Μάχη Βέργας καί Διρού (1826)
Ο Ιμπραήμ αποφάσισε νά επιτεθεί στό μοναδικό μέρος πού δέν είχε αφανίσει μέ τό πέρασμά του, τήν αδούλωτη Μάνη. Αφού έκαψε τά Σελιτσιάνικα Καλύβια (Κάτω Σέλιτσα) έστειλε επιστολή στόν Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, ο οποίος όταν ήταν αιχμάλωτός του, είχε δηλώσει υποταγή καί τού υπενθύμισε τήν υπόσχεσή του. Ο Ιμπραήμ τόν απείλησε λέγοντας ότι εάν οι Μανιάτες δέν έρχονταν εντός δέκα ημερών νά τόν προσκυνήσουν θά περνούσε μέ τό μαχαίρι όλο τόν τόπο καί δέν θά άφηνε "μήτε ίχνος οσπητίου". Ο υιός τού Πετρόμπεη έδωσε τήν απάντησή του στό αιγυπτιακό κτήνος: "Ελάβαμεν τό γράμμα σου, εις τό οποίον είδαμεν νά μάς φοβερίζης ότι άν δέν σού προσφέρωμεν τήν υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσει τούς Μανιάτας καί τήν Μάνην. Διά τούτο καί ημείς σέ περιμένομεν μέ όσας δυνάμεις θελήσης."
Οι Μανιάτες αρχηγοί είχαν ήδη αποφασίσει νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων καί σέ μία επιστολή πού έστειλαν ο Μούρτζινος καί ο Κουμουνδουράκης πρός τή Διοικητική Επιτροπή δήλωναν ότι "Βλέποντες τόν ηρωισμόν τού Μεσολογγίου απεφασίσαμεν νά αποθάνωμεν ή νά νικήσωμεν καί όλοι ενούμεθα καί μόνον πυριτόβολα θέλομεν." Επιστολές γιά βοήθεια έστειλαν επίσης καί στόν Κολοκοτρώνη, ο οποίος βρισκόταν στό χωριό Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), δυτικά από τή Μεσσήνη.
Ο Ιμπραήμ μετά τήν υπερήφανη απάντηση τών Μανιατών, ξεκίνησε στίς 22 Ιουνίου 1826 ημέρα Τρίτη από τήν Καλαμάτα μέ 15000 πεζούς καί 2000 ιππείς γιά νά τούς υποτάξει. Οι σκοποί πού φύλαγαν καραούλι στήν Αγία Τριάδα άκουσαν τόν καλπασμό τών αλόγων καί τά τουμπερλέκια τών χιλιάδων μουσουλμάνων πού βάδιζαν πρός τήν Αγία Σιών. Οι φωνές τών δερβίσηδων πού φανάτιζαν τούς στρατιώτες προκάλεσαν ανατριχίλα. Οι Μανιάτες έπιασαν θέσεις μάχης στή θέση Καπετανιάνικα ή Βέργα τού Αλμυρού όπου είχαν κατασκευάσει ένα τείχος ύψους ενός μέτρου καί μήκους δύο χιλιομέτρων. Όλοι οι αρχηγοί τών Μανιατών παραμέρισαν τίς διαφορές τους καί βρέθηκαν ταμπουρωμένοι καί μονιασμένοι πίσω από τό τείχος μαζί μέ 2000 παλληκάρια. Ανάμεσά τους ήταν οι Αναστάσης Μαυρομιχάλης, Μπεζαντές Γιωργάκης, Ηλίας Κατσάκος, Διονύσιος Τρουπάκης Μούρτζινος, Νικόλαος Πιερράκος, Στέφανος Χρηστέας, Νίκος Χρηστέας, Καπετανάκηδες, Κατσιφαραίοι, Γαλάνης Κουμουντουράκης, Παναγιώτης Κοσονάκος, Κύβελος καί Στέφανος Πικουλάκης.
- "Τά μάσατε; Χό Μπραΐμης έρσεταϊ τή Μάνη!
- Άμ' ποΐος;
- Χό Μπραΐμης!
- Άμ' ζατί;
- Ζατί; Ζά νά μάζ εκάμη ούλους δούλουζ του!
- Δούλουζ; Γού εν καταλαβάϊνου απ' εούτα, τσάϊ ζέ ρουτού. Μέ οϊπά ζεηνά τάβαλε;
- Μέ ούλεζ!
- Ά! Αλήεϊσα, μέ ούλεζ;
- Νάϊ μουρέ! Μέ ούλεζ! Ζέ τούτακα μέ ούλεζ!
- Χάϊ τρομάρα του! Χάϊ λαχτάρα του! Χάϊ φουϊτά πού τόν έκαψε!"
Ο Ιμπραήμ αφού βομβάρδισε μέ τό στόλο του τήν παραλία τού Αλμυρού εξαπόλυσε τίς ορδές του. Τό τρομερό ιππικό τών Αιγυπτίων όρμησε πρώτο αλλά δέχτηκε καταιγισμό από σφαίρες καί υποχώρησε. Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι άτακτοι Αλβανοί πού επιτέθηκαν κατά κύματα καί τελικά υποχώρησαν αφήνοντας σωρούς πτωμάτων. Στή συνέχεια ανέλαβε τήν εκπόρθηση τής μάντρας τό τακτικό τών Αιγυπτίων μέ τούς αξιωματικούς νά απειλούν μέ τό μαστίγιο οποιονδήποτε υποχωρούσε. Οι μουσουλμάνοι μέ υψωμένες τίς λόγχες τους επιχείρησαν δέκα γιουρούσια εναντίον τών Χριστιανών τής Μάνης αλλά τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά στρώσουν τό έδαφος μέ τά κουφάρια τους. Οι Μανιάτες άξια τέκνα τών πατεράδων τους, πού δέν είχαν αφήσει τόν Τούρκο κατακτητή νά πατήσει τά εδάφη τους κατά τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας, κράτησαν σταθερά τίς θέσεις τους. Όταν είδαν ότι οι Άραβες κουράστηκαν από τίς διαδοχικές επιθέσεις, πετάχτηκαν έξω από τό τείχος, γύμνωσαν τά σπαθιά τους καί άρχισαν νά τούς καταδιώκουν μέχρι τή θάλασσα, δίνοντας τέλος στή μάχη γιά εκείνη τήν ημέρα.
Οι απώλειες τού Αιγύπτιου σερασκέρη από τή μάχη τής Βέργας ξεπέρασαν τούς 500 νεκρούς ένω διπλάσιοι ήταν οι τραυματίες. Ο Ιμπραήμ επιχείρησε καί τίς επόμενες ημέρες νά πατήσει τόν μανδρότειχο τής Βέργας αλλά χωρίς επιτυχία αυξάνοντας τίς απώλειες τών ανδρών του κατά 100 νεκρούς. Ταυτόχρονα μέ εκείνη τήν επίθεση, ο μουσουλμάνος στρατάρχης επιχείρησε νά ανοίξει δεύτερο μέτωπο, στά μετόπισθεν τών Μανιατών καί συγκεκριμένα στή θέση Διρό. Αφού μετέφερε μέ τά πλοία του 3000 στρατιώτες, τούς αποβίβασε στό λιμάνι τού Διρού καί τούς διέταξε νά επιτεθούν στή Χαριά, τόν Πύργο καί τήν Τσίμοβα (Αρεόπολη). Προσπάθησε νά αποβιβάσει στρατεύματα καί στό Λιμένι, αλλά μόλις οι Αιγύπτιοι δέχτηκαν βολές από τά κανόνια πού είχαν στήσει οι Μανιάτες στήν βραχώδη ακτή, έστρεψαν τίς βάρκες τους πάλι πρός τά πίσω καί επέστρεψαν στά καράβια τους.
Ο Ιμπραήμ είχε σωστά προβλέψει ότι δέν θά συναντούσε πολλούς άνδρες ενόπλους καί περίμενε ότι θά έχει μία εύκολη νίκη. Υπολόγιζε ότι οι δυνάμεις του μετά τή νίκη θά προχωρούσαν πρός τό βορρά καί θά αιφνιδίαζαν τούς Μανιάτες τής Βέργας από τά νώτα. Δέν είχε υπολογίσει όμως τίς Μανιάτισσες, οι οποίες μέ τά δρεπάνια τού θερισμού, μέ τίς πέτρες καί ακόμα μέ τά δόντια καί τά νύχια τους θά πολεμούσαν σάν λύκαινες γιά νά σώσουν τά παιδιά τους.
«Κατά δέ Ιούνιον τού 1826 ο Ιμπραΐμ έπεμψε εις Αλμυρόν τό ιππικόν του μετά πεζικού υπό τόν κεχαγιάν του, διά νά προσβάλη τώρα τούς Μανιάτας, τούς εις τήν Βέργαν, οχύρωμα λιθόκτιστον, μήκους ενός μιλίου, τό οποίον είχον κτίσει εις τά Καπετανιάνικα, όπου άλλοτε μικρόν προσβληθέντες υπ' αυτού τόν απέκρουσαν, ήδη καί εβελτίωσαν επεκτείναντες αυτό από τούς πρόποδας τού βράχου μέχρι θαλάσσης.
Ο ούν κεχαγιάς προσέβαλε τότε αυτούς επί δέκα ώρας επιμόνως, αλλά καί τότε αντεκρούσθη γενναίως μέ πολλήν του φθοράν, φονευθέντων υπέρ τούς 500 καί πληγωθέντων υπέρ τόσους άλλων. Όθεν μή κατορθώσας καί τότε τίποτε απεσύρθη τήν ημέραν εις Γιαννιτσάνικα, εις τήν λεγομένην Αγιά Σιών θέσιν. Φθασάσης δέ ειδήσεως περί τής επιθέσεως ταύτης καί εις Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), απέχουν τού Αλμυρού ώρας δέκα, ο εκεί τότε ευρισκόμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ειδοποιηθείς καί τήν προϋπόσχεσίν του εκπληρών, έσπευσε μέ 2000 εις Γιάννιτσαν, αλλ' εύρε τετελεσμένα τά ρηθέντα πράγματα.
Μετά δέκα περίπου ημέρας εκ πεισμονής έπεμψεν αύθις, τό μέν ιππικόν του διά ξηράς εις Αλμυρόν, τό δέ πεζικόν του διά τών πλοίων από θαλάσσης εκ τών ενδοτέρω τής Μάνης, όπως έλθωσιν εκ τών οπισθίων, διά νά αναγκάση τούς εν Βέργα νά διαλυθώσι καί αφήσωσιν ελευθέραν τήν δίοδον εκείνην. Άλλως νά θέση μεταξύ δύω πυρών καί καταστρέψη αυτούς καί ούτω προβή εις τά ενδότερα, νομίζων ότι, εκεί μέν εις τήν Βέργαν ήτο συγκεντρωμένη άπασα η τών Μανιατών δύναμις.
Εκλέξας ως κατάλληλον τό μεταξύ Τζίμοβας (Αρεόπολις) καί Πύργου Βηρό (Δηρού), ολιγώτερον τών άλλων εκεί δύσβατον, τωόντι κατώρθωσε τήν εις τούτο τό μέρος αποβίβασιν τών πεζών του άνευ ουδεμίας αντιστάσεως. Ούτω δέ οι αποβιβασθέντες πεζοί προέβησαν εις Πύργον καί Χαριά καί μέχρι Τζίμοβας. Αλλά τούτου γνωσθέντος διά κωδωνοκρουσίας γενικής, εν Μάνη συνήθως σημαινούσης κίνδυνον, οι μέν Αντώνιος Μαυρομιχάλης καί Ιωάννης Ροδίτης, εκεί ευρεθέντες έτρεχον μετά πλήθους γυναικοπαίδων εις τό Βαθύ, επί σκοπώ εν ανάγκη νά σωθώσι διά θαλάσσης αι οικογένειαι εις Κύθηρα.
Πολλοί δέ καί ένοπλοι ηκολούθουν αυτούς, καί ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μέ τόν υπασπιστήν του προστατεύοντες ωσαύτως τινάς πρός τό όρος ανέβαινον, αλλ' ο Πανάγος Πικουλάκης, προσβαλών τούς Τούρκους από τόν πύργον του, εξήλθε καί πρώτος μέ πενήντα στρατιώτας κατ' αυτών εις αντίστασιν, συνέδραμον δ' ευθύς εκεί καί άλλοι έως τριακόσιοι ένοπλοι υπό τού Καβλιεράκου, Καπετανάκη, Φελούρη, Μιχαλεάκου καί άλλους, είτα καί άλλοι μετά γυναικών καί παιδίων, καί εσταμάτησαν αυτούς εκεί.
Τήν δ' επιούσαν πλήθος ανδρών, γερόντων τε καί παιδίων, από τών πέριξ χωρίων, ών ηγούντο δύω αρχιερείς καί πάντες οι ιερείς καί εκ τών απωτέρων έφθασαν εκεί, καί ούτοι πάντες μεθ' ορμής τυφλής, καί όπλοις καί λίθοις τούς Τούρκους βάλλοντες, έτρεψαν αυτούς εις φυγήν κακώς έχοντας πρός τήν δύσβατην ακτήν τής θαλάσσης, όπου πετρώδη τινά λόφον ή όχθον καταλαβόντες, ημύνοντο βοηθούμενοι καί από τά πλοία. Αλλ' οι Μανιάται εφόνευσαν πλείστους αυτών, πολλούς δέ ηνάγκασαν πεσόντες εις τήν θάλασσαν καί νά πνιγώσι, καί τινας εζώγρησαν, ώστε απωλέσθη εκεί τό τρίτον σχεδόν αυτών. Καί όμως εκ τών Μανιατών εφονεύθησαν μόνον τέσσερεις καί δύω γυναίκες τολμηραί ηχμαλωτίσθησαν. Μετά δέ τήν μάχην ταύτην έφθασαν εις Βηρό (Δηρό) καί ο Κωνσταντίνος καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλαι.»
Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου
Επικεφαλής τών Μανιατών στή μάχη τού Διρού ήταν ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο οποίος συντόνιζε τήν άμυνα από τόν πύργο του στό Λιμένι. Οι Τουρκοαιγύπτιοι πού κινήθηκαν πρός τήν Αρεόπολη, τόν Πύργο Διρού καί τή Χαριά, τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά σφάξουν όσους γέρους καί γερόντισσες βρήκαν στά σπίτια τους. Οι ιερείς πού λειτουργούσαν στίς εκκλησίες βάρεσαν τίς καμπάνες καί μάζεψαν γύρω τους τούς κατοίκους τών χωριών, οι οποίοι ούτε μία στιγμή δέν δίστασαν νά επιτεθούν μέ ότι όπλα διέθεταν κατά τών εισβολέων. Γράφτηκαν στιγμές άφθαστου ηρωισμού, κυρίως από τίς γυναίκες τής Μάνης, οι οποίες μέ τά δρεπάνια τού θερισμού, θέρισαν όχι στάχυα αλλά τούρκικα κεφάλια.
Ο αδελφός τού Αναγνώστη Πατσουράκου είχε πάει μέ τή γυναίκα του καί τό μωρό τους σέ ένα πηγάδι γιά νά πάρουν νερό, όταν άκουσαν τίς οπλές τών αλόγων νά κινούνται βιαστικά πρός τό μέρος τους. Αμέσως κρύφτηκαν αλλά άφησαν τό βρέφος στό πλακόστρωτο τού πηγαδιού. Ένας από τούς Άραβες ιππείς μόλις είδε τό μωρό τό έσφαξε επί τόπου μέ τό σπαθί του. Η μάνα σάν άλλη λέαινα, μόλις είδε τό σπλάχνο της νά σφαδάζει, αποκεφάλισε μέ ένα δρεπάνι τόν φονιά τού παιδιού της καί ξανακρύφτηκε στό θάμνο μέ τόν άντρα της.
Η κόρη τού γέρο Βοζίκη, Πανώρια (Πανωραία), πηγαίνοντας στό χωράφι είδε δύο μουσουλμάνους νά βασανίζουν τόν γέροντα πατέρα της. Χωρίς νά χάσει καιρό έκοψε τό λαρύγγι τού ενός μέ τό δρεπάνι της καί μετά μέ τή βοήθεια τού πατέρα της σκότωσε καί τόν δεύτερο. Η γυναίκα τού Γεωργούλια Γερακαράκου μέ τό μικρό της γιό, μπλέχτηκε στόν πόλεμο μαζί μέ άλλες γυναίκες. Όταν ο γιός της πού πολεμούσε τούς Τούρκους κτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε τό όπλο του καί κλείνοντας τά ματάκια του, τού είπε: "Κοιμήσου, παιδάκι μου, κοιμήσου. Πήρα εγώ τή θέση σου."
Η γριά Θερασέρη πηγαίνοντας ψωμί καί νερό στούς πολεμιστές, βρήκε τό παιδί της σκοτωμένο στό ταμπούρι του. Χωρίς νά πεί κουβέντα σέ κανένα, πήρε τό καριοφίλι τού παιδιού της καί άρχισε νά τουφεκάει εκείνη στή θέση του.
«Μετά δέ τήν πρός τόν Ιμραχήμην αποστολήν τής απαντήσεως αυτής προσκαλέσαντες πάραυτα τό Ιερατείον τών μερών εκείνων, έψαλον παράκλησιν καί δοξολογίαν, καί ευθύς εξεστράτευσαν πρώτοι οι Γεώργιος καί Αναστάσιος Μαυρομιχάλαι μετά τού Ηλία Κατζάκου μετά επτακοσίων Μανιατών, καί διακοσίων είκοσι Πελοποννησίων. Ο Στέφανος Πικουλάκης μέ διακοσίους Μανιάτας καί ογδοήκοντα Πελοποννησίους καί εξήκοντα Κρήτας. Ο Γεώργιος καί Σταυριανός Καπετανάκηδες μέ τριακοσίους πεντήκοντα Μανιάτας καί εκατόν είκοσι Πελοποννησίους, ο Νικόλαος Πιεράκος καί άλλοι διάφοροι καπιτάνοι τής Μάνης.
Τήν δέ επιούσαν φθάσαντες εις τόν Αλμυρόν εις τήν θέσιν Βέργαν καλουμένην ετοποθετήθησαν εις αυτήν, όπου συνήρχοντο όλον έν καί άλλοι Μανιάται καί Πελοποννήσιοι, ώστε ο αριθμός όλου τού συναχθέντος ελληνικού στρατού υπερέβη τάς 3000. Ο δέ Ιμπραχήμης λαβών τήν αποσταλείσαν αυτώ απάντησιν από τούς Μανιάτας ητοιμάσθη μέ στρατεύματα συνιστάμενα από τακτικά, άτακτα καί ιππικόν, καί αριθμούμενα υπέρ τάς 15000, έφθασε δέ τήν 22ην Ιουνίου 1826 πλησίον τής Βέργας, όπου τόν περιέμενον οι Μανιάται. Μετά δέ δύω ωρών διάστημα αφ' ού ο υπό τήν οδηγίαν του στρατός επανεπαύθη από τήν οδοιπορίαν, ητοιμάσθη εις πόλεμον. Δοθέντος δέ διά τυμπάνων τού σημείου τής μάχης, τά μέν στρατεύματα επλησίασαν, ήρξατο δέ ο πυροβολισμός πρώτον από τό μέρος τών εχθρών. Οι δέ Έλληνες έμενον ήσυχοι περιμένοντες νά πλησιάσωσιν οι εχθροί οίτινες προσεγγίσαντες έως όπλου βολής, εφονεύθησαν μέ πρώτον τών Ελλήνων πυροβολισμόν περίπου τών 300.
Τό οποίον αυτό ιδών ο εχθρός, επεχείρησε μετ' ολίγην πεισματώδη κατά τών Ελλήνων εφόρμησιν, βιαζομένων τών στρατιωτών του υπό τών αξιωματικών, προτρεπόντων αυτούς μέ τά ξίφη εις τάς χείρας, καί φονευόντων εκείνον όστις ήθελεν οπισθοδρομήσει. Κατ' εκείνην τήν στιγμήν άξιον θέας ήτο νά βλέπη τις πίπτοντας τούς εχθρούς σωρηδόν έξωθεν τού τείχους, οίτινες καί δειλιάσαντες, τελευταίον οπισθοδρόμησαν. Αλλ' ο αλαζών Ιμπραχήμης ιδών τήν ανέλπιστον εκείνην θραύσιν τού στρατεύματός του, πλήρης θυμού διέταξε πάραυτα καί επεβιβάσθησαν 3500 Οθωμανοί εις τά εν Καλάμαις ελλιμενισμένα εχθρικά πλοία, διατάξας ν' αποβιβασθώσι κατά τό όπισθεν μέρος τής Μάνης εις μίαν δύσβατον θέσιν, επ' ελπίδι του, ότι οι Έλληνες ήθελον αφήσει κενήν τήν θέσιν τής Βέργας, καί ήθελον τρέξει πρός υπεράσπισιν τών οικογενειών των, ώστε τούτου γενομένου νά εισβάλη τότε ο Ιμπραχήμης εκ τών όπισθεν εις τήν Μάνην από τό μέρος τής Βέργας.
Πρό δέ τής ανατολής τού ηλίου τής 23ης Ιουνίου 1826 έφθασαν τά εχθρικά πλοία εις τό Δηρό, μεταξύ τής Τζίμοβας (Αρεόπολης) καί τού Πύργου, μή όντος εκείσε λιμένος, καί άνευ αναβολής απεβίβασαν εις τήν ξηράν τούς 3500 εχθρούς, αλλά μέ μεγάλην δυσκολίαν διά τό δύσβατον καί τό πετρώδες τού τόπου, ως εκ περιστάσεως δέ αγαθής ευρέθησαν κατά τό μέρος εκείνο 200 οπλοφόροι Μανιάται, εκ δέ τών προκρίτων ο Πιέρος Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος, υιός τού Πέτρου Μαυρομιχάλη, οίτινες διέταξαν τούς ρηθένετες 200 οπλοφόρους νά κτυπώσιν αφόβως τούς εχθρούς, διέταξαν δέ ταυτοχρόνως καί έκρουσαν τούς κώδωνας τών εκκλησιών, προσκαλέσαντες τούς ιερείς, άνδρας, γυναίκας καί παίδας όσους ευρέθησαν.
Έγραψε δ' εν ταύτω καί ο Δημήτριος Μαυρομιχάλης πρός τό εν τώ Αλμυρώ ευρισκόμενον ελληνικόν στράτευμα τήν εις τό Δηρό κατάπλευσιν τών εχθρικών πλοίων, καί τήν απόβασιν τών εχθρών, έγραφε δέ νά μή ταραχθώσι ποσώς μηδέ ν' αφήσωσι τήν θέσιν των, αλλά μόνον ν' αντικρούσωσιν αυτοί τόν εχθρόν, χωρίς νά φροντίζωσι περί τών εν τώ Δηρώ αποβιβασθέντων. Αλλ' εν τοσούτω η απόβασις τών εχθρών εξηκολούθει αφ' ενός μέν μέρους μέ κραυγάς, αφ΄ετέρου δέ μέ τόν κτύπον τών κωδώνων τών εκκλησιών, ώστε έφθασαν καί τινες ακόμη ολίγοι οπλοφόροι Έλληνες, καί έν πλήθος γυναικών Μανιατισσών, καί δύο αρχιερείς μετά τών ιερέων, καί οι μέν Μανιάται επυροβόλουν μέ τά όπλα, αι δέ γυναίκες εμάχοντο μέ τά δρέπανα, ώστε όχι μόνον εφονεύοντο καί επληγώνοντο οι αποβιβαζόμενοι εχθροί, αλλά καί διά τό πετρώδες καί τό δύσβατον τού τόπου, ούτε νά φυλαχθώσιν εδύναντο, ούτε νά καταφύγωσιν εις άλλο μέρος, ούτε δέ καί τά πλοία αυτά εδύναντο νά πλησιάσωσι ποσώς διά νά τοίς βοηθώσι καί νά πυροβολώσι μέ τά κανόνια κατά τών Μανιατών.
Επί κεφαλής δέ τόσων ανδρών, όσο καί τών γυναικων ίσταντο οι αρχιερείς καί οι ιερείς εμψυχούντες, καί προτρέποντες αυτούς εις τήν τών εχθρών αντίκρουσιν μέ όλην των τήν καρτερίαν, καί γενναιοψυχίαν. Αι δέ πέτραι έπιπτον ως χάλαζα επί τών κεφαλών τών εχθρών. Αλλ' εν τώ μεταξύ τοσαύτης αντικρούσεως έσπευσαν νά προσέλθωσι περίπου τών 350 Οθωμανών έως εις τάς θέσεις Πύργου καί Καυκαριάς επιλεγομένης μέχρι τής Φανερωμένης καί Καυχιών, από τούς οποίους έως 65 μόνο επρόφθασαν νά επιστρέψωσιν εις τό Δηρό, τούς δέ λοιπούς εφόνευσαν οι Μανιάται. Αλλ' οι διασωθέντες 65 επεβιβάσθησαν μετά τών άλλων κακήν κακώς διά τών λέμβων εις τά πλοία υγιείς τε καί πληγωμένοι. Ούτω δέ τά μέν πλοία ανεχώρησαν εκείθεν μετά μεγάλης αισχύνης καί φθοράς, η δέ θάλασσα τού Δηρού εκοκκίνησε από τά εκχυθέντα αίματα τών εχθρών κατ' έκτασιν περίπου δύο μιλίων. Από δέ τούς ευρεθέντας εις τήν μάχην εκείνην τέσσερεις μόνον Μανιάται επληγώθησαν, ηχμαλωτίσθησαν δέ καί δύω γυναίκες, η Τζατζόνυμφη, καλουμένη Καλαποθού καί η Κυριακή Τζατζουλίνα.
Επιστρέψας δέ ο Ιμπραήμ εις τά μεσσηνιακά φρούρια μετά πολλής καταισχύνης εκινδύνευσε νά καταστή φρενήρης. Οι δέ περί αυτόν τόν επαρηγόρουν υπισχνούμενοι ότι εις άλλην εκστρατείαν θέλουν καταστρέψει ολοσχερώς τούς Μανιάτας καί τήν Μάνην.»
Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β'
«Γενιά τής Μάνης είμαστε, σκλάβοι δέν θά γινούμε.
Κοπιάστε βρέ τουρκόγυφτοι καί τότε θά τά πούμε.
Τής Μάνης γιόκες είμαστε, τούς Τούρκους ποιός φοβάται;
Αυτούς τσέ τίς φοβέρες τους, όλοι βρέ κατουράτε!.
Οι γυναίκες εν τώ άμα, κάμανε μεγάλο θάμα.
Ανασκουμπώνουν τίς ποδιές
καί βάνουν πέτρες στρογγυλές.
Καύκαλα ανοίγουνε πολλά ή σκορπούνε τά μυαλά
καί αρπάζουν τά τραπάνια (δρεπάνια)
καί τούς κόβουν τά κεφάλια.
Στό ρημοκλήσι τού Δηρού λειτούργα ο πρωτοσύγκελος,
καί τάχραντα μυστήρια έφερνε 'ς τό κεφάλι του,
ψάλλοντας τό χερουβικό. Μά έξαφνα κι' ανέλπιστα
Τούρκοι τόν περιλάβανε, κ' έλαβε μόνον τόν καιρό
καί σήκωσε τά χέρια του, κ' είπεκε,
"Παντοδύναμε, δυνάμωσε τούς Χριστιανούς,
τύφλωσε τούς αγαρηνούς τή μέρα τή σημερινή".
Μά οι άνδρες όλοι ελείπασι, ήταν 'ς τή Βέργα τ' Αρμυρού,
όπου Τρωάδα ο πόλεμος επάηνε δυό μερόνυχτα.
Μόνα τά γυναικόπαιδα καί γέροντες ανώφελοι,
γιατ' ήτο θέρος, βρέθεσαν μέ τά δρεπάνια 'ς τά λουριά.
Καθόλου δέ δειλιάσασι, καθόλου δέ τρομάξασι,
μόν' έδωκαν τήν είδηση 'ς τόν Κωσταντίνο (Μαυρομιχάλη) μέ πεζόν.
Κ' εκείνος ως πολέμαρχος εσύναξ' όλα τά χωριά,
γράφει καί στέλνει ς' τ' Αρμυρό, κ' έδραμε κατά τό Δηρό.
Βλέπει γυναίκες νά χερούν καί τά δρεπάνια νά κρατούν,
τούς αραπάδες νά χτυπούν.
"Εύγε σας, μεταεύγε σας, γυναίκες, άνδρες γίνετε,
σάν ανδρειωμέναις μάχεσθε, σάν Αμαζόνες κρούετε".
Είπε κ' εβρυχουμάνισε σάν τό λιοντάρι 'ς τά βουνά.
Τούς Τούρκους κόφτει αψήφιστα.
Τότε τά παλληκάρια του, πετάχτησαν σάν τούς αϊτούς,
κ' επιάστηκαν μέ τούς εχτρούς,
χέρια μέ χέρια ανάκατα.
Τούς εκαταποντίσασι καί τούς εβάλασι μπροστά,
σάν νά ήσαν γιδοπρόβατα.
Σφάζοντας καί σκοτώνοντας φτάσασι 'ς τήν ακρογιαλιά,
πού μέλισσα ήτον η Τουρκιά.
Τότε 'ς εκείνην τή στιγμή, αγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν
τά παλληκάρια τ' Αρμυρού, οπού τή νίκη φέρνασι.
Πρώτος ήτο κ' εμπροστινά ο γιός τού γέρου βασιλιά, (Γεώργιος, υιός τού Πετρόμπεη)
είχε 'ς τά πόδια του φτερά, πού τόν ο πρώτος άγωρος.
Ξεγυμνωμένο τό σπαθί εκράτει, καί τά μάτια του
σπίκιαις καί φλόγες βγάζασι.
"Έχετε θάρρος, είπεκε μέ μιά φωνή σάν τή βροντή,
μή τά φοβάστε τά σκυλιά, ας ειν' πολλοί κι’ αμέτρητοι.
Ήταν πολλοί καί 'ς τ' Αρμυρό, κι' εμείς τούς ενικήσαμεν,
κι' όλους τούς εξωφλήσαμεν".
Πρόφτασε τότε κι' ο αρχηγός, πρόφτασε κι' ο αρχιστράτηγος,
οπού ναι πενταγνώστικος 'ς ταίς μάχαις, 'ς τά πολιτικά,
κ' είπε 'ς τά παλληκάρια του, κ' είπε 'ς όλο τό στράτευμα.
"Όσοι πιστοί εμπρός, παιδιά, σήμερον γεννηθήκαμε,
καί θά σωθούμε σήμερον".
Ήνοιξ' η μάχη τρομερά, κ' ήτανε ξεσυνέριση
'ς όλα τά Σπαρτιατόγονα ποίοι νά πάσι μπροστινοί.
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι, τί ήσαν 'ς τήν άκρη τού γιαλού.
Μεσ’ 'ς τό στερνό δειλιάσασι κ' επέφτασι 'ς τή θάλασσα,
σάν τά τυφλά τετράποδα, γιατ' ήτο θέλημα Θεού
νά σακουστή η παράκληση τ' αγίου πρωτοσύγκελου.»
Ο Κολοκοτρώνης όταν έφθασε από τό Μάνεση Μεσσηνίας στό πεδίο τών μαχών βρήκε τούς Μανιάτες νά πανηγυρίζουν γιά τή νίκη τους καί τή σωτηρία τής οικογενειών τους. Οι απόγονοι τών αρχαίων Σπαρτιατών είχαν γράψει μία ακόμα λαμπρή σελίδα ιστορίας καί χαρούμενοι έστειλαν σωρηδόν επιστολές στήν κυβέρνηση τού Ναυπλίου αναγγέλοντας τή διπλή νίκη τους στή Βέργα καί τό Διρό.
«Ταύτην τήν στιγμήν εις τάς δώδεκα ώρας, μάς ήλθε καί άλλος πεζός μέ γράμματα τού Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη από Λιμένι, καί πληροφορούμεθα ότι οι ημέτεροι αφού εσυνάχθησαν απανταχόθεν, επολιόρκησαν τούς εχθρούς στενότατα εις Δηρό καί αφού πολλάκις ώρμησαν κατ' αυτών τούς εστονοχώρησαν τοσούτον, ώστε άλλη ελπίς δέν τούς έμεινεν ειμή νά επικαλούνται τήν βοήθειαν τών εκεί παραπλεόντων πλοίων των, τά οποία βλέποντα τόν εντελή αφανισμόν τών αδελφών των αρμάτωσαν όλα τά λαντζόνια (βάρκες) των, τά οποία καί έστειλαν διά νά τούς διασώσουν.
Συγχρόνως δέ ήρχισαν τά πλοία των διά νά πυροβολούν ακαταπαύστως, όπως διασείσαντες τούς ημετέρους τών θέσεών των διασώσωσιν τούς εδικούς των, οι οποίοι εθανατώνοντο ανηλεώς από τά ακαταπαύστως σπινθηροβολούντα λαμπρά όπλα τών Σπαρτιατών. Υπέρ τών χιλίων κανονίων έρριψαν κατά τών ημετέρων, τούς οποίους αντί νά δειλιάσουν τούς ενεθάρρυναν περισσότερον, διά νά τούς πολεμούν πλέον μέ ορμάς. Όθεν απελπισθέντες καί ταύτης τής βοηθείας οι πολιορκημένοι εχθροί, έτρεξαν εις τήν θάλασσαν, ο μέν κολυμβών διά νά διασωθή, ο δέ διά νά εμβαρκαρισθή εις τά λαντζόνια. Αλλ' οι Σπαρτιάται, φοβούμενοι μήπως φύγη από τάς χείρας των μία τοιαύτη λεία, ώρμησαν εκ τρίτου αποφασιστικώς, ή τάν ή επί τάς, καί ελθόντες εις χείρας άλλους μέν κατέσφαξαν, άλλους δέ έπιασαν ζώντας καί άλλους εσκότωσαν μέ τά τουφέκια των, πλέοντας διά νά σωθωσι.
Τό δέ παραδοξότερον είναι όπου μία ηρώισσα γυναίκα Σπαρτιάτισσα πηδήσασα εις τήν θάλασσαν, άρπαξεν έναν Αλβανόν, κολυμβώντα διά νά διασωθή, από τόν οποίον εζητούσεν ικανοποίησιν διά τούς καρπούς της τούς οποίους τής έκαυσαν. Τί τά θέλετε, κύριοι! Εις αυτήν τήν εποχήν, αι γυναίκες τών Σπαρτιατών έδειξαν περισσοτέραν γενναιότητα από τούς άνδρας των. Μάλιστα δέ τήν πρώτην ημέραν τής μάχης, όπου οι άνδρες των έλειπον από τά σπίτια των εις Αλμυρόν, αύται μετά τών γερόντων εδίωξαν τόν εχθρόν από τήν Τζίμοβαν καί επεκράτησαν τήν μάχην έως ότου έφθασαν οι άνδρες των, μετά τών οποίων έκαμαν τούτον τόν μέγαν όλεθρον. Μόλις από τούς 2000 εχθρών διεσώθησαν 400, οι δέ λοιποί εχάθησαν, ως ανωτέρω είπομεν.
Τή 26η Ιουνίου 1826. Εκ τού στρατοπέδου τού Αλμυρού, Οι οπλαρχηγοί τής Σπάρτης»
Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 5
Πηγή: agiasofia.com
Ένας από τους νεκρούς της μάχης της Βέργας ήταν και ο προγονός μου Ιωάννης Λιαράκος από την Κίττα της Μέσα Μάνης . Συνεχίστε την ανάγνωση στο παρακάτω σύνδεσμο …………
https://sway.office.com/GzksTU8rtOXqeYKQ?ref=Link&loc=endofstory