ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
Ἡ φανταστική, καθ' ὃλας τὰς πιθανότητας, εἰκὼν τοῦ Μάρκου Μπότσαρη ἡ δεικνυόμενη εἰς τὴν πινακοθήκην τῆς Ἐθνολογικῆς, δὲν ἔχει τίποτε ξεχωριστόν. Ὁ ἥρως, ὁ ἐπερχόμενος ὠς κεραυνός, φαίνεται ἐκεῖ ὡς νὰ ἀναπαύεται· ἢ ἀκριβέστερον, ὡς νὰ στέκεται ἐκεῖ μόνον διὰ νὰ φωτογραφηθῇ. Φέρμελη χρυσοκόκκινη, στρογγυλὸν πηγοῦνι, μακρυὰ μαλλιά· ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὸ φέσι, ὡς νὰ τὸν ἐπίεζε, φέρεται πλαγίως ἐρριμένον, ἀλλ' ὀρθόν. Καὶ στοχάζεται κανεὶς ὅτι ἡ εἰκὼν ἐκείνη δὲν εἶναι τόσον ἀκατάλληλος, ὅσον θὰ ἐνομίζετο, διὰ νὰ μᾶς ἀναπαραστήσῃ κάτι τι, ἔστω ἐλάχιστον ἀπὸ τὴν ψυχὴν τοῦ πολέμαρχου. Ἡ ψυχὴ αὐτὴ ὅσον ἦτον ἡρωϊκή, τόσον ὀλίγον ἦτον ἐπιδεικτική. Ἀλλὰ καμμία ταπεινὴ σκέψις, ματαιοδοξίας ἢ φιλοπατρίας, δὲν τὴν ἐπίεζε· τοὺς πλαγίους δρόμους τοὺς κατεφρόνει. Ἡ μεγαλοπραγματοσύνη τοῦ Μάρκου ἡμιλλᾶτο πρὸς τὴν μεγαλουργίαν τῶν κορυφαίων τῆς Ἐπαναστάσεως· ἀλλ' ἡ μεγαλοφροσύνη του ἦτον ἀπαράμιλλος. Ἐγεννήθη εἰς τὸ Σούλι τὸ 1790· τὰ πρῶτα γράμματα μᾶς λέγουν ὅτι τὸν ἐδίδαξεν ὁ Σαμουήλ, ὁ μυστηριώδης πρωταθλητὴς καλόγηρος, τὸν ὁποῖον ἀπηθανάτισεν ἡ Μοῦσα τοῦ Βαλαωρίτου. Ἀλλὰ τί γράμματα ἠμποροῦσε νὰ τὸν μάθῃ ὁ Σαμουὴλ ἄλλα παρὰ τὸ νὰ μισῇ καὶ νὰ κτυπᾷ τοὺς Τούρκους; Βραδύτερον ὁ Μάρκος ἐξεπολιτίσθη κάπως εἰς τήν Κέρκυραν, ὅπου εὕρισκον ἄσυλον προγεγραμμένοι καὶ ἀπάτριδες οἱ Σουλιῶται· ἡ Κέρκυρα δὲν ἧτο μόνον ἄσυλον, ἀλλὰ καὶ σχολεῖον κάποιας μορφώσεως διὰ τοὺς βάρβαρους ἀρματωλούς, τοὺς ὑψηλοὺς καὶ σεπτοὺς βαρβάρους. Ἐκεῖ ὁ Μάρκος καὶ ἐνυμφεύθη τὸ 1810 μὲ τὴν Χρυσῆν, τὴν θυγατέρα τοῦ ὁπλαρχηγοῦ τῆς Πρεβέζης Χριστάκη. Ἀλλ' ἐκεῖ ὅπου τὸν εὑρίσκομεν, ἄξιον ἀπόγονον τῶν Μποτσαραίων, εἶναι τὸ Σοῦλι. Ὁ υἱὸς τοῦ Κίτσου Μπότσαρη, τοῦ διαφημισθέντος μὲ τὰς ἀνδραγαθίας του, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ἀκμῆς τοῦ Ἀλήπασσα, ὑπερέβη τὸν πατέρα εἰς τὰς ἡμέρας τῆς δύσεως καὶ τοῦ ἄδοξου τέλους τοῦ φοβεροῦ τυράννου. «Ἐκεῖνος ἐκεῖ ὁ σιωπηλὸς θὰ φάγῃ πολλὴν Τουρκιὰν» εἶπε ποτὲ περὶ αὐτοῦ προφητικῶς ὁ Ἀλήπασσας. Καὶ ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι οἱ Σουλιῶται, καὶ πρῶτος μεταξὺ αὐτῶν ὁ Μάρκος, πολεμοῦντες διὰ νὰ περισώσουν τὰ ὕστατα λείψανα τῆς πατρίδος των, ἔπλασαν τοὺς πρώτους θριάμβους τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος. Ὅπως ἀπὸ τὰ συντρίμματα παλαιῶν ναῶν ἐγείρονται ἄλλοι ναοὶ καὶ ἀπὸ τὰ χώματα κειμηλίων κατασκευάζονται ἄλλα κειμήλια, τοιουτοτρόπως ἀπὸ τὰ τελευταῖα κατορθώματα τοὺ ἐκπνέοντος Σουλίου ἀπετέλεσαν ἐκεῖνοι τὴν ψυχὴν μὲ τὴν ὁποίαν ἐξέλαμψεν ἡ μεγάλη πατρίς. Τῆς ψυχῆς αὐτῆς ψυχή, κατὰ τὰ πρώτα ἔτη τοῦ Ἀγῶνος, ὑπῆρξεν ὁ Μάρκος. Κατὰ τὸν ἀποκλεισμὸν τοῦ Ἀλήπασσα, σύμμαχος ἐν πρώτοις τοῦ σουλτανικοῦ στρατοῦ —πάντοτε διὰ τὴν ἀνάκτησιν τοῦ Σουλίου— πρῶτος ἔρρηξε κατ' αὐτῶν τὴν βροντώδη κραυγήν: Π ό λ ε μ ο ς! Τὸν ἐπανεῖδε, ματὰ ἐτῶν ἐγκατάλειψιν τὸ ἔρημον τὸ Σοῦλι· ἔφθασεν ὁ κρότος τῶν ὅπλων του εἰς τὰ Ἰωάννινα ἀπὸ τὴν Σαδοβίτσαν. Πάντοτε μὲ μίαν φούχτα παλληκαριῶν, ἐκτύπα τοὺς ἐχθρούς, διέκοπτε τὴν συγκοινωνίαν των, συνελάμβανε τὰς ζωοτροφίας των. Πτερωτὸς ἐπεφαίνετο κ' ἐξηφανίζετο, τρέχων ὅπου τὸν ἐκάλουν ὁ ὄλεθρος καὶ ὁ θρίαμβος. Εἰς τὴν Μπογόριτσαν καὶ εἰς τὰ Πηγάδια· εἰς τοὺς Βορριᾶδες καὶ εἰς τὴν Ρηνιάσαν· εἰς τοὺς Δραμασοὺς καὶ εἰς τὴν Ραψίσταν· εἰς τὴν Πλάκαν καὶ τὰ Γραμμενοχώρια· εἰς τὴν Ρακάσαν καὶ εἰς τὴν Ἄρταν. Ἐπιτυγχάνει παραδόσεις φρουρίων, ἐπαναστατεῖ χωρία, πολιορκεῖ πασσάδες, κατατροπώνει Τζάμηδες. Ἡ τρομασμένη Ἤπειρος ἀναπνέει καὶ διαλαλεῖ τὸ ὄνομά του. Ἀλλὰ τὸν ἐκάλει εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς ἑλληνικῆς γῆς ἐνδοξότερον στάδιον μᾶλλον πειθαρχικοῦ καὶ μᾶλλον συγκεκροτημένου ἀγῶνος. Ἐμφανίζεται εἰς τὸ Μεσολόγγιον κατὰ τὸν Μάρτιον τοῦ 1822. Τίθεται ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ Μαυροκορδάτου, προέδρου τοῦ ἐκτελεστικοῦ. Δεικνύεται ἐκεῖ ἥμερος καὶ μεγαλόψυχος ὅσον καὶ γοργοκίνητος. Εἶναι ὁ ἴδιος ὅστις εἰς ἕνα βράχον τοῦ Σουλίου, ἀφοῦ ἐνίκησε χιλιάδας Ἀλβανῶν, ἐμποδίζει τοὺς στρατιώτας του νὰ στήσουν τρόπαια ἀπὸ τὰς κεφαλὰς ἐκείνων· κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Πουκεβίλ ἠρκέσθη μόνον νὰ δοξολογήσῃ τὸ θεῖον: «Κύριε, σῶσον τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου!» Ἐκεῖ εἰς τὸ Μεσολόγγι ἠμνήστευσε καὶ κατεφίλησε τὸν φονέα τοῦ πατρός του Γῶγον Μπακόλαν. Ὅταν ἡ ἐν Πελοποννήσω Κεντρικὴ Κυβέρνησις τὸν διώρισεν ἀρχιστράτηγον, διὰ νὰ κατασιγάσῃ τὰς ἐξεγερθείσαν ἀντιζηλίας, ἐξέσχισε κατὰ πρόσωπον τῶν δυστροπούντων τὸ δίπλωμα τῆς ἀρχηγίας καὶ εἶπε λόγους ὑψηλούς, ὡς ἥρως κλασικῆς τραγωδίας: «Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν πατρίδα δὲν ἔχει ἀνάγκην διπλώματος, ἀλλὰ σπαθιοῦ». Ἐξέφερε καὶ ἄλλον λόγον ὑψηλότερον ἀκόμη κλεισμένος εἰς τὸ Μεσολόγγι, πρὸς ἀπάντησιν εἰς τὰς προτάσεις τοῦ πολιορκητοῦ περὶ παραδόσεως: «Ἄν θέλετε τὸν τόπο μας, ἐλᾶτε νὰ τὸν πάρετε!» Λεωνίδας εἰς λόγους καὶ εἰς ἔργα. Καὶ ἀφοῦ παρευρέθη καὶ τοῦ κάκου ἐπολέμησε λεοντοθύμως εἰς τὴν καταστροφὴν τοῦ Πέτα, ἐξεστράτευσεν εἰς τὸ Καρπενῆσι κατὰ τοῦ Σκόδρα διὰ νὰ ἐξαλείψῃ τὸ αἴσχος τοῦ Πέτα. Κρίνω περιττὸν νὰ ἀναμασσήσω ἐνταῦθα ὅ,τι ἀναγιγνώσκεται εἰς κάθε μνήμην καὶ εὑρίσκεται εἰς κάθε καρδίαν· ποῖος Ἕλλην δὲν γνωρίζει πῶς ἐπέσεσε, καὶ μὲ ποίας καὶ μὲ πόσας, εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ πασσᾶ, καὶ τί ὄλεθρον ἐπροξένησε, καὶ πῶς ἔπεσε βληθείς. Εἰς τὸ Μεσολόγγι τόν ἐκήδευσαν ὅπως οἱ Ἀχαιοὶ τὸν Φοιλοποίμενα. Κυανῆ χλαμὶς ἐκάλυψε τόν νεκρόν του. Ἐμεγάλυναν τήν πομπὴν τοῦρκοι αἰχμάλωτοι καὶ ἵπποι χρυσοχάλινοι καὶ πρόβατα καὶ ἡμίονοι, καὶ σημαῖα καὶ ὅπλα, κόσμος ἐθνικῶν λαφύρων. Βραδύτερον εἰς τὰ Ἡ ρ ῶ α τῆς ἱστορικῆς πόλεως ἐστήθη τὸ μνῆμα τοῦ· ὁ Δαβίδ Δανζὲρ ἔγλυψε δι' αὐτὸ τὴν «Ἑλληνίδα» του. Ὁ Μάρκος μὲ τὸν Κανάρην, οἱ δύο των εἶναι σχεδὸν οἱ μόνοι τῶν ὁποίων ἡ φήμη ἐξαπλώθη ἀνὰ τὸν παλαιόν καὶ τὸν νέον κόσμον, ὡς τὸ σύμβολον τοῦ νεοελληνικοῦ ἡρωϊσμοῦ. Μαρτυροῦν περὶ αὐτοὺ οἱ στίχοι τοῦ Βίκτωρος Οὑγκὼ καὶ τοῦ Ἀμερικανοῦ Χάλλερ.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος IΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ, ΟΙ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑΝ ΗΡΩΕΣ
Ἑλλήνων Φῶς