Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση: Τὸ Εἶναι καὶ τὸ Ἔχειν

Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν
Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

(Μάρκ. 8, 34-9, 1)

Ἐκεῖνο ποὺ κυριολεκτικὰ μαστίζει τὸν ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας καὶ ἀβεβαιότητας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἐπαναστατικῆς προσπάθειας δηλ. τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει αὐτὸς ὁ ἴδιος κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του ξεθρονιάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυρίου του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνα τεράστιο καὶ τρομακτικὸ κενό, τὸ ὁποῖο αἰσθανόμενος ὁ ἄνθρωπος, εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσυνείδητα, καὶ τρομάζοντας μπροστὰ στὶς ἀβυσσαλέες διαστάσεις του, νομίζει ὅτι τὸ ἀντιμετωπίζει σωρεύοντας πολλά, ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει σιγουριὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐνοχλητικὴ σκέψη τοῦ θανάτου.

Μὲ ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν πετυχαίνει ὁ ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ξεγελάσει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Γιατί ἡ φτώχεια ἡ πνευματικὴ δὲν κρύβεται οὔτε μὲ τὰ πιὸ φανταχτερὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ ὕπαρξη προηγεῖται ἀξιολογικὰ τῶν διαφόρων ἀποκτημάτων της. Νὰ μία πολὺ σπουδαία ἀλήθεια ποὺ μᾶς θυμίζει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (ποὺ διαβάζεται ἐπίσης καὶ τὴν Γ' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν) ἰδιαίτερα μὲ τὴ φράση «τί γὰρ ὠφελήσει, ἄνθρωπον ἐὰν κερδίση τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;».

Ἡ «ψυχὴ» δηλώνει, σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ ὁρολογία, τὴ ζωή, τὸ εἶναι, καὶ «ὁ κόσμος ὅλος» τὸ ἔχειν. Ὅλο τὸ ἔχειν τοῦ κόσμου δὲν ἰσοσταθμίζει τὴ ζωὴ ἑνὸς καὶ μόνο ἀνθρώπου. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου τὴ λησμονεῖ συχνὰ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ οἱ τεχνικὲς δυνατότητες, ἡ ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη καὶ ὁ μεγάλος πλοῦτος, τουλάχιστο σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τοῦ πλανήτη μας, τὸν κάνουν νὰ συγκεντρώνει τὴν προσοχή του στὴν ἀπόκτηση ἀγαθῶν, στὰ βαρύγδουπα λόγια, στὶς ἠχηρὲς καὶ κούφιες ἐκφράσεις, μὲ μία λέξη στὸ ἔχειν, ποὺ γίνεται μὲ ζημία τοῦ εἶναι, τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως.

Ἐπίσης, οἱ πράξεις βίας ποὺ ἀφθονοῦν στὴν ἐποχή μας σὲ ἐντυπωσιακὸ βαθμὸ εἶναι ἕνα σημάδι ποὺ δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξέχασε τὸ πραγματικὸ εἶναι καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο νὰ ἔχει, νὰ κατέχει ὅσο μπορεῖ περισσότερα πράγματα καὶ ὅσο γίνεται περισσότερους ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς καταδυναστεύει ἢ καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζει. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει καὶ νὰ κατέχει, τόσο περισσότερο παύει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι, παύει νὰ εἶναι ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεός· ἀλλοτριώνεται, δηλ. ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀληθινή του φύση, γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος, ξένος πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ὕψωσή του γιόρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑβδομάδα ποὺ πέρασε, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ τὴ φτώχεια του ποὺ δὲν τὴν σκεπάζει τὸ ἐντυπωσιακὸ ἔχειν καὶ νὰ αὐτοσυγκεντρωθεῖ στὸ εἶναι, στὴν ἀληθινή του ὕπαρξη. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρὸ δὲν ἔχει ἀπολύτως τίποτε, εἶναι γυμνός· ἀκόμη καὶ ὁ ἱματισμὸς του γίνεται ἀντικείμενο κληρώσεως τῶν ρωμαίων στρατιωτῶν. Κι ὅμως τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποκαλύπτεται τὸ εἶναι στὴν πιὸ σημαντική του ἐκδήλωση, στὴν προσφορὰ τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀγάπης. Γι' αὐτὸ κι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἕνα διαρκὲς προσκλητήριο ἀγάπης πρὸς τὸν κάθε ἀνθρωπο· τοῦ ὑπενθυμΐζει τὴν ξεχασμένη ἀνθρωπιά, τὴν ἀληθινή του ὕπαρξη ποὺ εἶναι συνύπαρξη ἀγάπης μὲ τὸν διπλανό του καὶ ὄχι προσπάθεια ἐπιβολῆς του σ’ αὐτόν, καταδυναστεύσεως, βίας καὶ ἀφανισμοῦ του.



Πηγή: Ἁγία Ζώνη

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *