Ματοβαμμένες Δάφνες τῆς Ρούμελης

karakolithos

«Πές μου ἕνα πόλεμο καί νά μήν
ἦταν Ρουμελιώτης μαγιά καί νά
βάφτισες μιά θέση σ' ἕνα μέρος
καί νά μήν ἦταν Ρουμελιώτης»
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Τοῦτα πού θά διαβάσεις εἶναι πού τήν Ἑλλάδα τήν πλάκωναν μαῦρα σύγνεφα. Τή σκέπαζαν κοπάδια ἀπό παράξενα μεγαλοπούλια μ' ἀτσάλινες φτεροῦγες. Αὐτά τ' ἀγριοπούλια σκοτείνιασαν τόν οὐρανό, σκορπώντας στό πέρασμά τους τό θάνατο, τό χαλασμό. Κι ἀπόκοντα ἀβάσταγη κατεβασιά, κατηφόριζαν μυρμήγκια οἱ ἀρματωμένοι πού τελειωμό δέν εἶχαν. Κι ἁπλώθηκε τοῦτο τό ἀκριδομάζωμα σ' ὅλο τόν τόπο νά τόν ἀφανίσει.

Πάει πιά ἡ χώρα μας, δέν εἶναι λεύτερη. Τήν καταπατοῦσε ἕνας παράξενος ἐχθρός κλεισμένος σέ σιδερένια τείχια. Ἀσφαλισμένος ἀπό κειμέσα μ' ὅπλα τρομερά καί πρωτόγνωρα τήν Ἑλλάδα ἀφέντευε.

Βαρύς, ἀσβολερό τρισκόταδο, πλακώνει τώρα τή χώρα μας.

Ὁ ἥλιος, ἡ χαρά, τό γέλιο, ἀπ' τήν ὥρα πού βάρβαροι τόν τόπο τοῦτο καταπατήσανε, βασίλεψαν γιά πάντα. Ἀχτίδα ἥλιου τή σκοταδερή τή σκέπαση δέ βολεῖ νά ξεσκίσει καί νά θερμάνει τήν παγωμένη γῆ, τά κρυσταλλιασμένα σκέλεθρα. Ἡ γῆ τό χόρτο ἀπορρίχνει. Τά λουλούδια ἀνθό δέν βγάζουν. Τά δέντρα δέν καρπίζουν. Στέρεψαν οἱ νερομάνες καί τά ποτάμια θόλωσαν.

Στίς σύδεντρες τίς ρεματιές τ' ἀηδόνια βουβάθηκαν. Τώρα δέν ἀκούγονται παρά τό λυπητερό κράξιμο τοῦ γκιώνη καί τῆς κουκουβάγιας. Στούς παντέρμους λόγγους πουλί δέ φτερουγάει, μήτε κελαϊδάει. Μονάχα ἀγρίμια σκούζουν καί οὐρλιάζουν. Στά τρίστρατα δειλιασμένα σκυλιά ἀλυχτᾶνε, πασχίζοντας μέ τό γαύγισμά τους τό φόβο ν' ἀποδιώξουν.

Τραγούδι δέν ἀχολογάει πουθενά. Τά πανηγύρια σβήσανε. Τά χαροκόπια σώπασαν. Οἱ ἀνυφάντρες σιωπηλές, τά μαῦρα στόν ἀργαλειό ὑφαίνουν. Σκυθρωποί κι ἀμίλητοι οἱ μπιστικοί στό βοσκοτόπια τά κοπάδια τους σκαγμένα σκαρίζουν. Οἱ θαλασσινοί νοσταλγικά τό πέλαγος ἀγναντεύουν καί τά καΐκια τους, ξύλα χωρίς ἁρματωσιά, ξερομαχᾶνε ἀποτραβηγμένα κι ἀνεμοδαρμένα στή στεριά. Ἀδιάφορες μεροκαματεύουν οἱ ἀργατιές. Οἱ ξωμάχοι, ἀνόρεχτα πάνω στή γῆ καταπονιώνται. Ὁ δυνάστης, δράκαινας γέννα, σάν ἀγρίμι λιμασμένο παραμονεύει, μέ τά νύχια στίς σάρκες τους νά σπαράξει τό ἔχει τους νά ἀσωτέψει, τό βιός τους, δικό του νά κάνει...

Οἱ ἐκκλησιές δέ λειτουργῶνται κι οἱ σκόλες ἀπολησμονήθηκαν. Ξόδια γιόμισαν οἱ στράτες κι ἀντηχοῦνε μοιρολόγια καί θρηνολογήματα. Καθημερινά στά κοιμητήρια νιόσκαφτα κιβούρια ἀνοίγουν, καινούριους σταυρούς στήνουν, ἄλλα καντήλια ἀνάβουν.

Ἐρήμωσαν οἱ πολιτεῖες, ρήμαξαν τά χωριά. Ἀνάρια καί ποῦ, ἄνθρωπο συναπαντᾶς. Οἱ στράτες μέ τήν ἀγρίμια τους, στούς στρατοκόπους φέρνουν θανάτου σύγκρυο. Μοιάζει ἡ χώρα σά νά τή δέρνει ἄγριο θανατικό. Καί μέσα σ' αὐτή τή συμφορά, στήν τόση ἐρημιά, ὁ χάρος μέ τόν κατακτητή, ἀχώριστοι σταυραδερφοί, στ' ἄτια τους καβάλα, ἀντάμα περιδιαβάζουν τή χώρα νυχτοήμερα, θύματα ἀποζητώντας...

Μά νά, δέν ἀργεῖ ἐλπιδοφόρα ἀχτίδα τή σκοταδερή τή σκέπαση νά διαπεράσει καί τό βασανισμένο τόπο νά φωτίσει καί νά θερμάνει...

Ὁ λαός τῆς Ἑλλάδας δέν ἄντεξε γιά πολύ σέ τούτη τή δούλεψη. Καί νά, στή Ρούμελη πρωτοφάνηκαν ἀντάρτικες ὁμάδες ἀπό πατριῶτες, πού ξεκίνησαν τόν κατακτητή νά χτυπήσουν. Ἄναψε καί κόρωσε ἡ ρουμελιώτικη ψυχή, ἡ ἄδολη ἀντρειωσύνη. Μέσα σέ λίγο καιρό ἀβγαταίνανε οἱ ὁμάδες, γιατί ξεσηκώνονταν κι ἄλλοι, κι ἄλλοι πολλοί. Γιόμισαν οἱ βουνοπλαγιές, τά φαράγγια, οἱ λόγγοι ἀπό τούτους τούς ἀντάρτες πατριῶτες. Ἀκόμη ἁπλώθηκαν καί μέσα στά χωριά, στίς πολιτεῖες. Ἄς ἦταν ξαρμάτωτοι. Εἶχαν ψυχή, πίστη καί τοῦ πυργωμένου δυνάστη τά ἄρματα, μπροστά τους δέ φελᾶνε.

Ἀπό τότε φούντωσε σ' ὅλη τή χώρα, μά στή Ρούμελη λαμπάδιασε ἕνας ξεσηκωμός πού τοῦ δώσανε τ' ὄνομα ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ. Πόσα καί πόσα δέν ἔχει ν' ἀντιστορήσει κανείς γιά τούτη. Πόσα δέν ἔχει νά μολογήσει. Νά λέει γιά πεισματάρικες μάχες πού κορμιά καί κορμιά κοστίσανε στόν ἀφέντη. Γιά χαλασμούς πού κάνανε σέ δρόμους, σέ γιοφύρια, σέ γραμμές σιδηροδρόμου, φράζοντας τό διάβα τοῦ ἐχθροῦ. Νά μολογάει γιά ἀποθῆκες μέ πυρομαχικά πού ἀνατινάξανε καί γιά μύριες τόσες ζημιές πού καθημερινά κάνανε.

Τότε ἔνιωσε ὁ κατακτητής πώς κατάφερε νά σκλαβώσει καί νά καταπατήσει αὐτή τή χώρα, μά τοῦ λαοῦ της τήν ψυχή δέν μπόρεσε νά τήν κατανικήσει. Γιά τούτη πού νοιάζονταν περσότερο, ἀπόμεινε ἀδούλωτη. Μιά λοιπόν καί δέν τό πέτυχε, βάλθηκε τοῦτο τόν ἀνυπόταχτο λαό νά τόν ἐκδικηθεῖ.

Τόν βασάνισε μέ πεῖνα, καί μέ παιδεμούς, κρέμασε ἀθώους, ντουφέκισε νιούς, στραγγάλισε βυζασταρούδια, ἔκαψε ζωντανούς, ντρόπιασε νιές καί γριές. Σύσπιτα χωριά καί πολιτεῖες, ἀκόμα καί τόπους ἱερούς, κούρσεψε κι ὕστερα τά ἔδωσε τροφή στίς φλόγες. Κοντολογῆς ἀφάνισε, ρήμαξε τόν τόπο. Μά καί πάλι δέν μπόρεσε. Ἀτσαλένια ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ δέ λύγισε, δέ γονάτισε, δέν τσάκισε. Ὅλο καί γιγάντωνε κι ἐνάντιά του στεκόταν.

Καί βάσταξε τοῦτο τέσσερα χρόνια. Χρόνια γιομᾶτα τρόμο, αἷμα, χαλασμό, φωτιά. Μά χρόνια πλημμυρισμένα ἀπό μεγαλόπρεπους ἀγῶνες, μάχες ἡρωϊκές, παραμυθένιες!

Ἀπ' αὐτά ὅλα, τί πρῶτο, τί δεύτερο κανείς νά μολογήσει. Στ' ἄκουσμά τους σαστίζει ὁ λογισμός τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπίστευτα τοῦτα τά ἀνιστόρητα! Πῶς ἦταν μπορετό, ὁ νικητής τῆς Εὐρώπης, αὐτόν πού μέ τό σίδερο καί τή μπαρούτη την ἀφάνισε καί τήν καταπατοῦσε ἀπ' τή μιά ὡς τή ἄλλη ἄκρη της, πῶς ἦταν λέω μπορετό, τοῦτος ὁ λιγοστός λαός νά μήν τόν λογαριάζει καί νά μήν τόν προσκυνάει; Γίνεται οἱ λίγοι νά εἶναι πιό δυνατοί ἀπ' τούς πολλούς; Οἱ ξαρμάτωτοι ἀπ' τούς βαριά ἀρματωμένους; Κι ὅμως γίνεται κι αὐτό!

Τί νά ἱστορήσεις γιά τή Ρούμελη. Γιά ποιές μάχες, γιά ποιούς χαλασμούς; Γιά ὅσα γίνανε στό Κρίκελο, τό Τσακόρεμα, στό Πλατύστομο στό Κούρνοβο, στή Παύλιανη, στό Πενηνταένα χιλιόμετρο -πόσες φορές δέν αἱματοβάφτηκε τοῦτο τό μέρος- στό Καπαρέλι, στήν Παλιοπαναγιά, στο Νιχῶρι, στό Σαλίγκαρο τῆς Κάζας, στίς Θερμοπῦλες, στή Μακρακώμη, στόν Ἅϊ Βλάση, στή Μαργιλάτα, στήν Καντήλα, στό Μαυρολιθάρι, στή Σπερχειάδα, στήν Ὑπάτη, στήν Καστανιά, στό Σπερχειό, στήν Ἄμφισσα, στήν Καρυά, στό Λιανοκλάδι καί σέ τόσες καί τόσες ἄλλες μεριές τῆς Ρούμελης.

Κι ὅλα αὐτά, σάν τά φέρνει πίσω ὁ λογισμός, ἄθελα σοῦ ἔρχεται τοῦ Παλαμᾶ ὁ λόγος:

«Νέα Ἱστορία γράφεται. Στά ὁλάσπρα της δεφτέρια
γερμένη πρωτοχάραξεν ἡ Ἑλλάδα τ' ὄνομά της».



Πηγή: Ματοβαμμένες δάφνες της Ρούμελης ΑΓΩΝΕΣ-ΘΥΣΙΕΣ 1941-44, ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Φωτογραφία: Panoramio

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *