ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες
Πώς προσφέρουμε χαρά στους άλλους ανθρώπους; Είναι αυτός ένας από τους κύριους στόχους της ζωής μας, να θέλουμε οι άλλοι να χαίρονται με την παρουσία μας ή αισθανόμαστε ότι περιμένουμε από τους άλλους να μας δώσουν χαρά; Το ερώτημα δεν έχει εύκολη απάντηση, από την άποψη ότι ο κύριος στόχος του κάθε ανθρώπου φαίνεται να είναι να λαμβάνει χαρά από τους άλλους. Το να προσφέρεις χαρά στους άλλους συνεπάγεται μία προσέγγιση εξόδου από τον εαυτό σου. Και κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Συνεπάγεται κόπο, θυσία, διάθεση υπέρβασης των προσωπικών προβλημάτων και δυσκολιών, άρνηση της εσωστρέφειας, η οποία στην εποχή μας είναι πολύ συνηθισμένη και έχει αρκετούς λόγους να φαίνεται δικαιολογημένη, πέρα από τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Η δυσκολία επιτείνεται από το γεγονός ότι για τους πολλούς η χαρά ταυτίζεται με το χιούμορ, τις ηδονές του σώματος, την ικανοποίηση του θελήματός μας. Χαρά παίρνουμε οι άνθρωποι από το φαγητό, τη σχέση με τον άλλο, ιδίως όταν αυτή εκφράζεται σωματικά, από ένα δώρο. Όταν δηλαδή ο άλλος μάς τιμά, ικανοποιεί το θέλημα και τις φιλοδοξίες μας. Κέντρο λοιπόν ο άλλος. Από εκείνον περιμένουμε. Και γι’ αυτό η βιομηχανία του θεάματος σήμερα έχει ένα ειδικό τμήμα, το οποίο παράγει χαρά, μέσα από την εικόνα, τους ήχους, την μόδα. Για να μπορούμε να είμαστε καταναλωτές, χωρίς να χρειάζεται να τη δημιουργήσουμε. Χωρίς να χρειάζεται να επιστρατεύουμε την καλή μας διάθεση, την απόφασή μας να προσφέρουμε στον πλησίον μας.
Ακόμη και στην πνευματική ζωή υπάρχει η ανάγκη για χαρά. Δεν έχει να κάνει μόνο με την ευχαρίστηση που βιώνει κάποιος όταν ακούει, διαβάζει, κοινωνεί τον Θεό. Έχει να κάνει και με τους ανθρώπους. Χαρά καλείται να βιώσει ο άνθρωπος ο οποίος συνυπάρχει με τους άλλους στη ζωή της Εκκλησίας. Τα πρόσωπα των άλλων είναι για τον χριστιανό αιτία χαράς. Δεν είναι μόνο η υπέρβαση της μοναξιάς. Είναι και το γεγονός ότι συνυπάρχοντας καλούνται οι χριστιανοί να συναγωνιστούν για έναν κοινό σκοπό, που δεν είναι άλλος από την έκφραση του μηνύματος της Βασιλείας των ουρανών. Όχι ως κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά ως πορείας αιωνιότητας. Και ο καθένας μας καλείται να θυμηθεί ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος για τον καθέναν άνθρωπο είτε είχε έρθει είτε θα ερχόταν στον κόσμο. Στο πρόσωπο του καθενός ο Χριστός βλέπει τον πλησίον του και την ίδια στιγμή την αφορμή της χαράς Του. Ακόμη κι αν ο πλησίον δεν πιστεύει, δεν ζει όπως ο Χριστός μας άφησε ως παρακαταθήκη. Ακόμη κι αν ο πλησίον είναι αρνητής και σταυρωτής. Ο Χριστός συγχωρεί. Διότι η συγχωρητικότητα είναι η αιχμή της χαράς. Και δεν συγχωρεί μόνο τα έργα. Συγχωρεί το πρόσωπο. Επαφίεται στον καθέναν αν οικειοποιηθεί τη χαρά του Χριστού και την καταστήσει και δική του χαρά.
Την ίδια στιγμή η πνευματική ζωή καθαυτή είναι χαρά, ιδίως όταν ο άνθρωπος δεν παλεύει μόνο για τον εαυτό του, την προσωπική του πνευματική κατάρτιση και πρόοδο, αλλά και για τους συνανθρώπους του. Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Εβραίους, τους προτείνει χαρακτηριστικά: «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε · αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες · ίνα μετά χαράς τούτο ποιώσι και μη στενάζοντες» (Εβρ. 13, 17). «Ν’ ακολουθείτε πιστά και να υπακούτε τους εκκλησιαστικούς σας ηγέτες. Γιατί αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία σας, επειδή θα δώσουν λόγο στο Θεό. Έτσι η μέριμνά τους θα γίνεται με χαρά, κι όχι με στενοχώρια». Αυτός που είναι επικεφαλής μίας εκκλησιαστικής κοινότητας, αλλά και ο καθένας που μετέχει σ’ αυτήν δεν έχει ως κίνητρό του την προσωπική του καταξίωση, τη δόξα του, ούτε αισθάνεται υποχρεωμένος επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η χαρά είναι το κίνητρο να αγρυπνεί για τη σωτηρία των άλλων. Παρότι όλοι θα κληθούν να δώσουν λόγο στον Θεό, δε φοβούνται να το πράξουν, αλλά χαίρονται. Διότι αφενός είναι οι επικεφαλής, αλλά και ταυτόχρονα οι συμμετέχοντες σε μία πορεία ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας προς τον Θεό και αφετέρου είναι οι συνοδοιπόροι και συμπαραστάτες των άλλων, αυτοί που σηκώνουν λίγο από το φορτίο τους. Στους εκτός Εκκλησίας αυτός ο δρόμος φαίνεται βαρύς και ενίοτε ακατανόητος. Ένα χρέος δυσβάστακτο. Σε όσους όμως αγαπούνε, είναι ένας δρόμος τιμής που δίνει χαρά. Είναι ευλογία να προσεύχεσαι για τους άλλους, να μπορείς να τους βοηθήσεις με κάθε τρόπο, ακόμη και με την δύναμη της αλήθειας που δεν είναι ευχάριστη, είναι όμως αναγκαία για την προσωπική μας, αλλά και τη γενικότερη κάθαρση. Και γι’ αυτό η αλληλοϋπακοή επαυξάνει τη χαρά.
Δεν αναζητούμε όμως στην Εκκλησία έτοιμη τη χαρά για να την καταναλώσουμε. Ούτε πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποια συνταγή για να τη βρούμε. Είναι η ίδια η σχέση με το Χριστό, που, όταν είναι αληθινή, γεννά τη χαρά. Ακόμη κι αν ο πλησίον δεν μπορεί να την κατανοήσει. Ακόμη κι όταν ο οικείος γεννά αφορμές λύπης. Ακόμη κι αν εμείς οι ίδιοι, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, γινόμαστε αφορμή λύπης για τον άλλο. Όπου υπάρχει η πίστη, μπορεί να αλλάξει η πορεία. Αυτός που πιστεύει, δημιουργεί. Και τότε κάθε έργο στο οποίο υπάρχει η πίστη και η δημιουργικότητα, γεννά χαρά. Ξεκουράζει και γίνεται ευκαιρία περαιτέρω πορείας.
Η χαρά επομένως προϋποθέτει αυθυπέρβαση. Ήθος θυσιαστικό. Αλλά και ήθος ηγετικό. Είτε αυτό γίνεται δια της απλότητας, είτε δια της γνώσης, είτε δημόσια είτε στις μικρές κοινωνικές σχέσεις ο χαρούμενος κατά Θεόν άνθρωπος λειτουργεί ηγετικά. Δεν κρύβεται, αλλά αναλαμβάνει με χαρά την ευθύνη να μοιραστεί τη χαρά που βιώνει. Έχει και δίνει. Και είναι σε θέση να εκτιμήσει τη χαρά που και οι άλλοι μπορούν να τους προσφέρουν. Τα χαρίσματά τους. Χωρίς να ζηλεύει γι’ αυτά, αλλά με αγάπη αποδεχόμενος να επιζητεί την παρουσία τους στη ζωή για να ωφελείται και ο ίδιος. Γιατί ο χαρούμενος άνθρωπος δεν αισθάνεται αυτάρκης στη χαρά του, αλλά αναπαύεται με το να λαμβάνει και τη χαρά των άλλων. Δεν τη θεωρεί ως προϋπόθεση. Αλλά δεν υποτιμά την αξία της. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει μόνος του, ούτε να προσποιείται ότι δεν τον αφορούν οι άλλοι. Χαίρεται λοιπόν μ’ αυτούς που χαίρονται και λυπάται μ’ αυτούς που λυπούνται, αλλά έχοντας πίστη στο Θεό δεν αφήνει την όποια λύπη να τον καταβάλλει. Βρίσκει στην πίστη την ίδια την πηγή της χαράς. Στηρίζεται στον Θεό και στηρίζει με τη σειρά του τους αδελφούς του. Και νιώθει χαρά, όταν κι εκείνοι με τη σειρά τους τον στηρίζουν.
Αυτός ήταν και ο δρόμος που μεγάλοι άγιοι και πατέρες της πίστης μας, όπως ο άγιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, ακολούθησαν στη ζωή τους. Χαιρόντουσαν διότι έβλεπαν τα πρόσωπα των άλλων. Ασκούνταν στην πνευματική ζωή για να μπορούν να μεριμνούν για τη σωτηρία του πλησίον. Σήκωναν με χαρά το φορτίο τους. Και συνεργάζονταν μαζί τους στην Εκκλησία, καθιστάμενοι ηγέτες που με την παρουσία τους άλλαζαν ριζικά τη ζωή της κοινότητας στην οποία μετείχαν. Και ο Θεός και οι άνθρωποι ουδέποτε τους ξεχνούν. Αυτή την οδό καλούμαστε να ακολουθήσουμε κι εμείς στην εποχή μας. Εξερχόμενοι του εαυτού μας και της εσωστρεφείας μας και αντλώντας δύναμη από τη χαρά της πίστης να μη λυπόμαστε για τον κόσμο μας, αλλά να του δίνουμε με τον τρόπο μας την ελπίδα και τη χαρά ότι ο Χριστός ενηνθρώπησε και γεννήθηκε για τον καθέναν μας. Ταυτόχρονα καλούμαστε να υπακούμε σε όσους μας δείχνουν έναν τέτοιο δρόμο. Κι αυτή η αλληλοϋπακοή και εκζήτηση της χαράς ήταν, είναι και θα είναι η αρχή μίας νέας πορείας αλλαγής. Πορείας τελικά προς την αγιότητα, την μεγίστη χαρά που ο άνθρωπος μπορεί να λάβει στη ζωή του.
Κέρκυρα, 6 Δεκεμβρίου 2015
Πηγή: ΒΗΜΑΤΑ