«Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ»

Ἠλίας Βενέζης

Μιὰ μέρα κοντὰ στὸ «τέλος», ὁ Ἠλίας Βενέζης σὲ διάθεση ἐξομολογητικὴ μοῦ 'γραψε στὸ σημειωματάριό του, πάνω σὲ κάποια συγκεκριμένη ἐρώτησή μου:

«Αὐτὸ ἔλεγα τώρα στὴ Σταυρίτσα... Δόξα τῷ Θεῷ. Ξεκίνησα τὴ ζωὴ μου μὲ τὸ τίποτα. Ζήσαμε μιὰ καλὴ ζωὴ μὲ τὴ Σταυρίτσα, μεγαλώσαμε καὶ μορφώσαμε ἕνα καλὸ παιδί, τὸ εἴδαμε λαμπρὰ ἀποκαταστημένο, μᾶς ἔδωσαν δυὸ ἐγγονάκια, εἶδα* προχτὲς ἀπ' ὅ,τι μοῦ λέτε, τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου γιὰ τὸ μικρό μου ἔργο. Τί ἄλλο θέλω; «Δόξα τῷ Θεῷ».

*

Σ' ἕνα τόσο μικρὸ κείμενο δυὸ φορὲς ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ τελευταία σελίδα στὸ βιβλίο του ἡ «Ἐφταλοὺ» ἔχει τὴν ἴδια εὐλαβικὴ κατάληξη:

................

«Τελευταία νύχτα. Καθόμαστε μονάχοι ἡ Σταυρίτσα κι ἐγὼ στὴν πέτρινη πεζούλα τοῦ Σαρμουσάκ. Ἄφωνοι κοιτᾶμε τὸ πέλαγο, τ' ἄστρα. Ἡ βουὴ τοῦ πελάγου. Οἱ φάροι.

Στὰ πόδια μας ἔχει κουλουριαστεῖ ὁ Γκόρντον. Σὰ νὰ ξέρει πὼς φεύγουμε καὶ θὰ τὸν ἀφήσουμε ὅλο τὸ χειμώνα.

Δὲν τὸ κουνᾶ ἀπὸ κοντά μας.

Τὴν αἰσθάνομαι νὰ προσεύχεται ἔχοντας στραμμένο τὸ πρόσωπο πρὸς τὴν Ἀνατολή. Κατὰ τὴν Ἴδη. Τὸ πρόσωπό της θὰ 'ναι ὅπως κάθε φορὰ ποὺ προσεύχεται, χλωμὸ καὶ συσπασμένο. Τῆς ἀγγίζω ἐλαφρὰ τὸ χέρι εὐγνώμων.

Μὲ περιμένουν δύσκολες μέρες στὸ ταξίδι ποὺ πρέπει νὰ κάμουμε. Τὶς μελετᾶ καὶ παρακαλεῖ σφίγγοντας τὸ χέρι της στὸ δικό μου.

Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ γιὰ ὅ,τι μοῦ 'δωκε».


Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τοῦ Βενέζη νὰ ἐπικαλεῖται τὸ Θεὸ καὶ νὰ βρίσκεται ὅσο γίνεται πιὸ κοντά Του, δὲν φανερώνεται μόνο στὴν τελευταία σελίδα στὴν «Ἐφταλοὺ» —σὲ ὧρες κινδύνου— καὶ στὶς συνομιλίες ποὺ καταγράφονται μέσα σὲ τοῦτο τὸ «χρονικό». Καὶ σὲ ἄλλες σελίδες τοῦ πολύτομου ἔργου του διαφαίνεται ἕνα εἰλικρινὲς αἴσθημα ἐπικοινωνίας μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ περιορίζει συνήθως σὲ δυὸ μονάχα λέξεις: «Δόξα τῷ Θεῷ» καὶ «Εὐγνωμονῶ τὸ Θεό», μὰ τὸ ἐπεκτείνει καὶ τὸ περιχαρακώνει μέσα σὲ βαθιὰ σιωπή.

