Ηχήστε οι σάλπιγγες - Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! (η κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου 1943)

palamas

«Χτες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» – γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου...

Γεννημένος στην Πάτρα το 1859, ο Κωστής Παλαμάς αποτέλεσε, έως και τον θάνατό του, 84 χρόνια αργότερα, κεντρική φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής της Ελλάδας.

Ποιητής και πεζογράφος, κριτικός και αρθρογράφος, σθεναρός υπέρμαχος της δημοτικής, υπήρξε –κατά τον Γεώργιο Σεφέρη– «το σημείο όπου λύεται, και ξεσπά, και βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δυο χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό». Ηγετική μορφή της γενιάς του 1880, που παρήγαγε πλούσιο ποιητικό έργο και ανανέωσε τη λογοτεχνία μετά τα χρόνια του ρομαντισμού, υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη και της ιδέας της αστικής ανόρθωσης, ο Παλαμάς ανέπτυξε, με τη συνολική παρουσία και δράση του, μια έντονη προβληματική γύρω από τις έννοιες της πατρίδας και του πατριωτισμού, του «ευγενέστερου –σύμφωνα με τον ίδιο– των αισθημάτων». Θιασώτης της εθνικής συσπείρωσης και αναγέννησης, προσέφερε μια νέα ανάγνωση στην ιστορία των βυζαντινών χρόνων και εξέφρασε, με το πλούσιο έργο του, την πίστη στην ψυχή του Εθνους.

palamas-krevati
Η είδηση του θανάτου του Παλαμά διαδόθηκε αστραπιαία. Την επομένη, οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή αφιερώματα στη ζωή και το έργο του Ελληνα ποιητή. «Είταν απ’ τις σπάνιες φορές, δεν θυμάμαι συγκεκριμένα καμία άλλη, που μια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα είχε κάτι να μας πει», σχολίαζε σκωπτικά, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Αναστάσιος Πεπονής, αναφερόμενος στο καθεστώς λογοκρισίας που είχε επιβληθεί στον Τύπο κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής του 1941-1944.

Η κηδεία του Παλαμά ετελέσθη στις 28 Φεβρουαρίου 1943 από το Α΄ Νεκροταφείο. «Ολη η Ελλάδα ήταν εκεί», παρατηρεί με δέος η Ιωάννα Τσάτσου.

Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.

Συγκλονιστική υπήρξε η παρουσία του αθηναϊκού λαού, που κατά χιλιάδες συγκεντρώθηκε στον περίβολο του νεκροταφείου και γέμισε ασφυκτικά τον ναό. «Οι Επιστήμονες μαζί με τους Επαγγελματίας, οι υπάλληλοι μαζί με τους εμπόρους και με τους φοιτητάς, ηνωμένοι όλοι με τα ίδια αισθήματα εμπρός εις τον νεκρόν του μεγάλου ποιητού της Ελλάδος», έγραφε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα λίγες μέρες μετά.

Πλήθος Κόσμου στην κηδεία του Κ. Παλαμά

Πλήθος Κόσμου στην κηδεία του Κ. Παλαμά

Υπερβαίνοντας τα συμβατικά όρια του γεγονότος, η τελετή σύντομα απέκτησε αυθόρμητα χαρακτήρα εθνικής εκδήλωσης. Πράγματι, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η γερμανική διοίκηση προωθούσε σειρά επώδυνων μέτρων (όπως για παράδειγμα η έκδοση διατάγματος «πολιτικής επιστράτευσης»), ο ελληνικός λαός δεν δίστασε να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια και αγανάκτησή του, παρά την παρουσία του κατοχικού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, και εκπροσώπων της φασιστικής Ιταλίας και του Γ΄ Ράιχ. «Αυτονών και η παρουσία ερέθιζε τον κόσμο, που από την επικείμενη κήρυξη της πολιτικής επιστρατεύσεως ήταν αυτές τις μέρες ήδη ερεθισμένος», παρατηρούσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, διερωτώμενος: «Ποιος τους είπε νάρθουν να μαγαρίσουν με την παρουσία τους τη λειτουργία μας;».

