«Καραγκιόζηδες», ποὺ ἐξευτελίζουν καί… τὸν Καραγκιόζη
Ὑπενθυμίζω ἕνα παλαιό μου ἄρθρο [Σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: 18.4.2008 μὲ τίτλο «ἡ Κοκκινοσκουφίτσα, ὁ Καραγκιόζης καὶ ὁ… Μέγας Ἀλέξανδρος», ἐπίσης: ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ…ΤΑΦΟΥ ΚΑΙ Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ (Δ. Νατσιός)] γιὰ τὶς ἀθλιότητες τοῦ ὑπουργείου κακοπαιδείας. Ἀντὶ ὁ κυρ-Φίλης νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἀνοησίες τῶν βιβλίων, μελετᾶ τὴν κατάργηση τῆς προσευχῆς ἢ τῶν παρελάσεων. Στὴν περίπτωσή του ἰσχύει ὁ θυμόσοφος λόγος «ὅσο ψηλότερα πηδάει ἡ μαϊμού, τόσο περισσότερο φαίνεται ὁ κῶλος της».
Ποιός θὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν διαρκῆ πρόκληση, τὶς ἐντὸς τῶν τειχῶν ὕπουλες προσβολές; Ποιός θὰ ξεσκεπάσει τοὺς «κρυφοδαγκανιάρηδες», ποὺ μαγαρίζουν τὴν Παιδεία μας μὲ τὰ ἀποφάγια τῆς Νέας Τάξης; Ποιός θὰ ἀκούσει τὴν κραυγὴ ἀπελπισίας τῶν δασκάλων, ποὺ βιώνουν μὲ τρόμο τὴν πνευματικὴ γενοκτονία ποὺ συντελεῖται στὰ σχολεῖα; Πότε θὰ βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, νὰ συνοδέψει τὴν ἀνθελληνικὴ ὑστερία, στὴν τελευταία της κατοικία, καταπῶς θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Γκάτσος; Γιατί ντροπιάζουν τὸν Ἕλληνα δάσκαλο;
Μπαίνω, μετὰ τὴν προσευχὴ στὴν αὐλή, μὲς στὴν τάξη. Τὸ πρῶτο δίωρο «Γλῶσσα». Ἀπέναντί μου, δίπλα μου, παιδιὰ τῆς ἕκτης δημοτικοῦ. Ἡ ἐρώτηση κοινότοπη μέν, ἀλλὰ συμμαζεύει τὶς σκέψεις παιδιῶν καὶ δασκάλου: «Ποῦ εἴμαστε παιδιά;» «Στὸ τετράδιο ἐργασιῶν, σελίδα 39, κύριε» (β´ τεῦχος). Πρὶν ἀνοίξουμε τὰ βιβλία Γλώσσας-περιοδικὰ ποικίλης ὕλης, πετάγεται ἕνας μαθητής μου. «Εἴδατε, κύριε, τὶς εἰκόνες. Ἔβαλαν τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, μαζὶ μὲ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα καὶ τὸν Καραγκιόζη». Γνώριζα τὴν ἀθλιότητα, ἀλλὰ τὴν εἶχα ξεχάσει. Παρακολουθῶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν. Γελοῦν, εἰρωνεύονται, διαμαρτύρονται καὶ στὸ τέλος ἀγανακτοῦν. Δὲν ἐκμαιεύω σχόλιά τους, αὐθόρμητα, ἀπὸ καρδίας, λένε τὰ Ἑλληνάκιά μου: «Δὲν ντρέπονται, τί δουλειὰ ἔχει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, μὲ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα»; «Καραγκιόζη λέμε τὸν ἀνόητο, ὅταν θέλουμε νὰ κοροϊδέψουμε κάποιον, ποῦ κολλᾶ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος»; Διαβάζουμε τὴν ἄσκηση. (Ἂν καὶ εἶμαι «ἔξω φρονῶν» –ἔξω φρενῶν– ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης, αὐτολογοκρίνομαι πρὸς τὸ παρόν, ἂς μιλήσουν οἱ μαθητές).
Προτείνει, λοιπόν, ἡ ἄσκηση: «Ἕνας σεναριογράφος στέρεψε ἀπὸ ἰδέες καὶ ζητάει τὴ βοήθειά σας! Ἔχει βρεῖ ποιοὶ ἥρωες θὰ πρωταγωνιστήσουν στὴν φανταστικὴ περιπέτεια ποὺ θέλει νὰ γράψει καὶ χρειάζεται τὴ δική σας ἔμπνευση γιὰ νὰ ξεκινήσει τὴν ἱστορία».Ἀφοῦ παραθέτει τοὺς «ἥρωες», γράφει τὸ σχολικὸ βιβλίο: «Γράψτε τώρα τὴν ἱστορία καὶ τὴν περιπέτεια αὐτῆς τῆς παράξενης συντροφιᾶς, ἀφοῦ παρουσιάσετε τὸν καθέναν ἀπὸ τοὺς ἥρωες». Τελειώνει ἡ ἀνάγνωση τῆς ἄσκησης καὶ κάτω ἀπὸ τὴν «ἡρωικὴ» σύνθεση, χάσκει ὁ χῶρος ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ γράψουν τὴν δική τους «ἔμπνευση». Κατόπιν διαλόγου μὲ τὰ παιδιὰ κὰ ἀνάλυσης τῆς ρυπαρογραφίας τοῦ στερημένου ἀπὸ ἰδέες σεναριογράφου – συγγραφέα τοῦ βιβλίου, καταλήξαμε ὁμοφώνως καὶ γράψαμε τὴν ἑξῆς «φανταστικὴ» (κυριολεκτικὰ) ἀπάντηση: «Εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ ὑποτιμητικὸ γιὰ τὴν ἱστορία μας καὶ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, νὰ τὸν βάζουν δίπλα καὶ νὰ τὸν συγκρίνουν μὲ πρωταγωνιστὲς παραμυθιῶν ἢ μὲ τὸν Καραγκιόζη». Ὅλα τὰ ἔγραψαν καὶ τὰ σκέφτηκαν οἱ μαθητές. Κάποια παιδιὰ μίλησαν γιὰ προδότες, ἄλλο παιδὶ ρώτησε, τὸ «γιατί ἐπιτρέπει τὸ ὑπουργεῖο νὰ περνοῦν στὰ βιβλία τέτοιες χαζομάρες», ἡ πιὸ δύσκολη ἐρώτηση ἦταν «γιατί τὸ κάνουν αὐτό, ἀφοῦ καὶ σ᾽ ἐμᾶς τὰ παιδιὰ μᾶς φαίνεται γελοῖο». (Τί δράμα, τί ντροπὴ εἶναι αὐτή. Νὰ ἀπολογούμαστε οἱ δάσκαλοι γιὰ τὶς ἀθλιότητες ποὺ πέρασε στὰ βιβλία ἡ νεοταξικὴ λέρα). Ἔχω πάνω στὴν ἕδρα μου συνεχῶς τὸ «Εὐαγγέλιο» καὶ τὸν «Μακρυγιάννη». «Ὅταν θολώνει ὁ νοῦς, ὅταν μὲ βρίσκει τὸ κακὸ» (Ἐλύτης), μνημονεύω τὸν στρατηγὸ ἢ διαβάζω τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Παρηγοριὰ καὶ καταφύγιο. Τὴν ρήση τοῦ Πατροκοσμὰ «ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται», ἔτσι τὴν κατανοῶ. Τούτη ἡ χώρα ἀναστήθηκε χάρις στὸ αἷμα τῶν ἡρώων, εἶναι μία πατρίδα «ποὺ θράφηκε καὶ θρέφεται μὲ τὴν ἀμβροσία καὶ μὲ τὸ πρόσφορο, καὶ ποὺ ἤπιε καὶ πίνει τὸ νέκταρ καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο τῆς Ὀρθοδοξίας». (Κόντογλου, «Εὐλογημένο καταφύγιο», σελ. 145). Ἀνοίγω τὰ «Ἀπομνημονεύματα», διαβάζω καὶ ἀγαλλιῶ: «Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, οἱ γοναῖγοι ὅλης τῆς ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ Πλάτων… καὶ οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κοπίαζαν, βασανίζονταν νύχτα καὶ ἡμέρα μ’ ἀρετή, μὲ ᾽λικρίνειαν… Αὐτεῖνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινά, τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φῶτα παντοτινά… Ἕντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή, τοὺς γύμνωναν ἀπὸ τὴν κακὴν διαγωγή…». Διάβασα στὰ παιδιά μου ὅλο τὸ ἀπόσπασμα. Τελείωσα μὲ τὴ φράση, «τέτοι’ ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μᾶς δίνουν», τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ στρατηγὸς γιὰ τοὺς «Εὐρωπαίγους». Λέω στοὺς μαθητές: Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ οἱ ἐπίλοιποι γοναῖγοι μας, φώτισαν μὲ τὴν ἀρετὴ τοὺς ὅλον τὸν κόσμο. Σήμερα ὑπάρχουν κάποια πνευματικὰ ἀπολειφάδια, τὸ νεοταξικὸ κηφηναριό, ποὺ οἱ «ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας» τοὺς ἔβαλαν δασκάλους καὶ παιδαγωγοὺς τῆς νεότητας. Γι’ αὐτὸ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος μὲ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα. Ἐξηγῶ τοῦ μαθητῆ, ποὺ μὲ ρώτησε, τὸ ἀμείλικτο «γιατί». Γιατί θέλουν νὰ «χάσωμεν καὶ τὴν πατρίδα μας καὶ τὴν θρησκείαν μας», χωρὶς αὐτὰ τὰ δύο πολυτίμητα τζιβαϊρικά, καταντοῦμε κοιλιές, σάρκες ποὺ θὰ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὴν τηλεόραση καὶ τὸ ψυγεῖο. Θὰ βλέπουμε τί θὰ φᾶμε καὶ θὰ τρῶμε ὅ,τι βλέπουμε. Ἀνοίγω τὸ Εὐαγγέλιο, στὴν πρὸς Τιμόθεον Α´ ἐπιστολή. Διαβάζω: «…παραδιατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀποστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν, ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων». Δηλαδή, πρόσεχε ἀπὸ τὶς παράλογες καὶ μάταιες ἀσχολίες ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν διεφθαρμένο καὶ χαλασμένο τὸ νοῦ τους καὶ ἔχουν στερηθεῖ τελείως τὴν ἀλήθεια. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἡ εὐσέβεια εἶναι πηγὴ αἰσχρῆς ἐκμετάλλευσης καὶ ὑλικοῦ πλουτισμοῦ. Μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους (στ. 5).
Στὸ α´ τεῦχος τῶν δῆθεν βιβλίων γλώσσας, αὐτοὶ οἱ «χαλασμένοι» ἄνθρωποι, μᾶς βάζουν νὰ διδάξουμε «συνταγὲς μαγειρικῆς», στὸ β´ τεῦχος «ὁδηγίες χρήσης, καφετιέρας», στὸ γ´ τεῦχος «Μέγα Ἀλέξανδρο καὶ Κοκκινοσκουφίτσα», σ’ ὅλα τὰ βιβλία ὁ μολυσμός, ἡ βρωμιά, νὰ χάσουν τὰ παιδιά μας τὸ σέβας στὴ γλώσσα, στὴν πίστη, στὴν ἱστορία, στὴν πατρίδα μας, νὰ βυθιστοῦν «εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν». Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ σχολικὰ βιβλία, σὲ βιβλία, ποὺ οἱ «ἐξωραϊστὲς τοῦ τίποτα», μᾶς τὰ πλασάρουν (γιατί περὶ πλασιὲ πρόκειται) γιὰ βιβλία γλώσσας τοῦ δημοτικοῦ. Ἔλεγε ἕνας παλιὸς δάσκαλος, «βιβλίο θὰ πεῖ κυκλοφορία σκέψεως μέσα σ’ ἕνα λαό, θὰ πεῖ αἱματοφόρο ἀγγεῖο ποὺ διοχετεύει τὴν πνευματικὴν τροφήν, ποὺ πάει νὰ ζωογονήσει καὶ τὸ τελευταῖο κύτταρο τοῦ ὀργανισμοῦ καὶ νὰ τὸ ἐμποδίσει νὰ πέσει στὸν ὕπνο τὸν πνευματικό». (Α. Δελμοῦζος, «Μελέτες καὶ πάρεργα», σελ. 26). Οἱ μαθητὲς ἐντόπισαν καὶ στηλίτευσαν τὸν ἀνθελληνικὸ λεκὲ καὶ τοὺς λακέδες ποὺ τὸν διακινοῦν. Ἀπομένει στοὺς γονεῖς νὰ κατανοήσουν ὅτι «τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζὶ» καὶ ὄχι μόνο οἱ ἀκροβολισμένοι σὲ ζωτικοὺς ἁρμοὺς τῆς Ἐκπαίδευσης, Γραικύλοι τῆς σήμερον.
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία