Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
"Ποτέ ἡ ποιητική ἀλήθεια δέν ἐνεφανίσθη μέ τρόπο τόσο ἀμείλικτα καθολικό, τόσο ἀνεπανόρθωτα πειστικό"
Μ.Δ. Στασινόπουλος
Η Π Ο Λ Ι Σ
Εἶπες· "Θά πάγω σ΄ ἄλλη γῆ, θά πάγω σ΄ ἄλλη θάλασσα.
Μιά πόλις ἄλλη θά βρεθεῖ καλλίτερη ἀπό αὐτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιά καταδίκη εἶναι γραφτή·
κ΄ εἶν΄ ἡ καρδιά μου - σάν νεκρός - θαμένη.
Ὁ νοῦς μου ὥς πότε μές στόν μαρασμόν αὐτόν θά μένει.
Ὅπου τό μάτι μου γυρίσω, ὅπου κι ἄν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
πού τόσα χρόνια πέρασα καί ρήμαξα καί χάλασα".
~
Καινούργιους τόπους δέν θά βρεῖς, δέν θἄβρεις ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θά σ΄ ἀκολουθεῖ. Στούς δρόμους θά γυρνᾶς
τούς ἴδιους. Καί στές γειτονιές τίς ἴδιες θά γερνᾶς῾
καί μές στά ἴδια σπίτια αὐτά θ΄ ἀσπρίζεις.
Πάντα στήν πόλι αὐτή θά φθάνεις. Γιά τά ἀλλοῦ - μή ἐλπίζεις -
δέν ἔχει πλοῖο γιά σέ, δέν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι πού τή ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στήν κώχη τούτη τήν μικρή, σ΄ ὅλην τήν γῆ τή χάλασες.
"Ἡ ποίηση τοῦ Καβάφη πηγάζει κυρίως ἀπό τή Σκέψη κι ἀποτείνεται στή σκέψη. Ὁ Καβάφης εἶναι ἀπό τούς λίγους τεχνίτες τοῦ Λόγου, πού εἶχε νοῦν. Καί λέγω νοῦν ὄχι τήν πολυμάθεια παρά τή ρεαλιστική ὅραση καί κρίση: τήν ἱκανότητα νά κρίνει, νά κατανοεῖ ὁ σκεφτόμενος ἄνθρωπος πῶς καί ποῦ βαδίζει ὁ κόσμος καί ποῦ πρέπει νά βρίσκεται ὁ ἴδιος."
Κ. Βάρναλης
Η Σ Α Τ Ρ Α Π Ε Ι Α
Τί συμφορά, ἐνῶ εἶσαι καμωμένος
γιά τά ὡραῖα καί μεγάλα ἔργα
ἡ ἄδικη αὐτή σου ἡ τύχη πάντα
ἐνθάρρυνσι κ΄ ἐπιτυχία νά σέ ἀρνεῖται·
νά σ΄ ἐμποδίζουν εὐτελεῖς συνήθειες,
καί μικροπρέπειες, κι ἀδιαφορίες.
Καί τί φρικτή ἡ μέρα πού ἐνδίδεις
(ἡ μέρα πού ἀφέθηκες κ΄ ἐνδίδεις),
καί φεύγεις ὁδοιπόρος γιά τά Σοῦσα,
καί πιαίνεις στόν μονάρχην Ἀρταξέρξη
πού εὐνοϊκά σέ βάζει στήν αὐλή του,
καί σέ προσφέρει σατραπεῖες καί τέτοια.
Καί σύ τά δέχεσαι μέ ἀπελπισία
αὐτά τά πράγματα πού δέν τά θέλεις.
Ἄλλα ζητεῖ ἡ ψυχή σου, γι΄ ἄλλα κλαίει·
τόν ἔπαινο τοῦ Δήμου καί τῶν Σοφιστῶν,
τά δύσκολα καί τ΄ ἀνεκτίμητα Εὖγε·
τήν Ἀγορά, τό Θέατρο, καί τούς Στεφάνους.
Αὐτά πού θά στά δώσει ὁ Ἀρταξέρξης,
αὐτά ποῦ θά τά βρεῖς στή σατραπεία·
καί τί ζωή χωρίς αὐτά θά κάμεις.
"Ὁ Καβάφης μπορεῖ νά μήν εἶναι τό ἄπλετο φῶς, πού μπαίνει ἀπ΄ τ΄ ἀνοιχτό παράθυρο, ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή μπαίνει ἀπό μιά χαραμάδα, γιά μένα εἶναι πολύ πιό δυνατό, φωτίζει τά πράγματα μέ τρόπο πού δέν τά ἐξαφανίζει ἀλλά τά ἐπιτρέπει μέ τή σειρά τους νά φωτίζουν κι αὐτά ἄλλα πράγματα. Κι αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ μαγεῖα του, τό παιχνίδι τῶν φωτοσκιάσεων ὅπως τά χρόνια περνᾶνε καί ὅλα γυρνᾶνε μέσα μου, γεγονότα, ἐμπειρίες, δύσκολα νομίζω πώς περνᾶ μέρα δίχως νά συλλογιστῶ τόν Καβάφη."
Κ. Κοῦν
C H E F E C E ... I L R I F I U T O
Σέ μερικούς ἀνθρώπους ἔρχεται μιά μέρα
πού πρέπει τό μεγάλο Ναί ἤ τό Ὄχι
νά ποῦνε. Φανερώνεται ἀμέσως ὅποιος τὄχει
ἕτοιμο μέσα του τό Ναί, καί λέγοντάς το πέρα
~
πηγαίνει στήν τιμή καί στήν πεποίθησί του.
Ὁ ἀρνηθείς δέν μετανοιώνει. Ἄν ρωτιοῦνταν πάλι,
ὄχι θά ξαναέλεγε. Κι ὅμως τόν καταβάλλει
ἐκεῖνο τ΄ ὄχι - τό σωστό - εἰς ὅλην τήν ζωή του.
"Ὁ Καβάφης. Ἕνας βαθύτατα Ἕλληνας, ἐπίσης, μά πού ἔστρεφε ἐπιδεικτικά τίς πλάτες του στή νεοελληνική παράδοση, μήν ἀναγνωρίζοντας παρά μιά μονάχα: αὐτήν πού, ξεκινῶντας ἀπό τά ἑλληνιστικά χρόνια, περνᾶ ἀπό τό Βυζάντιο καί καταλήγει στούς Φαναριώτες. Ἔχει τά δικά του κριτήρια γιά τήν ἠθική καί τό κάλλος - ἐπίσης ἑλληνικά."
Ἄ. Δικταῖος
Ι Ω Ν Ι Κ Ο Ν
Γιατί τά σπάσαμε τ΄ ἀγάλματά των,
γιατί τούς διώξαμεν ἀπ΄ τούς ναούς των;
διόλου δέν πέθαναν γι΄ αὐτό οἱ θεοί.
~
Ὧ γῆ τῆς Ἰωνίας, σένα ἀγαποῦν ἀκόμη,
σένα ἡ ψυχές των ἐνθυμοῦνται ἀκόμη.
Σάν ξημερώνει ἐπάνω σου πρωΐ αὐγουστιάτικο
τήν ἀτμοσφαίρα σου περνᾶ σφρίγος ἀπ΄ τήν ζωή των·
καί κάποτ΄ αἰθερία ἐφηβική μορφή,
ἀόριστη, μέ διάβα γρήγορο,
ἐπάνω ἀπό τούς λόφους σου περνᾶ.
"Ἡ βαθιά φιλοσοφική ἀντίληψη τοῦ Ἀνθρώπου πού πολλά ξέρει, κ΄ ἡ αἰσθαντικότητα τοῦ Ποιητή. Ἀπό τό ἕνα μέρος ἡ κουρασμένη σκέψη πού ὅλα τά ξέρει μάταια κι ἀνώφελα, κι ἀπό τ΄ ἄλλο ἡ εὐαίσθητη ψυχή πού εἶδε τό φριχτό θέαμα τῆς ζωῆς καί δέν μπόρεσε νά βαστάξει κι ἔσπασε. Δέν ἔσπασε ὅλότελα, λύγισε."
Γ. Καζαντζάκη
Π Ε Ρ Ι Μ Ε Ν Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Υ Σ Β Α Ρ Β Α Ρ Ο Υ Σ
-Τί περιμένουμε στήν ἀγορά συναθροισμένοι;
Εἶναι οἱ βάρβαροι νά φθάσουν σήμερα.
- Γιατί μέσα στή Σύγκλητο μιά τέτοια ἀπραξία;
Τί κάθοντ΄ οἱ Συγκλητικοί καί δέν νομοθετοῦνε;
Γιατί οἱ βάρβαροι θά φθάσουν σήμερα.
Τί νόμους πιά θά κάμουν οἱ Συγκλητικοί;
Οἱ βάρβαροι σάν ἔλθουν θά νομοθετήσουν.
-Γιατί ὁ αὐτοκράτωρ μας τόσο πρωΐ σηκώθη,
καί κάθεται στῆς πόλεως τήν πιό μεγάλη πύλη
στόν θρόνο ἐπάνω, ἐπίσημος, φορῶντας τήν κορώνα;
Γιατί οἱ βάρβαροι θά φθάσουν σήμερα.
Κι ὁ αὐτοκράτωρ περιμένει νά δεχθεῖ
τόν ἀρχηγό τους. Μάλιστα ἑτοίμασε
γιά νά τόν δώσει μιά περγαμηνή. Ἐκεῖ
τόν ἔγραψε τίτλους πολλούς κι ὀνόματα.
- Γιατί οἱ δυό μας ὕπατοι κ΄ οἱ πραίτορες ἐβγῆκαν
σήμερα μέ τές κόκκινες, τές κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν μέ τόσους ἀμεθύστους,
καί δαχτυλίδια μέ λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί νά πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ΄ ἀσήμια καί μαλάματα ἔκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οἱ βάρβαροι θά φθάσουν σήμερα·
καί τέτοια πράγματα θαμπώνουν τούς βαρβάρους.
- Γιατί κ΄ οἱ ἄξιοι ρήτορες δέν ἔρχονται σάν πάντα
νά βγάλουνε τούς λόγους τους, νά ποῦνε τά δικά τους;
Γιατί οἱ βάρβαροι θά φθάσουν σήμερα·
κι αὐτοί βαρυοῦντ΄ εὐφράδειες καί δημηγορίες.
- Γιατί ν΄ ἀρχίσει μονομιᾶς αὐτή ἡ ἀνησυχία
κ΄ ἡ σύγχυσις. (Τά πρόσωπα τί σοβαρά πού ἔγιναν).
Γιατί ἀδειάζουν γρήγορα οἱ δρόμοι κ΄ ἡ πλατεές,
κι ὅλοι γυρνοῦν στά σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ἐνύχτωσε κ΄ οἱ βάρβαροι δέν ἦλθαν.
Καί μερικοί, ἀπ΄ τά σύνορα,
καί εἴπανε πώς βάρβαροι πιά δέν ὑπάρχουν.
Καί τώρα τί θά γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἦσαν μιά κάποια λύσις.
"Ζεῖ σάν ἀδιάφορος, σά θαρραλέος. Κυττάζει ξαπλωμένος σέ μιά μαλακή πολυθρόνα ἀπό τό παράθυρό του καί περιμένει τούς Βαρβάρους νά προβάλουν."
Ν. Καζαντζάκης
Α Π Ο Λ Ε Ι Π Ε Ι Ν Ο Θ Ε Ο Σ Α Ν Τ Ω Ν Ι Ο Ν
Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ΄ , ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές -
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνοφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Πρό πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πώς ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν πού ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ΄ ὄχι
μέ τῶν δειλῶν τά παρακάλια καί τά παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.
"- Μά δέν πίνετε καθόλου! Εἶναι χιώτικη, σᾶς ὁρκίζουμαι. Γιατί σωπάσατε;
Σκύβει καί μοῦ γιομίζει τό ποτήρι, καί τό μάτι του γιά μιά στιγμή ἔλαμψε μέ σαρκασμό κι εὐγένεια.
Μά ἐγώ σώπαινα, γιατί συλλογιζόμουν τό θαμαστό του τραγούδι Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον καί δέν τοῦ ἀποκρίνουμουν, γιατί τό ἔλεγα σιγά σιγά ἀπομέσα μου... "
Ν. Καζαντζάκης
Πηγή: Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑ
Φωτογραφία: Αναμνησεις απο την Αιγυπτο-Ιστοριες απο παππου σε παππου, https://gr.pinterest.com/
Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς