Η μάχη στο Λεβίδι κι ο θάνατος του Στριφτόμπολα
Κρίσιμος υπήρξε ο Απρίλιος τού 1821 γιά τήν εξέλιξη τής επαναστάσεως, αφού οι Έλληνες απειροπόλεμοι, ανοργάνωτοι καί χωρίς ενιαία διοίκηση νικήθηκαν επανειλημμένως από τούς εχθρούς. Πολλές φορές σκορπίζονταν μόνο καί μόνο μέ τήν εμφάνιση τού τουρκικού ιππικού, όπως έγινε στήν μάχη τής Καρύταινας. Εκεί ήταν πού μετά τήν διάλυση τού στρατοπέδου τους, οι οπλαρχηγοί αποχώρησαν γιά νά πολιορκήσουν τά κάστρα τής Μεσσηνίας.
Ο Κολοκοτρώνης έμεινε μόνος του στό Χρυσοβίτσι γιατί διαφώνησε μέ τήν τακτική τών υπολοίπων, επιμένοντας ότι έπρεπε τά στρατεύματα νά παραμείνουν στό κέντρο τού Μοριά καί νά επιτεθούν στήν πρωτεύουσα τών Τούρκων Τριπολιτσά. Μάλιστα ο Παπαφλέσσας τόν ειρωνεύτηκε πού θά έμενε μόνος του, καί είπε σέ ένα παιδί νά μείνει μαζί μέ τόν Γέρο γιά νά μήν τόν φάνε οι λύκοι.
Ο Γέρος τού Μωρηά, μόνος του πλέον, από τό Χρυσοβίτσι κατευθύνθηκε στήν Πιάνα όπου βρήκε οκτώ συγγενείς του καί όπως λέει στήν αφήγησή του, έγιναν εννέα καί μέ τό άλογό του δέκα, ενώ δέν είχε ούτε κάν τουφέκι. Από τήν Πιάνα πήγε στό χωριό τής μάνας του τήν Αλωνίσταινα, χωριό πού βρίσκεσται στούς πρόποδες τού Μαινάλου καί βορειοδυτικά τής Τρίπολης. Πότε μέ απειλές, "Όποιο χωριό δέν ήθελε νά ακολουθήση τήν φωνήν τής Πατρίδος τζεκούρι καί φωτιά", πότε μέ παρακάλια, ο Κολοκοτρώνης κατάφερε νά συγκεντρώσει 300 άνδρες μεταξύ τών οποίων ήταν ο Φώτης Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) καί ο Βασίλης Δημητρακόπουλος.
«Ο Κολοκοτρώνης έμεινε μέ ολίγους, τούς οποίους προσκαλέσας παρά τήν εκκλησία τού Χρυσοβιτσίου, τούς ομίλησε πατριωτικόν λόγον καί τούς προέτρεψε νά προσευχηθώσι διά νά τούς δυναμώση ο Θεός εις τόν άνισον πόλεμον, τόν οποίον επεχείρησαν, μετά δέ ταύτα παραλαβών αυτούς ήλθεν εις Πιάναν, όπου εσυνάχθησαν καί τίνες άλλοι Καρυτινοί καί Τριπολιτσιώται καπεταναίοι καί μετ' ολίγον όλοι απήλθομεν εις τό διάσελον τής Αλωνίσταινας καί ανταμώσαμεν μέ τό εκεί στρατόπεδον, ότε ο Κολοκοτρώνης έστειλεν αύθις εις όλα τά χωρία τής Καρύταινης καπεταναίους μέ στρατιώτας, διά νά βιάσωσι τούς δυνάμενους νά φέρωσον όπλα όπως φθάσωσιν εις διάσελον καί όσοι εξ αυτών φεύγουν νά συλλαμβάνονται καί στέλλωνται εκείσαι, όσοι δέ αρνούνται νά παιδεύονται καί νά απειλώνται διά πυρός τών οικιών των.
Τά μέτρα ταύτα γινόμενα μέ τήν μεγαλητέραν δραστηριότητα, έφερον σπουδαία αποτελέσματα, καθόσον συνήχθησαν πολλοί στρατιώται καί ούτως ενεδυναμώθημεν αρκετά. Τότε ο Κολοκοτρώνης αναβάς εις πέτραν τινά ομίλησεν εκτεταμένως περί πατριωτισμού, περί ελευθερίας μετά συντριβής καρδίας καί επί τέλους επρόφερε τά εξής: "Αδελφοί μου βλέπω ότι φοβείσθε, αλλ' ούτω δέν θά κάμωμεν δουλειά, διατί φοβείσθε καί φεύγετε; Εγώ εις αυτά τά βουνά μέ είκοσι ανθρώπους άλλοτε εκτυπούσα τούς Τούρκους καί δέν μού έκαμον τίποτε καί τώρα όπου εσηκώθη όλος ο κόσμος φοβείσθε από τούς παλιότουρκους;"
Ο Κολοκοτρώνης κατέστη, συναινέσει όλων τών στρατιωτικών τής Γορτυνίας καί τής Τριπόλεως, ο αρχιστράτηγος τού στρατού καί υπεσχέθη νά καταβάλλη πάντα αγώνα, ίνα φανή άξιος αρχηγός καί ίνα καταστρέψη τήν οθωμανικήν τυραννίαν, καί επί τέλους εζήτησεν ίνα διορισθή πενταμελής εφορία διά νά φροντίζη περί πάντων τών αφορόντων τόν στρατόν καί επρότεινεν ως πρόεδρον αυτής τόν Κανέλλον Δεληγιάννην. Ακολούθως δέ εκλέξαμε καί τά έτερα τέσσαρα μέλη τής εφορίας τά οποία αποτελούντο από τούς Σπήλιον Κουλάν, Νικόλαον Ταμπακόπουλον, Γεώργιον Δημητρακόπουλον καί Δημήτριον Παπαγιαννόπουλον.
Ακολούθως απήτησεν από όλους υπακοήν, δραστηρίοτητα καί ταχείαν ενέργειαν πάσης διαταγής τού αρχηγείου, διότι άνευ τούτων στρατός δέν δύναται νά διατηρηθή καί οι Τούρκοι θέλουσι ευκόλως μάς καταστρέψει καί επί τέλους προσέθηκεν: "Εγώ αδελφοί, εάν δέν είχον άκραν επιθυμίαν ίνα συνεργήσω εις τήν ελευθερίαν τής πατρίδος, δέν ηρχόμην εδώ, διότι καί υπόληψιν πολλήν είχον εις τά Επτάνησα καί θέσιν μεγάλην καί εάν δέν ήμην πλούσιος έζων όμως μ' όλην τήν αφθονίαν, φανείτε λοιπόν μιμηταί μου καί είμαι βέβαιος ότι ο Θεός θέλει μάς ελευθερώσει". Μόλις είπε τούς λόγους τούτους όλοι οι παρευρεθέντες εις τό διάσελον κατενθουσιάσθημεν καί παρεδόθημεν χερσί καί ποσίν εις τήν διάθεσιν τόσον γενναίου καί φρονίμου αρχηγού.»
Απομνημονεύματα τού εκ Ζατούνης αγωνιστή Στέφανου Ι. Στεφανόπουλου (1864)
Οι 300 ένοπλοι πού κατόρθωσε νά συγκεντρώσει ο αρχιστράτηγος διαλύθηκαν μέ τήν εμφάνιση καί μόνο 2000 Τούρκων πού είχαν βγεί από τήν Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι έκαψαν τήν Πιάνα καί τήν Αλωνίσταινα καί αποχώρησαν μόνο όταν τούς αντιμετώπισαν οι οπλαρχηγοί Σταύρος Δημητρακόπουλος, Νικόλαος Ταμπακόπουλος καί Κωνσταντίνος Πετμεζάς εμποδίζοντας τήν προέλασή τους στό Διάσελο τής Αλωνίσταινας. Ο Κολοκοτρώνης χωρίς νά αποθαρρυνθή ειδοποίησε τούς συγκεντρωμένους στό Λεοντάρι οπλαρχηγούς νά σπεύσουν νά βοηθήσουν καί έτσι τό σχέδιό του γιά κατάληψη τού κέντρου τού Μοριά άρχισε νά γίνεται αποδεκτό. Βαθμιαία έκαναν τήν εμφάνισή τους ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Διονύσιος Μούρτζινος (γιός τού φίλου τού Κολοκοτρώνη, τού Τρουπάκη), ο Αναγνωσταράς, ο Παπαφλέσσας καί άλλοι, οι οποίοι οργάνωσαν στρατόπεδα στό Πάπαρι, τή Μαρμαριά, τή Βλαχοκερασιά καί τό Λεβίδι.
Τό στρατόπεδο στό Λεβίδι είχε συσταθεί από τούς Κωνσταντίνο Πετμεζά, Παναγιώτη Αρβαλή, Γεώργιο Μπηλίδα, Σωτήρη Χαραλάμπη, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, Σπύρο Καρασπύρο, Ρηγόπουλο, Ασημάκη Σκαλτσά, Στεφανόπουλο καί Αναγνώστη Στριφτόμπολα.
Ο καπετάνιος Αναγνώστης (Δημήτριος) Στριφτόμπολας είχε γεννηθεί τό 1778. Ήταν γιός τού Αργύρη Στριφτόμπολα καί εγγονός τού Δημήτρη Στριφτόμπολα πού είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι στόν Αλμυρό Λακωνίας. Καταγόταν, από τό χωριό Μεσορρούγι τής Κλουκίνας (βόρεια από τή Ζαρούχλα) καί ήταν ανηψιός τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη αφού η γιαγιά του ήταν αδερφή τού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Οι γονείς του θέλοντας νά τού μάθουν γράμματα τόν έβαλαν σέ δασκάλους καί ο μικρός μαθητής ήταν τόσο επιμελής ώστε έλαβε τό παρατσούκλι Αναγνώστης. Τήν εποχή τών κατατρεγμών η οικογένεια Στριφτόμπολα κατέφυγε στή Ζάκυνθο καί ο Αναγνώστης πολέμησε σάν μισθοφόρος τών Άγγλων, αποκτώντας πολεμική εμπειρία. Επανήλθε στά Καλάβρυτα όπου εμυήθη στή Φιλική Εταιρεία καί τό 1821 ήταν από τούς πρώτους πού πήρε τά όπλα γιά νά εκδικηθεί τούς δολοφόνους τού παππού του.
Στίς 14 Απριλίου 1821, οι Τούρκοι βγήκαν από τήν Τριπολιτσά μέ σκοπό νά διαλύσουν τό στρατόπεδο στό Λεβίδι.
«Πληροφορηθέντες οι Τούρκοι, ότι εις τήν κώμην τού Λεβειδίου ευρίσκοντο τοποθετημένοι κλέπται τινές εκ τών Ελλήνων, εξεστράτευσαν άπαντες ιππείς τε καί πεζοί καί κατά τήν 14ην Απριλίου 1821 ημέραν Τετάρτην εξελθόντες τήν 4ην ώραν μετά τό μεσονύκτιον έφθασαν εις τό χωρίον Κάψια, ώραν σχεδόν τού Λεβειδίου απέχοντος καί εκεί διεχωρίσθησαν κατά τόν ακόλουθον τρόπον.
Οι μέν πεζοί οκτώ χιλιάδες τόν αριθμόν κατέλαβον τόν πρός τόν άνω τού Λεβειδίου ορεινόν δρομον, οι δέ ιππείς δύο χιλιάδας όρμησαν από τό κάτωθι τού χωρίου μέρος καί κατέλαβον τήν εκτεταμένην εκείνην πεδιάδα τού Λεβειδίου.
Τό καραούλιον (σκοπός) όμως τών Ελλήνων ο επί τινος λόφου μεταξύ Κάψιας καί Λεβειδίου ευρισκόμενος, μόλις από μακρόθεν εξάνοιξε τούς ερχομένους Τούρκους, παρευθύς επυροβόλησε κατά τό σύνθημα, όπως λάβωσι γνώσιν οι εν τών Λεβειδίω Έλληνες περίς τής αφίξεως τών εχθρών των. Συνήλθον άπαντες οι αρχηγοί τών Ελλήνων καί απεφάσισαν ομοθυμαδόν, όπως κλεισθώσιν εντός τών οχυρωτέρων οικιών τού χωρίου καί αντικρούσωσι τούς βαρβάρους εχθρούς των.
Αίφνης θεωρούν τό αναφανέν εις τήν πεδιάδαν τρομερόν εκείνο ιππικό, όπερ λυσσωδώς ορμώμενον κατεσκίασε τό αχανές εκείνο πεδίον τού Λεβειδίου καί μόλις τούτου φανέντος, όρμησαν παρευθύς καί οι επί τοίς λόφοις πεζοί Τούρκοι, ορυόμενοι καί υψούντες κατά τών Χριστιανών τά στιλπνά ξίφη των.»
Πέτρος Ευστρατίου Ιατρίδης, τυπογραφείον Αγαπητού Μαιζώνος Πάτραι, 10 Ιουλίου 1860
Οι επαναστάτες πρόλαβαν νά ειδοποιήσουν μέ μαντατοφόρους τούς Καρυτινούς στρατιώτες καί τόν Σταύρο Δημητρακόπουλο πού βρισκόταν στό διάσελο τής Αλωνίσταινας. Ο Ιωάννης Παπακώστας από τού Δάρα μέ τήν γρήγορη φοράδα του τήν "Κούλα", παρόλο πού τόν κυνήγησαν δεκάδες Τούρκοι ιππείς, κατάφερε νά ξεφύγει καί νά ειδοποιήσει τόν Σουδενιώτη Ασημάκη Σκαλτσά. Έτυχε τότε νά βρίσκονται στή Βυτίνα ο Δημήτριος Πλαπούτας (Κολιόπουλος) μέ λίγους στρατιώτες, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος μέ λίγους Μανιάτες καί ο Νικόλαος Πετμεζάς μέ τούς δικούς του. Έτσι ξεκίνησαν ενισχύσεις από τήν Βυτίνα αλλά καί από τά χωριά Μαγούλιανα, Αλωνίσταινα καί Λάστα, μέ σκοπό νά βοηθήσουν τούς αποκλεισμένους στό Λεβίδι.
Στό Λεβίδι όμως όταν πλάκωσε η τούρκικη καβαλαρία - οι περιβόητοι ντελήδες (τουρκ. παράτολμοι) - πολλοί Ρωμηοί λιποψύχησαν κι άρχισαν νά υποχωρούν. Οι λίγοι πού έμειναν κλείστηκαν στά σπίτια, άνοιξαν μασγάλια (πολεμίστρες) καί ετοιμάστηκαν νά πεθάνουν. Οι Τούρκοι μπήκαν στό χωριό καί μέ απανωτά γιουρούσια κατελάμβαναν τό ένα σπίτι μετά τό άλλο. Στήν εκκλησιά τού Προδρόμου βρήκαν τή γριά καντηλανάφτισσα Γιαννού Παρασκευά καί αφού τή βασάνισαν, τής έβγαλαν τή γλώσσα πίσω από τό σβέρκο καί έτσι πέθανε. Ήταν τόση η αντάρα, οι λάμψεις τών τουφεκιών, ο καπνός από τούς εμπρησμούς τών σπιτιών, τά βογγητά τών πληγωμένων, ο θόρυβος από τά βόλια πού δέν ξεχώριζες τόν εχθρό από τόν φίλο. Έτσι ο Γκολφίνος Πετμεζάς σκότωσε τόν Αντώνιο Ανδριόπουλο από τό Σοπωτό Καλαβρύτων, ενώ ένας Αράπης μοίραζε φουσέκια στούς Έλληνες νομίζοντάς τους γιά δικούς του.
Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη γιά τούς εβδομήντα αγωνιστές πού είχαν νά αντιμετωπίσουν εκατοντάδες Τούρκους. Ο Σπύρος Καρασπύρος, καπετάνιος τών Νεζερών, μαζί μέ τούς Αγγελή καί Παπουτσή, πολεμούσε απεγνωσμένα από τόν ληνόν (θερινή κατοικία) τού Σταμάτη Δημητρακόπουλου. Τό ίδιο καί οι Νταβλαίοι από τό σπίτι τού Μαντά. Ο Γιάννης Πετμεζάς, γιός τού Κωνσταντίνου, προσπαθώντας νά βάλει ένα στρώμα γεμάτο μέ καρπούς πίσω από τήν πόρτα στό κατώγι, πυροβολήθηκε από Τούρκους καί τό βόλι τόν βρήκε στά γεννητικά όργανα. Ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβαρόπουλος, περίφημος γιά τήν παλληκαριά του, τραυματίστηκε θανάσιμα καί μετά από λίγο ξεψύχησε. Σκοτώθηκαν επίσης ο Σπύρος Μπουλουξής καί ο Σολμενίκος από τό Σόλο. Στό σπίτι πού ήταν κλεισμένος ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας, βρίσκονταν τά πιό πολλά τούρκικα κουφάρια. Μάλιστα ο Αναγνώστης, ενώ τουφεκούσε, εμψύχωνε παράλληλα μέ τίς φωνές του τά παλληκάρια του.
«Οι δ' Έλληνες άμα αφ' ού τούς είδον ερχομένους, εφοβήθησαν καί απεχώρησαν φεύγοντες εις τά υψηλά μέρη, αλλ' έως πενήντα παλληκάρια ατρόμητα εκλείσθησαν εις επτά οικίας θαρρούντα εις τούς ανδρείους αρχηγούς των τόν Αναγνώστην Στριφτόμπολαν, όστις πρώτος εφώναξε: "ν' αποθάνωμεν εδώ αδέλφια διά τήν πίστιν καί τήν πατρίδα μας, όχι νά φύγωμεν", τόν Νικόλαον Χριστοδούλου Σολιώτη, τούς Πετιμεζαίους Γκολφίνον, Γεώργιον τόν χωλόν καί τόν Ιωάννην καί τόν Κολιόν Δαρειώτην.»
Σπηλιάδης Νικόλαος - Ελληνική Επανάστασις
Οι Τούρκοι λυσσασμένοι από τίς απώλειες τόν είχαν βάλει στόχο από παντού. Ένας δερβίσης κατάφερε νά χώσει τήν κάννη τού τουφεκιού του σέ μία πολεμίστρα καί νά πετύχει μέ τό βόλι του τόν Στριφτόμπολα κατακούτελα. Τό πρωτοπαλλήκαρό του, ο γερο Κατριμουστάκης από τό χωριό Μποτιά, παλαιός κλέφτης, σκέπασε επιτήδεια τό νεκρό μέ τήν κάπα του καί είπε στούς μαχόμενους: "Ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμάτε εσείς εγώ θά σάς δίνω φυσέκια".
Ενώ όλα φαίνονταν χαμένα άρχισε νά βρέχει καί η βροχή εμπόδιζε τό κάψιμο τών σπιτιών πού είχαν οχυρωθεί οι αμυνόμενοι. Μαζί μέ τήν βροχή έφθαναν καί οι ενισχύσεις από τά γύρω υψώματα ρίχνοντας μπαταριές καί φωνάζοντας: "Ο Κολοκοτρώνης έρχεται!". Ήταν η σειρά τών Τούρκων τώρα νά κιοτέψουν καί νά αρχίσουν νά σκορπούν. Τότε άρχισε η καταδίωξη καί οι Έλληνες άρχισαν πλέον νά παίρνουν θάρρος καί νά πιστεύουν ότι ο Τούρκος δέν ήταν ανίκητος. Η Νίκη τού Λεβιδίου υπήρξε ο προάγγελος τών νικών πού θά ακολουθούσαν.
«Ούτοι δέ όλοι άμα ανεφάνησαν άνωθεν καί είδον τό Λεβίδι έβαλαν ταίς φωναίς, έρριξαν καί τά τουφέκια των πρός εμψύχωσιν τών κλεισμένων Ελλήνων. Τούτο δέ οι Τούρκοι ιδόντες εδόθησαν εις φυγήν, καί οι κλεισμένοι Έλληνες τούς κατεδίωκον. Ένας δέ Τούρκος εκρύβη εις ένα σπίτι από κάτω από μίαν κοφίναν, τούτον ανεκάλυψεν ο Λαστιώτης Λιάκος Καράμπελας καί τού έκοψε τήν κεφαλήν. Άλλος δέ πάλιν Τούρκος εμβήκεν εις τόν ναόν τού Αγίου Χαραλάμπους καί ενησχολείτο νά εκβάλη τά μάτια τών αγίων, μή γνωρίζων ότι οι άλλοι Τούρκοι έφευγαν. Αφού δέ απεστράβωσε τούς αγίους, κατόπιν επήρε τήν κολυμβήθραν εις τόν ωμόν του, καί εξελθών τού ναού ηκολούθει τούς άλλους, αλλ' οι Έλληνες τόν έπιασαν καί τόν εφόνευσαν.
Πολλοί δέ άλλοι Τούρκοι έμειναν σκοτωμένοι, καί τότε πάλιν οι Έλληνες είδαν τί πράγμα είναι ο Τούρκος καί πώς σκοτώνεται. Εγώ τότε ήμουν εις τό διάσελον, ως καί πολλοί άλλοι στρατιώται, διότι ήμην υπό τάς διατάγάς τού στρατηγού Κανέλου Δεληγιάννη. Κατά ταύτην τήν μάχην τού Λεβιδίου διεκρίθη ο Σωτήριος Σκαλτσάς, υιός τού Ασημάκη.»
Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών
Οι Τούρκοι σιγά σιγά άρχιζαν νά συνειδητοποιούν ότι είχε ξεσπάσει γενικός ξεσηκωμός τών γκιαούρηδων. Ειδικά όταν νίκησαν τούς Έλληνες στήν Βλαχοκερασιά, νοτίως τής Τριπόλεως, βρήκαν στό εγκαταλειφθέν στρατόπεδο γράμματα τών καπετάνιων, διπλώματα αξιωματικών, οδηγίες γιά πολιορκίες τών κάστρων καί σημαίες πού ανέγραφαν "Ελευθερία ή Θάνατος". Ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς πανικοβλήθηκε καί δικαίως. Ο κλοιός γύρω από τήν πολιτεία του άρχισε νά κλείνει. Ο Κολοκοτρώνης μέ τούς καπεταναίους Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Ηλία Μαυρομιχάλη, Διονύσιο Μούρτζινο, Αναγνωσταρά, Ηλία Φλέσσα, Μητροπέτροβα, Κουμουνδουράκη, Αθανάσιο Σιώρη, Παναγιώτη Κεφάλα, Παπατσώνη, Παναγιώτη Γιατράκο, Καρακίτζο, Κανέλλο Δεληγιάννη, Νικηταρά καί άλλους άρχισαν νά συγκεντρώνουν ένοπλους άνδρες σέ ένα χωριό νοτιοδυτικά τής Τριπολιτσάς, στό Βαλτέτσι.
«One of Pashas' favourite amusements was a Greek hunt, as the Turks called it. They would go out in parties of from fifty to a hundred, mounted, on fleet horses, and scour the open country in search of the Greek peasantry, who might from necessity or hardihood have ventured down upon the plains. After capturing some, they would give the poor creatures a certain distance to start ahead, hoping to escape; and then try the speed of their horses in overtaking them, the accuracy or their pistols in firing at them as they ran, or the keenness of their sabres' edge in cutting off their heads.
Very many instances are well authenticated of these parties, after tiring of slaughter, having brought in part of their game alive; that is, old men or women who could not escape; of their taking them before Omer Brioni, and deliberately torturing them to death, for his amusement, and that of his followers. Many a poor Greek, refused the merciful doom of the bullet or knife, was held down on the ground on his face, and had a sharp pointed stake (μυτερό παλούκι) applied to the lower part of his body, and driven with a mallet through the whole length of it along the spine, till the point came out at the back of the neck. The stake (παλούκι)would then be reared erect, one end planted in the ground, and the miserable victim left shrieking with torment (τό άθλιο θύμα ούρλιαζε από τόν πόνο), and gasping with thirst, till death should relieve him of the horrid pangs of impalement (παλούκωμα). The recital and particulars of these horrid scenes, would be omitted, were it not that they go in this instance to show that they were perpetrated deliberately, and by the order of the Turkish chief. (Τά φρικτά βασανιστήρια γίνονταν κατόπιν διαταγών τής τουρκικής διοίκησης).
Impalement is perhaps the most dreadful punishment (Ο ανασκολοπίσμός είναι η πιό τρομακτική τιμωρία) to which man can be subjected; for the driving of the stake through the body, does not always (as would be supposed) put an instant period to life. If the stake (which is as large as the wrist) is carefully directed along the inside of the spine, it sometimes escapes the vital organs, and the sufferer may live for twenty four hours (ο βασανιζόμενος μπορεί νά ζήσει καί πάνω από μία μέρα παλουκωμένος) or more. They raising him erect, (τόν τοποθετούν όρθιο) and planting one end of the stake in the ground, seems a refinement of cruelty, practised in some particular cases; for generally, after being spitted, the victim is left upon the ground to writhe die. Impalement is a legally authorized punishment in Turkey. In Candia, several Greek priests, thus spitted alive, were slowly roasted by the Turks. (Στά Χανιά πολλοί ιερείς παλουκωμένοι αργοψήνονταν στή φωτιά).»
Ο Χάου περιγράφει τό κυνήγι τών χωρικών καί τόν ανασκολοπισμό τών Χριστιανών τήν περίοδο τής πολυπολιτισμικής καί "ανεκτικής" Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
«Δημήτριος Κολιόπουλος ή Πλαπούτας
Ούτος ο φιλοπόλεμος στρατηγός κατήγετο από τό χωρίον Παλούμπα τής Λιοδώρας (δυτικά τής Δημητσάνας). Εν αρχή τής επαναστάσεως έγεινεν αρχηγός ενός τμήματος (σέμπτι) τής επαρχίας Καρυταίνης, τού λεγομένου τής Λιοδώρας. Αι εκδουλεύσεις του είναι επίσημοι καί γνωσταί. Κατ' αρχάς ευρέθη εις τήν πρώτην μάχην, τήν οποίαν ο Κολοκοτρώνης έκαμε μέ τούς Φαναρίτας Τούρκους, καί ήλθε κατόπιν των εις Καρύταιναν. Μετά δέ ταύτα όταν εσυναθροίζοντο οι στρατιώται εις τό Διάσελον τής Αλωνίσταινας, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας ευρέθη εις Βυτίναν, καί εκείθεν υπήγεν εις Λεβίδι, όπου έλαβε μέρος καί εις αυτόν τόν πόλεμον.
Ύστερον δέ εις τό συσταθέν στρατόπεδον εις Πιάναν ήτον ως αρχηγός αντί τού Κανέλλου Δεληγιάννη εφόρου όντος. Κατόπιν επήγε μέ τούς στρατιώτας του εις τό Βαλτέτσι καί κατά τήν μάχην εκείνην ανδραγάθησε καί εφάνη η παλληκαριά του. Όταν δέ είμεθα εις τά Τρίκορφα, αυτός επήγεν εις τού Λάλα διά νά σταθή εις τό σώμα εκείνο τού αδελφού του Γεωργάκη, όστις εφονεύθη εις Λάλα.
Η οικογένεια τού Πλαπούτα είχεν επισημότητα καί πρό τής επαναστάσεως, διότι ο πατέρας του Γέρο Κόλιας υπήρξε στρατιωτικός κάπος (αρχηγός) καί αρματωλός, καί είχε τρομάξει τούς Λαλαίους Τούρκους, καί δέν επατούσαν τά όρια τής Καρύταινας εδώθεν τού ποταμού Ροφιά(Αλφειού). Υπερασπίζετο όμως τούτον ο Γέρων Γιάννης Δεληγιάννης, καί τούτον πάλιν επίσης εις τάς καταδρομάς του από τούς Πασάδες υπερασπίζετο ο Γέρο Κόλιας, διότι έβγαινε μέ στρατιώτας καί εφύλαττε τούς Δεληγιανναίους. Διά τούτο η τουρκική εξουσία τού έκαψε τά σπίτια του πολλαίς φοραίς, καί η επαρχία τού έκαμνε βοήθειαν.
Εκτός τούτου καί οι αδελφοί του Γεωργάκης Θανάσης καί Παρασκευάς, συνετέλεσαν ως στρατιωτικοί. Αλλά εκ τούτων ο Γεωργάκης επρωτοχάθη εις τινα μάχην, εις τήν οποίαν οι Τούρκοι Λαλαίοι ενίκησαν τούς Έλληνας, πρίν γείνη ο πόλεμος εις τό Πούσι, όπου ευρέθησαν οι Κεφαλλήνες όλοι περί τούς 300, έχοντες καί κανόνια, καί όπου έδειξαν όλην τήν παλληκαριάν των, καί τούς οποίους εφοβήθησαν οι Λαλαίοι καί απεφάσισαν τήν φυγήν των από τού Λάλα. Εις δέ τήν μάχην ταύτην τού Πουσιού ελαβώθη καί ο Ανδρέας Μεταξάς.»
Φωτάκος - Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, Δημήτριος Κολιόπουλος ή Πλαπούτας
«Η ποτέ ένδοξος καί ιερά γή τής Ελλάδος, πρό ολίγων ακόμη χρόνων, υπήρξε τό θέατρο τής καταστροφής, τών λεηλασιών καί τής ερημώσεως τής τυραννίας! Η Οθωμανική καταδυναστεία κατεσπάραττε τούς δυστυχείς αυτής κατοίκους αφηρπάζουσα τάς περιουσίας των καί βεβηλώνουσα τήν τιμή των!
Στενάζοντες οι δυστυχείς ούτοι υπό τό βάρος μιάς δεσποτικής κυβερνήσεως, εντρυφώσης εκ τών στεναγμών των, καί σκιρτώσης από χαράν εκ τής θέας τού αχνίζοντος αίματός των, έδραξαν άπαντες τά όπλα καί ομώσαντες τόν τρομερόν όρκον τού θανάτου ή τής ελευθερίας, έσειραν τά ξίφη των καί πλήρεις πίστεως καί πατριωτισμού επολέμον κατά τών τυράννων των! Κ' εγώ είμαι τέκνον ενός τών ηρώων τούτων, είμαι τέκνον τού νικητού τού Λεβειδίου.»
Γεώργιος Αναγνώστου Στριφτόμπολας
«Τρείς περδικούλες κάθονταν στόν ήλιο στόν προσήλιο
μά είναι τά νύχια κόκκινα καί τά φτερά βαμμένα
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν καί λέγουν,
τί ειν' τό κακό πού γίνεται στή μέση στό Λεβίδι;
Κλείσανε τό Στριφτόμπολα εννιά χιλιάδες Τούρκοι,
Τρείς ημερούλες πολεμά καί τρία ημερονύχτια,
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανά φουσέκι.
- Ρέ, Αναγνώστη στρατηγέ, μέ τούς καλούς λεβέντες,
έλα, ορέ, προσκύνα με, μή σού χαλώ τ' ασκέρι.
- Τί λές, μωρέ βρωμόσκυλο, μωρέ παλιομουρτάτη
μή λές πώς είμαι νιόγαμπρος γιά νά φιλήσω χέρια;
Μένα μέ λεν Στριφτόμπολα, Τούρκους δέν προσκυνάω.
Κι άν πάτε από τήν Κέρτεζη, περάστε απ' τίς Κλουκίνες
κι άν δείτε τή γυναίκα μου, τή μικροπαντρεμένη,
πείτε της μή μέ καρτερεί καί μή μέ συντυχαίνει
νά μήν αλλάξει τή Λαμπρή, φλωριά νά μή φορέσει,
εμένα μέ σκοτώσανε Τούρκοι Τριπολιτσιώτες.»
Δημοτικό τραγούδι γιά τόν θάνατο τού Αναγνώστη Στριφτόμπολα