Υγίνου, Ποιητική Αστρονομία : Ι.5 Κορώνα
Στέφανος (Βόρειος) – Corona Borealis
Πιστεύεται ότι είναι το διάδημα της Αριάδνης, καταστερισμένο από τον Πατέρα Λίμπερ [(ορθότερη απόδοση στα Ελληνικά: Λίβηρ) θεότητα της πρώιμης Ρωμαϊκής μυθολογίας η οποία στην αντίστοιχη Ελληνική ταυτίζεται με τον θεό Διόνυσο]. Λένε ότι στο γάμο του με την Αριάδνη στη νήσο Δία [Ηρακλείου, (ή Ντία, Dia) ακατοίκητη νησίδα του Κρητικού Πελάγους] όλοι οι θεοί προσήλθαν με τα δώρα τους κι εκείνη παρέλαβε πρώτα αυτό το στέμμα, προσφορά της Αφροδίτης και των Ωρών. Αλλά, σύμφωνα με τον συγγραφέα των Κρητικών, ο Λίμπερ ήταν αυτός που της δώρισε την κορώνα όταν είχε επισκεφθεί κάποτε τον Μίνωα με την ελπίδα να πλαγιάσει με την κόρη του. Εκείνη, θαμπωμένη από το περίτεχνο κόσμημα δεν αρνήθηκε τους όρους του. Λέγεται επίσης ότι κατασκευασμένο από χρυσό και Ινδικούς πολύτιμους λίθους, ήταν τόσο έκπαγλο που οδήγησε τον Θησέα έξω από τον ζοφερό λαβύρινθο στο φώς της ημέρας. Ωστόσο αυτοί οι οποίοι συνέγραψαν τα Αργολικά, δίνουν την ακόλουθη ερμηνεία. Όταν ο Λίμπερ έλαβε άδεια από τον πατέρα του να φέρει πίσω την μητέρα του Σεμέλη από τον Κάτω Κόσμο κι έφθασε στη γη των Αργείων αναζητώντας την τοποθεσία της καθόδου του, κάποιος ονόματι Πρόσυμνος (Πόλυμνος, Hypolipnus) άξιος εκπρόσωπος της γενιάς του, τον συνἀντησε κι επρόκειτο να του φανερώσει την είσοδο, όπως του είχε ζητηθεί. Ωστόσο, όταν αντίκρυσε τον εξαιρετικά εμφανίσιμο νεαρό που όμοιό του ουδέποτε είχε συναντήσει, του ζήτησε σε αντάλλαγμα κάτι το οποίο μπορούσε κάποιος να προσφέρει δίχως να νοιώσει την έλλειψή του. Ο Λίμπερ αδημονώντας να συναντήσει τη μητέρα του, ορκίσθηκε ότι εφόσον την έφερνε πίσω θα μπορούσε να εκπληρώσει την επιθυμία του Προσύμνου αλλά με όρους που θα ήταν δυνατόν ένας θεός να πραγματώσει μια τέτοια υπόσχεση σ’ έναν ξεδιάντροπο θνητό. Ευθύς ο Πρόσυμνος του έδειξε την είσοδο κι όπως ο Λίμπερ ετοιμαζόταν να κατέβει, άφησε πίσω το στέμμα του —δώρο της Αφροδίτης— στο μέρος που κατά συνέπεια ονομάσθηκε Στέφανος, απρόθυμος να το έχει μαζί του καθώς φοβόταν ότι η επαφή με τους νεκρούς θ’ αμαύρωνε το αθάνατο δώρο. Όταν επέστρεψε με την μητέρα του σώα και αβλαβή, λέγεται ότι καταστέρισε την κορώνα σε παντοτινή ανάμνηση του γεγονότος.2.34.3 ∆ιόνυσος γὰρ κατελθεῖν εἰς Ἅιδου γλιχόμενος ἠγνόει τὴν ὁδόν, ὑπισχνεῖται δ’ αὐτῷ φράσειν, Πρόσυμνος τοὔνομα, οὐκ ἀμισθί· ὁ δὲ μισθὸς οὐ καλός, ἀλλὰ ∆ιονύσῳ καλός· καὶ ἀφροδίσιος ἦν ἡ χάρις, ὁ μισθός, ὃν ᾐτεῖτο ∆ιόνυσος· βουλομένῳ δὲ τῷ θεῷ γέγονεν ἡ αἴτησις, καὶ δὴ ὑπισχνεῖται παρέξειν αὐτῷ, εἰ ἀναζεύξοι, ὅρκῳ πιστωσάμενος τὴν 2.34.4 ὑπόσχεσιν. Μαθὼν ἀπῆρεν· ἐπανῆλθεν αὖθις· οὐ κατα λαμβάνει τὸν Πρόσυμνον (ἐτεθνήκει γάρ)· ἀφοσιούμενος τῷ ἐραστῇ ὁ ∆ιόνυσος ἐπὶ τὸ μνημεῖον ὁρμᾷ καὶ πασχητιᾷ. Κλάδον οὖν συκῆς, ὡς ἔτυχεν, ἐκτεμὼν ἀνδρείου μορίου σκευάζεται τρόπον ἐφέζεταί τε τῷ κλάδῳ, τὴν ὑπόσχεσιν 2.34.5 ἐκτελῶν τῷ νεκρῷ. Ὑπόμνημα τοῦ πάθους τούτου μυστικὸν φαλλοὶ κατὰ πόλεις ἀνίστανται ∆ιονύσῳ· » εἰ μὴ γὰρ ∆ιονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργαστ’ ἄν», φησὶν Ἡράκλειτος, «ωὑτὸς δὲ Ἅιδης καὶ ∆ιόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν», οὐ διὰ τὴν μέθην τοῦ σώματος, ὡς ἐγὼ οἶμαι, τοσοῦτον ὅσον διὰ τὴν ἐπονείδιστον τῆς ἀσελγείας ἱεροφαντίαν.
Εργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, http://www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας. URL [http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/Clement%20of%20Alexandria_PG%2008-09/Protrepticus.pdf]
Άλλοι λένε ότι αυτή η κορώνα ανήκε στον Θησέα και για τον ακόλουθο λόγο τοποθετήθηκε κοντά του, επειδή ο αστερισμός που αποκαλείται Γονυκλινής εθεωρείτο ότι ήταν αυτός. Λέγεται ότι φθάνοντας ο Θησέας στην Κρήτη συνοδευόμενος από επτά κόρες κι έξι νέους, ο Μίνωας, κατελήφθη από φλογερό πόθο για τη συντροφιά μιας από τις όμορφες κοπέλες ονόματι Ερίβοια. Ο Θησέας, όπως άρμοζε σε γιό του Νεπτούνου (θεότητας αντίστοιχης με τον Ποσειδώνα της Ελληνικής μυθολογίας) ικανός δε, να υπερασπιστεί την ασφάλεια του κοριτσιού στρεφόμενος ενάντια σ’ έναν τύραννο, δεν επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο.
Έτσι, όταν η διαμάχη επικεντρώθηκε όχι στο κορίτσι αλλά στην καταγωγή του Θησέα, αν ήταν γιός του Νεπτούνου ή όχι, ο Μίνωας λέγεται ότι έβγαλε ένα χρυσό δαχτυλίδι από το δάχτυλό του και το πέταξε στη θάλασσα. Προκάλεσε τον Θησέα ν’ αποδείξει ότι ήταν απόγονος του Νεπτούνου φέρνοντάς το πίσω· για τον εαυτό του θα μπορούσε εύκολα να αποκαλύψει ότι ήταν γιός του Δία. Έτσι, επικαλούμενος τον πατέρα του, ζήτησε κάποιο σημάδι ενδεικτικό της καταγωγής του κι αίφνης βροντές και κεραυνοί επιβεβαίωσαν τον ισχυρισμό του.Για παρόμοιο λόγο, ο Θησέας δίχως να επικαλεσθεί τον δικό του πατέρα ή να δεσμεύεται από κάποιον όρκο, ρίχτηκε στη θάλασσα. Ευθύς, πλήθος δελφινιών πηδώντας πάνω από το νερό τον οδήγησαν από τα πιο ήπια κύματα με ασφάλεια, στις Νηρηίδες. Από αυτές επέστρεψε με το δαχτυλίδι του Μίνωα και μια απαστράπτουσα κορώνα με πολλά πετράδια, από την Θέτιδα η οποία την είχε λάβει δώρο στο γάμο της από την Αφροδίτη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η κορώνα προερχόταν από την σύζυγο του Νεπτούνου κι ο Θησέας λέγεται ότι την προσέφερε στην Αριάδνη όταν σε αναγνώριση του θάρρους και της γενναιότητάς του, του δόθηκε ως νύφη. Μετά τον θάνατο της Αριάδνης, ο Λίμπερ την τοποθέτησε ανάμεσα στ’ άστρα.
∴
wikipedia URL [https://en.wikipedia.org/wiki/Corona_Borealis]
Πηγή: Χείλων