Καὶ στὶς τελευταῖες, τὶς πολὺ ὀδυνηρές, τὶς πολὺ κρίσιμες ὧρες, ποὺ περνοῦσε στὴ στερνὴ περίοδο τῆς ζωῆς του, αἰσθανότανε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸ Θεό, ποὺ τὸν κρατοῦσε ἀκόμη ὄρθιο, ποὺ τοῦ διατηροῦσε τὴν ὅραση, τὴν ἀκοή, τὴν ἁφή, ἔστω καὶ σ' αὐτὸν τὸν τόσο περιορισμένο, τὸν τόσο δραματικὸ κύκλο ἐπαφῆς.

«Ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνει ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία...» μοῦ εἶχε γράψει ἀπὸ τὸ Λονδίνο, τὸ φθινόπωρο τοῦ 1971, ποὺ εἶχε πάει νὰ ἐγχειρισθεῖ.

Καὶ «αὐτὴ» τὴν ἀπειροελάχιστη αἴσθηση ὀμορφιᾶς, ποὺ οἱ ὑπερευαίσθητες τώρα κεραῖες του, ἔδιναν ἕνα βαθύτερο νόημα, αὐτὴ τὴν ὑποψία ζωῆς, αὐτὰ τὰ «ψίχουλα» ὁ Ἠλίας Βενέζης, μὲ τὶς ὑπόλοιπες δυνάμεις του, ὅσες τοῦ παραχωροῦσε ἡ ἀρρώστεια, τὰ πολλαπλασίαζε στὸν ἐσωτερικό του κόσμο, μὲ τὸ δικό του δυνατὸ τρόπο, καὶ τὰ ζοῦσε ἐκφράζοντας πάντα (μ' ἕνα αἴσθημα βαθύτατης εὐγνωμοσύνης) τὶς εὐχαριστίες του στὸ Θεό, γιὰ τὴν κάθε μέρα, γιὰ τὴν κάθε ὥρα ποὺ τοῦ χάριζε.

Καὶ ταυτόχρονα ἔδινε —ἐνώπιος - ἐνωπίῳ— τὸ «μέτρο» γιὰ τὴ σημασία καὶ τὴν ἀξία ποὺ εἶχε γιὰ κεῖνον ἡ ἀνθρώπινη ζωή.

* * *

Ὁ Ἠλίας Βενέζης εὐγνωμονοῦσε εἰλικρινὰ τὸ Θεὸ γιατὶ πίστευε εἰλικρινὰ σ' Αὐτόν. Οἱ ρίζες τῆς θρησκευτικότητάς του βρίσκονταν διάσπαρτες στὸ χῶρο τῆς ψυχικῆς του δομῆς.

Οἱ καταβολὲς τῆς πίστης του ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι.

Ἀπὸ κεῖ καὶ ὁ φωτοστέφανος τοῦ σταυρικοῦ μαρτυρίου! Ἀπὸ κεῖ καὶ ἡ ποίηση καὶ ἡ μαγεία, καὶ τὸ μέγιστο δίδαγμα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας!

Ἀπὸ κεῖ τὰ ὡσαννὰ καὶ ἡ ἱερὴ φεγγοβολὴ τῆς Παναγιᾶς τῆς Ἁγιάσσου!

Ἀναφερόμενος ὁ Η.Β. στὴν Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσσου, γράφει στὴν «Ἐφταλού»:

«Εἶχα μάθει νὰ τὴν ἀκούω, παιδί, ἐκεῖ στὰ παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ποὺ ζούσαμε, τὴ Δέσποινα τοῦ λεσβιακοῦ Ὀλύμπου, τὴν Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσου. Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς τὴν ἤξεραν καὶ τὴν προσκυνοῦσαν. Ὅπως ἡ Παναγιὰ τῆς Τήνου στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Αἰγαίου, ἡ Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσου σ' ἐτοῦτα τὰ νερὰ ἐπόπτευε τὰ πάντα: τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ χίμαιρα. Ὅλοι στὴν αἰολικὴ γῆ στὶς πιὸ κρυφές τους ὧρες, στὴ χαρὰ καὶ τὸν κίνδυνο, καταφεύγανε σ' ἐκείνην καὶ τῆς ζητούσανε πότε τὸ ἕνα πότε τὸ ἄλλο. Πότε τὴν ἐλπίδα, πότε τὴ δύναμη τῆς καρτερίας, πότε τὴ βοήθεια.

Ἔτσι ἔμαθα κι ἐγὼ στὰ παιδικά μου χρόνια ν' ἀγαπῶ καὶ νὰ ἐμπιστεύομαι τὴν Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσου».


Αὐτό, λοιπόν, ποὺ ἀπὸ παιδὶ δέχτηκε, αὐτὸ ποὺ ἔμαθε ν' ἀγαπᾶ, αὐτὸ ἔμεινε στὴν ψυχή του καὶ στὴ σκέψη του ἀμετακίνητο. Σ' «αὐτὸ» δὲν ἀπίστησε ποτέ! Μὲ βεβαιότητα ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, κράτησε τὴν «ἀλήθειά του».

Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἀποκαλύψει καὶ εἶχε προσαρμόσει στὸν ἑαυτό του.

Σ' αὐτὴν τὴν ἀλήθεια —τὴν τόσο προσωπικὰ διαφορετικὴ στὸν καθένα μας— ὑ π ο τ ά χ τ η κ ε ὁ Ἠλίας Βενέζης. Μ' αὐτὴν προχωροῦσε σ' ὅλη του τὴ ζωὴ χωρὶς αὐταρέσκειες καὶ δίχως ν' ἀφήσει νὰ γεννηθεῖ μέσα του καμιὰ ἀμφιβολία. Καμιὰ θρησκευτικὴ κρίση. Ἡ ἀντοχὴ τῆς πίστης του «δοκιμάστηκε» σ' ὅλες τὶς τραγικὲς ἀντιξοότητες καὶ τὶς συντριπτικὲς ὧρες τῆς ζωῆς του.

* * *

Τὸ μυστηριακό, τὸ ἀγωνιῶδες ἐρωτηματικὸ γύρω ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει ἀπασχολήσει τὴν οἰκουμενικὴ σκέψη καὶ ἔχει θέσει προβλήματα, ποὺ παραμένουν ἄλυτα καὶ ἀπὸ τοὺς βαθύτερους διανοητὲς καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους συγγραφεῖς τῶν αἰώνων, δὲν εἶχε δυναστέψει τὴ σκέψη καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ συγγραφέα τῆς «Γαλήνης» μὲ τὴν λεπταίσθητη εὐαισθησία.

Κανένας ψυχικός ἀγώνας. Κανένα βῆμα στὴν πνευματικὴ αὐτὴ περιοχή. Κανένα πρόσωπο μέσα ἀπὸ τὴν πολυμορφία τῶν ἡρώων τοῦ ἔργου του, δὲν θ' ἀποτολμήσει ἔστω καὶ ἕνα σχετικὸ ἐρώτημα θετικὴ ἢ ἀκόμα καὶ ἀρνητικό.

Οἱ ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες, οἱ μεταφυσικὲς διερευνήσεις, οἱ φιλοσοφικοὶ προβληματισμοὶ δὲν εἴχανε συνεπάρει τὸν Η.Β.

Δὲ χωράει ἀμφιβολία πὼς κατὰ καιροὺς θὰ ἤρθανε στιγμὲς ποὺ ὁ συγγραφέας τοῦ «Νούμερου» θὰ αἰσθάνθηκε τὸ «μεταφυσικὸ δέος» μπροστὰ στὸ ἄλυτο αἴνιγμα τῆς ὕπαρξης. Μπροστὰ στὸ «Χάος». Μὰ ἡ καλλιτεχνικὴ ἰδιοσυγκρασία του δὲν τοῦ ἄνοιγε δρόμους γιὰ τέτοιου εἴδους διερευνήσεις καὶ γιὰ τὶς ἀπορίες ποὺ ἀνακύπτουν ἀπὸ παρόμοιους προβληματισμούς.

