Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΞΑΝΑΓΙΝΕΤΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ἐσιγόβρεχε τότε. Μιὰ ψιλὴ σὰν ἄχνη βροχὴ μερονύκτια ὁλόκληρα, ποτίζοντας βαθιὰ τὰ ὠργωμένα χώματα τῆς κοιλάδας τοῦ Ἀξιοῦ, τὰ εἶχε τόσο μαλακώσει, ποὺ κολλοῦσαν ὄγκοι ὁλόκληροι στὰ πόδια τῶν στρατιωτῶν μας καὶ μὲ δυσκολία κατώρθωναν νὰ τὰ σηκώνουν καὶ νὰ περπατοῦν.
Ἦταν ἡ παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ 1912. Ἡ Μεραρχία μας ἦταν στρατοπεδευμένη ἐκεῖ ἀπὸ τὸ βράδι, περιμένοντας διαταγάς. Στὸ βάθος μακριὰ μόλις ἐφαίνονταν τὰ σπίτια τῆς Θεσσαλονίκης καὶ οἱ καπνοὶ τῶν ἐργοστασίων της.
Τίποτα δὲν ἀκουόταν. Οὔτε μιὰ ντουφεκιά! Ὅλα ἦταν βουβά. Οὔτε ὁ ἀέρας φυσοῦσε καθόλου καὶ τὰ μισογυμνωμένα κλαδιὰ τῶν δένδρων ἐφαίνονταν σὰ νὰ ἔκαναν προσευχή.
Ὅλων μας τὰ βλέμματα ἦταν ἐστραμμένα πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη, ἄλλα γεμᾶτα ἀπὸ μιὰ ἀκατανόητη νοσταλγία καὶ ἄλλα βουρκωμένα.
Ἤμουν τότε στρατιωτικὸς ἱερεύς. Ἀκουμπισμένος στὸν κορμὸ μιᾶς θεόρατης λεύκας κοντὰ στὸ ποτάμι, εἶχα καὶ ἐγὼ βυθισθῆ σὲ σκέψεις. Ἤμαστε στὸ ἴδιο μέρος, ποὺ ἐδῶ καὶ πεντακόσια χρόνια περίπου εἶχε γίνει σὲ ὀπτασία ἡ δραματικὴ συνάντηση τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, πολιούχου καὶ προστάτου τῆς Λαρίσης καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πολιούχου καὶ προστάτου τῆς Θεσσαλονίκης. Τὴν εἶδαν ἀρκετὸς κόσμος καὶ τὴν διηγήθηκαν σὲ κόσμο καὶ κόσμο καὶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα διεσώθη ὡς τώρα καὶ ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινητικὲς ἐθνικές μας παραδόσεις.
Ἐζύγωνε καὶ τότε ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Στὴ Θεσσαλονίκη γινόταν μεγάλη πανήγυρις ὄχι μόνον θρησκευτική, ἀλλὰ καὶ ἐμπορική. Ἐκεῖ εἶχε χύσει τὸ αἶμα του ὁ Ἅγιος Δημήτριος· ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος του καὶ ὁ μεγαλοπρεπέστατος ναός του. Καί, τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον, ἀπὸ τὸν τάφο του ἐπήγαζε μύρο καὶ οἱ χριστιανοὶ ἔπαιρναν μὲ τὸ βαμβάκι γιὰ φυλαχτὸ ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ γιὰ εὐλογία τοῦ Ἁγίου. Γι' αὐτὸ ἀπὸ τὴ Θράκη, τὴ Μακεδονία, τὴ Θεσσαλία καὶ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἐμαζεύονταν κόσμος πολλὲς χιλιάδες γιὰ νὰ λάβουν μέρος στὸ πανηγύρι.
Ἐκεῖνο τὸ βράδι ἀρκετοὶ ἔμποροι καὶ κόσμος ἀπὸ τὴ Λάρισα εἶχαν φθάσει στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, στὸ ἴδιο μέρος, ποὺ ἤμαστε κι ἐμεῖς τότε. Ξεφόρτωσαν τὰ ζῶα τους καὶ τὰ σκέπασαν. Ἔστησαν τὶς σκηνὲς τους καὶ ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ ζεσταθοῦν. Κρύο διαπεραστικὸ ἐκείνη τὴν βραδιά. Ἄϋπνοι ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὶς σκέψεις γιὰ τὴν αὐριανὴ πανήγυρη ἐκάθονταν γύρω στὴ φωτιά.
Εἶχαν φθάσει τὰ μεσάνυχτα. Γύρω στὴ φωτιὰ μιλοῦσαν οἱ προσκυνηταὶ γιὰ τὸ μεγαλόπρεπο πανηγύρι τῆς Θεσσαλονίκης καὶ γιὰ τὶς δουλειές τους. Αὐτὴ τὴ στιγμή, ἀκριβῶς μεσάνυχτα, μιὰ λάμψη σὰν ἀστραπὴ ἐπρόβαλε ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Θεσσαλονίκης κι ἄλλη μιά, τὴν ἴδια στιγμὴ, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Λαρίσης. Ἐτινάχτηκαν ὅλοι ὀρθοὶ κι ἔκαναν τὸ σταυρό τους γιατὶ ἡ λάμψη δὲν ἐπέρασε, ὅπως τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ μένη καὶ μάλιστα ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ μεγάλωνε πιὸ πολὺ κι ὅλο ἐζύγωνε πρὸς τὴν κατασκήνωση καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Εἶναι «σημεῖο θεϊκό», εἶπαν ὅλοι ἀναμεταξύ τους καὶ τρομαγμένοι παρακολουθοῦσαν τὴν λάμψη ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε φθάσει ἀνάμεσά τους. Διέκριναν τότε καθαρὰ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Λαρίσης νὰ ἔρχεται ἕνας Δεσπότης, ντυμένος ὁλόχρυση, ἀρχιερατικὴ στολὴ καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Θεσσαλονίκης νὰ ἔρχεται ἕνας ἀστραποβόλος καβαλλάρης. Εἶχαν καὶ οἱ δυὸ ζωγραφισμένο τὸν πόνο στὰ πρόσωπά τους.
Ἐπέζευσε ὁ καβαλλάρης, μόλις ἐζύγωσε τὸν Δεσπότη, καὶ ἔσκυψε εὐλαβικὰ ἐμπρός του, νὰ τὸν προσκηνύση: «χαῖρε, Ἀρχιερεῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου Ἀχίλλιε», τοῦ εἶπε μὲ σεβασμό. Ἐνῶ, ἀγκαλιάζοντας αὐτὸν μὲ στοργὴ ὁ Δεσπότης: «χαῖρε, Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δημήτριε», ἀπήντησε μὲ βουρκωμένα μάτια καὶ τὸν ἐρώτησε: «ποῦ ὑπάγεις;» Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ εἶπε: «Ἀπὸ τὸν Πανεπόπτην Κύριόν μου ἔλαβον πρόσταγμα νὰ ἐγκαταλείψω τὴν Θεσσαλονίκη, τὴν πόλη μου, διότι εἶναι θέλημά Του ἀλλόθρησκοι νὰ δυναστεύσουν τὸν λαόν της, διὰ τὰς·ἁμαρτίας του.» «Καὶ ἔστρεψε τὸ πρόσωπόν Του ὁ Μεγαλομάρτυς πρὸς τὴν ἀντίθετη διεύθυνση, διὰ νὰ σφογγίση κρυφὰ τὰ δάκρυά του. «Καὶ σὺ Ἀρχιερεῦ Ἀχίλλιε, διατὶ ἔφυγες ἀπὸ τὸν λαόν σου;» ἐρώτησε τὸν Ἅγιον Ἀχίλλιον. Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε μὲ βαθειὰ συγκίνηση: «Πρόσταγμα ἔλαβον καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸν Παντεπίσκοπον Κύριόν μου νὰ ἐγκαταλείψω τὴν Λάρισαν, διὸτι ἀλλόφυλοι θὰ καταλάβουν τὴν πόλη, κατὰ τὰς ἀνεξερευνήτους βουλάς Του».
Ἔκαμεν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον ὑπόκλιση βαθειά, ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του ὁ καβαλλάρης καὶ ἔγιναν ἄφαντοι καὶ οἱ δυό.
Ἀνατριχιασμένοι καὶ κλαίοντες οἱ πανηγυρισταὶ ἐσηκώθηκαν τὴν ἴδια ὥρα, ἐφόρτωσαν τὰ ἐμπορεύματά τους καὶ ἐξεκίνησαν γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου διηγήθηκαν τὴν ὀπτασία. Ρῖγος ἔπιασε τὶς χιλιάδες τοῦ λαοῦ καὶ ἐξέσπασαν ὅλοι σὲ λυγμοὺς καὶ θρήνους.
Τὴν συγκινητικὴν αὐτὴν ὀπτασία εἶδα καὶ ἐγὼ τότε ἀκουμπισμένος στὸν κορμὸ τῆς λεύκας. Τὰ ἴδια ρίγη ἐπέρασαν τὸ κορμί μου καὶ ἀπὸ τὰ μάτια μου ἔτρεχαν τὰ ἴδια δάκρυα. Καὶ ἔτσι ὅπως ἤμουν, ἄνοιξα τὸ σακκίδιόν μου, ἐφόρεσα τὸ πετραχήλι μου καὶ ἄρχισα νὰ ψάλλω τὸν ἑσπερινὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Σπάνια στὴ ζωή μου αἰσθάνθηκα τόση συγκίνηση, ὅση αὐτὴ τὴν ὥρα. Στρατιῶται ἀρκετοὶ συγκεντρώθηκαν γύρω μου καὶ ἄρχισαν νὰ ψάλλουν μαζί μου. Τὶ κατάνυξις!
Ἡ βροχὴ σιγανή, σὰν ἄχνη, ἐξακολουθοῦσε νὰ πέφτη καὶ μὲ τὸν μονότονο σιγανὸ ἦχο της, συνώδευε τὴν ψαλμωδία μας:
«Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ πόλις Θεσσαλονίκη. Ἀγάλλου καὶ χόρευε πίστει λαμπροφοροῦσα Δημήτριον, τὸν πανένδοξον ἀθλητὴν καὶ μάρτυρα τῆς ἀληθείας ἐν κόλποις κατέχουσα ὡς θησαυρόν».
Ἡ κατάνυξη ἦταν βαθειὰ χυμένη σ' ὅλων μας τὶς καρδιὲς καὶ τὰ λόγια τοῦ τροπαρίου εἶχαν φέρει ὅλους μας μὲ τὰ φτερὰ τῆς σκέψεως στὴ Θεσσαλονίκη.
Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἕνα σφύριγμα διέκοψε τὴν ἠρεμία μας. Σφύριγμα τραίνου ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐπιάστηκεν ὅλων μας ἡ ἀναπνοή. Ποιὰ ἀτμομηχανὴ ἐρχόταν σιγὰ σιγὰ πρὸς τὸ στρατόπεδό μας; Ἔχει μιὰ σημαία ἐπάνω καὶ σύρει ἕνα βαγόνι. Ἐκοιταχθήκαμε μεταξύ μας, σὰ νὰ θέλαμε ὁ ἕνας νὰ διαβάσῃ στοῦ ἄλλου τὸ βλέμμα τὴ λύση τῆς ἀπορίας. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκε μιὰ φωνή:
«- Ἕλληνες στρατιῶται, ζήτω ἡ Πατρίς. Ὁ Ταχσίν πασσάς, ὁ φρούραρχος τῆς Θεσσαλονίκης παραδίδει αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὴν πόλη στὸν ἀρχιστράτηγό μας Κωνσταντῖνο!»
Τὶ ἔγινε τότε δὲν ἠμπορεῖ ἀνθρώπινη γλῶσσα νὰ περιγράψη.
«Οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ»
Μητροπολίτης Παντελεήμων
Πηγή: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΔΙΑ ΤΗΝ Γ' ΤΑΞΙΝ ΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ (1950)
Ἑλλήνων Φῶς