Η ΠΡΟΫΠΑΝΤΗΣΗ
Όταν ένας ξεχωριστό πρόσωπο έρχεται να μας επισκεφθεί, τότε πηγαίνουμε να τον προϋπαντή-σουμε. Βγαίνουμε από το σπίτι μας, έχοντας προετοιμαστεί εξωτερικά με την ανάλογη ενδυμασία και, εν γένει, εμφάνιση, αλλά και εσωτερικά, με την χαρά και την προσδοκία της συνάντησης. Και επενδύουμε στην συνάντηση, όχι μόνο τη κοινωνία με το πρόσωπο το οποίο περιμένουμε, που αφ’ εαυτού της μας δίδει χαρά, αλλά και την εκπλήρωση άλλων συναισθημάτων και προσδοκιών. Αιτήματα υλικά μπορούν να χαρακτηρίζουν τις προσδοκίες μας. Τα αιτήματα όμως θα μπορούσαν να κάνουν και με τον εντός της καρδίας μας άνθρωπο. Την αγάπη για το πρόσωπο αυτό, τη λαχτάρα της θέασής του, την αναμονή της χαράς που θα προκύψει μέσα από μία τέτοια συνάντηση. Αν μάλιστα πρόκειται για ένα αγαπημένο πρόσωπο που έχουμε καιρό να το δούμε, τότε οι προσδοκίες αυξάνουν.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη με τους ανθρώπους, μεγαλύτερους και μικρότερους, οι οποίοι «έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν τω Ιησού» (Ιωάν. 12, 13), πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να Τον προϋπαντήσουν. Άλλοι από αυτούς γνώριζαν τον Ιησού και το έργο Του, τη διδασκαλία Του και τα θαύματά Του και ήθελαν να Τον συναντήσουν ως έναν προφήτη, απεσταλμένον από τον Θεό, όπως πίστευαν, για να μάθουν από Αυτόν το θέλημα του Θεού σε καιρούς δύσκολους για τον λαό του Ισραήλ, ο οποίος ήταν υπόδουλος στους Ρωμαίους και αισθανόταν αυτήν την στέρηση της ελευθερίας. Ο Ιησούς ήταν ένα σημείο παρηγορίας από τον Θεό για τον λαό Του, ότι δεν τον ξέχασε. Άλλοι είχαν πληροφορηθεί το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου που είχε προηγηθεί και έσπευσαν να Τον υποδεχτούν ως τον νικητή του θανάτου, ως ένα πρόσωπο του οποίου οι δυνάμεις ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα και που η περιέργεια να δούνε και να μάθουν πώς τα κατάφερε ήταν πολύ μεγάλη. Θα μπορούσε ίσως να θαυματουργήσει και για αντίστοιχα δικούς τους ανθρώπους. Πάντως δεν ήταν ένα Πρόσωπο που η παρουσία Του θα περνούσε απαρατήρητη. Άλλοι προσδοκούσαν έναν επίγειο βασιλιά, έναν απελευθερωτή, έναν ηγέτη που θα έδινε στον λαό την ελευθερία και την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια που δεν μπορούσαν πια να εκφραστούν στο καθεστώς της τυραννίας των Ρωμαίων. Θα Τον υποδεχτούν λοιπόν όπως ταιριάζει σε έναν στρατηγό αυτοκράτορα, νικητή σε μία μεγάλη μάχη, έτοιμοι να συστρατευθούν μαζί Του για να κερδίσουν την χαμένη εξουσία να διαφεντεύουν τους εαυτούς τους και τον τόπο τους. Άλλοι πάλι, όπως τα παιδιά, ένιωθαν μέσα τους μία αδιόρατη, μυστική χαρά, χωρίς να γνωρίζουν γιατί, μέσα από την αθωότητα και τον ενθουσιασμό, αλλά και την φώτιση του Θεού, που κάνει τους ανθρώπους να ζούνε αυτό το μυστήριο της υπερκόσμιας χαράς «διά το θεάσθαι τον Ιησούν» ως Υιό του Θεού. Η θέαση φέρνει στις καρδιές την βεβαιότητα της λύτρωσης, της εγκαθίδρυσης μιας άλλης βασιλείας, στην οποία πρωταγωνιστές θα είναι η αθωότητα των παιδιών, η μετοχή της φύσης διά της αθωότητας του οναρίου, η υπέρβαση των παθών και της κακίας, η τελική ήττα του θανάτου. Αυτή η τελευταία κατηγορία πανηγυρίζει εκ των προτέρων και την ανάσταση του Χριστού, την οριστική ήττα του κακού σε όλες του τις μορφές. Άλλοι, τέλος, όπως οι Φαρισαίοι, Τον υποδέχονται έχοντας γεμάτη κακία την καρδιά τους. Τον βλέπουν και οργίζονται. Φθονούν. Θυμώνουν και απεργάζονται την θανάτωσή Του.
Όπως και στην ανάσταση του Λαζάρου, στην οποία εκτός από τις αδερφές του τεθνεώτος και τους οικείους του, αλλά και τους συγχωριανούς της Βηθανίας, ήταν παρόντες και πολλοί Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα, ώστε να μην μένει καμία αμφιβολία για το θαύμα, έτσι και στην είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα δεν υπάρχει αμφιβολία σε αυτούς που Τον προϋπαντούν ότι ο Χριστός είναι ένα ξεχωριστό Πρόσωπο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να πάρουν θέση έναντί Του. Πρέπει να απαντήσουν μέσα τους Ποιος είναι γι’ αυτούς. Και ο καθένας Τον υποδέχεται ανάλογα με την προαίρεση της καρδιάς του. Και γι’ αυτό λίγοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα μείνουν κοντά Του μέχρι το τέλος. Θα αντιληφθούν την αποστολή του και το λυτρωτικό Του έργο και δεν θα νικηθούν από την φαινομενική ήττα της αδυναμίας του Σταυρού. Οι περισσότεροι θα αλλάξουν γνώμη για το πρόσωπό Του, όταν διαπιστώσουν ότι η εξουσία της εποχής Τον απορρίπτει και τον καταδικάζει. Θα αποφασίσουν να ακολουθήσουν το λογικό, το κατεστημένο, το συμφέρον, το εύκολο. Έτσι η έξοδός τους από τον εαυτό τους, τα σπίτια τους, την πόλη τους για να δούνε τον Ιησού, οι ζητωκραυγές τους και οι εκδηλώσεις πανηγύρεως με τις δάφνες της νίκης και τα στρωμένα ρούχα στον δρόμο, αποβαίνουν μία πρόσκαιρη κίνηση, η οποία φάνηκε χωρίς θεμέλια σε ψυχές έτοιμες να ακολουθήσουν τον Χριστό γι’ αυτό που είναι. Μόνο τα παιδιά και η φύση, αλλά και εκείνοι οι λίγοι οι οποίοι μετείχαν στην μυστική χαρά της κοινωνίας με το πρόσωπό Του, που δεν είχαν υλικά αιτήματα, αλλά μόνο την δίψα της συνάντησης μαζί Του, θα κρατήσουν στέρεη την εικόνα του Προσώπου Του εντός τους και θα Τον αποδεχτούν στην Σταύρωση και την Ανάστασή Του. Η φύση διά της έκλειψης του ηλίου, του σεισμού την ώρα του «τετέλεσται» και του σεισμού την ώρα της ανάστασης. Οι λιγοστοί πιστοί με την συζήτηση γι’ Αυτόν και την ακολούθησή Του μέχρι το τέλος, του Σταυρού, του τάφου και της Ανάστασης. Και τα παιδιά, διότι αυτά θα παραμείνουν το παράδειγμα όλων μας, όπως Εκείνος το ζήτησε, ως προς την νηπιότητα της κακίας, την συγχωρητικότητα και εκείνο το αδιόρατο ένστικτο που τα κάνει να ξέρουν Ποιον θα εμπιστευθούνε.
Καθώς ξεκινά η Μεγάλη Εβδομάδα, το ερώτημα ως Ποιον θα προϋπαντήσουμε τον Χριστό τίθεται από τον Ίδιο και την Εκκλησία προς όλους μας. Και η απάντηση θα δείξει τι είναι για εμάς η πίστη σε Εκείνον. Τι είναι τελικά και η ίδια η Μεγάλη Εβδομάδα, το νόημα του Πάσχα και της Ανάστασης για τον εαυτό μας και τη ζωή μας.
Κέρκυρα, 5 Απριλίου 2015
Πηγή: ΒΗΜΑΤΑ