και 7,65 χιλιοστών), επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας στα σύνορα της Θεσσαλίας. Τον συνόδευε ο επικεφαλής των Γερμανών συμβούλων του Φον ντερ Γκόλτς Πασάς. Ο ελληνικός στρατός αποτελούνταν από 42.000 πεζούς, 600 ιππείς και 96 πυροβόλα. Στρατολογήθηκε βιαστικά, ανοργάνωτα και ήταν αγύμναστος. Ο οπλισμός του σχεδόν πρωτόγονος. Διέθετε παλαιά πυροβόλα και απαρχαιωμένα οπισθογεμή τουφέκια Gras M 1874, τους γκράδες, όπως τα αποκαλούσε ο λαός2.
Οι πρώτες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν στα στενά της Μελούνας. Ο αγώνας ήταν άνισος εξαιτίας της αριθμητικής και ποιοτικής σε οπλισμό υπεροχής του οθωμανικού στρατού. Κατελήφθησαν η Λάρισα, ο Βόλος, το Βελεστίνο και τα Φάρσαλα. Στο Βελεστίνο οργανώθηκε υποτυπώδης άμυνα από τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Σμολένσκι. Στις 4 Μαΐου στη μάχη του Δομοκού παρά τον ηρωϊκό αγώνα των Γαριβαλδινών εθελοντών (Ιταλών φιλελλήνων), η επικράτηση των Οθωμανών ήταν πλήρης (Εικ.2,3,4). Στις 5 Μαΐου ακολούθησε οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων μέσω Δερβέν Φούρκας (σημερινό Καλαμάκι) στις υπώρειες της Όθρυος (Εικ.5).
Το πρωΐ της 7ης Μαΐου η εμπροσθοφυλακή του Ετέμ Πασά, συνοδευομένη από ατάκτους λαφυραγωγούς (Εικ.6), έφθασε στα αντερείσματα της Παλιοκούλιας, Καμηλόβρυσης και Ταράτσας έξω από τη Λαμία (Εικ.7,8). Οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να οργανώσουν πρόχειρη αντίσταση στις Θερμοπύλες και στα Δύο Βουνά (Εικ.9). Ασθενής οπισθοφυλακή τριών ευζωνικών ταγμάτων κάλυπτε την υποχώρηση. Το χωριό Μπεκή (σήμερα Σταυρός) υπεράσπιζε το 2ο Τάγμα Ευζώνων της 1ης Μεραρχίας. Τοποθετήθηκε στις τοποθεσίες Βλησίδια, Πυργάκια και μέχρι τον Αϊ-Λιά Μπεκής «ίνα μη ο εχθρός υπερφαλαγγίση και κυκλώση τα εν Λεκάνη της Ταράτσης υπάρχοντα δια την άμυναν στρατεύματα...8-5-1897»3. Τα τάγματα αυτά μειωμένα σε δύναμη, σχηματίσθηκαν κατά προτίμηση από Ρουμελιώτες αξιωματικούς και ευζώνους4 με τη συμμετοχή εθελοντών και από άλλες περιοχές (Εικ.10). Ανάμεσά τους, σε ηλικία 28 ετών, πολέμησε και ο αξιωματικός Κωνσταντίνος Αθ. Γκέκας (1869-1914 ή 1918), θείος της μητέρας μου5.
Οι ελληνικές δυνάμεις οργανώθηκαν πρόχειρα και συγκρούσθηκαν με τις προφυλακές των Οθωμανών. Προσπάθησαν να ανακόψουν την προέλαση του οθωμανικού στρατού, που προσέβλεπε στην κατάληψη της Λαμίας. Το μνημείο στην Καμηλόβρυση με τα ονόματα των πεσόντων (1 αξιωματικός, 4 υπαξιωματικοί και 15 οπλίτες) φανερώνουν την απέλπιδα αυτή προσπάθεια (Εικ.11,12). Η πτώση της Λαμίας ήταν αναμενομένη. Οι Λαμιώτες και οι κάτοικοι των γύρω χωριών, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους (Εικ.13,14). Καταφεύγουν πρόσφυγες, άλλοι στις πλαγιές και χαράδρες του Καλλιδρόμου και άλλοι δυτικότερα στα ορεινά της Οίτης.
Την εμπειρία αυτή έζησε σε ηλικία 10 ετών η γιαγιά μου Δημητρούλα Δ. Γκέκα, το γένος Παπαθανασίου (1887-1980) (Εικ.15). Από το Κόμμα, το χωριό καταγωγής της, ένα χιλιόμετρο νότια της Λαμίας, οι κάτοικοι έφευγαν πανικόβλητοι. Ο πατέρας της βιαστικά ανέβασε τα παιδιά του στα άλογα, μεταξύ αυτών και τη Δημητρούλα, για να φύγουν κι αυτοί. Θα πήγαιναν σε συγγενείς τους σε ορεινό χωριό της Οίτης για να γλυτώσουν από τους Οθωμανούς. Μεταφέρω αυτολεξεί τη διήγησή της κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970: «όπους κόλαγαμι στα β’νά, σιρνάμινα τα ζα, ιμένα μ’έβαλαν καβάλα. Ίγλιπαμι απουπάν απ’ τη Λαμία τα ξίφια απ’ τσ’ τούρκι, απ’ γυαλουκόπαγαν στουν ήλιου». Δηλαδή «καθώς ανεβαίναμε στα βουνά σέρνοντας τα ζώα (άλογα ή μουλάρια) από το καπίστρι, εμένα με είχαν βάλει καβάλα. Βλέπαμε πάνω από τη Λαμία τα ξίφη των Tούρκων, που γυάλιζαν έντονα στον ήλιο».
Μπρος στη σαρωτική αυτή επέλαση των οθωμανικών στρατευμάτων δημιουργήθηκαν κύματα προσφύγων από τη Θεσσαλία προς τη Στερεά Ελλάδα, ειδικότερα προς την Φθιώτιδα (Εικ.16). Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών κάποιοι πρόσφυγες, λόγω της οθωμανικής κατοχής της Θεσσαλία για ένα έτος, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Φθιώτιδα.
Το γεγονός της μόνιμης εγκατάστασης τεκμηριώνεται ως εξής:
α) από σημερινά επώνυμα κατοίκων της περιοχής της Φθιώτιδας (π.χ. το επώνυμο Αρμυριώτης υποδεικνύει τόπο καταγωγής τον Αλμυρό Μαγνησίας),
β) από προφορική μαρτυρία της αδελφής του πατέρα μου Δέσποινας Δ. Αλεξοπούλου (1914-1992) (Εικ.17), όπως την άκουσε από τη μητέρα της Ευφροσύνη Ευαγγ. Αλεξοπούλου, το γένος Κασσιαρά, (1875-1955). Συγκεκριμένα μου διηγήθηκε τα εξής: «η γιαγιά της (δηλαδή προγιαγιά μου) κατοικούσε στην περιοχή του Βελεστίνου, άγνωστο σε πιο χωριό. Το 1897 οι κάτοικοι της περιοχής έφευγαν πρόσφυγες γιατί θα ερχόταν οι Τούρκοι. Τότε αυτή πήρε έναν τρουβά, έβαλε μέσα σπόρους σιταριού και έφυγε. Από την περιοχή του Βελεστίνου περπατώντας συνεχώς και με τον τρουβά στον ώμο έφτασε στο Τσερνοβίτι, όπου και εγκαταστάθηκε. Τους σπόρους του σιταριού τους κουβαλούσε όχι για τροφή, αλλά για να σπείρει σιτάρι στο μέρος, όπου θα έμενε. Ήθελε να μη χάσει το σπόρο» (Εικ.18).
Πρέπει να σημειωθεί ότι το Τσερνοβίτι εκκενώθηκε. Οι κάτοικοί του εγκαταλείποντας τα σπίτια και τα σπαρτά, πέρασαν με τα κοπάδια τους απέναντι στη νότια Φθιώτιδα, εξαιτίας της επέλασης των Οθωμανών. Μετά από 20 ημέρες επέστρεψαν, αφού συνήφθη ανακωχή, και τα βρήκαν όλα όπως τα είχαν αφήσει6. Όπως είναι γνωστό, με τη μεσολάβηση του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β΄ συγγενή από τη μητέρα του με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ της Ελλάδας, ο Σουλτάνος Abdul Hamit II δέχτηκε ανακωχή.
