"Ματωμένα χώματα"
Τό ἄλλο πρωί μᾶς ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα καί καλπασμός ἀλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιᾶς ὀρθοί κι ἀνοίξαμε τά μάτια μας. Τό τούρκικο ἱππικό περνοῦσε καμαρωτό ἀπό τήν παραλία. Κανείς δέν ἔβγαλε τσιμουδιά. Καί τά μωρά κερώσανε. Μόνο μιά πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
- Τί θά μᾶς κάνουνε οἱ Τούρκοι; Τί θά μᾶς κάνουνε;
Αὐτή ’ταν ὁλουνῶν ἡ ἀγωνία, μά κανείς δέν τήνε ξεστόμιζε. Ἀπό μερικά μπαλκόνια ξένων σπιτιῶν ἀκούστηκαν ἀδύναμα παλαμάκια καί «γιασασίν». Σάν τέλειωσε ἡ παρέλαση, ἔγινε νεκρική ἡσυχία. Ἡ δικιά μας μαούνα ἦταν ἡ τελευταία ἀπ’ τίς ἑξήντα καί βρισκότανε σιμά στήν ξηρά. Σέ λίγο ἀκούστηκε τελάλης:
- Μπρέ ’σεῖς, τί λέει;
- Λέει, νά βγεῖ ὁ κόσμος καί νά πάει στίς δουλειές του δίχως νά φοβᾶται. Κανένας δέ θά κακοπάθει.
- Μπορεῖ ἡ νίκη νά μερώνει τσ’ ἀνθρώπους, εἶπε ἡ μάνα μου.
- Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις δώκανε ἐντολή νά μήν ἀνοίξει ρουθούνι χριστιανικό.
- Αὐτή ’ναι ἡ ἀλήθεια. Φτάνει τό αἷμα. Τί τά γενιτσαριά θά ’χουμε;
- Τόσοι στόλοι! Τόσα βασιλικά γιά τά μάτια ἤ θαρρέψατε πῶς στέκουνε ’δῶ χάμου;
Ὁ ἀδερφός μου ὁ Κώστας μέ πλησίασε ὅλο χαμόγελα καί φουσκώνοντας σάν διάνος, μοῦ ’πε εἰρωνικά:
- Τί γνώμη ἔχεις τώρα, Μανωλάκη, γιά τό χτῆμα π’ ἀγόρασα; Ἔκανα καλά ἤ μέ πέρασε κορόιδο ὁ μπαρμπα-Θόδωρος;
Ἤμουνα τόσο χαρούμενος πού θά τοῦ συγχωροῦσα χίλιες τόσες κακοκεφαλιές κι ἄλλες τόσες εἰρωνεῖες.
Ὅλοι στή μαούνα γινήκαμε τώρα μια παρέα. Βγάλαμε ὅ,τι φαγώσιμο εἴχαμε, παστά, αὐγά, κονσέρβες. Ἀρχίσαμε τά τραταμέντα καί τίς τσιρεμόνιες. Ξάφνου, μεσα στή γενική χαρά, ἀκούστηκε μιά φωνή κι ὕστερα πολλές μαζί:
- Φωτιά! Φωτιά! Βάλαν φωτιά στή Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ὀρθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στόν οὐρανό, χοροπηδηχτές.
- Εἶναι κατά τήν Ἀρμενογειτονιά.
- Κατά ’κεῖ φαίνεται νά ’ναι.
- Πάλι οἱ Ἀρμεναῖοι θά τά πλερώσουνε!
- Ἀποκλείεται νά κάψουνε ὁλόκληρη τή Σμύρνη. Ποιό συμφέρον ἔχουνε; Ἀφοῦ ἔγινε πιά δική τους..
Ποιό συμφέρον εἴχαμε ἐμεῖς πού καίγαμε τά τουρκοχώρια στήν ὑποχώρηση; Ἡ φωτιά ἁπλωνόταν παντοῦ. Ντουμάνιασε ὁ οὐρανός. Μαῦρα σύγνεφα ἀνηφορίζανε καί μπερδευότανε τό ’να μέ τ’ ἄλλο. Κόσμος, ἑκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός ἀπό φόβο, ἀρχίνησε νά τρέχει ἀπ’ ὅλα τά στενοσόκακα καί τούς βερχανέδες καί νά ξεχύνεται στήν παραλία σάν μαῦρο ποτάμι.
-Σφαγή! Σφαγή!
- Παναγιά, βοήθα!
- Προφτάστε!
- Σῶστε μας!
Ἡ μάζα πυκνώνει, δέν ξεχωρίζεις ἀνθρώπους, μά ἕνα μαῦρο ποτάμι πού κουνιέται πέρα δῶθε ἀπελπισμένα, δίχως νά μπορεῖ νά σταθεῖ οὔτε νά προχωρήσει. Μπρός θάλασσα, πίσω φωτιά καί σφαγή! Ἕνας ἀχός κατρακυλάει ἀπό τά βάθη τῆς πολιτείας καί σπέρνει τόν πανικό.
- Τοῦρκοι!
- Τσέτες!
- Μᾶς σφάζουνε! Ἕλεος!
Ἡ θάλασσα δέν εἶναι πιά ἐμπόδιο. Χιλιάδες ἄνθρωποι πέφτουνε καί πνίγονται. Τά κορμιά σκεπάζουνε τά νερά σάν νά ’ναι μόλος. Οἱ δρόμοι γεμίζουνε κι ἀδειάζουνε καί ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναῖκες, παιδιά ποδοπατιοῦνται, στριμώχνονται, λιποθυμοῦνε, ξεψυχοῦνε. Τούς τρελαίνουν οἱ χαντζάρες, οἱ ξιφολόγχες, οἱ σφαῖρες τῶν τσέτηδων!
-Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπᾶτε τους τούς κερατάδες!).
Τό βράδυ τό μονοφώνι κορυφώνεται. Ἡ σφαγή δέ σταματᾶ. Μόνο ὅταν τά πλοῖα ρίχνουνε προβολεῖς γίνεται μια πρό- σκαιρη ἡσυχία. Μερικοί πού καταφέρανε νά φτάσουνε ζωντανοί ἴσαμε τή μαούνα, μᾶς ἱστοροῦνε τό τί γίνεται ὄξω, στίς γειτονιές. Οἱ τσέτες τοῦ Μπεχλιβάν καί οἱ στρατιῶτες τοῦ Νουρεντίν τρῶνε ἀνθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογοῦνε σπίτια καί μαγαζιά. Ὅπου βροῦνε ζωντανούς, τούς τραβοῦνε ὄξω καί τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στίς ἐκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι ἀγόρια πάνω στίς Ἅγιες Τράπεζες καί τ’ ἀτιμάζουνε. Ἀπ’ τόν Ἅι- Κωνσταντίνο καί τό Ταραγάτς ἴσαμε τό Μπαλτσόβα τό τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Ἡ φωτιά ὅλη νύχτα ἀποτελειώνει τό χαλασμό. Γκρεμίζονται τοῖχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οἱ φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, ἔπιπλα καί φτοῦνε σιδερικά ξεθεμελιώνουνε τήν πολιτεία ὁλόκληρη.
Ἁπλώνουν πάνω στά ἔργα τῶν ἀνθρώπων καί τά διαλύουνε. Σπίτια, ἐργοστάσια, σκολειά, ἐκκλησίες, μουσεῖα, νοσοκομεῖα, βιβλιοθῆκες, θέατρα, ἀμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αἰώνων ἐξαφανίζουνται κι ἀφήνουνε στάχτη καί καπνούς. Ἄχ, γκρέμισε ὁ κόσμος μας! Γκρέμισε ἡ Σμύρνη μας! Γκρέμισε ἡ ζωή μας! Ἡ καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δέν ξέρει ποῦ νά κρυφτεῖ. Ὁ τρόμος, ἕνας ἀνελέητος καταλύτης ἄδραξε στά νύχια του ᾽κεῖνο τό πλῆθος καί τό ἀλάλιασε. Ὁ τρόμος ξεπερνάει τό θάνατο. Δέ φοβᾶσαι τό θάνατο, φοβᾶσαι τόν τρόμο. Ὁ τρόμος ἔχει τώρα τό πρόσταγμα.
Τσαλαπατᾶ τήν ἀνθρωπιά. Ἀρχίζει ἀπό τό ροῦχο καί φτάνει ἴσαμε τήν καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη! Καί γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Καί ξεγυμνώνεται. Ἄνοιξε τά σκέλια σου! Καί τ’ ἀνοίγει. Χόρεψε! Καί χορεύει. Φτύσε τήν τιμή σου καί τήν πατρίδα σου! Καί φτύνει. Ἀπαρνήσου τήν πίστη σου! Καί τήν ἀπαρνιέται. Ἄχ, ὁ τρόμος! Ὅποια γλώσσα κι ἄν μιλᾶς, λόγια δέ θά βρεῖς νά τόνε περιγράψεις. Τί κάνουν, λοιπόν, οἱ προστάτες μας; Τί κάνουν οἱ ναυάρχοι μέ τά χρυσά σιρίτια, οἱ διπλωμάτες κι οἱ πρόξενοι τῆς Ἀντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στά καράβια τους καί τραβούσανε ταινίες τή σφαγή καί τόν ξολοθρεμό μας! Μέσα στά πολεμικά οἱ μπάντες τους παίζανε ἐμβατήρια καί τραγούδια τῆς χαρᾶς, γιά νά μή φτάνουν ἴσαμε τ’ ἀφτιά τῶν πληρωμάτων οἱ κραυγές τῆς ὀδύνης καί οἱ ἐπικλήσεις τοῦ κόσμου. Καί νά ξέρει κανείς πώς μιά, μόνο μιά κανονιά, μιά διαταγή, ἔφτανε γιά νά διαλύσει ὅλα ᾽κεῖνα τά μαινόμενα στίφη. Κι ἡ κανονιά δέ ρίχτηκε, κι ἡ ἐντολή δέ δόθηκε!
Διδώ Σωτηρίου
Πηγή: Τριμηνιαία Ἔκδοση τοῦ Ἐπικοινωνιακοῦ καί Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἱ. Μ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
Πηγή: Εν Υπομονή Ακυμάντω
"Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά."