ΜΕΣΑ ΣΤ' ΑΣΤΡΑ
Αἰωρούμενοι μεταξύ ἀττικῆς γῆς καὶ οὐρανοῦ, στὰ ὕψη μιᾶς ταράτσας στολισμένης μὲ χλοερὰ ἀσπαραγγοειδῆ, ποὺ κρέμαζαν τὴν κόμη τους ἀπὸ τὸ γυροτοῖχι της, ἀπολαμβάνουμε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀσέληνα βράδυα, τὴν ἀθηναϊκὴ νύχτα. Εἴχαμε κατεβασμένες τὶς ξαπλωτῆρες μέχρις ὁριζοντιώσεως, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε τὸν πολυόμματο οὐρανὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ ἐνώπιος ἐνωπίῳ. Ἡ νύχτα ἦταν γλυκειὰ καὶ ἤσυχη, γεμάτη ἀπὸ ἁβροὺς ἱμέρους, ἡσυχία καὶ ἄστρα. Θεέ μου, πόσα ἄστρα! Μυρμήγκιαζαν, σμάρι ἄσωστο ἀπὸ ἀσημένιες μυγίτσες, πλῆθος ἄπειρο ἄφθονα σκορπισμένο ἕως τὰ ἀπώτατα κράσπεδα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀνοιγόκλειναν τὰ ματάκια τους τὰ διαμαντένια, τὰ ὑποπράσινα, τὰ κρασουλιὰ ὅπως τὸ ρουμπίνι. Καὶ ὁλοένα πεταλουδίζουν, σπαρταροῦν τὰ φλογερὰ τοῦτα σκουληκάκια τ' οὐρανοῦ... (Κάποιος ποιητὴς τὄπε, πρέπει νὰ τὄπε αὐτὸ ἢ κάτι παρόμοιο). Καὶ μεῖς τὰ βλέπαμε ἔτσι ὁριζοντιωμένοι, ἔτσι ἀνάσκελοι ὁλόμπροστα στὸ φοβερὸ καὶ γοητευτικὸ Ἄπειρο, ποὺ εἶνε ὁ Θεός. Τόσο σπάνια μᾶς μένει καιρὸς ἀπὸ τὴ βιοτική μας φροντίδα νὰ σταθοῦμε ἔτσι ὁλόσωμοι μπροστὰ στὸν οὐρανό. Εἶνε ποὺ εἴμαστε πολὺ δεμένοι στὸ παχνὶ τοῦ ἀγῶνα τῆς συντηρήσεως καὶ τῆς ἐπικρατήσεως! Καὶ ἀπὸ πάνω μας νὰ κρέμεται αὐτὸ τὸ καταπληχτικὸ θέαμα... Τὸ χάος ποὺ εἶνε βαθὺ γαλάζιο, ὅπως ἕνας ἀπύθμενος ὠκεανός, καὶ μᾶς κοιτάζει μὲ τὰ πυκνά, τὰ λαμπρὰ μάτια του. Ὅταν ἀφεθῆς πολλὴ ὥρα ἔτσι ἀνασκελωμένος πάνω στὴ λινάτσα τῆς ξαπλωτήρας σου, καὶ ἀφήσης τὸ θέαμα τοῦ οὐρανοῦ νὰ σὲ κυριεύση καὶ νὰ σὲ ἐμποτίση τὸ ἀστραφτερὸ καὶ ἀκατανόητο μυστήριό του, νοιώθεις λίγο-λίγο νὰ ζαλίζεσαι ἐλαφρά. Μιὰ μέθη συνεπαίρνει μιὰ πρὸς μιὰ ὅλες τὶς αἰσθήσεις σου καὶ αἰσθάνεσαι μέσα σου τὴν ψυχὴ νὰ φτεροκοπᾶ σὰν τὸ φυλακισμένο πουλὶ ποὺ χτυπιέται στὸ κλειστὸ τζάμι νὰ χυθῆ πρὸς τὰ ἔξω καὶ πρὸς τὰ πάνω, νὰ ὁρμήση τ' ἀψήλου. Τότε καταλαβαίνεις ὅτι τὸ θέαμα τοῦ ἀπείρου εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο θέαμα, γι' αὐτὸ οἱ πρακτικοὶ ἄνθρωποι τὸ ἀποφεύγουν γιὰ νὰ μποροῦν νὰ σταδιοδρομήσουν ἀπρόσκοπτα. Γιατὶ δὲν ἀργεῖς νὰ καταλάβης ὅτι τὸ πάνινό σου κάθισμα, ἀνασηκώνεται σιγά-σιγὰ ἀπὸ τὴν ταράτσα, γίνεται αἰώρα καὶ ταξιδεύει ἀνάμεσα ἀπὸ τὸν αἰθέρα, σὰν τρεχαντηράκι τῶν ὀνείρων. Παντοῦ γύρω σου εἶνε μωβ, τὸ βαθὺ μωβ τῆς ἑλληνικῆς νύχτας, καὶ τ' ἄστρα φτερουγίζουν κοντά σου ἀπ' ὅλες τὶς μεριές, σὰν μελίσσι ἐξαίσιο ποὺ ἐγκατέλειψε τὴ σκοτεινὴ κυψέλη τοῦ χάους καὶ γιόμισε μὲ τὴ ζαλιστικὴ βουή του τὸ σύμπαν. Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ πρέπει νὰ κρατᾶς καλὰ κλεισμένο τὸ παραθυράκι, ὅπου χτυπιέται ἡ ψυχὴ καὶ δέρνεται νὰ βγῆ καὶ νὰ ὁρμήση σὰν ἠχηρὸ βέλος. Πρέπει λοιπὸν νὰ κρατᾶ κανένας μανταλωμένο καὶ νὰ πατάη μὲ τὰ δυό του χέρια τὸ περβάζι. Μπορεῖ ὅμως ν' ἀφήση τὴν ἀκοή του νὰ πέση πλατειὰ σὰν χρυσὸ δίχτυ μέσα στὸν οὐράνιο βυθὸ. Καὶ τότε εἶνε δυνατὸν ν' ἀκούση τὴ μυστικὴ ἁρμονία ποὺ κάνουν τὰ πελώρια οὐράνια σώματα σβουρίζοντας μέσα στὸ ψυχρὸ ἀντηχεῖο τοῦ χάους. Εἶνε τὸ τραγούδι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ μουσικὴ τὴν ἄκουσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ κάτι γράψανε γιὰ τὴ μαγευτικὴ συμφωνία τῶν ἄστρων. Θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ἀκούση ἕνας Μπετόβεν γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὴ δώση πίσω στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴ νοσταλγοῦνε.
Ἄχ, ναί. Ἂς συλλογιστοῦμε πολλὴ ὥρα τὸν Μπετόβεν, ὥσπου νὰ νοιώσουμε τὰ μάτια μας δακρυσμένα ἀπό ἀγάπη. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο πιὸ ἄξιο νὰ κάνη κανεὶς βυθισμένος μέσα σὲ τόσα ἄστρα, τόσα ἄστρα!
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ
τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 821, 1961
Φωτογραφία: Astronomy Picture of the Day
Ἑλληνων Φῶς