Καταστροφή τού Γαλαξειδίου (23 Σεπτεμβρίου 1821)
Στά μέσα Αυγούστου τού 1821, ο ναύαρχος Καρά Αλή έβγαλε τόν στόλο του από τά Στενά κι έπλευσε στή Ρόδο, όπου βρισκόταν ο Αιγύπτιος Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Στή συνέχεια ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατευθύνθηκε πρός τήν Πελοπόννησο μέ σκοπό νά ανεφοδιάσει τά πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια καί νά βοηθήσει στις επιχειρήσεις ξηράς τούς Τούρκους. Όλες τίς πληροφορίες γιά τίς κινήσεις τών επαναστατών οι Τούρκοι τίς έπαιρναν από τόν αρμοστή τών Ιονίων νήσων Τόμας Μέτλαντ, μέσω αγγλικών πολεμικών πού έστελνε στό Αιγαίο πέλαγος.
Οι μουσουλμάνοι εφοδίασαν τά κάστρα τής Κορώνης καί τής Μεθώνης, απέτυχαν όμως σέ μια απόπειρα αποβάσεως στήν Καλαμάτα όταν τούς αντιμετώπισε μέ επιτυχία ο τακτικός στρατός πού είχε δημιουργήσει ο Δημήτριος Υψηλάντης. Μόλις είδαν τούς στρατιώτες μέ τίς ομοιόμορφες στολές νά υπακούουν πειθαρχημένα στά παραγγέλματα τού Κορσικανού αξιωματικού Βαλέστ, οι γενίτσαροι έτρεξαν πίσω στίς βάρκες από τίς οποίες μόλις είχαν αποβιβασθεί.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης επρομηθεύθη ιδία δαπάνη διά τών ομογενών τής Τεργέστης τά περί μικρού τακτικού σώματος αναγκαιούντα, οίον όπλα, λογχοφόρα, αποσκευήν, πολεμοφόδια καί διά 300 άνδρας ενδύματα, υπόδυσιν καί τροφάς. Κατά προηγούμενην συνεννόησιν συνήντησας εκεί τόν εν τώ στρατώ τού Ναπολέοντος χρηματίσαντα ταγματάρχην Παλέσσαν (Joseph Balestra) μετά τινων άλλων ομογενών καί φιλελλήνων, επιθυμούντων ν' αγωνισθώσιν εν τή επαναστατημένη Ελλάδι.
Ο δέ Παλέσσας (Βάλεστ), άμα τή αφίξει, περί τά τέλη Ιουνίου 1821 εις Καλάμας, ήρχισεν ως παρηγγέλθη υπό τού Υψηλάντου, νά διοργανίζη τακτικόν σώμα, κατατάττων εθελοντάς, ενδύων αυτούς μέ ιματίδιον τζόχινον, πανταλόνιον πάνινον καί πίλον, εν είδει σκούφιας, μετά εθνοσήμου τριχρώου καί οπλίζων μέ λογχοφόρον τουφέκιον καί τήν αναγκαίαν αποσκευήν, απάντων εκ μελανού χρώματος, επομένως διά τών μετ' αυτού ελθόντων φιλελλήνων εξήσκει αυτούς εις τά γαλλικά πεζικά γυμνάσια.
Ότε δέ κατά τήν 23η τού προσεχούς Αυγούστου παρέπλεε τά παράλια τής Μεσσηνίας ο οθωμανικός στόλος, απειλών ν' αποβιβάση στρατόν εις Καλάμας πρός βοήθειαν τών εν Τριπόλει αποκλεισθέντων Τούρκων, οι δέ εκεί πολίται ολίγοι όντες κατετρόμαξαν, τό αρτίως οργανωθέν τακτικόν σώμα, συγκείμενον εκ 300 ανδρών, ετάχθη παρά τού συνταγματάρχου Παλέσσα εις τήν παραλίαν εφ' ενός ζυγού, έτοιμον ν' αντικρούση πάσαν απόπειραν αποβιβάσεως τού τουρκικού στόλου.
Οι εν τοίς πλοίοις γενίτσαροι, ίδοντες παρατεταγμένον τακτικό στράτευμα, ηχούντων τών σαλπίγκων καί τυμπάνων αυτού καί αγνοούντες τά διατρέχοντα, ήτοι οποίος στρατός ήτο ούτος, κατελήφθησαν υπό φόβου, μή θέλοντες νά αποβώσιν, ως εκ τούτο ο εχθρικός στόλος διήλθεν εκείθεν εν απραξία. Η μικρά αύτη πράξις τού τακτικού σώματος επροξένησε χαράν καί προθυμίαν εις τούς άνδρας αυτού, συνέτεινε δέ πολύ καί εις τήν υπόληψιν αυτών παρά τοίς πολίταις, κατατασσόμενοις εις αυτό, όπερ καί εκάλουν σώμα τών Μαυροφόρων, ένεκα τής μελανής ενδυμασίας του.
Χρίστος Βυζάντιος - Τακτικός Στρατός, 1874
Στόν Μεσσηνιακό Κόλπο καί ειδικότερα στόν όρμο τών Κιτριών, τά τουρκικά πολεμικά συνάντησαν δύο σπετσιώτικα καράβια, τού Γκίκα Μπόταση και τού Αναστάσιου Ανδρούτσου. Τά δύο αυτά πλοία είχαν παραμείνει στά νερά εκείνα γιά νά ενισχύσουν τήν πολιορκία τού Νεοκάστρου. Επιχείρησαν οι Τούρκοι νά τά καταλάβουν, αλλά οι Σπετσιώτες αμύνθηκαν σκληρά, μεταφέροντας τά πυροβόλα τους στήν ακτή. Τούτο ανάγκασε τόν Τούρκο στόλαρχο νά αποσυρθεί καί νά πλεύσει στή Ζάκυνθο, όπου μετά από λίγο ενώθηκε μέ μία ναυτική μοίρα από τό Αλγέρι. Η αδράνεια τού ελληνικού στόλου καί οι πληροφορίες από τίς αγγλικές φρεγάτες επέτρεψαν στόν Καρά Αλή νά διαπλεύσει ανενόχλητος τά ελληνικά νερά.
Στίς 7 Σεπτεμβρίου 1821, ο καπετάν μπέης Καρά Αλής μέ τόν ενωμένο μουσουλμανικό στόλο αγκυροβόλησε στήν Πάτρα μέ τρία ντελίνια (de ligne), επτά φρεγάτες, καί δεκάδες κορβέτες καί μπρίκια. Τήν επομένη αποβίβασε 2000 Αλβανούς οι οποίοι από κοινού μέ τούς Τούρκους τής Πάτρας επιτέθηκαν στό Σαραβάλι καί στή Μονή Ομπλού όπου βρίσκονταν τά στρατόπεδα τών Ελλήνων. Οι Πετμεζαίοι καί οι Κουμανιώτες άφησαν τίς θέσεις τους καί οι Έλληνες έπαθαν πανωλεθρία, ενώ λίγο έλλειψε νά πιαστεί αιχμάλωτος ο Σισίνης.
Στίς 17 Σεπτεμβρίου, οι μουσουλμάνοι ανεφοδίασαν τά φρούρια Ρίου καί Αντιρρίου καί έκαψαν τίς αφύλακτες πόλεις τής Βοστίτσας (Αίγιο) καί τής Βιτρινίτσας (Τολοφώνας). Μπροστά τους πλέον είχαν τό αφύλακτο Γαλαξείδι, τό οποίο οι Έλληνες δέν είχαν φροντίσει νά ενισχύσουν δεόντως, δεδομένου ότι ήταν η ισχυρότερη ναυτική βάση μετά από τά τρία νησιά τών Σπετσών, τής Ύδρας καί τών Ψαρών.
Οι Γαλαξειδιώτες πολέμησαν μέ γενναιότητα αλλά δέν είχαν καμμία ελπίδα χωρίς ενισχύσεις. Ούτε τά πλοία τους πρόλαβαν νά αρματώσουν ούτε οι 200 κλεφταρματωλοί τού Πανουργιά στάθηκαν νά πολεμήσουν. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τά σπίτια τους, ενώ τά πλοία τους έπεσαν στά χέρια τών Αλγερινών, τών Αιγυπτίων καί τών Τούρκων.
Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1821, τό Γαλαξείδι παραδόθηκε στίς φλόγες μαζί μέ τούς λίγους γέροντες πού δέν είχαν προλάβει νά τό εγκαταλείψουν. Όταν θά γύριζε ο Καρά Αλή στήν Κωνσταντινούπολη, θά κρεμούσε από τά κατάρτια τής ναυαρχίδας του τριάντα Γαλαξειδιώτες γιά νά γιορτάσει τήν καταστροφή αυτής τής πόλης μαζί μέ τόν σουλτάνο. Πρίν από τήν καταστροφή τού Γαλαξειδίου είχε γίνει αναγνώριση από τήν αγγλική φρεγάτα "Κάμπριαν" καί ήταν οι Άγγλοι ναυτικοί τής φρεγάτας εκείνοι πού οδήγησαν τούς Τούρκους στό Γαλαξείδι.
Πηγή: agiasofia.com