Πριν γίνει όμως γίνει γνωστή η συμφωνία, πραγματοποιήθηκε μια πράξη που έσωσε τη Λαμία: μία άμαξα με λευκή σημαία πέρασε μέσα από τις οθωμανικές γραμμές. Κάτω από πυκνούς πυροβολισμούς έφτασε στο στρατηγείο του Οθωμανού αρχηγού της εμπροσθοφυλακής Σεϊφουλάχ Πασά (τουρκ. Seifullah Pascha) (Εικ.19). Μετέφερε το Νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδος Κωνσταντίνο Έσλιν (Εικ.20) συνοδευόμενο από το λοχαγό Γεώργιο Χατζηανέστη (μετέπειτα τραγικό αρχιστράτηγο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, εκτελεσθέντα στο Γουδί το 1922) και τον Στυλιδιώτη υπαξιωματικό Γ. Παπαμιχαήλ. Έδειξε ανεπίσημο τηλεγράφημα για ανακωχή διασπείροντας τη φήμη ότι έληξε ο πόλεμος. Αυτό επέφερε την ύφεση των στρατιωτικών κινήσεων. Πραγματικά λίγες ώρες αργότερα αναγγέλθηκε η σύναψη ανακωχής. Έτσι η κίνηση του Κωνσταντίνου Έσλιν πρόλαβε τη διαρπαγή της Λαμίας.
Nα σημειωθεί εδώ ότι ο Σουλτάνος Abdul Hamit II για διαπραγματευτικούς λόγους, προβλέποντας την ανακωχή, είχε δώσει εντολή στο αρχιστράτηγο Ετέμ Πασά να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη νότια των παλαιών συνόρων του 1831, τα οποία βρισκόταν επί της Όθρυος (Εικ.21). Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και η παραμεθόρια πόλη της Λαμίας, όπου πριν το 1881 λειτουργούσε Προξενείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Αθήνα 1998.
- Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Αθήνα 1993.
- Καρύκας Π., Ελληνικός Στρατός 1821-1922, Αθήνα χ.χ..
- Μέγας Ι., Η Επανάσταση των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2003.
- Μόσχος Α., Ιστορικές Μνήμες της Φθιώτιδας (1821 ως σήμερα), Λαμία 2000.
- Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Ημερολόγιο 2010: Το μαύρο'97,Θεσσαλονίκη 2009.
- Ευαγγελοπούλου-Τσελή Α., Η μάχη του Δομοκού 1897. Η τελευταία νικηφόρος μάχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τη γνώμη των Τούρκων, σελίδες 777-792. Πρακτικά 4ου Συνεδρίου Φθιωτικής ιστορίας(Ιστορία-Αρχαιολογία-Λαογραφία). 9,10 και 11 Νοεμβρίου 2007, Λαμία 2010.
- Palmer Fr., Going to war in Greece, New York 1897, εκδόσεις R.H.Rusell.
Πηγή: ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
- Οι βαθμοί εξέλιξης στον οθωμανικό στρατό το 1908 ήταν οι εξής:
Onbaşi=δεκανέας
Çavuş=λοχίας.
Başçavuş=επιλοχίας.
Μülâzim-i sani=ανθυπολοχαγός.
Μülâzim-i evvel=υπολοχαγός.
Yüzbaşi=λοχαγός.
Kolağasii=κόλαγασι (ο βαθμός καταργήθηκε το 1911).
Müşir=αρχιστράτηγος. ↩ - Τo μεγαλύτερο μέρος των τουφεκιών Gras κατασκευαζόταν από την αυστριακή εταιρία Steyr. Ήταν οπισθογεμές όπλο με μηχανισμό κινητού ουραίου μεγάλου μήκους (1,30 μ). Το διαμέτρημά του ήταν 11 χιλιοστά και το βάρος 4,2 κιλά. Η τροφοδοσία του γινόταν με ένα μεταλλικό φυσίγγιο τη φορά. Στη δεξιά πλευρά της κάνης του προσαρμοζόταν μια μακριά ξιφολόγχη μήκους 45 εκατοστών. Για την εποχή που αγοράσθηκε, ήταν ένα από τα καλύτερα τουφέκια στον κόσμο. Η ποιότητά του φαίνεται από το ότι παρέμεινε σε χρήση στον ελληνικό στρατό μέχρι το 1941. ↩
- Έκθεσις διοικητού 1ης Μεραρχίας υποστρατήγου Νικολάου Μακρή. ↩
- Ανάμεσα στους Ρουμελιώτες ευζώνους πολέμησαν και δύο θείοι του παππού μου Δημητρίου Αθ. Γκέκα (πατέρας της μητέρας μου), οι οποίοι υπηρετούσαν μόνιμα στο 4ο Τάγμα Ευζώνων Υπάτης. Είναι ο Ανδρέας (Ανδρίτσος) Κ. Γκέκας 52 ετών τότε και ο Σπύρος (Μπίλιος) Κ. Γκέκας 45 ετών. Εκτενέστερη αναφορά γι’ αυτούς υπάρχει στην ανάρτηση: Το ευζωνικό κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. ↩
- Στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Λεξικόν, Τόμος 2, Αθήναι 1930, σελίδα 516, αναγράφεται: «Γκέκας Κωνσταντίνος του Αθανασίου, Λοχαγός Πεζικού. Εγεννήθη εις Μπεκί Λαμίας το 1869. Μετείχε της εκστρατείας 1897, 1912-13 και 1917-18. Απεβίωσε την 14 Μαΐου 1918».
Στο δίτομο έργο του Υπουργείου Στρατιωτικών, Αγώνες και Νεκροί 1830-1930, Τόμος πρώτος 1830-1919, Εν Αθήναις 1930, σελίδα 172, αναγράφεται: «Γκέκας Κωνσταντίνος του Αθανασίου Λοχαγός, γεννηθείς εις Μπεκί Φθιώτιδος, απεβίωσε 1915 Μαΐου 14 εις Καρδίτσαν».
Από την οικογενειακή παράδοση γνωρίζω ότι ο Κωνσταντίνος Αθ. Γκέκας ήταν σαλπιγκτής. Σε μάχη με τους Οθωμανούς, σώμα με σώμα, (το 1897 ή το 1912) ένας Οθωμανός στρατιώτης (ελληνόφωνος) κραυγάζοντας «Άλλαχ, Άλλαχ θα σου πάρω την κεφάλα» όρμησε με το ξίφος εναντίον του. Ο Κώστας όμως πιο γρήγορος τον κάρφωσε με το δικό του ξίφος. Σε άλλη μάχη μία σφαίρα διαπέρασε την σάλπιγγα και δεν μπορούσε να σαλπίσει. Οι συμπολεμιστές ρώτησαν «τι είναι Γκέκα, τι έγινε;». Αυτός απάντησε «τίποτα παιδιά, προχωρείτε, προχωρείτε», δηλαδή επαναλάμβανε το σύνθημα της άχρηστης πλέον σάλπιγγας, φωνάζοντας με το στόμα! Ήταν σφόδρα αντιβενιζελικός, όπως η πλειοψηφία των κατοίκων της «Παλαιάς Ελλάδος». Σε συζητήσεις με τον αδελφό του Δημήτριο (παππούς μου) καταφέρονταν με σφοδρότητα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τραυματίσθηκε σε μάχη, άγνωστο σε ποιά. Τραυματίας πλέον εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα μαζί με τη σύζυγό του, η οποία καταγόταν από το χωριό Μεξιάτες Φθιώτιδας. Η πληγή του δεν έκλεινε και δημιούργησε συρίγγιο. Απεβίωσε στην Καρδίτσα. Οι επίσημες πηγές διαφωνούν για το έτος θανάτου (1914 ή 1918).
Η έρευνά μας συνεχίζεται….. ↩ - Μαρτυρία Αλέξανδρου Δ. Αλεξόπουλου, γιού της Δέσποινας Δ. Αλεξοπούλου, όπως την άκουσε από τη γιαγιά του Ευφροσύνη Ευαγγ. Αλεξοπούλου. ↩