Οι Ποσειδωνιάτες Ελλάδος και κόσμου
«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ' είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες -
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι -ω συμφορά!-απ' τον Ελληνισμό».
Κωνσταντίνου Καβάφη, «Ποσειδωνιάται» (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ικαρος 1993), από τον ιστότοπο kavafis.gr
Ο Αλεξανδρινός με αυτό το ποίημα μάλλον είχε στόχο να κεντρίσει τα αντανακλαστικά των συμπολιτών του, που αυτολησμονούνταν ως φορείς ενός εθνικού πολιτισμού και παρέδιδαν τους νόες τους στις θελξίμβροτες ωδές των σειρήνων του συγκρητισμού, ο οποίος ήταν σχεδόν αναπόφευκτος στην πάλαι ποτέ ακμάζουσα κοινότητα των Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Μοιραία μεν η ύπαρξη του αλλότριου λέχους στην ελληνική κλίνη της Αιγύπτου, αλλά ο Καβάφης θεωρούσε ότι μπορούσε να περιοριστεί η έκταση του φαινομένου και το βάθος της επιρροής του. Αν ήταν βέβαιος ότι ήταν
ανεπίστροφη η οδός προς την απώλεια της ελληνικότητας δεν θα είχε ποντίσει σε τόσο πικρό και οξύ «δηλητήριο» την πένα του. Το «Ποσειδωνιάται» είναι ένα πολεμικό (καβαφικώ τω τρόπω) μήνυμα προς το εσωτερικό και το εξωτερικό κάθε ελληνικού τόπου να μη χάνει τη σύνδεση με την εθνική ρίζα. Να φυλάσσει πεισματικά, συστηματικά, ενδελεχώς και ανυποχώρητα τις νοητικές πύλες απ' όπου μπορεί να περάσει κάποιο ξενικό σμάρι ιδεών, εθίμων, αντιλήψεων και τρόπων.
Παλλάς Αθηνά
Στην εποχή της μονοκρατορίας της δυτικής μετάστασης της νεωτερικότητας, όλης της γης οι Ποσειδωνιάτες δεν τελειώνουν μελαγχολικά τη γιορτή τους. Οχι λόγω ιδιοσυγκρασίας αλλά επειδή δεν θυμούνται καν «που κι αυτοί ήσαν Ελληνες». Μερικοί δεν έχουν αυτή την ηδύπικρη θύμηση, γιατί ποτέ δεν διδάχτηκαν και δεν βίωσαν την ασύγκριτη εμπειρία της ελληνικότητας. Παρόλο που έχουν πορθηθεί όλα τα κάστρα, η εκστρατεία των εχθρών συνεχίζεται. Ακόμα υπονομεύονται τα τείχη, υποσκάπτονται τα θεμέλια, σαρακοφαγώνονται οι πυλώνες του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Πρέπει να αναφερθεί και το ακόλουθο καπρίτσιο της μοίρας, το ασύμμετρο ένδυμα που μόνοι μας ζητήσαμε να μας φτιάξει η Κλωθώ, η κόρη του Ερέβους και της Νυκτός: Μόνοι μας ψάχνουμε τα εμβλήματα, τα οικόσημα, τις παντιέρες, τα σύμβολα και τα διάσημα των εισβολέων για να τα πληρώσουμε όσο όσο και να μας επιτρέψει η Υπερδομή να κλίνουμε το γόνυ ενώπιόν της και να δηλώσουμε νομιμοφροσύνη στον κοίρανο με τα πλουμιστά τίποτα που προσφέρει, για να πάρει τα ανεκτίμητα όλα μας.
Μπορούμε να κάνουμε άμεσα το πρώτο βήμα επιστροφής στη νοητή Αθήνα, στο ιερό πτολίεθρο της Παλλάδας, που έλουσε με προμηθεϊκό φως την οικουμένη και απώθησε με τις λόγχες της την Ασία, όταν η επιβολή της βαρβαρότητας ήταν έτοιμη να σφραγιστεί ως γεγονός από την Ατροπο. Πρώτα και κύρια να εκβάλουμε από μέσα μας την ξενομανία στη σκέψη και την έκφραση, καταργώντας τα αγγλοαμερικάνικα λεκτικά αναμασήματα. Αυτού του τύπου ο γλωσσικός μιμητισμός αποτελεί μια χυδαία εκδήλωση έλλειψης αυτογνωσίας και δήλωση πρόθεσης για υπαγωγή στην κυριαρχία μιας απεχθεστάτης βαρβαρότητας.
Να ορίσουμε την ελληνική γλώσσα μας ως άξονα, μέτρο και εργαλείο ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας και να πολεμήσουμε για κάθε λέξη, φράση, ψηφίο, σημείο, τόνο και πνεύμα της, σαν να πρόκειται για κάτι υπέρτερο και του εδάφους ακόμα. Να επιδιώξουμε να προσθέσουμε στο πνευματικό οπλοστάσιό μας πολλές νέες (για εμάς) λέξεις, επιλέγοντάς τες από τα ανεξάντλητα αποθέματα των αρχαίων, βυζαντινών και σύγχρονων πηγών.
Ο Ομηρος κι ο Παπαδιαμάντης είναι ένα. Η σύνδεση του Ελληνα με την ουσία του πολιτισμού μας πρέπει να ξεκινά από το λίκνο με την ονοματοδοσία και να συνεχίζεται ακόμα κι όταν λήξει η επίγεια παρουσία του.
Ποσειδωνιάτες είναι όσοι δεν μιλούν, δεν σκέπτονται, δεν πράττουν, δεν σχετίζονται και δεν ονειρεύονται ελληνικά. Να μην τους μοιάσουμε.
Πηγή: Οι Αδιάβροχοι