ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ

Ὂχι πιὰ λόγια,
ὄχι τὰ μάταια, τὰ τριμμένα λόγια τοῦ Ἔπους!

Μὲ τὴ λόγχη Σας μόνο·
μὲ τὴ λόγχη Σας καὶ μὲ τὴν ψυχή Σας·
μὲ τὴ λόγχη Σας καὶ μὲ τὴν ψυχή μας,
γυμνὲς καὶ τὶς δυό,
ἂς ὁρμήσουμε, χέρι μὲ χέρι πιασμένοι,
στὸν ὑπέρτατο ἀντρίκειο χορό μας
γιὰ τὴν Ἔφοδο τοῦ Ὕψους!

Πιὰ κι ὁ μόνος ὁ λόγος ποὺ ταίριαζε πρῶτα νὰ βγαίνει
ἀπ' τ' ἀδάμαστα στήθια Σας μέσα
σὰ φαινόντανε ἀντίκρια ὁ ὀχτρός μας:
«ἀέρα! ἀέρα!»,
πιὰ καὶ τοῦτος σωπαίνει σὲ τούτη τὴ ζώνη ποὺ μόνο,
πιὸ ψηλὰ ἀπὸ γκρεμὰ κι ἀπὸ χιόνια καὶ βράχους,
κάτι νιώθουμε ἀπάνω στὴ μεγάλη κορφὴ νὰ θρονιάζει,
κάτι π' αὔριο θὲ νά 'ναι δικό μας,
δικό μας γιὰ πάντα!

Ναί, τὸ ξέρω· χιονίζει τριγύρω, χιονίζει, χιονίζει,
ἄγριοι στρόβιλοι ἀνέμων φυσᾶν ἀπ' ὁλοῦθε,
σὰ νὰ θὲν νὰ μᾶς σύρουν στὰ βάραθρα·
χαίνει ἀποκάτω ἀπ' τὰ πόδια μας ἡ ἄβυσσο·
τὸ κάθε μας πάτημα ἀπάνω στὸν πάγο γλιστράει
πρὸς ἀπύθμενα ἀγύριστα βάθη·
μὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀντάμα πιασμένοι,
χέρι-χέρι, ὁ ποιητής, οἱ φαντάροι, οἱ τσολιάδες,
καὶ τραβᾶμε νὰ κάμουμε κάτι δικό μας,
κάτι π' αὔριο θὰ νά 'ναι δικό μας γιὰ πάντα!

Τί 'ναι ἐκεῖνο ποὺ λάμπει ψηλά,
σὰν ἀστέρι ποὺ πάσκει ὁλοένα νὰ φύγει ἀπ' τὰ σύννεφα μέσα,
σάμπως βρέφος ποὺ μόνο ἀγωνιέται ἀπ' τὰ σπάργανα νὰ βγει,
ἐκεῖ ἀπάνω, ἐκεῖ ἀπάνω,
στὴν ἀπάνω κορφὴ τῆς Κλεισούρας,
τί, λεβέντες, σύντροφοί μου, αἰτοί μου, ἀδερφοί μου;
Μήδ' Ἐσεῖς νὰ τὸ πεῖτε δὲν ξέρετε οἱ ἴδιοι!...

Μὰ γι' αὐτὸ εἶμαι κοντά Σας ἐτούτη τὴν ὥρα,
στὴ βουβὴ Σας πορεία καθὼς πᾶτε
νύχτες, μέρες καὶ μέρες καὶ νύχτες ἀκόμα,
ἄντυτοι, ἄλουστοι, ξάγρυπνοι, ἀξούριστοι, ὡς νά 'στε
ἄγρια φύτρα τῆς ἴδιας τριγύρα Σας πλάσης,
σὰ στοιχειὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ θαρρεῖς κι ἀνεβαίνει μαζί Σας·
γιὰ τοῦτο εἶμαι κοντά Σας,
νὰ σᾶς πῶ ποιὸ εἶναι τ' ὄνομα μόνο
τ' ἁστεριοῦ ποὺ παλεύει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ νέφη,
τοῦ βρέφους ποὺ πάσκει νὰ φύγει ἀπ' τὰ σπάργανα μέσα,
νὰ Σᾶς πῶ βιαστικὰ μοναχὰ τ' ὄνομά του!

«Ἐκεῖ ἀπάνω εἶν' ἀκόμα γυμνό,
δίχως αἷμα καὶ σάρκα,
μὲ καρδιὰν ἀνοιγμένη ἀπὸ αἰῶνες,
μὲ τὰ χέρια δεμένα,
μὲ γυρμένο πικρὰ τὸ κεφάλι στὸ στῆθος,
ἐνῶ γύρα οἱ γύπες γυρίζουν, γυρίζουν ὁλοένα
σὰν τὸ γύπα ποὺ γύριζε ἀκοίμητα γύρα
στῆς κορφῆς τοῦ Καυκάσου τὸν Ἥρωα, δεμένο,
σταυρωμένο μὲς στὰ ὕψη τοῦ Ἀνθρώπου τὸ Πνέμα!
Κι ὅμοια τώρα κ' Ἐσεῖς,
ὡς προαιώνια βουλήθηκε πάλι
ὁ Ἡρακλῆς, ἀπ' τὸν Ἅδη γυρίζοντας,
ὅμοιος μ' Ἐσᾶς, ἀδερφοί μου,
νηστικός, ἀχαμνός, μὲ πηγμένα
τριγύρ' ἀπ' τὴν ὄψη τὰ γένια,
ὡσὰν ἄγριος, σὰ στοιχειά, σὰν ἡμίθεος,
μὰ μ' ὅλα γεμάτα τὰ στήθη,
τὰ φρένα, τὰ γόνατα ἀπ' τὸν κρύφιο τοῦ ἀκοίμητο ἀγώνα,
ὑψωμένος ἀπάνω ἀπ' τοῦ Φόβου ἢ τοῦ Χάρου τὸν ἴσκιο,
νὰ λυτρώσει τὸν Ἥρωα·
ὅμοια τώρα κ' Ἐσεῖς
νὰ λυτρώσετε πᾶτε τὸ Πνέμα τοῦ Ἀνθρώπου,
λυτρωτὲς ποὺ ζητάει σὰν κ' Ἐσᾶς,
λυτρωτὲς ποὺ νὰ δίνουν τὴ ζωή τους
σὰ μιὰ μόνο σπονδὴ τῆς καρδιᾶς τους·
ὅμοια τώρα κ' Ἐσεῖς νὰ λυτρώσετε πᾶτε
τὸ μεγάλον Ἐξόριστο,
κόβοντας μέσ' ἀπ' ἀπύθμενα βάραθρα,
ἀπὸ μπόρες καὶ χιόνια τὸ δρόμο,
ἀπὸ νύχτες τυφλές,
ἀπ' ἀνήλεες σβιλάδες μὲς στὰ χάη τοῦ βοριᾶ·
κι ἀπ' τὸ ἴδιο Σας τὸ αἷμα,
ἀπ' τὴν ἴδια Σας σάρκα,
νὰ χαρίσετε κ' αἷμα καὶ σάρκα
ζωὴ νὰ δώσετε νέα
στὸ πολύπαθο πνέμα,
τὸ Πνέμα τοῦ Ἀνθρώπου, ἀδερφοί μου!»

Νά, Σᾶς τό 'δωσα τ' ὄνομα!
Μάταια τώρα τὰ λόγια εἶναι τ' ἄλλα!
Φτάνουν πιά,
φτάνουν πιά, δῶ καὶ μπρός, τ' ἄλλα λόγια, ἀδερφοί μου,
τὰ τριμμένα, τὰ μάταια τὰ λόγια ὅποιου Ἔπους!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ


Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1280, 1980

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *