ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ (Ἀφιερώματα)

Λορέντζος Μαβίλης

ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Λ. ΜΑΒΙΛΗ

Στὴ σιγαλιὰ ἡ ψυχή σου εἶναι φευγάτη,
Μόνη· μισεῖς τὸ στόμα ποὺ γαυγίζει,
Ἀλλ' ὦ τοῦ ἀρχοντικοῦ σονέττου ἐργάτη,
Τῆς πατρίδας ἡ ἀγάπη σὲ φλογίζει.

Σ' ἀλαβαστρένια γάστρα ὁλογιομάτη
Ἀπ' ἁγνὴ ντόπια γῆ μοσκομυρίζει
Καὶ τρέμει ἕνα λουλούδι ὀνείρου, κάτι
ποὺ δύσκολα ὁ καθεὶς τὸ ξεχωρίζει.

Γάστρα εἶν' ὁ στίχος, καὶ λουλούδι ὁ νοῦς σου.
Μὰ τὴ γάστρα τὴ σύντριψ' ἕνα χέρι,
Κ' ἡ γαλανὴ ὀμορφιὰ τοῦ λουλουδιοῦ σου

Τὸν καπνὸ τῆς μπαρούτης ηὗρε ταῖρι
Στὴν Κρήτη, στὴν κορώνα τοῦ πελάγου,
Μάννα τῆς ρίμας καὶ τοῦ τουρκοφάγου.

1896, ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

*

Λορέντζος Μαβίλης

ΕΛΕΓΕΙΟ ΣΤΟ ΜΑΒΙΛΗ

Μνήμη ἱερή! ὅσο θάνατος μὲ τὴ ζωὴ παλεύει·
τόξο λαμπρό σελάγιζε στὸν ἀξεθύμαστο οὐρανό.
Ψηλότερα στὸν ἕβδομο, κανένας δὲ θ' ἀνέβει

Παρὰ ὅποιος, ἀπαρόμοιαστος, χάρισμα θεϊκό,
τὸ στοχασμό του πρόσφερε σὲ θαυμασμὸ καὶ χλεύη,
καὶ τὸ αἷμα του γιὰ δύστυχων ἀνθρώπων λυτρωμό!

Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

*

Λορέντζος Μαβίλης

ΜΑΒΙΛΗΣ

«Ἕν δὲ φάει καὶ ὄλεσον»
(ΟΜΗΡΟΣ)

Ι

«Στὸ φῶς θανάτωσέ με!» Ὅμοιος ὁ Αἴαντας,
Μορφὴ τοῦ Ὀλύμπου, ἀντίκρυσε τὴ Μοῖρα·
Τὰ ὀγρὰ γλαυκά του μάτια τὸν ἀγνάντεψαν
Τὸ θάνατο, νὰ τοῦ φωτάῃ τὴ Λύρα.
Στοῦ Γαριβάλδη, τὸ ἄλικο τὸ φόρεμα
Σὰ γύρεψε τὴν ἡρωϊκὴ πορφύρα!

Ἀγαλματένια ἡ Ἠθικὴ κ' ἐπύργωνε
Τὸ λόγο του μεστὴ ἀπὸ Νοῦ ἡ Πατρίδα.
Ὕστερη λάμψη στὰ μεγάλα μάτια του
Τὰ κουρασμένα, ἡ ἐχθρικὴ λεπίδα.
Μὰ ἦταν ὀγρά, ὅπως ὅλοι τὸν γνωρίσαμε,
Σὰ ν' ἀναβράαν μιὰν ἄσωτην ἐλπίδα!

Στὴν Πλάνη ὀμπρός, γυμνὸς ἐστάθη ἀντίμαχος,
Νοῦς καὶ κορμί-καὶ μιὰν Ὀλύμπια χάρη,
Σὰ νέφι θεῖο τὴ δύναμή του ἐσκέπαζε
Μαζί, Σοφό, Ποιητὴ καὶ Παλληκάρι.
Σὰ μέταλλο σκληρὸ καὶ ἁπαλοφάνταστο
Ξανάχυσεν ἀτσάλι καὶ λογάρι!

ΙΙ

Τὸ μεγάλο κορμί σου, ὀμπρὸς στὰ Γιάννενα
Κι' ὁ λογισμός σου, κορυφὴ τῶν κρίνων,
Ἂς εἶνε ἀρχὴ ν' ἀνοίξῃ ἡ Πύλη διάπλατη
Τοῦ ὀχτροῦ, γιὰ νἄμπῃ τὸ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων!
Κι' ἂς Σοῦ κάμουνε οἱ Νέοι νεκτοκρέββατο
Μὲ τῶν δαφνῶν κλαριὰ καὶ μὲ τῶν σκοίνων,
Νὰ σὲ φέρουνε, Ὡραῖε καὶ ἄγναντε Ἥρωα,
Σὰν ἅγιο λείψανο, στὴν ἅγια Πύλη.
Τοῦ Στρατοῦ τῆς Ἠπείρου, ὅλα ἂς σκύψουνε
Νὰ σοῦ ἀγγίξουν τὸ μέτωπο, τὰ χείλη.
Ἁπλὸς στρατιώτης-καὶ γὼ σκύβω, δίνοντας
Τὸν ὕστερο ἀσπασμό, σ' Ἐσέ, Μαβίλη!

1912, 1 Δεκεμβρίου ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

*

Λορέντζος Μαβίλης

ΣΤΟ ΛΟΡΕΝΤΣΟ ΜΑΒΙΛΗ

Ἀρηϊφάτους οἱ θεοὶ τιμῶσι καὶ οἱ ἄνθρωποι.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Ὦ Ἥρωα Ποιητή, ποιὰ διπλῆ χάρη
τὸ μέτωπό σου δαφνοστεφανώνει!
Ὁ Ἄγγελος τοῦ πολέμου σ' ἔχει πάρει
κ' ἡ Νίκη τὰ φτερά της γιὰ σὲ ἁπλώνει...

Εὐγενικὸ κι ἄφοβο παλληκάρι,
ἡ Μοῦσα τώρα πλιὰ δὲ σὲ σιμώνει
καὶ ματοστάλαχτος φιλεῖς τὸν Ἄρη
ποὺ μὲ ἀθάνατη δόξα σὲ πληρώνει.

Ἐμὲ δὲν ἦρθε νὰ μὲ βρεῖ ἕνα βόλι,
πρῶτο δῶρο στὸν ἄξιο τοῦ πολέμου,
μὰ Ἐσὺ ἀπ' τῆς Τέχνης τὸ θεῖο περιβόλι
ἴσια τραβᾶς νὰ ἰδεῖς, φίλε ἀκριβέ μου,
αἰώνιο, μές στὴ νεκρικὴ γαλήνη,
τ' ὄνειρο τῆς ζωῆς, ποὺ γοργοσβήνει.

1912, ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ

*

Λορέντζος Μαβίλης

ΑΠΟ ΤΟ "ΡΩΜΗΟ" ΤΟΥ ΣΟΥΡΗ

Στὸ Μπιζάνι, 'στὸ Μπιζάνι...
λόγχαις τῶν εὐζώνων λάμπουν,
ποὔχανε λαχτάρα νἄμπουν
μὲς 'στὴν πόλι τ' Ἅη Γιάννη.

Ποίου σπαραγμοῦ σκηνή!...
σῶμα πολεμοῦν μὲ σῶμα,
μὰ φωνάζει μιὰ φωνὴ
πῶς κι' οἱ Γαριβαλδινοὶ
πολεμοῦνε μὲ τὸν Ρώμα.

Κι' ἕνας γέρος, ὁ Μαβίλης, ἀσπρομάλλης ποιητής,
ξεπροβάλλει μαχητής.
Νάτος νάτος... φτερωτὸς
στῆς Τουρκιᾶς ὁρμᾶ τἄσκέρι,
μὰ σκοτόνεται κι' αὐτὸς
μὲ γυμνὸ σπαθὶ στὸ χέρι.

Πέθανε χωρὶς λαλιὰ,
κι' ἕνα χέρι στεφανόνει
τ' ἀσημένια του μαλλιὰ
μὲ βουνῶν εὐμούσων χιόνι.
Πῆραν κι' ἡ Μούσαις τἄρματα
καὶ δὲν ψηφοῦν θανάτους.
Τώρα τῆς λύραις των πετοῦν,
τώρα σπαθὶ σφικτοκρατοῦν
στὰ κριναδάκτυλά τους.

Ζηλεύω γέρο ποιητή,
ποὺ ξίφος μαχητοῦ κρατεῖ
μὲς στὰ γεράματά του.
Οὐχ ἦττον, Περικλῆ, κι' ἐγὼ
πάντα πρὸς πόλεμον ὀργῶ
ἀπὸ τοῦ Ζαχαράτου.

Θέλω κι' ἐγὼ, καλέ μου,
ν' ἀναπηδῶ φρενήρης
στὸν σάλον τοῦ πολέμου
καὶ νὰ κτυπῶ ξιφήρης.

Πρόθυμον μὲν τὸ πνεῦμα, πλὴν ἀσθενὲς τὸ σῶμα,
θέλω κι' ἐγὼ νὰ πέσω μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χῶμα,
θέλω κι' ἐγὼ ν' ἀφήσω τὰς πτήσεις τοῦ Πηγάσου,
μὰ μιὰ φωνὴ μοῦ λέει: νὰ κάθεσαι στ' αὐγά σου.

8 Δεκ. 1912, ΣΟΥΡΗΣ

*

Λορέντζος Μαβίλης

Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ

Ὡραῖε Νεκρέ, δακρύου ἂς μὴ σταλάξη
σπονδήν, ἀπὸ τὰ ξέχειλα κροντήρια
ματόκλαδων-στοῦ πόνου τὰ μυστήρια,
ἱεροφάντισσα τοῦ θρήνου ἂς μὴ σπαράξη

τ' ἄγουρα ἀκόμη στήθια. Ἐξιλαστήρια
τοῦ ἰσόθεου κορμιοῦ Σου, ἡ θεία Δίκη
τὴν ἄχνα ἐδέχτη καὶ ξανθὴ παιδούλα ἡ Νίκη
ριζοβολήθη στὸ φιλί, ποὺ νικητήρια

πνοὴ χαμοῦ σοῦ ἐχάρισε, τὸ στόμα
ποὺ τὸ τραγούδι ἐκέρναε νὰ σφαλίση
μὲ ὁλόπικρη σφραγίδα... Ἐπιθαλάμια

ἂς σοῦ τὸ ψάλλουνε, ἡ σκιά Σου πρὶν ἀκόμα
τοῦ λογισμοῦ, χρυσόγραφτη, βυθίση
τὴν πλάκα στὰ μελάνυδρα ποτάμια...

1913, ΤΑΚΗΣ ΜΠΑΡΛΑΣ


Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 803, 1960

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *