Μᾶς καταστρέφουν αὐτὰ πού… ἀγαπᾶμε
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
«Μὰ θά ᾽ρθουνε ἄλλα χρόνια
μ’ ὄνειρα κι ὁράματα
δίχως λόγους στὰ μπαλκόνια
κι ἄχρηστα προγράμματα»
Ν. Γκάτσος
Τὰ βασανιστήρια ὡς σωματικὴ κάκωση καὶ ἄσκηση βίας ἀπαγορεύονται στὰ δημοκρατικὰ καθεστῶτα, ὅπως τουλάχιστον «γράφουν τὰ χαρτιὰ» καὶ οἱ διακηρύξεις, ὅμως δὲν ἔχουν ἐκλείψει. Ἁπλῶς ἀναπροσαρμόστηκαν, ἐκσυγχρονίστηκαν οἱ μέθοδοι βασανισμοῦ. Τὴν παραδοσιακὴ τεχνικὴ τῶν σωματικῶν πόνων διαδέχτηκε ἡ τεχνολογία ποὺ λιανίζει τὸ μυαλό, συντρίβει τὴ σκέψη καί, κυρίως, ἐλέγχει τὴ συνείδηση. Οἱ σημερινοὶ βασανιστὲς δὲν εἶναι τὰ παγερὰ καθάρματα τοῦ παρελθόντος, ἐπαγγελματίες σαδιστές, κτηνάνθρωποι ποὺ ποδοπατοῦσαν καὶ κατακρεουργοῦσαν κορμιά, ἀλλὰ γνωμηγήτορες, «ὑπερειδικοὶ» ποὺ ἐξουθενώνουν καὶ ὑποτάσσουν ψυχές.
Τὰ σατανικὰ ἐργαλεῖα καὶ μέσα τῶν βασανιστηρίων δὲν εἶναι πιὰ τὰ μαστίγια, τὰ κνοῦτα καὶ τὰ ἠλεκτρόδια, ἀλλὰ ἡ τηλεοπτικὴ εἰκόνα, τὸ καθημερινὸ βασανιστήριο κατατρομοκράτησης τῶν πολιτῶν γιὰ ἀλλαγὴ ἢ προσαρμογὴ τῆς συμπεριφορᾶς τους, γιὰ τὴν πειθήνια ὑπακοὴ σὲ μνημόνια, γιὰ τὴν ἀποκοίμηση ἕως ἀναισθησίας τῶν ἀντανακλαστικῶν τους, γιὰ τὴν δολοφονία τῶν ἰδεῶν, γιὰ τὸ ἁλυσόδεμα, ἐν τέλει, τῆς σκέψης καὶ τὴν κατάλυση τῆς διαφωνίας καὶ τοῦ ἀντιλόγου. Μία συναφὴς παραπομπή. Στὸ ἐξαιρετικὸ ὁ «Θαυμαστὸς Καινούργιος Κόσμος» τοῦ Ἄλντους Χάξλεϋ, στὸν πρόλογο, διαβάζουμε μία προφητικὴ σύγκριση μεταξύ τοῦ ἔργου τοῦ Χάξλεϋ καὶ τοῦ περίφημου «1984» τοῦ Ὄργουελ.
«…Ὁ Ὄργουελ προειδοποιοῦσε ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ ἐπιβληθεῖ ἕνας ἔξωθεν αὐταρχισμός. Ἀντιθέτως γιὰ τὸν Χάξλεϋ, δὲν χρειάζεται Μεγάλος Ἀδερφός, γιὰ νὰ στερηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν αὐτονομία, τὴν ὡριμότητα καὶ τὴν ἱστορική του μνήμη. Ἐκεῖνος πίστευε ὅτι σιγά-σιγὰ οἱ ἄνθρωποι θὰ καταλήξουν νὰ ἀγαποῦν τὴν καταπίεσή τους, νὰ λατρεύουν τὴν τεχνολογία καὶ νὰ ἀποδομήσουν τὴν ἱκανότητά τους γιὰ σκέψη. Τὸν Ὄργουελ τὸν φόβιζαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἀπαγόρευαν τὰ βιβλία. Τὸν Χάξλεϋ τὸν φόβιζε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἀπαγορευτεῖ ἕνα βιβλίο, γιατί δὲν θὰ βρισκόταν ἄνθρωπος πρόθυμος νὰ διαβάσει. (Τὸ βλέπουμε στὰ σχολεῖα αὐτό). Ὁ Ὄργουελ φοβόταν ἐκείνους ποὺ θὰ μᾶς στεροῦσαν τὴν πληροφόρηση. Ὁ Χάξλεϋ φοβόταν ἐκείνους ποὺ θὰ μᾶς ὑπερπληροφοροῦσαν τόσο ὥστε νὰ καταντήσουμε πλάσματα παθητικὰ καὶ ἐγωιστικά. Ὁ Ὄργουελ φοβόταν ὅτι ἡ ἀλήθεια θὰ πνιγόταν σὲ ἕναν ὠκεανὸ σύγχυσης… Μὲ λίγα λόγια, ὁ Ὄργουελ φοβόταν ὅτι θὰ μᾶς καταστρέψουν αὐτὰ ποὺ μισοῦμε. Ὁ Χάξλεϋ ὅτι θὰ μᾶς καταστρέψουν αὐτὰ ποὺ ἀγαπᾶμε».
Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀγαπημένη συσκευὴ εἶναι τὸ ἀκατανίκητο ὅπλο τῶν βασανιστῶν μας. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, νυχθημερὸν ἐνσταλάσσονται οἱ δηλητηριώδεις δόσεις, ὥστε νὰ παραιτηθοῦν νὰ ἀφοπλιστοῦν, νὰ ἀποδεχτοῦν μοιρολατρικὰ τὰ θύματά της – οἱ πάλαι ποτὲ σκεπτόμενοι πολίτες – τὰ ὑποδουλωτικὰ μηνύματα. Ὅλα τὰ λεγόμενα δελτία εἰδήσεων – ἐκπομπὲς ἰδεολογικῆς ἀποστράγγισης, ἐξαπάτησης καὶ χειραγώγησης τοῦ λαοῦ – ἀφιερώνουν τὸ ἥμισυ καὶ πλέον τοῦ χρόνου τους, περιγράφοντας τὰ δεινά μας, παρόντα καὶ ἐπερχόμενα.
Μαυρίζει ἡ ψυχή σου. Βασανιστὲς ποὺ τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο. Τὸ μήνυμα σαφές. Τὰ «μέτρα» θὰ περάσουν, τὸ κακὸ θὰ σᾶς βρεῖ, σκύψτε, ὑπακοῦστε, βουλῶστε το, κλειστεῖτε στὰ σπίτια σας, ὅλα γιὰ τὸ καλό σας γίνονται, «μαζὶ τὰ φάγαμε», εἶστε ἀνεπρόκοποι, ὑποταχθεῖτε στὰ κελεύσματα τῆς Τρόϊκας καὶ τῶν γελωτοποιῶν ποὺ τὴν ἐκπροσωποῦν ἐν Ἑλλάδι. Στὰ «παραδοσιακὰ» βασανιστήρια, οἱ βασανιζόμενοι, τὰ θύματα, ἐξαναγκάζονταν, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ μαρτύρια, νὰ ὁμολογήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν ὅ,τι τοὺς ζητοῦσε ὁ δήμιος. «Νομίζω, τὸ ξέρετε καὶ ἐσεῖς, πὼς οἱ βασανιζόμενοι ἐπηρεάζονται καὶ λένε ὅ,τι εὐχαριστεῖ τοὺς βασανιστές τους – ὅ,τι ἂν ἐκείνοις μέλλωσι χαριεῖσθαι», γράφει ὁ ρήτορας Ἀντιφὼν στὸ «περὶ τοῦ Ἡρώδου φόνου» (ν.32).
Ἴδια τακτικὴ χρησιμοποιοῦν οἱ τηλεβασανιστές μας. Μὲ τὴν καθημερινή, δόλια «διδασκαλία» ξεθωριάζουν τὴν μνήμη μας, ἀποστεώνουν τὴν ζωογόνο συλλογικότητα, ἐνσπείρουν τὸν φόβο καὶ ἐγκολπώνονται οἱ πολίτες τὴν «διδαχὴ» τῆς πορωμένης καὶ ξεπουλημένης ἐξουσίας, ποὺ συμπυκνώνεται στὴ φράση: καθένας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἄσ᾽ τοὺς ἄλλους νὰ πνιγοῦν. Γι’ αὐτὸ τὰ μέτρα περνοῦν ἀντουφέκιστα. Ὑποκύπτουμε γιὰ νὰ γλιτώσουμε τὸ καθημερινὸ βάσανο.
Παρένθεση. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἰταμὴ καὶ χυδαία ἐπίθεση κατὰ τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας καὶ μνήμης –μέσῳ ἐκπομπῶν, βιβλίων, περιοδικῶν καὶ λοιπῶν ἀηδιῶν- στὴν παροῦσα συγκυρία ὑποστυλώνει τὸ βρόμικο σχέδιο γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑποδούλωση καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ λαοῦ μας. Τὸ ’21, οἱ Βαλκανικοὶ Πόλεμοι, τὸ Ἔπος τοῦ ᾽40, ὁ ἀγώνας τῆς ΕΟΚΑ, παραπέμπουν στὸ ἡρωϊκό, ἀντιστασιακὸ ἦθος, στὸ ἀδούλωτο φρόνημα, στὸ αἴσθημα τοῦ χρέους καὶ τῆς θυσίας, στὴν παλικαριά, πράγματα ἐπικίνδυνα γιὰ Μνημόνια καὶ ξεπουλήματα τῆς ἐμπερίστατης πατρίδας. Γι’ αὐτὸ λύσσαξαν οἱ ἐθνομάχοι. Τὸν «Μπραΐμη» τὸν προσκύνησαν οἱ δειλοί, οἱ κιοτῆδες, οἱ σαπιοκοιλιές. Οἱ ἀπροσκύνητοι πολέμαρχοι, οἱ Κολοκοτρωναῖοι καὶ οἱ Μακρυγιάννηδες, πολεμοῦσαν γιατί εἶχαν ἐνώπιόν τους «πίστιν καὶ πατρίδα», τὰ τιμιότερα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἕλληνα.
Τὰ ὕπουλα, διαβρωτικὰ ὅμως βασανιστήρια δὲν περιορίζονται μόνο στὴν κατατρομοκράτηση τοῦ λαοῦ. Τὸν ἴδιο στόχο ἔχει καὶ ἡ ἀποβλακωτικὴ «ψυχαγωγία» ποὺ παρέχουν τὰ ἴδια μέσα. Τὰ ἀπανωτὰ κοπροθεάματα, ὅπου ἐπώνυμοι «γυμνοσάλιαγκες καὶ λοιπὰ παρδαλοειδῆ», αἰχμαλωτίζουν τὴν σκέψη μὲ τὰ ἀήθη καὶ σιχαμερὰ «σκάνδαλα», διαφθείρουν, ἀγελοποιοῦν. Εἶναι κι αὐτὰ ἕνα εἶδος βασανιστηρίου, τὸ κέλυφός τους εἶναι ἑλκυστικό, ἀλλὰ καὶ «πανέρι μὲ ὀχιές».
Πολλοὶ ἀναρωτιοῦνται τί κάνουμε; Γιατί δὲν ἀντιδρᾶ ὁ λαός, ἡ πατρίδα καταστρέφεται, «τί πάθηκαν, τί γίνηκαν, τοῦ κόσμου οἱ ἀντρειωμένοι»; Ἀπάντηση. Βλέπουν τηλεόραση, διασκεδάζουν, ἠρεμοῦν, ἀποτραβιοῦνται εἰς τὰ ἴδια, ἰδιωτεύουν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἰδανικοὶ πολίτες γιὰ τοὺς καταστροφεῖς τοῦ τόπου. Γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τοὺς βασανιστές, ἀπαθεῖς καὶ ἀδρανεῖς, ἀπελπισμένοι, συναινοῦν. Ὅ,τι πεῖ ἡ τηλεόραση, τὸ κεντρικὸ δελτίο εἰδήσεων, οἱ γνωμηγήτορες – τύπου Πρετεντέρη – ποὺ τὸ δορυφοροῦν.
Αὐτὴ τὴν ὕπουλη, διαβρωτικὴ διεργασία εἶχε ἐπισημάνει ὁ Πλάτων. Ἡ μουσικὴ ἔγραφε –μουσικὴ μὲ τὴν ἀρχαία ἔννοια: ὅλες οἱ τέχνες ποὺ προστατεύονται ἀπὸ τὶς Μοῦσες– πρέπει νὰ ἀποτελεῖ τὸ κύριο μέλημα τῆς πολιτείας. Γιατί μέσα ἀπὸ τὴν «μουσική», τὴν παιδεία δηλαδὴ (σ’ αὐτὴν ἐντάσσονται καὶ ἡ ψυχαγωγία καὶ ἡ αἰσθητικὴ καλλιέργεια), διεισδύει εὔκολα ἀθέατη ἡ διαφθορὰ στὴν κοινωνία – «ραδίως αὕτη λανθάνει παραδυομένη» (Πολιτεία 424d-e). Καὶ μάλιστα, μὲ μορφὴ παιδιᾶς, παιχνιδιοῦ, μὲ ἄκακο φαινομενικὰ τρόπο διὰ μέσου τῆς διασκέδασης.
Ἀφοῦ διεισδύει ἡ διαφθορὰ στὴν κοινωνία – στὴν ἐποχή μας, ὅπως προείπαμε, διὰ μέσου τῶν τηλεοπτικῶν δικτύων μὲ τὰ σιχαμερὰ προγράμματα βίας, αἵματος, ἐκτραχηλισμοῦ καὶ κυρίως παραποίησης τῆς ἀλήθειας– «ἀφοῦ», γράφει ὁ Πλάτων στὴν «Πολιτεία», «ἐγκατασταθεῖ γιὰ καλά, ἀρχίζει νὰ εἰσχωρεῖ ἀπὸ κάτω σὰν τὸ νερὸ καὶ διαποτίζει τὰ ἤθη καὶ τὶς ἐνασχολήσεις τῶν πολιτῶν. Καὶ ὅταν δυναμώσει, εἰσβάλλει στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ ὕστερα ρίχνεται, Σωκράτη, πάνω στοὺς νόμους καὶ τοὺς δημοκρατικοὺς θεσμοὺς μὲ ἀκολασία, ὥσπου νὰ ἀναποδογυρίσει τὰ πάντα καὶ τὸ δημόσιο καὶ τὸ ἰδιωτικό».
Αὐτὸ δὲν συμβαίνει στὴν πατρίδα μας; Δὲν ἀναποδογύρισαν τὰ πάντα καὶ ἔγιναν τὰ σκουπίδια ἀξίες καὶ οἱ ἀξίες, σκουπίδια;
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία