Κατά τοκιζόντων, Γρηγόριος Νύσσης
Ἡ κοινωνικὴ ἐκμετάλλευση αἰτία τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας τῶν πολλῶν.
Ἀνώφελο νὰ δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς μὲ τὴν ἐκμετάλλευση καὶ ν’ ἀνακουφίζεις ἕνα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἀργὸς καὶ πλεονεκτικὸς βίος ὁ τοῦ τοκίζοντος. Οὐκ οἶδε πόνον γεωργίας, οὐκ ἐπίνοιαν ἐμπορίας· ἐφ’ ἑνὸς δὲ τόπου κάθηται, τρέφων ἐπὶ τῆς ἑστίας θηρία. Ἄσπαρτα αὐτῷ βούλεται τὰ πάντα καὶ ἀνήροτα φύεσθαι· ἄροτρον ἔχει τὸν κάλαμον· χώραν, τὸν χάρτην· σπέρμα, τὸ μέλαν· ὑετόν, χρόνον, αὐξάνοντα αὐτῷ λανθανόντως τὴν τῶν χρημάτων ἐπικαρπίαν. Δρέπανόν ἐστιν αὐτῷ ἡ ἀπαίτησις· ἅλων, ἡ οἰκία, ἐφ’ ἧς λεπτύνει τὰς τῶν θλιβομένων οὐσίας. Τὰ πάντα ἴδια βλέπει. Εὔχεται τοῖς ἀνθρώποις ἀνάγκας καὶ συμφοράς, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἠναγκασμένως ἀπέλθωσι. Μισεῖ τοὺς ἑαυτοῖς ἀρκοῦντας, καὶ τοὺς μὴ δεδανεισμένους ἐχθροὺς ἡγεῖται. Προσεδρεύει τοῖς δικαστηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖ στηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖς ἀπαιτηταῖς, καὶ τοῖς πράκτορσιν ἀκολουθεῖ, ὡς ταῖς παρατάξεσι καὶ τοῖς πολέμοις οἱ γῦπες. Περιφέρει τὸ βαλάντιον, καὶ δείκνυσι τοῖς πνιγομένοις τῆς θήρας δέλεαρ, ἵν’ ἐκείνῳ διὰ τὴν χρείαν περιχήναντες, συγκαταπίωσι τοῦ τόκου τὸ ἄγκιστρον. Καθ’ ἡμέραν ἀριθμεῖ τὸ κέρδος, καὶ τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐμπίπλαται. Ἄχθεται πρὸς τὸν χρυσὸν τὸν ἐπὶ τῆς οἰκίας ἀποκείμενον, διότι κεῖται ἀργὸς καὶ ἄπρακτος...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς τοῦ χρεώστου τὰς πράξεις, τὰς ἐκδημίας, τὰ κινήματα, τὰς μεταβάσεις, τὰς ἐμπορίας· κἂν φήμη τις παραγένηται σκυθρωπή, ὅτι λησταῖς ὁ δεῖνα περιέπεσεν, ἢ ἔκ τινος περιστάσεως εἰς πενίαν αὐτῷ μετεβλήθη ἡ εὐπορία, κάθηται, τῷ χεῖρε συνδήσας, στένει συνεχῶς, ὑποδακρύει πολλά· ἀνελίττει τὸ χειρόγραφον, θρηνεῖ ἐν τοῖς γράμμασιν τὸν χρυσόν, προσκομίζων τὸ συμβόλαιον, ὡς ἱμάτιον υἱοῦ τελευτήσαντος· ἀπ’ ἐκείνου θερμότερον ἐγείρει τὸ πάθος. Ἂν δὲ καὶ ναυτικὸν ᾖ τὸ δάνεισμα, τοῖς αἰγιαλοῖς προσκάθηται, τὰς κινήσεις μεριμνᾶ τῶν ἀνέμων, συνεχῶς διερωτᾷ τοὺς καταίροντας, μή που ναυάγιον ἠκούσθη, μή που πλέοντες ἐκινδύνευσαν. Παχνοῦται τὴν ψυχὴν ἐκ τῶν λειψάνων τῆς καθημερινῆς φροντίδος. Πρός δη τὸν τοιοῦτον λεκτέον. Παῦσαι, ἄνθρωπε, μερίμνης ἐπικινδύνου. Ἀνάπαυσαι ἀπὸ ἐλπίδος τηκούσης· μὴ τόκους ζητῶν σαυτῷ τὸ κεφάλαιον διαφθείρῃς. Παρὰ πένητος ζητεῖς προσόδους και προσθήκας πλούτου, παραπλήσιον ποιῶν ὡς εἴ τις ἀπὸ χώρας αὐχμῷ θερμοτάτῳ ξηρανθείσης λαβεῖν θελήσειε σίτου θημωνίας, ἢ πλῆθος βοτρύων ἐξ ἀμπέλου μετὰ νέφος χαλαζηφόρον ἢ τέκνων τόκον ἀπὸ στείρας γαστρός, ἢ γάλακτος τροφὴν ἐξ ἀτόκων γυναικῶν...
Πῶς οὖν προσεύξῃ, ὁ τοκογλύφος; Μετὰ ποίου συνειδότος αἴτημα ἀγαθὸν ζητήσεις παρὰ Θεοῦ, ὁ πάντα λαμβάνων, καὶ μὴ μαθὼν διδόναι; Ἢ οὐκ οἶδας, ὅτι ἡ προσευχή σου ὑπόμνησις μισανθρωπίας ἐστίν; Τί συνεχώρησας, καὶ συγγνώμην αἰτεῖς; Τίνα ἠλέησας καὶ καλεῖς τὸν ἐλεήμονα; Ἂν δὲ καὶ δῷς ἐλεημοσύνην, μισανθρώπου φορολογίας, οὐκ ἀπὸ συμφορῶν ἀλλοτρίων δακρύων γέμοντα καὶ στεναγμῶν; Εἰ ἐγνώριζεν ὁ πένης πόθεν ὀρέγεις τὴν ἐλεημοσύνην, οὐκ ἂν ἐδέξατο, ὡς ἀδελφικῶν σαρκῶν γεύεσθαι μέλλων, καὶ αἵματος τῶν οἰκείων· εἶπε δ’ ἂν πρὸς σὲ λόγον γέμοντα σώφρονος παρρησίας· Μή με θρέψῃς, ἄνθρωπε, ἀπὸ δακρύων ἀδελφικῶν. Μὴ δῷς ἄρτον πένητι, γενόμενον ἀπὸ στεναγμῶν τῶν συμπτώχων. Ἀνάλυσον πρὸς τὸν ὁμόφυλον ὃ κακῶς ἀπήτησας, κἀγὼ ὁμολογήσω τὴν χάριν. Τί ὠφελεῖς, πολλοὺς πτωχοὺς ποιῶν, καὶ ἕνα παραμυθούμενος; Εἰ μὴ πλῆθος ἦν τοκιστῶν, οὐκ ἂν ἦν τὸ πλῆθος τῶν πενομένων. Λῦσον σου τὴν φατρίαν, καὶ πάντες ἕξομεν τὴν αὐτάρκειαν...». (Ε.Π.Μ. 46, 437-445).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἀργόσχολη καὶ πλεονεκτικὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ τοκιστῆ. Δὲ γνωρίζει αὐτὸς τοὺς κόπους τῆς γεωργίας οὔτε τὴν ἐφευρετικότητα τοῦ ἐμπορίου. Ἀντίθετα (ἀπ’ ὅ,τι συμβαίνει μὲ ὅσους ἀσκοῦν παραγωγικὰ ἐπαγγέλματα), ὁ τοκιστὴς κάθεται στὸν ἴδιο πάντοτε τόπο, μέσα στὸ σπίτι του μεγαλώνει τὰ θρεφτάρια τῆς κερδοσκοπίας. Ἄσπαρτα κι ἀκαλλιέργητα θέλει τὰ πάντα γι’ αὐτὸν νὰ φυτρώνουν. Γι’ ἀλέτρι ἔχει τὴν πέννα· γιὰ χωράφι, τὸ χαρτί· γιὰ σπόρο, τὸ μελάνι· γιὰ βροχή, τὸ χρόνο ποὺ τοῦ πολλαπλασιάζει ἀθόρυβα τοὺς τόκους τῶν χρημάτων. Δρεπάνι του εἶναι ἡ δικαστικὴ ἀπαίτηση τοῦ χρέους, ἁλώνι, τὸ σπίτι του, ὅπου λιανίζει τὶς περιουσίες τῶν ἀναγκεμένων ἀνθρώπων. Ὁλωνῶν τ’ ἀγαθὰ τὰ βλέπει δικά του. Εὔχεται στοὺς ἀνθρώπους ἀνάγκες καὶ συμφορές, γιὰ νὰ τρέξουν ὑποχρεωτικὰ νὰ δανειστοῦν ἀπ’ αὐτόν. Μισεῖ τοὺς αὐτάρκεις καὶ ὅσους δὲν ἔχουν δανειστεῖ ἀπ’ αὐτόν, τοὺς θεωρεῖ ἐχθρούς του. Συχνάζει στὰ δικαστήρια γιὰ ν’ ἀνακαλύψει κάποιον ποὺ τὸν πιέζουν οἱ δανειστὲς καὶ τοὺς φοροεισπράκτορες ἀκολουθεῖ, ὅπως τὰ κοράκια τοὺς στρατοὺς ποὺ διεξάγουν πόλεμο (γιὰ νὰ τρῶνε τοὺς σκοτωμένους). Κουβαλάει παντοῦ τὸ κομπόδεμα, καὶ σὰν δόλωμα τὸ δείχνει σ’ἐκείνους ποὺ τοὺς πνίγει ἡ ἀνάγκη, ὥστε, ἀνοίγοντας γι’ αὐτὸ τὸ στόμα, νὰ καταπιοῦν μαζὶ μ’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ τόκου. Καθημερινὰ μετράει τὰ κέρδη, μὰ ἡ δίψα του γιὰ χρῆμα δὲ σβήνει. Στεναχωριέται γιὰ τὸ χρυσάφι ποὺ ἔχει φυλαγμένο στὸ σπίτι, ἐπειδὴ μένει ἀχρησιμοποίητο κι ἀνεκμετάλλευτο...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς ὅλες τὶς πράξεις τοῦ ὀφειλέτη, τὰ ταξίδια του, τὶς χειρονομίες του, τὶς ἐπισκέψεις του, τὶς ἐμπορικὲς συναλλαγές του. Κι ἂν καμιὰ δυσάρεστη εἴδηση φτάσει, ὅτι δηλ. ὁ τάδε ἔπεσε στοὺς ληστές, ἢ ὅτι φτώχεψε ξαφνικὰ ἀπὸ κάποια ἀτυχία, κάθεται μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, ἀναστενάζει ἀδιάκοπα, χύνει κρυφὰ μαῦρο δάκρυ· ξετυλίγει τὸ χρεώγραφο, θρηνεῖ τὸ χρυσάφι ποὺ ἀντιπροσωπεύουν οἱ γραμμές του, προσκομίζει τὸ συμβόλαιο σὰ νὰ ἦταν ἔνδυμα πεθαμένου παιδιοῦ του· μάλιστα κι ἀπὸ ’κεῖνο, περισσότερη θλίψη τοῦ προκαλεῖ. Ἂν μάλιστα συμβεῖ νὰ ἔχει δανείσει ναυτικούς, κάθεται διαρκῶς κοντὰ στοὺς γιαλούς, μελετάει τὶς κινήσεις τῶν ἀνέμων, ρωτάει ἐπίμονα ὅσους καταπλέουν, μήπως ἀκούστηκε κανένα ναυάγιο, μήπως κινδύνεψαν πουθενὰ ναυτικοί; Λιώνει ἡ ψυχή του κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν καθημερινῶν φροντίδων. Σ’ ἕνα τέτοιον ἀξίζει βέβαια νὰ εἰπωθεῖ: σταμάτα, ἄνθρωπέ μου, τὶς ἐπικίνδυνες αὐτὲς φροντίδες· λυτρώσου ἀπὸ τὴν ἐξουθενωτικὴ προσδοκία τοῦ κέρδους· πρόσεξε μήπως κυνηγώντας τόκους, δαπανήσεις τὸ πολύτιμο κεφάλαιο ποὺ εἶναι ὁ εαυτός σου. Ζητεῖς εἰσοδήματα καὶ πρόσθετα πλούτη ἀπ’ τὸ φτωχό,κάνοντας κάτι ἀνάλογο μ’ αὐτὸν ποὺ θἄθελε νὰ πάρει θημωνιὲς σιτάρι ἀπὸ χωράφι ποὺ τὸ ξέρανε ὁ λίβας, ἢ ἄφθονα σταφύλια ἀπὸ ἀμπέλι ἀπ’τὸ ὁποῖο πέρασε χαλαζοφόρο σύννεφο, ἢ παιδιὰ ἀπὸ στείρα κοιλιὰ ἢ θρεπτικὸ γάλα ἀπὸ γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουν γεννήσει...
Πῶς θὰ προσευχηθεῖς λοιπόν, τοκογλύφε; Μὲ τί συνείδηση θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια εὐεργεσία, σὺ ποὺ ἔμαθες ὅλο νὰ παίρνεις καὶ ποτὲ νὰ μὴ δίνεις; Ἢ μήπως σοῦ διαφεύγει ὅτι ἡ προσευχή σου ἀποτελεῖ ὑπόμνηση τῆς δικῆς σου ἀπανθρωπιᾶς; Ποιὰ συγχώρηση ἔδωσες καὶ ζητᾶς συγγνώμην; Ποιὸν ἐλέησες κι ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἐλεήμονα; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη προσφέρεις ἐλεημοσύνη, ὡς προϊὸν ἀπάνθρωπης ἐκμετάλλευσης δὲν θὰ εἶναι καρπὸς τῶν συμφορῶν τῶν ἄλλων, γεμάτη δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ἂν γνώριζε ὁ φτωχὸς ἀπὸ ποῦ προσφέρεις τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν θὰ τὴ δεχόταν, γιατὶ θὰ αἰσθανόταν σὰ νὰ ἔμελλε νὰ γευτεῖ σάρκες ἀδελφικὲς καὶ αἷμα συγγενῶν του. Θὰ σοῦ πετοῦσε δὲ κατάμουτρα τοῦτα τὰ λόγια τὰ γεμάτα θάρρος καὶ φρονιμάδα: Μὴ μὲ θρέψεις, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν μου. Μὴ δώσεις στὸ φτωχὸ ψωμὶ βγαλμένο ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἄλλων φτωχῶν. Μοίρασε στοὺς συνανθρώπους σου ὅσα μὲ ἀδικίες μάζεψες καὶ τότε θὰ παραδεχτῶ τὴν εὐεργεσία σου. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν ημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς (μὲ τὴν ἐκμετάλλευση) κι ἀνακουφίζεις ἕνα (μὲ τὴν ἐλεημοσύνη); Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκογλύφων (τῶν ἐκμεταλλευτῶν γενικά), δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ στρατιὰ τῶν πεινασμένων. Ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀργανωμένα οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὅλοι θ’ ἀποκτήσουμε τὴν οἰκονομική μας αὐτάρκεια.
"Οἶδα πολλούς νυστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πᾶσαν τήν ἀδάπανον εὐλάβειαν, ἐπιδεικνυμένους, ὀβολόν δέ ἕνα μή προϊεμένους τοῖς θλιβομένοις. Τί ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς; Οὐ παραδέχεται αὐτούς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν."
Μέγας Βασίλειος (PG 95, 1489C)