ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Κωστῆς Παλαμᾶς, ἐλαιογραφία  (Πηγή: Βιβλιοθήκη ΙΝΕ/ΕΙΕ)

Κωστῆς Παλαμᾶς, ἐλαιογραφία
(Πηγή: Βιβλιοθήκη ΙΝΕ/ΕΙΕ)

Η ΜΟΥΣΑ

ΑΝΑΞΙΟΣ μέσα στοὺς πιστούς μου
κι ὅσων παλμὸ καὶ ἀνασαμὸ 
τοὺς δίνει ὁ νοῦς μου,
ἀνάξιος ὅποιος δὲ μπορεῖ
μέσ’ στὸ σεισμὸ τὸ χαλασμὸ
κάστρο τὴ γνώμη του νὰ στήσῃ,
καὶ καρτερεῖ,
καὶ λέει: νὰ ἰδῶ· καὶ δὲ μπορεῖ
κι ἀργοσαλεύει του ἡ ψυχή,
σὰν τὸ κυπαρίσσι.

Ἀνάξιος ὅποιος τὰ φτερά του,
φτερὰ ἀπὸ σκέψην ἤ ἀπὸ πράξη
δὲ γοργανοίγει τα –χαρά του, –
γιὰ νὰ πετάξῃ,
βοριὰς θρακιάς, μὲ τοὺς ἀνέμους,
πρὸς τοὺς πολέμους.
Ἀνάξιος κι ὅποιος συλλογιέται
καὶ μέσ’ στοῦ λογισμοῦ του κλειέται
τὴ φυλακὴ
καὶ πότ’ ἐδῶ σκυφτὸς τραβιέται
καὶ πότ’ ἐκεῖ·
ἀνάξιος μέσα στοὺς δικούς μου,
σακάτης ὅποιος καὶ βαριέται,
κι ἄς ἐθυσίασε στοὺς βωμούς μου·
κι ὅποιος ξαφνιάζεται καὶ στέκει
ἤ τρέμοντας παραπατεῖ
τὴν ὥρα ποῦ ἔσκουξε ἡ βροντή,
τὴν ὥρα ποὺ ἔπεσε παρέκει
τἀστροπελέκι.

Κι ὅποιος ποδίζει κι ἀργὸς μένει,
ἀνάξιος· τὶ κι αὐτὸς βαραίνει
ὅσο βαραίνουν τὰ καράβια
τὰ γέρικα παρατημένα
γιὰ τὰ παιδιά, γιὰ τὰ κουτάβια
ξαρμάτωτα στοὺς μώλους πέρα,
ἐκεῖ ποὺ ἡ μπόρα, ἐκεῖ ποὺ ἡ ξέρα
λυσσομανᾶνε στὰ μπουγάζια
καὶ στἀνοιχτὰ τοῦ ὠκεανοῦ
μακριὰ ἀπὸ τἄπραγα μαράζια
τοῦ στεριανοῦ·
στὰ κύματα π’ ὅσο ἀγριεύουν
κι ὅσο πεισμώνουν,
τόσο τὸν ἄνθρωπο θεριεύουν,
τόσο δυναμώνουν.

Κι ὁ ποιητὴς ἀνάξιος πια!
Κι ἀκόμ’ ἀνάξιος κι ὁ σοφός,
ποὺ δὲν ἀνάφτουν πυρκαγιὰ
κι ἀπὸ τοῦ λύχνου τους τὸ φῶς,
ὅταν ἀλύπητη βαρειὰ 
ξεσπᾷ ἡ Ἀνάγκη, καὶ προστάζει.
Ἀνάξιος εἶναι ὅποιος διστάζει!

Ἀνάξιος ὅποιος μέσ’ στὴν Πράξη
ποὺ μέσ’ στὰ αἵματα πατᾷ
κ’ εὐφραίνεται στἀποκαΐδια,
ἀνάξιος ὅποιος ἁπαλὰ
κρατάει τῆς σκέψης τὸ μετάξι
γιὰ πέπλα, γιὰ χρυσοκεντίδια.

Ἀνάξιος ὅποιος μὲ ὅποια σκέψη.–
καὶ ἡ πράξη του εἶναι σὰν τὸ ξύλο
τὸ ποτισμένο ἀπὸ βροχή·
τὸ ρίχνει τῆς φωτιᾶς, νὰ θρέψῃ
τὴ φωτιά· μάταια· πῶς νἀνάψῃ;
ἀνήμπορο εἶναι νὰ καῇ,
γιὰ νὰ κάψῃ.

Ἀνάξιος ὅποιος μὲ τὸ σκύλο
τὸ  συρτὸ μοιάζει, σὰ δαρθῇ,
ὅταν ἀργὰ ἢ γοργὰ θἀρθῇ
τῆς κρίσης ἡ ὥρα,
κι ἀντιχτυπιένται τὰ στοιχεῖα,
στὰ σύγνεφα ἤ στὴν Πολιτεία,
κεραυνοφόρα.

Ἀνάξιος ὅποιος ξάφνου ἀκούει
τὸ προσκλητήρι τῶν καιρῶν 
νὰ τὸ φυσάῃ ἤ νὰ τὸ κρούῃ
σάλπιγγα ἤ τύμπανο, τὸ ἀκούει,
δὲ λέει: Παρών!

Ἀνάξιος ὅποιος μαρμαρώνει
σὰν νὰ τὸν πότισαν ἀφιόνι
κι ἀντὶ τὰ λόγια τὰ χρυσά,
ποὺ ἀστράφτουνε καὶ ὀρθὰ καὶ ἀκέρια,
τὰ λόγια του μουντά, μισά,
τὰ λόγια του σὰν ἀχνοκέρια.

Ἀνάξιος ὅποιος δὲ γνωρίζει,
γιὰ μέσ’ στὸ νοῦ δὲ σταθῇ
πὼς κυβερνᾷ καὶ πὼς ὁρίζει
τὸ Λόγο ποὺ εἶναι σὰ σπαθί!
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Μάννα, τῶν κόσμων ἡ ἁρμονία
σὲ φορεῖ στὸ κεφάλι της κορώνα·
πῶς τῶν ὀλέθρων ἡ Γοργόνα
σοῦ ἀρμάτωσε τὰ χέρια ποὺ μοιράζουν
τὸ μέλι καὶ τὴν ἀμβροσία;

Ἡ πράξη τοῦ σοφοῦ, εἶν’ ἡ σκέψη.

Δὲν εἶν’ ἀνάξιος ὅποιος δείχνεται
σὰ νὰ μὴν τὸν ταράζουν
καὶ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν πατρίδων τὰ δεινά.
Πόσες φορὲς τοῦ ἀτάραχου τοῦ πρέπουν Ὠσαννά!
Παθῶν ἀνεμοστρόβιλοι ἀκυβέρνητων
πῶς τὰ θολώνουν τῶν ψυχῶν τὰ μάτια!
Πῶς τῶν πατρίδων κρέμουνται, στἁρπάγια τῶν κυβερνητῶν,
τὰ αἱματοστάλαχτα κομμάτια!
Ἡ πράξη τοῦ σοφοῦ, εἶν’ ἡ σκέψη,
καὶ τὸ  τραγούδι εἶναι τὸ κάστρο τοῦ ποιητῆ.
Δὲν εἶν’ ἀνάξιος τὸ χρυσάφι ὅποιος κρατεῖ
χωρὶς νὰ τὸ ξοδέψῃ,
κι ἂς τόνε κράζουν οἱ ἄσωτοι ζητιάνο ἤ σφιχτοχέρη.
Ἄξιος ποὺ ζῇ σὰν ἄγνωρος μὲ τὴ δική του γνώση,
σὰ νάχῃ ὄχι νὰ δώσῃ,
μὰ σὰ νὰ θέλῃ νὰ γυρέψῃ.
Γνωρίζει ἡ πράξη τὰ μισά, τἀκέρια ἡ σκέψη ξέρει.
Σὲ ἀνταριατοὺς κάποιους καιροὺς ξέχωρος φτάνει ὡς τἄστρα
ὅποιος τὴ γνώμη του κρατᾷ μ’ ὅλη της τὴν ἀλήθεια
κ’ ἐκεῖθε ἀπ’ τἄγρια ρέματα κι ἀπὸ τὰ γαῦρα πλήθια,
μέσ’ στὴ χαλάστρα ὀργὴ και ὁρμὴ μιὰν ἄνεργη ὄψη πλάστρα.

Ἀπάνου ἀπὸ τὸ δυνατὸ τὰ πάντα ποὺ λυγίζει
κάποιος κριτὴς ὑπάρχει καὶ ζυγίζει.
Πόσες φορὲς τοῦ ἀτάραχου τοῦ πρέπουν Ὠσαννά!
Καλὰ καλὰ καὶ ἀληθινὰ
ἡ δύναμη δὲν εἶναι καὶ δὲ ζῇ
παρὰ μαζὶ 
μὲ τὴ δικαιοσύνη.

Γυρτὸ κεφάλι γαληνὸ μὲ τὴν ταπεινοσύνη
θαρρεῖς πῶς γέρνει μοναχὰ γιὰ νὰ δεχτῇ
κάποιο στεφάνι ποὺ ἀπὸ δάφνη ἔχει πλεχτῇ,
ποὺ ἔχει πλεχτῇ ἀπὸ κρίνο
γιὰ τὸ κεφάλι ἐκεῖνο.
Ἄξιοι, στὰ κάστρα σας κλειστοί,
σεμνὲ σοφέ, τρελὲ ποιητή!

Καὶ εἶν’ ἄξιος ὅποιος μέσ’ στὸ κάστρο του κλειστῆ,
λιγόψυχο ἄς τὸν κράζουνε, γυναίκα ἄς τὸν εἰποῦνε
γιὰ νὰ φυλάξῃ ἀπείραχτα καὶ ἀπάρθενα
τὰ λόγια τὰ προφητικὰ ποὺ ἀργὰ θὰ γρικηθοῦνε,
ἀργὰ ἤ γοργὰ σὰ θὰ σημάνῃς, ὥρα,
πέρα κι ἀπάνου ἀπ’ τὸ σεισμὸ τὸ χαλασμό,
πρωΐ καὶ μὲ τὴν ξαστεριά, στερνὰ καὶ μὲ τὴ μπόρα.

Ποιος ξέρει! Ὁ λόγος θἀκουστῇ σὰν πρέπῃ νἀκουστῇ,
τί πέρα πάει κι ἀπάνου ἀπὸ τὰ ἥσυχα,
πέρα κι ἀπάνου ἀπὸ τὴν ταραχή,
Νόμος αὐτοκυβέρνητος, σκοπός καὶ βρυσομάννα ἀρχή,
μὲ τὴ φωνή του μοναχά, κι ὅταν ἀκόμα μένῃ
μὲ στόμα ποὺ τὸ σφράγισε μαλαματένια μιὰ σιωπή,
σιωπή, ποὺ σὲ ὅλα γύρω της ἀδιάφορη καὶ ξένη,
δείχνει σὰ νάχῃ κάτι ἀπ’ ὅλα πιὸ βαθὺ νὰ πῇ.

Μάννα, τῶν κόσμων ἡ ἁρμονία
σὲ φορεῖ στὸ κεφάλι της κορώνα.
Τῶν Ἑλικώνων ἡ οὐρανία,
τὰ χέρια ποὺ τὰ νέχταρα κερνᾶνε ποιὰ Ἑρινύα
μὲ φείδια σοῦ τἀρμάτωσε καὶ ποιὰ γοργόνα;

Στὴ σιδερένια γοργοχέρα Πράξη,
χαρὰ τοῦ Ὀλύμπου ἤ Βαλκυρία, χαρίζεις θρόνο.
Κ’ ἐγὼ τῆς σκέψης ποὺ εἶναι ἀπὸ μετάξι
βωμοὺς ὑψώνω.

Κι ἀπ’ ὅσα σύνεργα ὁ χαμός,
κύριος τῆς γῆς καὶ παιδεμὸς
πάει καὶ δουλεύει καὶ σκορπᾷ γιὰ νὰ τὰ ξαποστείλῃ
στὴ γῆ, στὰ νέφη, στοὺς βυθοὺς τοῦ Ὠκεανοῦ,
γιὰ νὰ μὲ βαραίνει πιὸ πολὺ τοῦ κήπου τὸ γιοφύλλι 
καὶ στῆς μουριᾶς τὰ φύλλα τὸ ἀργοδούλεμα
τοῦ σκουληκιοῦ.

Κάποιες θρονιάζονται σκληρὲς κι ἄγριες μεγαλοσύνες
ἀπάνου ἀπ’ ὅσα κράζουμε κακίες ἤ ἀρετές.
Ὅμως ψηλότερα κρατιοῦνται κι ἀπὸ κεῖνες 
τὶς ἄγριες καὶ σκληρὲς μεγαλοσύνες
παρθένες ἥμερες καλοσύνες
ἀπ’ τὴν ἁπαλοσύνη τους μονάχα δυνατές.

Καὶ εἶν’ ἄξιος, καὶ πορεύεται καὶ μὲ τὴν τρικυμιὰ
καθὼ πορεύεται καὶ μέσα στὴν ἀπανεμιὰ
τῆς σκέψης του ὁ σοφὸς πιστός· γιατ’ εἶναι ἀπὸ τὴ θεία
ψυχὴ ποὺ πνέει ἀπάνου ἀπ’ τὰ στοιχεῖα,
πνοὴ καὶ ἡ σκέψη, μία.

Καὶ εἶν’ ἄξιος ὅποιος τὸ κανόνι
νἀστράφτῃ ὅταν ἀκούῃ καὶ νὰ βροντᾷ,
τὸ μέτωπο, τῆς δάφνης δόξα, τὸ στυλώνει
στὴν ἄρπα ἤ στὸ βιβλίο, τὰ τρισευλογητά.
Κι ὅπως τῆς μάννας ἡ στοργὴ τρανεύει
ἀπάνου ἀπ’ τὸ προσκέφαλο τοῦ σπλάχνου της
ποὺ κιντυνεύει,
Ἀγάπη, ἐντός του αἰσθάνεται πὼς πὰς νὰ μεγαλώσῃς
γιὰ τὴ χαρὰ τῆς μουσικῆς, γιὰ τὰ βαθιὰ τῆς γνώσης,
Ἀγάπη, γιὰ τὰ δίδυμα τὰ δύο,
τὴν ἅρπα, τὸ βιβλίο,
ὃταν ἤ ἀλάργα ἤ κάπου ἐκεῖ κοντὰ 
ἀκοὺῃ νἀστράφτῃ Θεοῦ ὀργὴ καὶ νὰ βροντᾷ.

Καὶ ὦ τῶν Πινδάρων ἀγριελιὲς καὶ ὦ δάφνες τῶν Τυρταίων!
Τἀνακρεόντεια ρόδα νὰ στολίσουν 
ὅμοια μπορεῖ καὶ νὰ φεγγοβολήσουν
κορμοστασιὲς παλληκαριῶν καὶ μέτωπα γενναίων.
Ἀπάνου ἀπὸ στρατηλατῶν καισαρικῶν ὁρμή,
ρωμαία ὁρμὴ νικήτρα καταλύτρα,–
μοναχική, ἀκατάδεχτη καὶ σὰν καταφρονήτρα
τοῦ κόσμου ποὺ σπαράζεται στὰ πόδια της, καὶ ξένη,
ἡ λύρα ἡ κοσμογονικὴ τοῦ Λουκρητίου στημένη
θριαμβευτική.

Μοῦσα τοῦ Ὀλύμπου φωτεροῦ, χαρὰ
τοῦ πράσινου Ἑλικώνα!
Νὰ τῆς ζωῆς τὰ βήματα, μιὰ ἰδέα! Καὶ τὰ φτερά,
νὰ τὰ φτερὰ, ἕνα ὄνειρον! Ἀπάνου ἀπ’ τὴ γοργόνα
τοῦ μίσους καὶ τοῦ σπαρασμοῦ, τοῦ ὀλέθρου καὶ τοῦ τρόμου,
σὰν πρωτοστάτης ἄγγελος τὸ γαλανὸ ὄνειρό μου!

Εἶμαι ποτάμι ἀπὸ τραγούδια ἀχάλαστα, γιὰ ἰδές!
Χρυσὴ ἡ κιθάρα, χάρισμα δικό σου οὐρανοπλάνο!
Ἀπὸ κυκλώπεια μάνητα κι ἄν πάνε οἱ κόρδες της κ’ οἱ ᾠδές,–
ἀπὸ καινούριες ἄσφαλτες ναραϊδοπρόσφερτες χορδὲς
κελαϊδισμὸ καὶ κλάγγασμα καινούρια θὰ τῆς κάνω.

Καὶ τὄνειρο μου, τῆς παρθένας Ἠγησῶς γαμπρός.
Καὶ τῆς παρθένας Ἠγησῶς
τὸ μαρμαροκρινόχερο στὸ ἥσυχο μεθύσι
τῶν τάφων ποὺ τοὺς εἶναι θησαυρός,
τὸ χέρι τῆς παρθένας Ἠγησῶς
πάει τὄνειρό μου νὰ φιλήσῃ.
Η ΜΟΥΣΑ

Ρήμασμα οϊμέ! καὶ χάλασμα τῆς γῆς τὸ περιβόλι,
γύμνια στῆς χώρας τἀνοιχτὰ καὶ στὰ κλεισμένα τῆς ψυχῆς.
Ἡ Ἑλλάδα ὀνειροπάλατο κ’ ἕνα χαμόγελο ὅλη!
Ξένος προφήτης ἔκραξε τῆς χώρας θείας ξαγναντευτής.
Οϊμέ! τὸ ὀνειροπάλατο, στὸ φῶς τοῦ ξύπνου, πάει!
Χέρι σὰ Μήδειας βακχικῆς κομμάτια τὸ σκορπάει
τὸ ἀπὸ τὸ αἵμα της κορμὶ στὰ αἰγαῖα γαλανοπλάτια.
Κ’ ἐσύ, βλαστός μου ἀταίριαστος, καὶ ποιὸς θὰ τὸ πιστέψῃ,
στὴν πράξη ἀπάνου, στὴ φωτιά, καὶ ποιὰ δροσοπαλάτια
χιμαιρικὰ ἀγωνίζεσαι νὰ χτίσῃς μὲ τὴ σκέψη;

Ὦ πεταλοῦδες τῶν παιδιῶν καὶ τῶν καρδιῶν
μέσ’ στὰ κοπάδια ἀνυποψίαστες τῶν ἀκρίδων!
Δόξες τῶν ἔργων καὶ χαρὲς τῶν τραγουδιῶν
τὶς κάνουν οἱ εὐτυχίες τῶν πατρίδων.

Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1917.

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΙΡΑ



Πηγή: Ανέμη - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών

Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

  1. Ο/Η Χρύσα λέει:

    "Ἕνα βιβλίο στό χἐρι της κρατοῦσε ἡ Μοῦσα, ὅταν ἧρθε καί μέ φίλησε".
    (Ἡ Ποιητική μου , 1993. Ἄπαντα)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *