Λόγος στήν ἡμέρα μνήμης τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλνων τοῦ Πόντου
Χρῆστος Γιανναρᾶς
Συναχθήκαμε σήμερα ἐδῶ νά διαδηλώσουμε πιστότητα στή μνήμη τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου.
Ἐπιτρέψτε μου νά ὑπογραμμίσω: Ἡμέρα μνήμης δέν σημαίνει ἡμέρα συναισθηματικῆς ἁπλῶς ἐκτόνωσης. Θρηνοῦμε τή δολοφονία 353.000 Ἑλλήνων ἀπό τίς στρατιωτικές καί παραστρατιωτικές δυνάμεις τοῦ τουρκικοῦ κράτους, στά πλαίσια κεντρικῆς πολιτικῆς ἀπόφασης καί μεθοδικά σχεδιασμένης στρατηγικῆς. Ἡ ὀδύνη εἶναι ἀνεξάλειπτη καί ἀφόρητη, ἀλλά μόνη ἡ ὀδύνη μένει πάντοτε ἄγονη.
Ἔχει νόημα νά διασώζουμε τή μνήμη τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, ἄν ἡ ἐγρήγορσή μας εἶναι ἱστορικά γόνιμη. Ἄν δηλαδή ἔχει ἔμπρακτες συνέπειες πού ἐγγυῶνται γιά τό μέλλον τόν αὐτοσεβασμό μας καί τή συλλογική μας ἀξιοπρέπεια. Τουλάχιστον, νά μήν συνεργήσουμε νά ἀπαλειφθοῦν ἀπό τήν πανανθρώπινη συνείδηση τά ὅρια ἀνάμεσα στόν πολιτισμό καί στή βαρβαρότητα, στήν ἀνθρωπιά καί στήν κτηνωδία.
Στόν Πόντο ἄνθισε, γιά εἰκοσιοχτώ ὁλόκληρους αἰῶνες, ἕνας πολιτισμός— ὄχι ἡ φυλή ἁπλῶς ἤ τό γένος τῶν Ἑλλήνων. Ὁ ἴδιος ἐκεῖνος πολιτισμός πού κόμισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ἔκπληξη, γιά πρώτη φορά, τῆς κριτικῆς σκέψης, δηλαδή τή βάση τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ἔρευνας. Κόμισε, γιά πρώτη φορά, τήν ἐκδοχή τῆς συλλογικότητας ὡς κοινοῦ ἀθλήματος προκειμένου νά «ἀληθεύει» ὁ βίος, τοῦ ἀθλήματος τῆς πολιτικῆς. Δίχως αὐτό τόν πολιτισμό ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων σήμερα, σέ καθολική κλίμακα, θά ἦταν ἄλλη. Ἡ Γενοκτονία τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ στοιχειοθετεῖ, πρωταρχικά, ἔγκλημα ἀπέναντι σέ ἕναν πολιτισμό μέ πανανθρώπινη ἐμβέλεια.
Δέν πρόκειται γιά μεγαλόστομη ρητορεία. Ὁ ξεριζωμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τόν Πόντο, κοιτίδα πανάρχαιη τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, θά εἶχε σήμερα τό ἀνάλογό του, ἄν ἐξαλείφονταν οἱ Γάλλοι ἀπό τό Παρίσι, οἱ Βρετανοί ἀπό τήν Ὀξφόρδη, οἱ Γερμανοί ἀπό τή Χαϊδελβέργη —τί θά σήμαινε ἕνα τέτοιο γεγονός γιά τή σύνολη ἀνθρωπότητα, ἔστω καί χωρίς τήν κτηνωδία τῶν ἀπαγχονισμῶν, τῶν βιασμῶν, τῶν ἀνασκολοπισμῶν, τῶν πυρπολήσεων. Πόντος χωρίς Ἑλληνισμό σημαίνει ἐξάλειψη καί διακοπή τῆς συνέχειας μιᾶς πληθυσμικῆς παρουσίας ταυτισμένης μέ πρόταση πολιτισμοῦ πού ἐνδιαφέρει πανανθρώπινα.
Τιμοῦμε τή μνήμη τοῦ μαρτυρικοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ στό ποσοστό πού διασώζουμε τήν ἐπίγνωση τῆς πρότασης πολιτισμοῦ πού ἐνσάρκωνε. Οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου ἦταν ζωντανό κατάλοιπο τῆς οἰκουμενικῆς δυναμικῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ προτοῦ αὐτή νά ὑποταχθεῖ στόν ἐθνικιστικό ἐπαρχιωτισμό καί ἀλλοτριωθεῖ σέ βαλκανικό περιθώριο τῆς Εὐρώπης. Τότε, πρίν ἀπό τούς δυό παγκόσμιους πολέμους, ὁ Ἕλληνας, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἐλύτης, «ἀνάσαινε ἀκόμα τόν ἀέρα μιᾶς περίπου αὐτοκρατορίας. Οἱ δυνατότητές του νά κινηθεῖ χωρίς διαβατήριο γλώσσας καλύπτανε μεγάλα μέρη τῆς Ἰταλίας καί τῆς Αὐστρίας, ὁλόκληρη τήν Αἴγυπτο, τή νότια Βουλγαρία, τή Ρουμανία, τή Ρωσία τοῦ Καυκάσου καί, φυσικά, τήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ἐνδοχώρα της, ὥς κάτω, κατά μῆκος τοῦ Αἰγαίου, τή λεγόμενη στίς μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία».
Καί προσθέτει ὁ ’Ελύτης: «Εἶναι, τό ξέρω δύσκολο νά ἀξιολογεῖς τό σημερινό μολύβι σάν χθεσινό χρυσάφι». Ὅμως, πρέπει νά προσθέσουμε, ἀλλοίμονο ἄν πάψει τό χρυσάφι νά μετράει τήν ποιότητα τῆς ζωῆς ἀκόμα καί σέ χρόνια μολυβένιου λήθαργου.
Ἴσως σήμερα ἕνα παιδί πού τελειώνει τό ἑλληνικό σχολειό νά ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ποῦ βρίσκεται γεωγραφικά ὁ Πόντος, ποῦ ἡ Τραπεζούντα, ποῦ ἡ Σινώπη, ἡ Κερασούντα, ἡ Ἀμισός, ἡ Ἀμασεία, ἡ Ἀργυρούπολη, ἡ Οἰνόη, ἡ Παναγία ἡ Σουμελᾶ. Νά ἀγνοεῖ ὅτι ἐκεῖ ἀνθοῦσε ἐπί αἰῶνες ἕνας γεμάτος σφρίγος Ἑλληνισμός καί ὅτι ἔφτασε κάποια στιγμή πού ἀποτέλεσε αὐτόνομο ἑλληνικό κράτος. Τουλάχιστον ὅμως νά μήν ἀγνοεῖ τό σημερινό Ἑλληνόπουλο ὅτι ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ ἐπαρχιώτικου ἑλλαδικοῦ κρατισμοῦ, ὁ Ἑλληνισμός τοῦ Πόντου εἶχε κατορθώσει ἐπιτεύγματα πού σήμερα μόνο θαυμάζουμε οἱ κατά ὑπηκοότητα Ἕλληνες, ὄντας ἀνίκανοι νά τά πραγματώσουμε. Ἀνυπέρβλητο ἐπίτευγμα ἡ ἀπό θέσεως ἰσχύος, καί γι’ αὐτό δημιουργική, συνάντηση τοῦ ποντιακοῦ (καί γενικότερα τοῦ μικρασιατικοῦ) Ἑλληνισμοῦ μέ τά ἐπιτεύγματα τῆς εὐρωπαϊκῆς Νεωτερικότητας. Λειτούργησε στίς χαμένες αὐτές κοιτίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ πανάρχαιη ἀφοβία τῶν Ἑλλήνων νά προσλαμβάνουν ὁτιδήποτε καί ὁπουδήποτε χωρίς νά ὑποτάσσονται στό πρόσλημμα. Ἀφομοίωναν στίς δικές τους ἀνάγκες καί στούς δικούς τους στόχους θησαυρίσματα ἀλλότριων πολιτισμῶν —δέν ἀλλοτριώθηκε ὅμως τότε ἡ ἑλληνική αὐτοσυνειδησία καί ἑτερότητα ἀπό τέτοιες προσλήψεις. Ἡ ἀλλοτρίωση κυριάρχησε μόνο στό ἑλλαδικό κρατίδιο, ὅπου ἡ ἑλληνικότητα βιώθηκε (και βιώνεται) σάν ἐξουθενωτική μειονεξία, ἀφοῦ μιά ξιπασμένη διανόηση πότισε (καί ποτίζει) αὐτόν τόν λαό, ὥς τό μεδούλι, μέ τή βεβαιότητα ὅτι εἶναι δεύτερος, καθυστερημένος, ὑπανάπτυκτος σέ σύγκριση μέ τά «πεφωτισμένα καί λελαμπρυσμένα τῆς Ἐσπερίας ἔθνη».
Στόν ποντιακό καί μικρασιατικό Ἑλληνισμό —τουλάχιστον σέ περιοχές ἀπό τίς ὁποῖες σώζονται τεκμηριωμένες μαρτυρίες— ἦταν ἀδιανόητο στά ἑλληνικά δημοτικά σχολεῖα νά μήν ὑπάρχουν εἰδικοί δάσκαλοι γιά τή μουσική καί τά γαλλικά. Ὑπῆρχαν ἀκόμα καί γαλλόφωνες ἑλληνικές ἐφημερίδες, τό δέ θέατρο τῆς Τραπεζούντας, ὅπως καί αὐτό τῆς Σμύρνης, συναγωνιζόταν σέ ποιότητα καί ἐπίπεδο τά θέατρα τῶν πρωτευουσῶν τῆς Εὐρώπης. Καί ὅμως αὐτός ὁ δημιουργικός ἐξευρωπαϊσμός δέν ἔθιγε στό παραμικρό τήν ἑλληνική πολιτιστική ἰδιαιτερότητα, τήν καύχηση γιά τήν εὐγένεια καί τήν ἀρχοντιά τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Σέ ἐξόφθαλμη ἀντίθεση μέ τόν ἑλλαδικό Ἑλληνισμό, ὅπου, κάθε βῆμα ἐξευρωπαϊσμοῦ σήμαινε, κατά κανόνα, μίμηση καί πιθηκισμό τῆς Ἐσπερίας, ταπεινωτική ἀλλοτρίωση καί ἀνίατη μιζέρια μειονεξίας.
Θρηνοῦμε γιά τή Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου ἀλλά δέν υἱοθετοῦμε τόν ρόλο τοῦ θύματος —θά ἦταν ἡ εὔκολη λύση φυγῆς ἀπό τίς ἱστορικές προκλήσεις. Κάθε ἐτήσια σύναξη στή μνήμη τοῦ ποντιακοῦ ὁλοκαυτώματος ὀφείλει νά διαδηλώνει ἀνυποχώρητη ἐμμονή στήν αὐτοσυνείδητη ἑλληνικότητα πού σάρκωσε ὁ ποντιακός Ἑλληνισμός. Ἑλληνικότητα ὄχι συναισθηματική, ἰδεολογική καί ρητορική, ὄχι φτήνεια δημαγωγίας καί ἐθνικιστικῆς καπηλείας. Ἐμμονή στήν ταυτότητα πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων. Δηλαδή, στή διαχρονική ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Στήν πρωτογενή ἑλληνική ταυτότητα τῆς πολιτικῆς ὡς κοινοῦ ἀθλήματος σχέσεων κοινωνίας. Στήν ἑλληνική ἐμμονή σέ μεταφυσικό ἄξονα νοήματος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί συνύπαρξης, στή βεβαιότητα ὅτι τό κατόρθωμα τῆς δημοκρατίας εἶναι ἀνέφικτο χωρίς ἔμπρακτο σέβας τοῦ «ἱεροῦ»: δέν γίνεται δημοκρατία χωρίς Παρθενώνα καί Ἁγιά Σοφιά.
Ὁ ποντιακός Ἑλληνισμός μᾶς κατέλειπε μέτρα ἀρχοντιᾶς, ἀριστοκρατίας τοῦ ἤθους —τά ψηλαφοῦμε τά μέτρα ἀκόμα καί σέ μόνη τήν αὐτοκυριαρχημένη εὐγένεια τῶν ποντιακῶν χορῶν. Τελώντας ἐτήσια σύναξη στή μνήμη τῆς Γενοκτονίας, αὐτή τήν ἀρχοντιά θέλουμε νά σώζουμε ὡς εὔτολμο πολιτικό αἴτημα. Ἀρκετά πιά γευθήκαμε τήν πίκρα καί τήν ταπείνωση μιᾶς ἑλλαδικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς πού προκλητικά παραθεωρεῖ τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἑλληνικοῦ ὀνόματος καί τίς βιωματικές ἱστορικές μας μνῆμες. Βδελυσσόμαστε τούς ἐθνικιστικούς φανατισμούς, τή μισαλλοδοξία, εἴμαστε ἕτοιμοι (καί μάλιστα μέ ἀφελέστατες συχνά ὑπερβολές) νά συγχωρέσουμε τούς αὐτουργούς τῆς γενοκτονίας, νά συνυπάρξουμε μέ τόν γείτονα λαό εἰρηνικά. Ἀλλά εἶναι ἀνυπόφορη ὀδύνη αὐτή ἡ εὐγένεια τοῦ λαϊκοῦ αἰσθήματος νά μεταφράζεται ἀπό τίς πολιτικές ἡγεσίες σέ ἐξωτερική πολιτική ἀναξιοπρέπειας καί ραγιαδισμοῦ.
Δήλωσε μόλις πρό ἡμερῶν ὁ πρωθυπουργός τῆς γείτονος χώρας ὅτι ἡ ἀνέγερση στήν Ἑλλάδα μνημείου γιά τή Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου προσκρούει στήν εὐαισθησία τοῦ τουρκικοῦ λαοῦ. Καί, γιά ἄλλη μιά φορά, δέν ἀκούσαμε ἀπό ἑλληνικά ἐπίσημα χείλη οὔτε μιά λέξη νηφάλιας καί εὐγενικῆς, ἀλλά μέ ἀξιοπρέπεια καί αὐτοσεβασμό ἀπάντησης. Σέ μέρα ὅπως ἡ σημερινή μνήμης καί ὀδύνης γιά τό φρικιαστικό ὁλοκαύτωμα, τήν ἐξόντωση 353.000 Ἑλλήνων τοῦ Πόντου καί τόν ξεριζωμό ἀπό τήν πατρώα γῆ ἄλλων 500.000 καταδικασμένων στήν ἐξαθλίωση τῆς προσφυγιᾶς, τό νόημα αὐτῆς ἐδῶ τῆς σύναξης δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά μόνο μιά ρεαλιστική πολιτική δέσμευση: Ὅτι θά ἀποδοκιμάζουμε πάντοτε μέ τήν ψῆφο μας κάθε πολιτική ἡγεσία, ὁποιασδήποτε ἐπίπλαστης ἤ πραγματικῆς ἰδεολογικῆς ἀπόχρωσης, πού ἐπιδεικτικά παραγνωρίζει τήν εὐαισθησία τοῦ λαοῦ μας γιά τή Γενοκτονία τοῦ ποντιακοῦ καί τοῦ μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Δέν εἶναι νοητό νά ἀνεχόμαστε μιά ἐξωτερική πολιτική πού ἤ χορεύει ζεϊμπέκικο ἤ κουμπαριάζει μέ τήν ἀμετανόητη καί θρασύτατη στίς ἀπαιτήσεις της ἡγεσία ἑνός λαοῦ πού μόνο καυχᾶται γιά τά φρικώδη ἐγκλήματα τῶν πατέρων του. Σχέσεις καλῆς γειτονίας, ναί, φιλία καί συνεργασία ὅπου εἶναι ἐφικτή, ἐπίσης. Ἀλλά, ἐπιτέλους, στή σοβαρή αὐστηρότητα καί στά ἀγέλαστα πρόσωπα τῶν ἡγετῶν τῆς γείτονος ἄς πάψουν οἱ ἕλληνες πολιτικοί νά ἀντιπροσφέρουν πληθωρικές ἐγκαρδιότητες, χασκογελάκια καί φιλοφροσύνες τῆς ἀνάγκης τοῦ ραγιᾶ νά εἶναι ἀρεστός στόν ἀφέντη. Πιθανόν νά εἶναι ἡ Ὑπερδύναμη πού ἐπιτάσσει τήν ἄνευ ὅρων καί χωρίς τό παραμικρό ἀντάλλαγμα ὑπερψήφιση τῆς εἰσόδου στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἑνός ἀσιατικοῦ λαοῦ, ἐφιαλτικῆς ὑπανάπτυξης. Ἀλλά εἶναι καί ἀποδεδειγμένο στή διεθνή πρακτική ὅτι ἕνα κράτος πού μόνο ὑποτάσσεται στίς ἐπιταγές τῶν ἰσχυρῶν χωρίς σθένος καί ραχοκοκαλιά ἱστορικῆς καί πολιτιστικῆς αὐτοσυνειδησίας ἀπωθεῖται στό περιθώριο τῶν διεθνῶν σχέσεων, περιφρονημένο ἀπό ὅλους καί ἀνυπόληπτο.
Ἀπό τή μιά μεριά καθημερινές παραβιάσεις τοῦ ἑλληνικοῦ ἐναέριου χώρου καί τῆς θαλάσσιας ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ὠμές προκλήσεις στή Θράκη καί στίς βραχονησίδες τοῦ Αἰγαίου, ἁλυσιδωτή συνέχεια τῶν ἐγκλημάτων ἐθνοκάθαρσης ἀπό τόν Πόντο στή Μικρασία, καί μετά στήν Ἴμβρο, στήν Τένεδο, στήν Κωνσταντινούπολη, στή Βόρεια Κύπρο. Καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ἑλληνική κοινωνία νά ζεῖ, χρόνια τώρα, τήν ἀπροκάλυπτη ἰδεολογική τρομοκρατία πού τῆς ἀσκεῖ μιά συντεχνιακή διανόηση δῆθεν «Ἀριστερᾶς» καί δῆθεν «προόδου», στό ὄνομα ἑνός ἐκσυγχρονιστικοῦ τάχα διεθνισμοῦ.
Κατάλοιπο ἀντανακλαστικῶν τοῦ κάποτε μαρξιστικοῦ διεθνισμοῦ, ὁ ἐκσυγχρονιστικός σήμερα διεθνισμός χλευάζει σάν σκοταδισμό καί ἀναχρονισμό κάθε αἴσθηση πατρίδας, κάθε ἀναφορά σέ παράδοση καί πολιτισμό τῶν Ἑλλήνων. Ἑρμηνεύει τήν τουρκική ἐπιθετικότητα σάν περίπου αὐτονόητη ἀντίδραση στόν ἑλληνικό, ὅπως λένε, ἐθνικισμό, στήν ψυχοπαθολογική φοβία τῶν Ἑλλήνων καί στό φάντασμα τῆς καχυποψίας μας: τόν «ἐξ Ἀνατολῶν κίνδυνο», φάντασμα πού τό γεννάει, λένε, ὁ πολεμοκάπηλος ἐθνοκεντρισμός μας.
Μέσα σέ αὐτό τό κλίμα τρομοκρατίας ὅσοι τολμοῦν νά ψελλίσουν ὀδύνη γιά τόν μεθοδικό πνιγμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολη, τή συνεχιζόμενη δηλαδή ἐθνοκάθαρση, ἤ γιά τόν συστηματικό ἀφανισμό τῶν μνημείων ἑλληνικῆς συνέχειας στήν κατεχόμενη Κύπρο, ὅσοι προβάλλουν ἀντίρρηση γιά τήν ἀνεξέλεγκτη δράση καί τίς ὠμές προκλήσεις τοῦ Τουρκικοῦ Προξενείου στήν Κομοτηνή ἤ γιά τήν ψηφοθηρική ἐκμετάλλευση τῆς ἐκεῖ μουσουλμανικῆς μειονότητας ἀπό κομματάρχες καί πολιτευτές, διασύρονται στά πρωτοσέλιδα τῶν «προοδευτικῶν» ἐφημερίδων σάν «ἑλληναράδες», ἐθνοκάπηλοι, ρατσιστές.
Τελώντας αὐτή τήν ἐτήσια σύναξη στή μνήμη τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου δίνουμε νόημα στήν ἐθιμική τελετή μόνο ἄν θελήσουμε νά λειτουργήσει ὡς εὔτολμο πολιτικό αἴτημα. Ὡς ἀπαίτηση νά σεβαστεῖ ἡ ἐπαγγελματική πολιτική τίς εὐαισθησίες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Νά πάψουμε νά ντρεπόμαστε οἱ Ἕλληνες γιά τήν ἄχρωμη, ἄοσμη, καί ἄγευστη ἀπό Ἱστορία καί πολιτισμό ἐξωτερική μας πολιτική. Ὄχι μόνο οἱ ἐνέργειες, ἀλλά καί ὁ λόγος ὁ πολιτικός νά ἀπηχεῖ τόν αὐτοσεβασμό καί τήν ἀξιοπρέπεια τῶν Ἑλλήνων. Νά ἐργασθεῖ μέ σοβαρότητα τό ἑλληνικό κοινοβούλιο ὥστε νά πληθυνθεῖ ὁ ἀριθμός τῶν χωρῶν πού θά ἀναγνωρίσουν μέ ἐπίσημες πράξεις τή γενοκτονία τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Νά εἶναι ἡ Γενοκτονία, ὁ ἀφανισμός τῆς ἐξωελλαδικῆς οἰκουμενικῆς ἑλληνικότητας, ἄξονας σύνεσης ἀλλά καί τόλμης τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς.
Δύσκολο νά ἀξιολογεῖς τό σημερινό μολύβι σάν χθεσινό χρυσάφι. Στή σημερινή μέρα, κατά συμβολική σύμπτωση, ὁ ρυθμός τῆς Ἑλλάδας, καθορισμένος στανικά ἀπό τά κρατικά τηλεοπτικά κανάλια —δηλαδή ἀπό τήν πολιτική καί πάλι ἡγεσία— συντονίζεται μόνο μέ τήν καφρική εὐτέλεια τοῦ αὐριανοῦ διαγωνισμοῦ τῆς Εurovision. Καί ἐμεῖς ἐδῶ ἐπιμένουμε νά τελοῦμε μνημόσυνο τῆς χαμένης ἀρχοντιᾶς καί εὐγένειας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου.
Μοναδική μας ἐλπίδα ὁ λόγος τοῦ Μακρυγιάννη.
«Ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθε καί ὥς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦν. Τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά».
Γι’ αὐτή τή μαγιά ἡ ἀποψινή τελετή μας.
* Ομιλία την 19η Μαΐου 2006, την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, στη Θεσσαλονίκη
Πηγή: Αντίφωνο