«Κάνουμε μὰμ καὶ νάνι»: ἐπιστροφὴ στὶς… ρίζες μας
«Γιατί νὰ μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ ἑπόμενες γενιές; Τί ἔκαναν ποτὲ αὐτὲς γιὰ μᾶς;» [Γ. Μὰξ (κωμικὸς)]
Τὸ ρῆμα εἴναι τὸ βασικὸ μέρος τοῦ λόγου. Ἄλλωστε καὶ ἡ λέξη «ρῆμα» σημαίνει λόγος. ( « …πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι», διαβάζουμε στὰ κατὰ Ματθαῖον ιβ´ 36). Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποπτώχευση τοῦ λεξιλογίου ἔχει ἀρχίσει ἀπὸ τὰ ρήματα. Ὑπάρχει μάλιστα κι ἕνα ρῆμα, ρῆμα-τσίχλα θὰ τὸ ὀνομάζαμε, τὸ συχνόχρηστο «κάνω». Πάρα πολλὲς λέξεις-σημασίες τῆς ἑλληνικῆς ἔχουν ὑποκατασταθεῖ στὴν χρήση τους ἀπὸ τὸ ρήμα «κάνω». Νὰ σημειώσω , σκωπτικῶς καὶ περιπαικτικῶς, ὅτι τὸ ρῆμα «κάνω» τὸ ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἐκ γενετῆς τρόπον τινά. Οἱ πρῶτες φράσεις ποὺ ἀκούει τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν μάνα του εἶναι: Κάνε ἄτα (περπάτα). Κάνε μὰμ (φάγε). Ἔλα νὰ κάνεις νάνι (νὰ κοιμηθεῖς). Θὰ σὲ κάνω ντὰ (θὰ σὲ δείρω). Κάνε τσίσα (Ἡ ἄφθονη διούρησις ποὺ «ἔκανε» κάποτε ὁ Ἀνδρέας). Καὶ λοιπά… Προφανῶς ὁ λαός μας μὲ τὴν χρήση τοῦ «κάνω» ἐπιστρέφει στὶς «ρίζες του, στὴν νηπιακὴ ἡλικία καὶ σκέψη, ἕνα εἶδος παλιμπαιδισμοῦ. (Αὐτὸ ἐπιμαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὶς πολιτικές του ἐπιλογές. Ψηφίζει πρωθυπουργὸ νεανία κομμουνιστὴ –κουμμουνισμός, ἴσον, ἕνας ἄταφος νεκρός, τυμπανιαίας ἀποφορᾶς, ποὺ κανεὶς στὴν Ἑλλάδα δὲν τολμάει νὰ θάψει ἐλπίζοντας ἴσως στὸ θαῦμα τῆς νεκροφάνειας, κατὰ τὸν Γ. Καλλιόρη. Βεβαίως, πλὴν τῆς ἀγραβάτωτης ἐμφάνισης, ὁ νεκροθάφτης τῆς Μακεδονίας μας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ «σύντροφοι καὶ συντρόφισσες», ρίχτηκαν ξελιγωμένοι στὰ καλούδια καὶ λοιπὰ συμπαρομαρτοῦντα τῆς ἐξουσίας, διότι τὰ ἄδεια στομάχια καὶ ἄντερα ἀνήκουν σ’ ὅλους τοὺς χώρους). Ἐπανερχόμεθα στὸ ρῆμα «κάνω» καὶ τὰ …καμώματά του. Καταγράφω κάποιες περιπτώσεις . (Τὸ ἀντικατασταθὲν ρῆμα σημειώνεται ἐντὸς παρενθέσεως).
