«ΜΑΘΑΙΝΕ ΤΑ ΠΑΛΙA, ΝΑ ΞEΡΕΙΣ ΤΑ ΚΑΙΝΟYΡΓΙΑ» [παροιμία]

Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος -Κιλκίς

Στὸ περισπούδαστο βιβλίο του «Καταρρέω», ὁ ἀείμνηστος Τάσος Λιγνάδης, σὲ κείμενό του γιὰ τὴν Μικρασία, γράφει γιὰ μία συζήτηση ποὺ εἶχε στὴν Κύπρο, πρὶν ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ ’74, Μ’ ἕναν γέροντα πρόσφυγα τοῦ 1922, ὁ ὁποῖος εἶχε καταφύγει στὸ νησί. Μιλοῦσαν σ’ ἕνα καφενεῖο στὴν Κερύνεια, «τὸ πιὸ αὐθεντικὸ ἑλληνικὸ τοπίο ποὺ ἔχω γνωρίσει», ὅπως γράφει. Κοίταζε ὁ γέροντας τὴν θάλασσα «μὲ ματιὰ ποὺ ἔκρυβε πόνο Ἱστορίας».

Τοῦ εἶπε: «Ἀπὸ δῶ θά ’ρθουν τὰ πλοῖα καὶ τὰ ἀεροπλάνα τους γιὰ νὰ μᾶς ξεριζώσουν γιὰ μία ἀκόμα φορά». Καὶ πράγματι, μετὰ ἀπὸ λίγο ἦρθαν οἱ κτηνάνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς…
“Καὶ γέμισε πληγὲς τὸ χῶμα.
Βρῆκε ἐκκλησιὲς καὶ τὶς χάλασε.
Βρῆκε λιακωτὰ καὶ τὰ κούρσεψε.
Βρῆκε τὰ βήματα ἑνὸς πολιτισμοῦ καὶ θέλει νὰ τὰ παραγράψει.
Καὶ χαλᾶ. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ χτίσει”.
(Ἄνθος Λυκαύγης. Κύπριος δημοσιογράφος καὶ λογοτέχνης).

Θὰ ξανάρθουν. Ἢ μᾶλλον ἔρχονται, μὲ λέμβους… Περπατᾶς στὸ Κιλκίς, στὴν Κατερίνη – πόλεις τῆς ἐνδοχώρας, ὅπως λέγεται, λὲς καὶ εἴμαστε στὴν ἀχανῆ Ρωσία. 40 χιλιόμετρα ἀπέχει τὸ Κιλκὶς ἀπὸ τὴν θάλασσα, 10 ἡ Κατερίνη – καὶ ἀπὸ τὴν γωνία ἐμφανίζεται ἡ φασκιωμένη μωαμεθανὴ μὲ 3-4 φύτρες της, καὶ ἂς τηγανίζει ὁ ἥλιος τὴν πλάση μὲ σαράντα καὶ βαθμούς. Καὶ ἀπὸ πίσω ὁ μωαμεθανὸς σύζυγος, μὲ κοντοπαντέλονο, καὶ σαγιονάρα, κεφάτος καὶ χαρούμενος, γιατί βρῆκε τὴν χώρα μὲ τὰ ἀμετανόητα κορόιδα καὶ τοὺς προδότες πολιτικούς.

Ἀντιδροῦν ἀκοῦμε στὰ νησιά. Καὶ τί ἀπαιτοῦν; Ὄχι νὰ κλείσουν τὰ σύνορα στὴν παράνομη μετανάστευση, ἀλλὰ νὰ ἀδειάσουν οἱ Μόριες καὶ νὰ μεταφερθοῦν οἱ Ἀφροασιάτες στὴν… ἐνδοχώρα. Σὲ μία βδομάδα θὰ ξαναγεμίσουν. Θα ἀδειάσουν, θὰ γεμίσουν. Φοβοῦνται μὴν τοὺς ποῦν ρατσιστές…

«Ἄντε νὰ λείψετε, χαμένοι ἄνθρωποι! Τέτοιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι σήμερα. Δῶσ’ τους χρήματα, αὐτοκίνητα καὶ δὲν νοιάζονται οὔτε γιὰ πίστη οὔτε γιὰ τὴν τιμὴ οὔτε γιὰ τὴν ἐλευθερία» (Ἅγιος Παϊσιος, ὁ Ἁγιορείτης).

Οὐγγαρία, Τσεχία, Πολωνία, Δανία, Ἀγγλία, Κροατία, Αὐστρία, Βουλγαρία καὶ ἄλλες χῶρες τῆς Ε.Ε. ἔκλεισαν τὰ σύνορα. Σκόπια καὶ Ἀλβανία τὸ ἴδιο. Τὸ διαμηνύουν οἱ ἡγέτες τους πρὸς πᾶσαν κατεύθυνση. Ἔλαβε ἆραγε κάποιο μέτρο ἐναντίον τους ἡ ξεδοντιασμένη καὶ διεφθαρμένη γριὰ Εὐρώπη; Ὄχι. Γιατί; Γιατί δὲν γίνεται τὸ ἴδιο στὴν πατρίδα μας; Γιατί δὲν βγαίνει ὁ Ἕλληνας πρωθυπουργὸς νὰ πεῖ τὸ αὐτονόητο: δὲν δεχόμαστε ἄλλους «πρόσφυγες καὶ μετανάστες». Τί φοβοῦνται; Γιατί οἱ ξένοι τοὺς θεωροῦν δεδομένους; Ἔχουν ξεπουλήσει τὰ πάντα, πρόδωσαν τὴν Μακεδονία μας καὶ τὴν Κύπρο. Λάβαμε μήπως κάποια ἐγγύηση ἀπὸ τὴν Ε.Ε., τὴν Ἀμερικὴ γιὰ τὴν ἐθνική μας ἀκεραιότητα; Ὄχι. «Εἴμαστε μόνοι μας», δηλώνουν. Γιατί, ὃ μὴ γένοιτο, Κύριος οἶδε, ἀφοῦ εἴμαστε μόνοι μας, ἐπιτρέπουμε σὲ χιλιάδες μωαμεθανοὺς νὰ στρατοπεδεύουν γύρω ἀπὸ τὶς πόλεις μας ἢ μέσα σ’ αὐτές; Ἂν γίνει τὸ κακό, δὲν θὰ στείλει ἕνα μήνυμα, ὁ βλαμμένος ὁ Ἐρντογάν, στὰ κινητά τους, παροτρύνοντάς τους γιὰ «ἱερὸ πόλεμο» καὶ σφαγὲς κατὰ τῶν «ἀπίστων», ἡμῶν, δηλαδή; Αὐτὲς οἱ ἁπλὲς σκέψεις ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅλων σχεδὸν τῶν Ἑλλήνων, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κρανιοκενεῖς ἀριστερόμυαλους, δὲν βασανίζουν τὸν νοῦ τῶν πολιτικῶν;

Νὰ ὑποθέσουμε πῶς ἂν συμβεῖ, θὰ μιμηθοῦν τοὺς ἄκαπνους τζιτζιφιόγκους προγόνους τους, τοῦ 1940;

Διαβάζω ἀπὸ τὸ ἐξαιρετικὸ βιβλίο τοῦ μεγάλου λαογράφου μας Δημητρίου Λουκάτου, «Ὁπλίτης στὸ Ἀλβανικὸ Μέτωπο»:
«Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα ἔκαμα μία βόλτα στὰ Γραφεῖα Ἐμπέδων-Στρατολογία, Διαχείριση, Ὑπασπιστήριον. Ἕνα σωρὸ φαντάροι ἔχουν “βολευτεῖ” ἐκεῖ μέσα. Μ’ ἕνα μπιλιετάκι, μ’ ἕναν γνωστό, ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, τὰ κατάφεραν. Τώρα εἶναι ἥσυχοι. Εἶναι ὅλοι τους ἀπὸ ἀριστοκρατικὲς ἀθηναϊκὲς οἰκογένειες καὶ πολλοὶ ἔρχονται στὸ γραφεῖο τους μὲ ἰδιόκτητη κούρσα. Τοὺς ξεχωρίζεις ἀπὸ τὰ καλοχτενισμένα μαλλιά, τὰ μεταξωτὰ πουκάμισα, τὰ καλοβαλμένα φανταρίστικα, καὶ τὸ ρολόι τοῦ χωριοῦ. Τοὺς ξεχωρίζεις ἀκόμα, ἀπὸ τὸ ἀκατάδεχτο ὕφος τους καὶ τὴν ἀπροθυμία τους νὰ σ’ ἐξυπηρετήσουν. Τὰ τσακίσματα καὶ τὶς εὐγένειές τους τὰ σπαταλᾶνε στοὺς ἀξιωματικούς». (Ἔκδ. «Ποταμός», σελ. 24-25).

Ὁ Λουκάτος πῆγε καὶ πολέμησε, ὅπως καὶ ἄλλα 14.000 περίπου «παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος». Οἱ ἀτσαλάκωτοι κηφῆνες τῆς «ἀριστοκρατίας» – τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπὸ τότε- τρύπωναν στὰ φουστάνια τῶν μανάδων τους. Οἱ 14.000 ἄφησαν τὰ ἱερά τους κόκκαλα στὶς ἀετοράχες τῆς Πίνδου. Ἕλληνες πραγματικοί, καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐπώνυμη σιχασιὰ τῶν Ἀθηνῶν.

Ἐπιμένω, ὅμως. Γιατί δὲν ἀντιδρᾶ ἡ … ἀριστοκρατία στὴν ἐξόφθαλμη εἰσβολή; Προστρέχω καὶ πάλι σὲ βιβλιογραφικὴ παραπομπή. Δόξα τῷ Θεῷ, σπουδαῖοι καὶ εὐφυεῖς πρόγονοι, μᾶς προίκισαν μὲ ἀξιόλογα… ἑρμηνευτικὰ ἐργαλεῖα.

Ἴσως λίγοι γνωρίζουν ἢ ἔχουν στὴν βιβλιοθήκη τους τὸ δυσεύρετο βιβλίο τοῦ πρέσβεως Κωνσταντίνου Σακελλαρόπουλου, μὲ τίτλο «Ἡ σκιὰ τῆς Δύσεως. Ἱστορία μίας καταστροφῆς». (ἔκδ. «Ἀετός», Ἀθήνα, 1954). Ἐξαιρετικὸ πόνημα ἀσχολεῖται μὲ τὴν κρίσιμη διπλωματικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἐτῶν 1915-1922. Στὸν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου, στὰ συμπεράσματα, ὁ συγγραφέας γράφει τὰ ἑξῆς ἐπικαιρότατα. «Μία ἡνωμένη Ἑλλὰς ποτὲ δὲν θὰ ἐλάμβανε ἐκ μέρους τῶν Μεγάλων τὴν μεταχείρισιν ποὺ ἔλαβε ἡ ἐξαθλιωμένη Ἑλλὰς τῶν σκοτεινῶν παθῶν καὶ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἡ Ἑλλὰς τῶν δύο ἀδιαλλάκτων ἀντιπάλων παρατάξεων, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἡ καθεμιὰ ἔφθασε νὰ μὴν κάμνει κὰν διάκρισιν μέσων, προκειμένου νὰ ἐπιβληθεῖ ἐπὶ τῆς ἄλλης. Καὶ ἂν ὀργίασαν οἱ ξένοι εἰς βάρος της, δὲν ἔγινε τοῦτο διότι Ἕλληνες ἐπροθυμοποιήθησαν νὰ γίνουν ὄργανά τους, εἰς βάρος Ἑλλήνων; Διατὶ τῆς Τουρκίας, διατὶ τῆς Βουλγαρίας ἐπεζήτησαν οἱ Σύμμαχοι, μὲ τόσην ὑπομονὴν τὴν φιλίαν, διατὶ καὶ τῶν δύο ἐδείχθησαν πρόθυμοι νὰ ἐγγυηθοῦν τὴν ἀκεραιότητα, ἀπέναντι καὶ μόνης τῆς οὐδετερότητός των; Καὶ διατὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀρνήθησαν μὲ πεῖσμα παρομοίαν ἐγγύησιν, ἀκόμη καὶ πολεμικῆς τῆς μετ’ αὐτῶν συμπράξεως;». Ἂς προσεχθεῖ, παρακαλῶ, ἡ ἑπόμενη φράση τοῦ πρέσβεως. «Διότι ἡ Βουλγαρία, ὅπως καὶ ἡ Τουρκία κατὰ τὴν περίοδο τῆς οὐδετερότητάς της, ἦσαν κράτη ἑνιαῖα, μὲ μίαν μόνον καλὴν ἢ κακὴν ἐθνικὴν πολιτικήν. Καὶ διότι, εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς Ἑλλάδος, οἱ σύμμαχοι εἶχαν νὰ κάμουν- κατὰ πολὺ διότι τὸ ἠθέλησαν- ὄχι μὲ ἕναν, ἀλλὰ μὲ δύο ἑλληνικοὺς κόσμους…». (Σελ. 366-367). Δύο κόσμοι δὲν ζοῦν καὶ σήμερα στὴν Ἑλλάδα; Ἀπὸ τὴν μία ὁ λαός, ποὺ βράζει καὶ στενάζει, ἡ πατρίδα, δηλαδή, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ τηλεπώνυμες ἀναθυμιάσεις, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, καλλιτέχνες καὶ λοιπές, ποικιλώνυμες συνιστῶσες καί.. συλλογικότητες ποὺ «γράφουν» τὴν ἱστορία μίας νέας καταστροφῆς, ἑκατὸ χρόνια μετά….



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *