ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (1797-1864)
Χαρὰ σ' ἐκειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
ἀπ' τὶς σκόνες σκεπασμένο,
τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου Σου,
στὸν ἥλιο,
Μακρυγιάννη,
κι' εἶδε ποὺ οἱ κόψες του μεμιᾶς ξαστράψαν
ἀνέγγιχτες στὸ φῶς,
κι' οἱ δυὸ πλευρές του λάμψαν,
γυμνές,
σὰ νἄβγαιναν τὴν ὥρα τούτην ἀπ' τ' ἀκόνι,
καὶ πῶς βωδοῦσαν,
ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ πλυμμένες στὸ αἷμα τῶν ὀχτρῶνε,
κι' ἀπ' τὴν ἄλλη,
σάμπως νὰ θέριζαν αὐτὴ τὴν ἴδιαν ὥρα
μοσκιὲς καὶ βιόλα, ἀπ' τοῦ μπαξέ Σου τὰ λουλούδια!
Κι' ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρές, γραφή,
ἀπ' τὴ μιά,
Τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, Στρατηγέ μας:
«Τὴ Λευτεριά μας τούτη, δὲν τὴν ηὕραμε στὸ δρόμο
καὶ δὲ θὰ μποῦμεν εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσσόπουλα, σ' αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι μέσα δὲ χωροῦμε.»
Κι' ἀπὸ τὴ δεύτερη πλευρά,
γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου
ἀκόμα καὶ τὸν θάνατο τὸν δέχομαι, τί τόσες
φορὲς τὸ θάνατον ἐζύγωσα, ἀδελφοί μου,
καὶ δὲν μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο,
τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι' ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω!»
Χαρὰ σ' ἐκειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ' τὸ χῶμα αὐτὴ τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασεν ἀπάνω της βαγγέλια·
χαρά λοιπόν, σὲ Σένα πρῶτα, γέρω-Βλαχογιάννη!
*
**
Μὰ τώρα καὶ σ' ἐμᾶς χαρά,
ποὺ ἀπ' τὶς ἑφτὰ πληγὲς τοῦ Στρατηγοῦ μας,
ποὺ σιωπηλὰ ξανάνοιξαν καὶ τρέχουν,
σὰν ἀπὸ ἑφτὰ πληγές,
κι' ὡσὰν ἑφτὰ ν' ἀνάβρυζαν μπροστά μας ἅγια κεφαλάρια
σὲ τοῦτα σκύβοντας,
πλατιὰ τὴ δίψα μας,
βαθειὰ τὴν πίκρα μας,
νὰ ξαλαφρώσουμε μποροῦμε!
Καὶ νά, ποὺ σκώνοντας τὰ μάτια ἀπ' τὶς πληγές του,
θαρροῦμε τώρα πὼς ἀκέριο, θὰ τὸν δοῦμε,
μὲς στὰ χρυσάρματά του, ὅπως τὴ μέρα
ποὺ σὰ ν' ἀνέβαινε ψηλότερα κι' ἀπ' ὅποιο θρόνον,
ἐκαβαλλίκεψε πᾶ στ' ἄλογο τοῦ Καραϊσκάκη,
ἢ τὴ βαθιὰ πὼς θὰ ν' ἀκούσουμε φωνή του,
καθὼς ἀπάνω στὴν πιὸ πλούσια τῆς καρδιᾶς του ἀνάβρα,
κάνοντας ἔφοδο γιὰ τοῦ ἴδιου τ' οὐρανοῦ τὶς πῦλες,
ἥρωας μιλοῦσε μὲ τὸ Θεό, στόμα μὲ στόμα,
κι' εἶχε σὲ χείλη καὶ καρδιά, φωτιὰ τὸ λόγο:
«Τί καρτερεῖς ἀκόμα τάχα, Δικαιοκρίτη;
Ποιός μὲ χαλκᾶ τοὺς ἄνεμους θὰ νὰ Σοῦ δέσει,
ἤ ποιός στὰ νέφη Σου, θὰ βάλει χαλινάρι;
Στὴ γῆ ποὺ ἀπόμεινε ἄνυδρη, ἄκαρπη καὶ στείρα,
ποτιστικιὰ πότε θὰ στείλεις τὴ βροχή Σου,
νὰ σκώσει κύματα ψηλὰ ἀσταχιῶν τὸ σπόρο,
ποὺ στ' ὂνομά Σου ἐγώ σπειρα ἀπὸ τόσα χρόνια;»
Κι' ἐμεῖς π' ἀκοῦμε, ἀναταράζεται ἡ καρδιά μας,
σὰ σβῶλος χῶμα ποὺ τὸν ἔκοψε τ' ἀλέτρι,
καὶ νιώθει μέσα της τὴ ζωὴ νὰ μυρμηγκιάζει,
κι' ὡσὰν τὴ μήτραν ὅπου δέχτηκε τὸ σπόρο,
σκιρτάει νὰ θρέψει καὶ νὰ δέσει καὶ νὰ πλάσει,
τὸν κόσμο ποὺ καρτέραγε ἀπὸ τόσα χρόνια,
σπαρτὸς ἀπ' τὸ δικό Σου λόγο, Μακρυγιάννη!
Κι' ὅλων μας τὸ αἷμα θέλει νἄμπει μὲς στ' αὐλάκι,
τὸ ἴδιο χωράφι νὰ ποτίσει, Στρατηγέ μας!
Τί πιὰ δὲν εἴμαστε στὸ «Ἐγώ», ὡς Ἐσὺ μᾶς τὦπες,
μὰ σήμερα εἴμαστε στὸ «Ἐμεῖς», κι ἄς μαζωχτοῦμε
σ' ἕνα σκοπόν, ἄν θέλουμε νὰ φκιάσουμε χωριό καὶ κόσμο!
Κι' ἄξιο ξαιτίμεμα τοῦ μόχτου μας ἄς εἶνε
ποὺ ἀπ' τὶς ἑφτὰ πληγές Σου, Στρατηγέ μας,
ποὺ σιωπηλὰ ξανάνοιξαν καὶ τρέχουν,
σὰν ἀπὸ ἑφτὰ πηγές
κι' ὡσὰν ἑφτὰ ν' ἀνάβρυζαν μπροστά μας ἅγια κεφαλάρια
σὲ τοῦτα σκύβοντας,
πλατιὰ τὴ δίψα μας,
βαθειὰ τὴν πίκρα μας
νὰ ξαλαφρώσουμε μποροῦμε!
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 515, 1948
Φωτογραφία: Βαρλάμος Γιώργος-Ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, 1983, paletaart3 – Χρώμα & Φώς
Ἑλληνων Φῶς