Ἔκανε (πραγματοποίησε) δρομολόγια
Κάνει (ἐκτελεῖ) ἀνασκαφὲς
Ἔκανε (ὑπέβαλε) μήνυση
Ἔκανε (προέβη σὲ) δηλώσεις
Ἔκανε (συγκρότησε) ἐπιτροπὴ
Ἔκανε (κατήρτισε) πρόγραμμα
Ἔκανε (διετέλεσε) ὑπουργὸς
Κάνει (ὑπηρετεῖ) τὴν θητεία του
Ἔκαναν (προέβαλαν) ἄμυνα
Κάνει (φοιτᾶ σὲ) φροντιστήριο
Ἔκανε (ὑπεβλήθη σὲ) ἐγχείριση
Ἔκανε (προξένησε) ζημιὲς
Κάνει (παριστᾶ) τὸν τρελὸ
Ἔκανε (ἐνήργησε) ἐπιθεώρηση
Ἔκανε (διεξήγαγε) διαπραγματεύσεις
Ἔκανε (διέπραξε) ἔγκλημα
Ἔκανε (ἄσκησε) προσφυγὴ
Ἔκαναν (κήρυξαν) ἀπεργία
Ἔκανε (συγκάλεσε) σύσκεψη
Κάνει (διδάσκεται) ἀγγλικὰ
Κάνει (παραδίδει) γαλλικὰ
Ἔκανε (πέτυχε) παγκόσμιο ρεκὸρ
Ἔκανε (ὀργάνωσε) ἐκδήλωση
Ἔκανε (ἔχτισε) σπίτι
Ἔκανε (ἐμφάνισε) ρυτίδες.
Καὶ ἕνα τελευταῖο:
Ἔκανε (κορόιδεψε τὸν λαὸ) διάγγελμα στὴν Ἰθάκη. (Ὁ κατάλογος εἶναι ἐνδεικτικὸς καὶ μπορεῖ ὁ καθεὶς νὰ ἐπισυνάψει, «νὰ κάνει» τὶς προσθέσεις του καὶ ὅσα «κατὰ διάνοιαν ἔχει».
Ὅπως ἔγραψε σὲ κείμενό του, τὸ 1985, ὁ Γ. Μπαμπινιώτης: «Χρειάζεται ἀλήθεια, νὰ σημειώσουμε πὼς ἡ λεξιλογικὴ αὐτὴ ἰσοπέδωση εἶναι, κατὰ κανόνα, μεταφορὰ στὴν γλῶσσα μας τῶν πολυεθνικῶν λέξεων do και faire, ποὺ ἔχουν εἰσαχθεῖ στὴν Ἑλληνικὴ μέσα ἀπὸ ἄθλιες ὡς πρόχειρες κακοπληρωμένες μεταφράσεις, ἀπὸ ξενικὲς μιμήσεις καὶ πονηρὲς διαφημίσεις». («Δημόσιος διάλογος γιὰ τὴν γλῶσσα», συλλογικὸς τόμος, ἔκδ. ΔΟΜΟΣ, σελ. 27).
Καὶ ἂς προσέξουμε, αὐτὸ τὸ «θαυματουργὸ» ρῆμα «κάνω», δὲν καταργεῖ μόνο τὰ ἐντὸς παρενθέσεως ρήματα τῶν ἀνωτέρων παραδειγμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα τῶν ὁποίων παράγωγο εἶναι τὸ ἀντικείμενο.
Ἔτσι μὲ τὰ «κάνω ἄμυνα», «κάνω διαπραγματεύσεις», «κάνω προσφυγὴ» κλπ, δὲν καταργοῦνται μόνο τὰ ρήματα, προβάλλω, διεξάγω, ἀσκῶ ἀλλὰ καὶ τὸ ἀμύνομαι, διαπραγματεύομαι, προσφεύγω.
Ἂν νομίζουν κάποιοι, ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καὶ… ὑπερβολικά, τοὺς παραπέμπω στὸν Ὄργουελ, στὴν περιγραφὴ τῆς μελλοντικῆς γλώσσας τῆς «Νέας Ὁμιλίας», ἀπὸ τὸ 1948 ἀκόμη (Ἄλλαξε τὴν σειρὰ τῶν ἀριθμῶν 4 καὶ 8 καὶ ὀνόμασε τὸ ἔργο του «1984»).
«Στὸν αὐτοματισμὸ καὶ τὴν ἀχρήστευση τῆς σκέψης, βοηθοῦσε καὶ τὸ γεγονός, ὅτι ὑπῆρχε πολὺ μικρὴ ἐκλογὴ στὶς λέξεις. Τὸ λεξιλόγιο της “Νέας Ὁμιλίας” σὲ σύγκριση μὲ τὸ δικό μας, ἦταν πολὺ μικρό, καὶ ἀναζητοῦσαν διαρκῶς καινούργιους τρόπους νὰ τὸ λιγοστεύσουν πιὸ πολύ. Ἡ “Νέα Ὁμιλία” διέφερε πραγματικὰ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες γλῶσσες σὲ τοῦτο: Κάθε χρόνο γινόταν πιὸ φτωχὴ ἀντὶ νὰ ἐμπλουτίζεται. Κάθε ἀφαίρεση ποὺ τῆς ἔκαναν, ἦταν κέρδος, γιατί ὅσο λιγότερη εὐχέρεια ἔχει κανεὶς νὰ διαλέγει ἀνάμεσα σὲ λέξεις , τόσο μικρότερος εἶναι ὁ πειρασμὸς νὰ σκεφθεῖ. Ἔλπιζαν νὰ δημιουργήσουν τελικὰ μία ὁμιλία ποὺ θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ λαρύγγι χωρὶς καμμιὰ συμμετοχὴ τοῦ ἐγκεφάλου». (μεταφρ. Ν. Μπάρτης, ἔκδ. Κάκτος, 1978, σελ. 305-6).
Παρένθεση. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα «Νέας Ὁμιλίας» καὶ ὁλικῆς …ἀποσύνδεσης ἐγκεφάλου καὶ λαρυγγιοῦ εἶναι ὁ ὑβριστικὸς νεολογισμὸς «ἐθνίκια». Ἔτσι ἀποκάλεσε ὁ κ. Καρανίκας τὰ ἑκατομμύρια τῶν Ἑλλήνων, ποὺ προσῆλθαν, δημοκρατικῶς καὶ εὐπρεπῶς, στὰ συλλαλητήρια γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦν κατὰ τῆς προδοσίας τοῦ ὀνόματος τῆς Μακεδονίας. (Καὶ προσοχή! Οὔτε παραίτηση, ἀλλὰ καὶ οὐδεὶς τὸν ἔλεγξε γιὰ τὴν κακοήθειά του. Ἄρα ἐπικρότηση). Βεβαίως, ἂν ὅσοι ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα εἴμαστε «ἐθνίκια», ὅπως, κατὰ τὴν… λαρυγγικὴ σκέψη του μᾶς ὀνομάζει ὁ κ. σύμβουλος, ἐθνίκια εἶναι καὶ ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Παῦλος Μελᾶς ἢ ὁ Γρηγόριος Αὐξεντίου. Ὁπότε οὐδόλως μᾶς ἐνοχλεῖ. Τιμή μας καὶ καμάρι μας.
Οἱ Ἕλληνες, σήμερα, διαιροῦνται σὲ δύο κατηγορίες: Τὰ “ἐθνίκια” καὶ τὰ… “καθίκια”. Τὸ καθίκι, ἐκτὸς ἀπὸ «δοχεῖο νυκτός», σημαίνει μεταφορικῶς καὶ «ἄνθρωπος ἀχρεῖος, φαῦλος καὶ ἐλεεινός»! Προτιμῶ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια.
Τέλος πάντως ζητῶ συγγνώμη ποὺ «ἔριξα» τὸ ἐπίπεδο τοῦ ἄρθρου μου, ὄχι μὲ τὰ καθίκια, ἀλλὰ μὲ τὸν Καρανίκα, ὅμως, ἀκόμη «καπνίζουν τὰ μάτια μου» (Μακρυγιάννης) ἀπὸ ὀργή, ὅταν θυμᾶμαι τὶς προδοσίες καὶ τὶς φαυλότητες ποὺ τὶς συνόδεψαν.
Νὰ σημειώσω κάτι καὶ ἐν ὄψει τῆς νέας σχολικῆς χρονιᾶς. Ἡ ἠλεκτρονικὴ ἐξάρτηση, τὰ κινητὰ καὶ ἡ κάκιστη σχολικὴ γλωσσικὴ ἐκπαίδευση, μᾶς ὁδήγησαν στὴν …ἀλεξία τῶν παιδιῶν.
Καὶ ὅταν δὲν ἔχεις τὶς λέξεις, τὰ ρήματα γιὰ νὰ σκεφτεῖς καὶ νὰ συνεννοηθεῖς, τότε ἀγριεύεις καὶ πολλὲς φορὲς ἀναλαμβάνουν τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω ἄκρα νὰ λύσουν τὶς διαφορές.
«Πάρε τὶς λέξεις μου, δῶσ’ μου τὸ χέρι σου», λέει ὑπέροχα ὁ Ἀν. Ἐμπειρίκος. Ἢ ὅπως ὡραῖα τὸ ἱστοροῦν καὶ τὰ ὄμορφα τραγούδια τοῦ λαοῦ μας:
«Λόγος στυλώνει τὴν ψυχὴ
καὶ λόγος τὴν γκρεμίζει».