Ὁ Ἠλίας Βενέζης, γέννημα τοῦ μεσογειακοῦ ἥλιου καὶ τῆς αἰολικῆς γῆς, κατακτήθηκε πολὺ νωρίς ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ τόπου του.

Ἡ εἰκόνα τῆς Γῆς τὸν ἄγγιξε κατάβαθα. Ἀνασαίνοντας τὴν πνοή της δόθηκε σ' αὐτήν. Ἀναζητώντας τὶς φανερές καὶ ἀφανέρωτες ὀμορφιές της δέθηκε μαζί της.

Οἱ μικρὲς καὶ μεγάλες γήινες συγκινήσεις ποὺ τὸν ἐξουσίαζαν καὶ ὁ γύρω του φυσικὸς κόσμος, ποὺ τοῦ προκαλοῦσε ἰσχυροὺς ἐσωτερικοὺς ἀναπαλμούς, εἶχαν ἐπιδράσει καὶ τὸν εἴχανε βοηθήσει νὰ τὸν πλησιάσει —μὲ τὸ δικό του πάντα τρόπο— καὶ νὰ διαισθανθεῖ τὸ μεγαλειῶδες καὶ ἀνερμήνευτο νόημα τῆς ζωῆς.

Μεγάλος του ἔρωτας τὰ βουνά. Πάθος του οἱ ἐκδρομές. Σὲ κάθε του βῆμα διαπίστωνε τὴν ἀποκάλυψη τῆς «θείας οἰκονομίας».

Σκαρφάλωνε τὶς πιὸ κακοτράχαλες βουνοπλαγιὲς κι ἀνασαίνοντας μ' ὁλάνοιχτη καρδιὰ τὸν ἀέρα τῶν βουνῶν, ἐρχότανε σ' ἐπαφὴ μὲ τὴν ψυχή τους. Ἀνέβαινε στὶς ἀπάτητες βουνοκορφές, ὄχι ἀπὸ ἐπιφανειακὴ κοσμικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρινῆ παρόρμηση γιὰ νὰ βρεθεῖ σὲ ἄμεση ἀνταπόκριση μὲ τὸ «πνεῦμα» τοῦ βουνοῦ.

Αὐτὸ γιὰ τὸν Ἠλία Βενέζη ἤτανε ἕνα εἶδος «μύηση».

Στὴν «ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ ΤΟΥ "ΒΗΜΑΤΟΣ"» γράφοντας γιὰ τὸν «Μ ύ τ ι κ α» (τὴν ψηλότερη κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου) μεταξύ ἄλλων λέει:

«...ἀνηφορίζαμε ὁλοένα τὸ δύσκολο δρόμο. Ὁλοένα ἀφήνουμε πίσω μας ὅ,τι σηκώνουμε ν' ἀλαφρώσουμε ἀπὸ τὸ βάρος. Ἀκόμα καὶ τὰ παγούρια. Κρατοῦμε μόνο τὸ σκοινὶ ποὺ θὰ δεθοῦμε. Τρίβουμε τὰ χέρια μας μὲ χιόνι. Ὅλο τὸ κορμί μας ἀνάβει. Ἡ ἀνάσα ὁλοένα γίνεται πιὸ βαριά, ὁλοένα μέσα μας καθαρίζει ὁ κόσμος.

Τίποτα ἀπὸ τὴ θύμησή του, ἀπὸ τὸν κίνδυνο, ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα, ἀπὸ τὴ φιλοδοξία, ἀπὸ τὰ φούμαρα.

Ἦταν πιὰ μέρα. Ἀπὸ τὸν Μύτικα ὅσο ἀνηφορίζαμε δὲν φαινόταν τίποτα. Πυκνὸ πούσι κατέβαινε ἀπὸ ψηλά, γλιστροῦσε πάνω στ' ἄγρια φαράγγια, κατρακυλοῦσε χαμηλά.

Ἔτσι ὁ Μύτικας γινόταν τώρα σκοπὸς ἀκόμα πιὸ βαθὺς καὶ συνταρακτικός: Ὑπῆρχε χωρὶς νὰ φαίνεται. Τὸν μαντεύαμε σὰν θεότητα, ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλυφθῆ, ἄν γίνουμε ἄξιοί της, τὴν ὥρα ποὺ πρέπει».


Ἡ ἀπαράμμιλη περιγραφὴ τῶν βουνῶν ποὺ ἔδινε τὸ πνεῦμα, τὸ ὕφος, τὴν καθαρότητα, τὴ διαύγεια καὶ τὸ φῶς τῆς ἑλληνικῆς ἀτμόσφαιρας, συμπορευότανε πάντα καὶ μὲ τὴ φυσιοκρατικὴ κατάνυξη τοῦ συγγραφέα.

Μέσα σὲ κάθε κατασταλλαγμένη σκέψη του, μέσα σὲ κάθε εἰλικρινῆ θαυμασμό του γύρω ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φύση, ἐπιβεβαιωνότανε ἡ ἀδιόρατη αἴσθηση τῆς θεϊκῆς παρουσίας.

Καμιὰ δύναμη δὲ στάθηκε ἱκανὴ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ συγγραφέα τῶν «Π ε ρ ι η γ ή σ ε ω ν» τὴ λατρεία του στὴ Γῆ. Τὴν ἀγάπη του στὸ χῶμα.

Ἔτσι γιὰ τὸν Ἠλία Βενέζη ἡ Γῆ καὶ τὸ χῶμα ἔγιναν στοιχεῖα ἱερά, ἔγιναν στοιχεῖα λατρείας.

Οἱ ἥρωες τῆς «Γ α λ ή ν η ς», ἐκπατριζόμενοι, κουβαλᾶνε στοὺς ὤμους τους μαζὶ μὲ τὶς ἐλάχιστες χριστιανικὲς εἰκόνες, μαζὶ μὲ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων (ποὺ δυνήθηκαν, ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ διασώσουν) καὶ ἕνα μικρὸ σακκουλάκι μὲ χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ τὴ γενέτειρα.

Στὴ διάρκεια τούτου τοῦ «Χρονικοῦ» δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὁ Ἠλίας Βενέζης ἔχει ἐπικαλεστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τὸ τόσο συχνὰ ἐπαναλαμβανόμενο ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔδινε κάποτε στὴ μορφὴ τοῦ συγγραφέα τῆς «Α ἰ ο λ ι κ ῆ ς Γ ῆ ς» καὶ μιὰ ἔκφραση παιδικῆς ἀθωότητας — καὶ ἀκόμη ἔμοιαζε νὰ παίρνει (ὑποσυνείδητα) καὶ κάποια ὑποτυπώδη ἐσωτερικὴ «τακτοποίηση» μὲ τὴ θρησκευτική του παράδοση. «Ἔτσι τὸ βρήκαμε», μοῦ ἔλεγε συχνὰ σὰν ξανοιγόμαστε σὲ τέτοιες συζητήσεις, καὶ σταματοῦσε...

Ὡστόσο ἕνα τέτοιο θέμα ἀνήκει, νομίζω, στοὺς γυμνασμένους, στοὺς ἁρμόδιους καὶ τοὺς εἰδικοὺς σχολιαστὲς τοῦ ἔργου τοῦ Ἠλία Βενέζη.

Ἄν ἐγὼ δισταχτικὰ ἔρριξα μιὰ μικρὴ ἀνιχνευτικὴ ματιὰ εἶναι γιατὶ τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του, στὸ στερνὸ τῆς ζωῆς του σημείωμα, ποὺ τὸ ἄφησε στὰ δικά μου χέρια, ἐπικαλεῖται ἐκ βαθέων τὸ Θεὸ νὰ τόνε βοηθήσει:

Τ ε λ ε υ τ α ῖ ο  σ η μ ε ί ω μ α  τ ο ῦ  Ἠ λ ί α  Β ε ν έ ζ η

   Λιλή μου,
   Ἄρχισα πιὰ νὰ κουράζωμαι.
   Ὁ Θεὸς νὰ μὲ βοηθήση νὰ μὴ χάσω τὸ κουράγιο μου.

                  Στὶς 31 Ἰουλίου τοῦ 1973

*

Καὶ ὁ Θεὸς τόν βοήθησε.

Ἔστειλε τὴν ἀξημέρωτη νύχτα τῆς γῆς. Τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά της. Τοῦ ἔδωσε τὴν αἰώνια γαλήνη στὶς 3 Αὐγούστου του 1973.

Στὶς 5 Αὐγούστου, τ' ἀπομεσήμερο τῆς Κυριακῆς, ἡ οἰκογένειά του ἔθαψε τὸν Ἠλία Βενέζη (ὅπως ὁ ἴδιος τὸ εἶχε ζητήσει) στὸ Μόλυβο, στὸ νεκροταφεῖο τῆς Ἁγίας Κυριακῆς.

Ἡ ζωὴ τοῦ Ἠλία Βενέζη ἤτανε ἕνα σωστὸ μαρτυρολόϊ.

Τὸ σκοτεινὸ χέρι τῆς Μοίρας τὸ ἀντιμετώπισε γιὰ πρώτη φορὰ πάνω στὸ ἀδύναμο σὲ μέρα καὶ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἀναμονῆς τῆς Ἀνατολῆς, ὅταν τὸν ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι αἰχμάλωτο.

Τοῦτο τὸ ἴδιο ἀμείλιχτο χέρι τὸ ἔνιωσε γιὰ δεύτερη φορὰ ὅταν τοῦ ἔδωσε τὴ «γεύση» τοῦ τιτάνιου μαρτυρίου, τῆς ἀπὸ μέρα σὲ μέρα καὶ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἀναμονῆς τῆς «ἐκτέλεσης» του ἀπὸ τὰ S.S. τῆς γερμανικῆς κατοχῆς.

Καὶ τέλος, γιὰ τρίτη φορὰ —ἔπειτα ἀπὸ τὴ θριαμβευτικὴ πνευματική του ἄνοδο— ἔρχεται πάλι ἡ Μοίρα καταπάνω του γιὰ νὰ κορυφώσει τὴν τραγωδία του. Χώνει τὰ νύχια της ὅσο γίνεται πιὸ βαθιὰ στὴ σάρκα του καὶ στὴν ψυχή του. Καὶ γιὰ νὰ τοῦ διαλύσει κάθε αὐταπάτη, τὸν βάζει στὴν πιὸ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν πόνο καὶ τέλος μὲ τὸ θάνατο.

Ὁ Ἄγγελος Τερζάκης στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ 1973, στὸ «Βῆμα», στὴν Ἐπιφυλλίδα του, μὲ τίτλο: «Ἐ π ι τ ά φ ι ο ς Ὕ μ ν ο ς», ἀναφερόμενος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ στὰ φοβερὰ δεινοπαθήματα τοῦ Ἠλία Βενέζη, γράφει: «...συλλογίζομαι πὼς ἀπάνω στὴν περίπτωση τούτη σκυμμένος κάποιος ἀρχαῖος τραγικός ποιητής, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς δώσει ἕνα δραματικὸ φιλοσόφημα μὲ προεκτάσεις ἀνατριχιαστικὲς σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ πεπρωμένου».

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ



Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 1139, 1974

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *