ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ
Ὁ ἥρως τῆς Κλείσοβας. Ἐγεννήθη τὸ 1801. Εἰς τὸ μέγα Σοῦλι. Παρέστη εἰς τὰς τελευταίας ἐνδόξους ἀναλαμπὰς τῆς ἰδιαιτέρας πατρίδος του. Ὅτσν ἐπολιορκεῖτο ἀπὸ τοὺς Σουλτανικοὺς ὁ Ἀλήπασσας, καὶ οἱ Σουλιῶται προσέφεραν τὰς ἀτιμήτους ἐκδουλεύσεις των πότε εἰς τὸ ἕν πότε εἰς τὸ ἄλλο στρατόπεδον ἀναλόγως ρῶν ὑποσχέσεων ποὺ τοὺς ἔδιδαν καὶ τῶν ἐλπίδων τὰς ὁποίας ἔτρεφαν πρὸς ἐπανάκτησιν τῆς πατρίδος, ὁ Κίτσος, νεώτατος, ἦτον ἤδη καπετάνιος. Ἔρρεεν εἰς τὰς φλέβας του τὸ αἷμα τοῦ Λάμπρου καὶ τοῦ Φώτου, τῶν τύπων τῆς Σουλιώτικης παλληκαριᾶς, τῶν ἐκτεινομένων μέχρι τοῦ μυθώδους, τῶν ἐξαιρομένων μέχρι τοῦ ὑψηλοῦ. Ἀλλ' ἂν ἔχασαν τὰ βουνὰ των οἱ Σουλιῶται διετήρησαν τὸ πολεμικόν των μένος, μὲ τὸ ὁποίον ὑπηρέτησαν, πολὺ εὐρυτέραν τῆς γενεθλίου των, τὴν ἰδέαν τῆς πατρίδος. Ὁ Κίτσος ἀναφαίνεται πρωταγωνιστὴς εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγίου, συνεργάζεται μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτον, συμπολεμεῖ μὲ τὸν Μάρκον Βότσαρην. Ἐκστρατεύει μὲ τὸν δεύτερον εἰς τὸ Καρπενήσι, κσὶ συγκρατεῖ μὲ τὰ δόντια του τὴν νίκην, τὴν ὁποίαν ἠπείλησεν ἐκεῖ νὰ ἀνακόψῃ ὁ θάνατος τοῦ Μάρκου. Τὴν 13 Ἰουλίου 1824 εἰς τὴν Ἄμπλιανην, μεταξὺ Σαλώνων καὶ τῆς Γραβιᾶς, οἱ Ἕλληνες κατέστρεψαν τροποιοφόροι τὰς δεκαὲξ χιλιάδας τοῦ Μερκόφτζαλη καὶ τοῦ Ἀμπὰζ πασσᾶ. Ἡ νίκη ὀφείλεται εἰς τὸν Πανουργιᾶν, εἰς τὸν Δαγκλῆν, εἰς τὸν Νοταρᾶν, εἰς τὸν Δράκον· καὶ μεταξὺ τῶν πρώτων εἰς τὸν Κίτσον Τζαβέλαν μὲ τὰ παλληκάρια του. «Οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ Τζαβέλα, διηγεῖται ὁ Περραιβός, περιγράφων τὴν παράταξιν τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἀνδρεῖοι καὶ ἐμπειροπόλεμοι Σουλιῶτες, φέροντες μεθ' ἑαυτῶν καὶ ἑκατὸν ἐκλεκτοὺς στρατιώτας, δὲν κατεδέχθησαν νὰ ὀχυρώθῶσιν, ἀλλ' ἐπολέμησαν ἐκτὸς τοῦ ὀχυρώματος». Καὶ τὰ «Ἑλληνικὰ Χρονικὰ», περιγράφοντα τὴν μάχην τῆς Ἄμπλιανης, προσθέτουν τὰ ἑξῆς: «Οἱ πάντες κράζουν καὶ γράφουν ὅτι ὁ ἀκαταμάχητος στρατηγὸς Κίτσος Τζαβέλας διέπρεψεν ἐξαιρέτως πως· διότι οὗτος πρῶτος μετὰ δέκα περίπου ὡρῶν συνεχῆ μάχην, σαλπίσας ἐξῆλθε τῶν προχωμάτων, καὶ μὲ τὸ ξῖφος εἰς τὴν δεξιὰν ἐξώρμησε κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ὅστις ἀμέσως ἐτράπη εἰς φυγήν». Ὁ Κίτσος συνεμερίσθη καὶ τοῦ Καραϊσκάκη τοὺς θριάμβους· ἐπολέμησε εἰς τὸ Δίστομον μαζύ του· ἐξεστράτευσεν ὑπ' αὐτὸν τὴν Ἀττικήν· μὲ τὸν Καραϊσκάκην ἐδόθη ὅμηρος πρὸς ἐγγύησιν τῆς ἐκτελέσεως τῶν συμφωνηθέντων μὲ τοὺς Τούρκους, ὅτε οὗτοι ἐξῆλθον μὲ τὰ ὅπλα των ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα, καὶ οἱ Ἕλληνες ἐκ λυπηρᾶς ἀφορμῆς, παρασπονδήσαντες, ἐπετέθησαν ἐναντίον των καὶ τοὺς ἔσφαζαν· ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας διέτρεξαν τότε μέγαν κίνδυνον ἀμυνόμενοι ὑπὲρ τῆς ἱερότητος τῶν συνθηκῶν. Ἀλλ' εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγίου ἀναδεικνύεται μᾶλλον ἡ ἀ κ α τ α μ ά χ η τ ο ς, κατὰ τὴν λέξιν τῶν «Ἑλ. Χρονικῶν» προσωπικότης τοῦ στρατηγοῦ. Εἰς τὴν Ἔξοδον τῆς φρουρᾶς ἡ Βραχωρίτισσα σύζυγός του, ἄξια διάδοχος τῶν Σουλιωτισσῶν, ἀνδρικὴν φέρουσε ἐνδυμασίαν, μάχεται λυσσωδῶς εἰς τὸ πλευρόν του, καὶ ὁσάκις τὸ καλέσῃ ἡ ἀνάγκη, καλύπτει διὰ τοῦ ἀμαζονείου της σώματος τὸν μικρόσωμον ἄνδρα της, τὸν προφυλάττει ἀπὸ τὰς ἐπιθέσεις τῶν πελωρίων Ἀράπηδων. Ἀλλ' εἰς τὸ νησὶ τῆς Κλείσοβας ὁ Τζαβέλας ἀνέπτυξεν ὅλον τὸ μέγεθος τῆς ἀνδρείας του. Τὴν δόξαν αὐτὴν δὲν τὴν διαμοιράζεται μὲ κανένα. Ἐπὶ κεφαλῆς 100 πολεμιστῶν ὁρμᾷ καὶ κατασφάζει ἐκεῖ τοὺς Ἀλβανοὺς τοὺ Κιουταχῆ, τοὺς Ἄραβας τοῦ Μπραΐμη. Ἐπανερχόμενος εἰς τὸ Μεσολόγγι, ὅπου τοῦ ἔγινεν ὑποδοχὴ πανηγυρική, ἀφιερώνει τὴν σπάθην του εἰς τὴν ἐκκλησίαν «Ἐξιφοκτόνου» γράφει κάπου εἰς τὴν ἱστορίαν του ὁ Τρικούπης περὶ τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κίτσος εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν ξ ι φ ο κ τ ό ν ο ς ἥρως. Εἰς τὰ μετὰ τῶν Τούρκων συναντήσεις δὲν χάνει καιρόν· τὸ τουφέκι δὲν τὸ χρησιμοποιεῖ καὶ πολύ, καὶ καταφρονεῖ τὰ ταμπουρώματα. Φόρα τὸ σπαθί, καὶ ἀκράτητος ἐμπρὸς εἰς τὸ ἀνθρωποθέρισμα. Μὲ τὸ φεσάκι του πρὸς τὰ ὀπίσω ριχτόν, καθὼς τὸν διακρίνω εἰς τὴν εἰκόνα του, μὲ τὸ γυμνόν μέτωπον, τὸν μαῦρον πρὸς τὰ ὑψηλὰ στριμμένον μύστακα, τὴν χρυσῆν φέρμελην, τὸ γεμᾶτον σελάχι, τὴν ὀργίλην ἔκφρασιν τῆς μορφῆς, νομίζω πὼς ὅλο καὶ ὁρμᾷ εἰς τὴν ἔφοδον.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος IΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ, ΟΙ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑΝ ΗΡΩΕΣ
Φωτογραφία: ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ἑλλήνων Φῶς