Η νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε στις 11.00 π.μ., χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, ο οποίος και εκφώνησε επικήδειο λόγο, μια «πατριωτική προσλαλιά» σύμφωνα με τον Γεώργιο Θεοτοκά. Κατόπιν, ο Αγγελος Σικελιανός απήγγειλε «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» το ποίημα που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα...
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου... Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα ! Ἕνα βουνὸ
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὡς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;

Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή σου τὴ μιλιά,
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω ἀπὸ μᾶς
ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,
πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «Ὁ Παλαμᾶς!»,
ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά του ἡ οἰκουμένη!

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα...
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου... Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός,
σηκώνοντας τὰ μάτια του τὴ βλέπει...
κι ἀκέριος φλέγεται ὡς μὲ τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,
κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.

Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος παλμὸς
τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα
Ὀρφέας, Ἠράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς
τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,

ποὺ ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε βαθιὰ
στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μίαν ἰσόθεη Σκέψη,
τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο
μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα...
Βόγκα Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς
τῆς Λευτεριᾶς ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

«Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Εδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε μία πνοή θριάμβου», σημειώνει ο Τσάτσος.

Μετά τον Σικελιανό, ποίημα απήγγειλε και ο Σωτήρης Σκίπης, από τους τελευταίους εκπροσώπους της νέας Αθηναϊκής Σχολής.

Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.

Η σορός του Παλαμά

Η σορός του Παλαμά

Οταν τελείωσε η ακολουθία, ο Μελάς, ο Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. «Βγήκαμε απ’ την εκκλησία και το νεκροταφείο έδειχνε μαύρο από τον κόσμο», θυμάται ο Πεπονής, και συνεχίζει: «Γύρω Ιταλοί στρατιώτες με τα όπλα, σιωπηλοί. Απλώθηκε ύστερα βουβό το πλήθος ανάμεσα στους τάφους, έως το βάθος του νεκροταφείου πάνω στα υψώματα. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει στεφάνι, μα του δόθηκε απάντηση απ’ όλα τα στόματα».

Κηδεία Κωστἠ Παλαμά -Φωτογραφία από Μηχανή του Χρόνου

Φωτογραφία από Μηχανή του Χρόνου

Πρώτος, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης, άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Υμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη...». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ηταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε “Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος”. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε “Ζήτω η Ελευθερία”»!

Πηγή

Δείτε: Από τη σειρά «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ»:Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


Σχετικά άρθρα...

2 Σχόλια

  1. Ο/Η Χρύσα λέει:

    "Ἡ γλύκα τοῦ θανάτου καί ἡ γαλήνη τῆς σοφίας, ὅ,τι σκέφθηκε, δέν τό σκέφθηκε σέ σκέψεις ἀλλά σέ στίχους. Ὅ,τι θέλησε, τό θέλησε σέ στίχους. Ὁ στίχος εἶναι τό πλήρωμα τῆς θρησκείας του"
    Κ. Τσάτσος (Παλαμᾶς β΄ἔκδ. Ἀθ. 1950)

  2. Ο/Η Ἑλλήνων Φῶς λέει:

    ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

    Ἀκάματε τοῦ Λόγου δουλευτή,
    Τὸν κουρασμένο ἰδὲς συνοδοιπόρο,
    Ποὺ ἁγνῆς γιὰ σένα φέρνει ἀγάπης φόρο,
    Καὶ σκῦψε νὰ σοῦ πῇ κρυφὰ στ' αὐτί:

    Τὴ Μοῖρα μας ἄν λένε ζηλευτή,
    Μήπως σὲ βράχια ἐρρίξαμε τὸ σπόρο;
    Ἄδωρο ἡ Δάφνη μήπως εἶνε δῶρο,
    Ἀφοῦ κ' ἡ νειότη μᾶς ὑβρίζει αὐτή;

    Τὸ θαυμασμὸ θυμᾶσαι στοὺς δασκάλους,
    Ποὺ σὰν τῆς Σπάρτης δείχναμε παιδιά,
    Τὸ σεβασμὸ σὲ μέτριους, σὲ Μεγάλους;

    Ἐγὼ σωπαίνω. Σύ, τοῦ Στίχου κέρνα,
    Τὸ νέκταρ καὶ μ' ἀπίκραντη καρδιά,
    Γέλα, συγχώρα, κύτταζε καὶ πέρνα!...

    (ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *