Λαϊκισμός, η πολιτική της φτηνής σαρδέλας
Η ιστορία είναι παλιά, αλλά οι τακτικές και τα επιχειρήματα δεν έχουν αλλάξει και τόσο. Αντικαταστήστε τον πόλεμο με τα μνημόνια, αλλάξτε τα ονόματα και απολαύστε υπεύθυνα.
Μετά τον θάνατο του Περικλή, στην πολιτική σκηνή της Αθήνας επικρατεί ένας βυρσοδέψης που εμφανιζόταν ατημέλητος στην Εκκλησία του Δήμου, ούρλιαζε, έβριζε και καυγάδιζε με το παραμικρό. Τα δημαγωγικά του τερτίπια τα σατιρίζει συχνά ο Αριστοφάνης στα έργα του και φαίνεται πως οι Αθηναίοι, όπως κι εμείς σήμερα, διασκέδαζαν πολύ με τη διακωμώδηση εκείνου που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει στρατηγό.
Ο Κλέων, ο πιο διάσημος δημαγωγός της αρχαιότητας, είναι ο Παφλαγόνας στην κωμωδία «Ιππής», που διδάχτηκε το 424 π.Χ (τον έβδομο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου) και πήρε το πρώτο βραβείο στα Λήναια.
Οι πολιτικοί Δημοσθένης και Νικίας θέλουν να ξεφορτωθούν τον Παφλαγόνα – Κλέωνα, ώστε να τον αντικαταστήσουν με κάποιον καταλληλότερο. Αλλά ποιος μπορεί να τον ανταγωνιστεί σε λαϊκισμό και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Δήμου;
Πώς γίνεται κάποιος λαοφιλής
Ο κλήρος πέφτει σ’ έναν τυχαίο, φτωχό κι αγράμματο αλλαντοπώλη, τον οποίο προσπαθούν να πείσουν ότι είναι κατάλληλος να κυβερνήσει.
«Σπουδαίος θα γίνεις ακριβώς επειδή είσαι άνθρωπος της αγοράς, θρασύς και πονηρός», του λένε. «Πολιτικός ηγέτης δεν γίνεται ούτε ο μορφωμένος ούτε ο έντιμος, αλλά ο άτιμος και αγράμματος». Μα εκείνος διστάζει.
«Και πώς θα καταφέρω να εξουσιάσω τον λαό;»
«Χαρά στο πράγμα! Κάνε ό,τι κάνεις και τώρα· ανακάτευε και συντάραζε όλες τις υποθέσεις της πόλης, όπως κάνεις με τ’ αλλαντικά σου, και να παίρνεις πάντα με το μέρος σου τον λαό γλυκαίνοντάς τον με λόγια καλά μαγειρεμένα... Βάλε τώρα στεφάνι στο κεφάλι σου και κάνε σπονδή στον Κοάλεμο, τον θεό των ηλιθίων».
Έχοντας έτοιμο τον διάδοχο, οι δύο πολιτικοί με τη συμπαράσταση των Ιππέων (αξιωματικοί της ανώτερης τάξης) και των νοικοκυραίων της μεσαίας τάξης, επιτίθενται στον Παφλαγόνα, τον «πανούργο, τον φορομπήχτη τον αχόρταγο, τη Χάρυβδη της αρπαγής».
Κι από εκεί αρχίζει ένας καταπληκτικός «πολιτικός διάλογος», από αυτούς που ηχούν τόσο οικείοι στ’ αυτιά μας μέχρι σήμερα.
Πρώτος γύρος: Συκοφαντία
«Θα τον μηνύσω αυτόν τον αλλαντοπώλη», ουρλιάζει ο Παφλαγόνας, «και θα ισχυριστώ πως τροφοδοτεί παράνομα τα πλοία των Πελοποννησίων».
«Κι εγώ θα πω πως έμπαινε με άδεια την κοιλιά στο πρυτανείο κι έβγαινε φουσκωμένος», υπονοώντας πως έκλεβε τις προμήθειες.
«Τρεις φορές πιο δυνατά από σένα θα φωνάζω»
«Θα σε διαβάλω, αν σε ψηφίσουν στρατηγό»
«Αν πεις κιχ, θα σε κομματιάσω».
«Στις απάτες των άλλων χώνεις τη μύτη σου; Εγώ θα σε καταγγείλω στους πρυτάνεις πως οι κοιλιές που έχεις και πουλάς για τις θυσίες είναι αφορολόγητες».
Δεύτερος γύρος: Παροχές
Το μαλλιοτράβηγμα συνεχίζεται στο βουλευτήριο. Ο πονηρός αλλαντοπώλης αποκαλύπτει τάχα ένα σπουδαίο μυστικό και εντυπωσιάζει τους βουλευτές, οι οποίοι τον στεφανώνουν για την καλή είδηση:
«Από την αρχή του πολέμου ποτέ δεν κυκλοφορούσε τόσο φτηνή σαρδέλα στην αγορά. Πάρτε όσα αγγεία βρείτε και τρέξτε να τα γεμίσετε, να επωφεληθείτε από τις χαμηλές τιμές».
Ο Κλέων αντεπιτίθεται άμεσα προτείνοντας: «Θα πρέπει για την καλή είδηση που λάβαμε να σφάξουμε εκατό βόδια στη θεά». Το πλήθος επιδοκιμάζει και ο αλλαντοπώλης πλειοδοτεί με θυσία διακοσίων βοδιών στην Αθηνά και χίλια ερίφια στη θεά Άρτεμη, κερδίζοντας και πάλι την εύνοια των βουλευτών.
Ο Κλέων παίζει τότε το τελευταίο του χαρτί, ενώ ήδη τον τραβούν να τον πετάξουν έξω απ’ το βουλευτήριο: «Σταθείτε ν’ ακούσετε πρώτα τον κήρυκα που ήρθε από τη Σπάρτη και ζητά ειρήνη».
Αυτή ήταν πράγματι μια εντυπωσιακή κίνηση, εφόσον ο Κλέων έως τώρα ήταν φανατικός οπαδός του πολέμου! Αλίμονο, όμως· ήταν πια αργά. «Τώρα ειρήνη; Είναι που έμαθαν, καταραμένε, πως έχουμε φτηνές σαρδέλες. Δεν θέλουμε ειρήνη. Άσε τον πόλεμο να σούρνεται», του φώναξαν οι ακροατές κι έτρεξαν όλοι στην αγορά να προλάβουν τις φτηνές σαρδέλες.
Κι ο πονηρός αλλαντοπώλης, μοιράζει δωρεάν χορταρικά για να τις συνοδεύσουν, καυχώμενος πως κέρδισε ολόκληρη τη βουλή με έναν οβολό. Όσο του κόστισαν τα χορταρικά!
Τρίτος γύρος: Κολακεία
Ο Κλέων βράζει πλέον από τον θυμό του, που χάνει από έναν τυχάρπαστο και ζητά να κριθούν απευθείας από τον λαό. «Κανείς δεν κοροϊδεύει τον λαό καλύτερα από εμένα. Γιατί εγώ έχω την ικανότητα να τον κάνω να απλώνει και να μαζεύεται».
Λαός είναι στο έργο ο γέρο – Δήμος.
«Ὦ Δημίδιον, φίλτατον!» αναφωνεί ο Κλέων. «Αγαπημένε μου λαουτζίκο, έλα έξω να δεις τι τραβάω για σένα. Με χτυπούν, επειδή σ’ αγαπώ κι είμαι μαζί σου ερωτευμένος, λαέ μου».
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, λαέ μου», πετάγεται ο άλλος, «και θέλω να σε ωφελήσω, αλλά αυτός εδώ δεν με αφήνει».
«Ποιος θα σ’ αγαπήσει πιο πολύ από μένα, λαέ μου; Εγώ, όταν έγινα βουλευτής, μάζεψα τόσα χρήματα για σένα, αδιαφορώντας που άλλους τους έπνιξα, άλλους τους κρέμασα και από άλλους πήρα δανεικά, γιατί ήξερα πως αυτό σου αρέσει».
Ο αλλαντοπώλης ξεσπαθώνει: «Χαρά στο πράγμα! Αυτό θα το κάνω κι εγώ, λαέ μου. Θ’ αρπάξω τα ξένα ψωμιά και θα τ’ αραδιάσω μπροστά σου. Αλλά, θα σου αποδείξω πως αυτός καθόλου δεν σε αγαπά και δεν θέλει το καλό σου, παρά μόνο να απολαμβάνει τη θαλπωρή σου. Βλέπεις, καθόλου δεν τον νοιάζει που έχει εσένα, που πολέμησες γενναία στον Μαραθώνα για την πατρίδα σου, να κάθεσαι πάνω στα σκληρά βράχια. Εγώ, όμως; Κοίτα τι σου φέρνω! Έλα, σήκω να κάτσεις στο μαξιλάρι που σου’ ραψα, μην τυχόν χαλάσεις ό, τι είχες στη Σαλαμίνα».
Ο λαός εκστασιάζεται με τη φιλολαϊκή αυτή πράξη του αγνώστου, αλλά ο Κλέων του υπενθυμίζει πως κάθε θυσία αξίζει προκειμένου να γίνει η Αθήνα κυρίαρχος όλης της Ελλάδας. Έως τότε «εγώ θα τους συντηρώ μέχρι να’ ρθει εκείνη η μέρα, εγώ θα τους παρέχω μισθό με θεμιτούς κι αθέμιτους τρόπους», ξεφωνίζει.
«Οκτώ χρόνια τους βλέπεις να δυστυχούν και δεν σου καίγεται καρφί», λέει ο αλλαντοπώλης. «Πετάς έξω με τις κλωτσιές όποιον απεσταλμένο του εχθρού κάνει λόγο για ειρήνη, γιατί ξέρεις πως, αν τελειώσει ο πόλεμος και ο κόσμος ζήσει κανονικά, θα καταλάβει τι του έκανες τόσα χρόνια και δεν θα σε ξαναψηφίσει ποτέ. Γι’ αυτό τους κρατάς σε τούτες τις άθλιες συνθήκες, αποσβολωμένους από την ανάγκη».
Ο αλλαντοπώλης συγκινεί και πάλι τον Δήμο προσφέροντας τα σανδάλια και τον χιτώνα του. Ο Κλέων τότε υπόσχεται πως θα δώσει στον λαό μισθό, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει. Απλώς θα τον ρουφάει από μια κούπα.
Οι προσφορές συνεχίζονται, η μία γελοιότερη από την άλλη με αποκορύφωμα την υπόσχεση του Κλέωνα να τους αφαιρέσει τις άσπρες τρίχες, για να τους ξανακάνει νέους.
Ο σοφός λαός
Όταν ο χορός των ιππέων κατηγορεί τον Δήμο πως παρασύρεται εύκολα και χάφτει ό, τι του σερβίρει ο καθένας με ωραία λόγια, εκείνος αντιδρά:
«Δεν έχετε ίχνος μυαλού κάτω απ’ τα μαλλιά σας, αν νομίζεται ότι εγώ είμαι απερίσκεπτος. Θέλω και κάνω τον χαζό, γιατί μου αρέσει να μασουλάω όλη μέρα και κλέβοντας να συντηρώ έναν προστάτη. Κι όταν αυτός σκάσει απ’ τη μάσα, τον εξοντώνω. Σκεφτείτε αν σοφά τους διαχειρίζομαι, αυτούς εδώ που φαντάζονται πως είναι ξύπνιοι και με δουλεύουν. Γιατί, ενώ κάνω τα στραβά μάτια όταν κλέβουν, προσεκτικά τους παρατηρώ κι έπειτα τους αναγκάζω να ξεράσουν όσα έκλεψαν»
Οι δύο αντίπαλοι διαμαρτύρονται.
«Εγώ ετοιμαζόμουν τρεις μέρες για να σου ετοιμάσω κάτι καλό, λαέ μου»
«Εγώ ετοιμαζόμουν δέκα μέρες και δώδεκα και χίλιες και πάρα πάρα πάρα πάρα πολύ καιρό»
«Κι εγώ», λέει ο λαός, «προσμένοντας τριάντα χιλιάδες χρόνια, πάρα πάρα πάρα πολύ και τους δύο σας μισώ».
Ο νικητής
Παρ’ όλα αυτά, ο λαός θα επιλέξει έναν από τους δύο. Ποιον; Μα αυτόν που του πρόσφερε όλα όσα είχε στο καλάθι του και δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του.
«Εγώ σε χειροκροτούσα και σε στεφάνωνα κι εσύ κρατούσες το μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα, δίνοντάς μου ψίχουλα!», λέει ο αγανακτισμένος λαός στον Κλέωνα και δίνει το στεφάνι της εξουσίας στον αλλαντοπώλη, που τον λένε Αγοράκριτο.
«Ντρέπομαι», λέει ο Δήμος, «για τα λάθη που έκανα ως τώρα».
«Όχι δα», τον χαϊδολογά ο νέος ηγέτης. «Δεν φταις, βέβαια, εσύ, αλλά εκείνοι που σε ξεγελούσαν».
Έτσι, οι Αθηναίοι ξεφορτώθηκαν έναν διεφθαρμένο δημαγωγό και φορτώθηκαν έναν χειρότερο, που φωνάζει περισσότερο, ψεύδεται πιο αποτελεσματικά, και κολακεύει πιο γλυκά.
Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Πηγή: Σκεπτέον Ἐστί