ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ
Ἀφιερώνεται εὐλαβικὰ
στὴν Κυρία ΧΑΡΑ ΣΥΚΟΥΤΡΗ
Στὸ μυστικὸν ἀνήφορο, τὸν ὕστερο ποὺ ἐπῆρες,
ψηλὰ στὸν Ἀκροκόρινθο, νὰ ξάστραψαν μπροστά Σου,
ὣς τὴν κορφὴ τῆς ἄσκησης, σὰ νἄταν μιά, οἱ τρεῖς Μοῖρες;
Ἂ, πῶς ἐχτύπαε δυνατά, τὴν ὥρ' αὐτή, ἡ καρδιά Σου!
Κάτου στὸν κάμπο, ταπεινὲς φωνές, πικρὲς καὶ στεῖρες,
στὴ χλαλοή τους ἔσμιγαν, ἀνόσια, τ' ὄνομά Σου.
Ἀπάνου ἐκεῖ, σὰ ν' ἄνοιγαν οἱ αἰώνιες τοῦ Πηγάσου
φτεροῦγες, τοῦ ἀνέμου γλυκὰ πῶς ἔπαιζαν οἱ λύρες!
Κι' ἄ, πῶς θὰ νἄταν δυνατό, σὰ γύριζες καὶ πάλι
στὸν ὄχλο, γιὰ τὴν ἄνιση ποὺ Σὲ καρτέραε πάλη,
ὅλο Σου τὸ αἷμα μονομιὰ ξοπίσω νὰ μὴ φύγει,
μὲ τὴν ἱερὴ ποὺ στὄθρεψε Πλατωνικὴ μανία,
βαθειά, πρὸς τὴν ἀπόκρυφη τοῦ Ἡράκλειου Ἁρμονία,
ποὺ ἀπάνω κι' ἀπ' τὸ θάνατο τὴν ἀφουκρῶνται οἱ Λίγοι;
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΥΚΟΥΤΡΗ
Τοῦ ἀρχαίου τοῦ Λόγου φώτιζες τέλεια τὴν τρανοσύνη
μὲ τὴ δική σου τὴν καρδιὰ καὶ τὴ νοημοσύνη.
Καὶ μὲ τοῦ Λόγου ρύθμιζες συχνὰ τὴν ὀμορφάδα
τὴ γλώσσα ποὺ κι ἀρχαία καὶ νέα πάντα εἶναι, ζῇ ἡ Ἑλλάδα.
Ὅμως πῶς ἦρθε ξαφνικὰ τῆς νιότης σου τὴ χάρη
Χάρος νὰ σβύσῃ σὰν ψαλμοῦ λειτουργικὸ τροπάρι!
Πῶς εἶναι κρίματα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὰ πιστέψῃ
κανείς, νὰ τὰ συλλογιστῇ καὶ νὰ τὰ μνημονέψῃ!
Ἀλλὰ κι ἂν χάθηκε ὁ ψαλμὸς πάντα ἄσβυστος ἀκόμα
κι ἄλυωτος μένει σὰ νὰ βγαίνῃ ἀπ' τὸ δικό σου στόμα!
Καὶ μὲ τ' ἀρχαῖα τὰ γράμματα καὶ μὲ τὰ νέα τὰ λόγια
σοῦ πρέπουνε δοξάσματα, λαϊκὰ καὶ μοιρολόγια.
24 Σεπτεμβρίου 1937.
Πηγές: «Νέα Εστία», τχ. 262, 1937
Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος ΙΑ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
Ἑλλήνων Φῶς