ΜΙΑ ΑΣΒΥΣΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
(Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ)
Στὸ Πέτρο Χάρη, ποὺ πρῶτος ἔγραψε μιὰ κλασ-
σικὴ σελίδα γιὰ τὴν Ἐθνικὴ κηδεία τοῦ Παλαμᾶ.
Φεβρουάριος τοῦ 1943. Ἔχει ἀρχίσει ὁ τρίτος χρόνος τῆς κατοχῆς. Δυὸ χρόνια τώρα ἡ Ἑλλάδα, μαζὺ μὲ ὅλες σχεδὸν τὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης, ζεῖ τὸ μαρτύριο τῶν ὑποδουλωμένων λαῶν. Ὑποφέρει μὲ ὅλους τοὺς τρόπους τὸ βάρος τριῶν κατακτητῶν - εἰσβολέων καὶ τυράννων. Ὅμως, ὑποφέρει καὶ ἀντιστέκεται. Ἀντιστέκεται καὶ πολεμᾶ τὸν Τύραννο, μ' ὅλα τὰ μέσα. Μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι, μὲ τὴν ἀρματωμένη νειότη ποὺ ἔχει πάρει τὰ βουνά, ποὺ παραφυλάει παντοῦ τὸ διάβα τοῦ ὀχτροῦ, ποὺ συμμαχεῖ μὲ τὴ νύχτα γιὰ νὰ τὸν χτυπήσει καίρια. Πολεμάει μὲ τὸ λόγο, μὲ τὸ παράνομο ἔντυπο, μὲ τὸ σαμποτάζ, μὲ τὴ συζήτηση, μὲ ἀποχὴ ἀπὸ κάθε ἐπαφή μὲ τὸν Τύραννο. Πολεμάει μὲ τὴν ἀτσάλινη ἐγκαρτέρηση, μὲ τὴν περηφάνια τῆς στέρησης, μὲ τὴν ἀκαταδεξιά, μὲ τὸ κουράγιο, μὲ τὴν ὁμάδα καὶ μὲ τὸ ἄτομο, πολεμάει ἀκόμα καὶ μὲ τὴ σιωπὴ ποὺ τόση δύναμη κρύβει μέσα της καὶ ποὺ τόσα προμηνάει! Πολεμάει ἡ Ἑλλάδα μὲ τὸν σπαραγμό της καὶ τὴ φθορά της, μὲ τοὺς σωροὺς τῶν νεκρῶν της, μὲ τὰ ἀκαταμέτρητα θύματά της. Πολεμάει ἀκόμα καὶ μὲ τοὺς σπαραγμοὺς τῶν θυμάτων της. Γιατὶ πιστεύει πὼς θὰ ξαναζήσει καὶ πὼς γι' αὐτὴν τὴν ἀνάσταση, ἀξίζει κάθε θυσία καὶ κάθε πληρωμός.
Πόσο ἀκριβὰ πληρώνεται τὸ ἄνθισμα τῶν Πατρίδων!
Τοῦ Μάη κι' Ἀπρίλη τῶν Ἐθνῶν ὁ ξαναγεννημὲνος!
Προμήνυμά τους, κάποτε, δὲν εἶναι, τάχα ἀκρίδων
ρήγματα, κι' ὄρνιων ταραμός;
Φεβρουάριος τοῦ 1943. Ὁ χρόνος, ἀδιάφορος στὶς ἀντιδικίες τῶν ἀνθρώπων, κυλάει τὶς ὧρες του τὴ μιὰ ὕστερ' ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κυλάει τὶς μαῦρες ὧρες τῶν Ἑλλήνων. Καὶ τοῦτος ὁ τραχὺς χειμώνας πάει νἄβγει μὲ λιακάδες καὶ μυγδαλιὲς ἀνθισμένες. Πάντα σὰ ζυγώνει ἡ ἄνοιξη, ἀναφτερώνουνται ἀόριστα ὅλες οἱ ἐλπίδες τῶν ἀνθρώπων. Μὰ οἱ Ἕλληνες τοῦ 1943, ὅλες τους τὶς ἀτομικὲς ἐλπίδες καὶ φροντίδες τὶς ἔχουν συναιρέσει σ' ἕνα αἴσθημα ποὺ πάει πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ λέγεται ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ. Εἶναι ΒΕΒΑΙΟΙ καὶ γι' αὐτὸ ἀντιστέκονται. ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ καὶ γι' αὐτὸ εἶναι βέβαιοι. Εἶναι σὰ ν' ἀκοῦνε ὅλοι μέσα στὴν ψυχή τους τὴ φωνὴ τοῦ ἐθνικοῦ τους ποιητῆ, ποὺ σὲ παλαιότερες ὧρες ἐθνικῶν χαλασμῶν καὶ συμφορῶν, εἶχε σαλπίσει:
Σιωπή. Βροντάει ρημάζοντας
τοῦ ὀλέθρου τὸ κανόνι·
μὰ κάπου, σ' ἕνα πράσινο
δάσος, λαλεῖ ἕν' ἀηδόνι!
Ἀπάνου ἀπ' τὰ συντρίμματα
κι' ἀπὸ τ' ἀπομεινάρια
τοῦ ὀνείρου τὰ φεγγάρια
σὰν πάντα λαμπερά!
Ἀντιστέκουνται οἱ Ἕλληνες καὶ ὀνειρεύονται σὰν τὸν ποιητή, τὴ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ. Ἀπὸ παντοῦ ἔρχουνται τὰ προμηνύματά της. Εἶναι ἀκόμη ἀρκετὰ μακρυὰ ἡ ὥρα της, μὰ ἑδραιώνεται ἡ δύναμη τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, τόσο ὁ Τύραννος γίνεται πιὸ σκληρὸς καὶ πιὸ ἀδυσώπητος. Τόσο πυκνώνει τὰ σκοτάδια τοῦ τρόμου ποὺ ἔχει ξεχύσει παντοῦ στὴ σκλαβωμένη Εὐρώπη. Πῶς ἔζησαν οἱ Ἕλληνες τὰ δυὸ πρῶτα χρόνια τῆς κατοχῆς, πῶς ζοῦν τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1943; Καὶ ἡ πιὸ ζωντανὴ ἀναπαράσταση, δὲ θὰ μποροῦσε σήμερα νὰ τὸ δείξει. Λέξεις ὅπως «συμφορά», «πεῖνα», «ὁμαδικὲς ἐκτελέσεις ἀθώων», «ὁλοκαυτώματα πόλεων καὶ χωριῶν», «ἐξευτελισμὸς τοῦ ἀνθρώπου», «βαρβαρότητα»· λέξεις, ὅροι καὶ περιγραφὲς ποὺ χρησιμοποιήσαμε ὅλοι σπάταλα γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὸ «κατοχικὸ βίωμα» δὲν μποροῦν πιὰ νὰ ἀποδώσουν ἐκεῖνο τὸν Ἐφιάλτη, ἐκείνη τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Κάφκα, ἐκείνη τὴν ἀδιάκοπη Δίκη καὶ Καταδίκη τῶν Ἑλλήνων, ἐκείνη τὴν ἀσταμάτητη «θανάτωση τῆς Φυλῆς». Ἴσως μόνο λίγοι στίχοι τοῦ νεώτερου ποιητῆ ποὺ ἔγραψε τὸ «Ἀξιον Ἐστὶ» ν' ἀποστάζουν μὲ ρυθμὸ καὶ τόνο ἐπιτάφιου θρήνου, ὅλη ἐκείνη τὴν τρομερὴ κρυάδα τῆς κατοχῆς, ὅλο ἐκεῖνο τὸ «ἄδειασμα τῆς ζωῆς» στὴν ἄβυσσο τοῦ θανάτου:
Ὦ πικρὲς γυναῖκες - μὲ τὸ μαῦρο ροῦχο παρθένες καὶ μητέρες ποὺ σιμὰ στὴ βρύση δίνατε νὰ πιοῦνε στ' ἀηδόνια τῶν ἀγγέλων ἔλαχε νὰ δώσει καὶ σὲ σᾶς ὁ Χάρος τὴ φούχτα του γεμάτη μέσ' ἀπ' τὰ πηγάδια τὶς κραυγὲς τραβᾶτε ἀδικοσκοτωμένων... Τοῦ Θεοῦ τὸ στάρι στὰ ψηλὰ καμιόνια τὸ φόρτωσαν καὶ πάει Φύσηξεν ἡ νύχτα σβήσανε τὰ σπίτια κι' εἶν' ἀργὰ στὴν ψυχή μου δὲν ἀκούει κανένας ὅπου κι' ἄν χτυπήσω ἡ μνήμη μὲ σκοτώνει Ἀδελφοί μου, λέει, μαῦρες ὧρες φτάνουν ὁ καιρὸς θὰ δείξει, τῶν ἀνθρώπων ἔχουν οἱ χαρὲς μιάνει τὰ σπλάχνα τῶν τεράτων. (Ἐλύτης)
Ὁ χειμῶνας τοῦ 1943, καὶ ξεχωριστὰ ὁ Φλεβάρης, ἔχουν τοῦτο τὸ δραματικὸ χαρακτηριστικὸ μέσα σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς κατοχῆς. Ἐνῶ ἡ τρομοκρατία καὶ τὸ πνεῦμα ἐκδικητικότητας ποὺ ἔχει ἐξαπολύσει ὁ κατακτητὴς ἔχει ξεπεράσει τὰ μέτρα τῶν παληῶν παραμυθιῶν τρόμου μὲ τοὺς Δράκους ποὺ ξολόθρευαν τὶς πολιτεῖες, μιὰ καινούρια του ἀπόφασή του, ἀποκορυφώνει τὴν ἀγωνία ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργὴ τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ἀπόφαση τῶν Ναζιστῶν γιὰ πολιτικὴ ἐπιστράτευση. Τὴν ἰδιαίτερα τραγικὴ καὶ ἀντιστασιακὴ ἐκείνη στιγμὴ, τὴν περιγράφει ὁ Ἠλίας Βενέζης στὴ γνωστὴ βιογραφία του γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ποὺ ἦταν κι ἐκεῖνος, τότε, μιὰ ἀπὸ τὶς ἡγετικὲς μορφὲς τῆς θρησκευτικῆς, ἠθικῆς καὶ πολιτικῆς ἀντιστάσεως τῆς Φυλῆς μας:
«Κατὰ τὰ μέσα Φεβρουαρίου 1943 διαδόθηκε πὼς οἱ Γερμανοί θὰ κάνανε πολιτικὴ ἐπιστράτευση γιὰ νὰ στείλουν ἐργάτες στὴ Γερμανία. Τὸ νέο ἀνήγγειλε πιὸ ἐπίσημα ἡ γερμανικὴ ἐφημερίδα «Γερμανικὰ Νέα διὰ τὴν Ἑλλάδα». Αὐτὸ ξεσήκωσε τὸν κόσμο. Οἱ ὀργανώσεις, οἱ ἐργάτες, οἱ ὑπάλληλοι, οἱ διανοούμενοι, ἄρχισαν νὰ κινητοποιοῦνται. Ἔγιναν συλλαλητήρια, διαδηλώσεις μὲς στοὺς δρόμους, ὁ κόσμος ἔβαλε φωτιὰ στὸ κτίριο τοῦ Ὑπουργείου Ἐργασίας. Οἱ καραμπινιέροι ρίξανε, σκοτωθήκανε Ἕλληνες. Ἄρχισαν οἱ ἀπεργίες γιὰ νὰ ματαιώσουνε τὴν ἐπιστράτευση. Στὶς 25 Φεβρουαρίου κηρύξανε ἀπεργία οἱ ὑπάλληλοι τῆς Τηλεφωνικῆς Ἑταιρείας, ἄν καὶ οἱ Γερμανοὶ εἶχαν δηλώσει πὼς θεωροῦν τὴν ὑπηρεσία τους στρατιωτική, δική τους. Ἀπεργία κηρύξανε καὶ οἱ μαθητὲς τῶν σχολείων. Τέλος, κηρύχθηκε πανελλαδικὴ ἀπεργία. Μαζὶ καὶ οἱ δημόσιοι Ὑπάλληλοι. Κύματα λαὸς κατεβήκανε στοὺς δρόμους φωνάζοντας ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἐπιστρατεύσεως. Οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Ἰταλοὶ ρίξανε, εἴχανε θύματα πολλά. Ἡ Ἀθήνα εἶχε τὴν ὄψη ἐπαναστατημένης πόλης. Ἡ Κυβέρνηση δὲν ἔκανε τίποτα γιὰ νὰ πάει μὲ τὸ μέρος τοῦ λαοῦ».
* * *
Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Βενέζη. Ὅσοι ζήσανε ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, μποροῦνε μέσα τους νὰ τὴν ἐπαληθεύσουν. Ἡ ἀπόφαση γιὰ πολιτικὴ ἐπιστράτευση πού, τελικά, δὲν πραγματοποιήθηκε χάρη στὸν αὐθόρμητο καὶ ὁμαδικὸ καὶ ὀργίλο ξεσηκωμὸ τῶν Ἑλλήνων, καὶ εἰδικὰ τῶν Ἀθηναίων, εἶχε δημιουργήσει μιὰ ἰδιότυπη ψυχολογικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἐνῶ ἡ ἀγωνία γιὰ τὸ αὔριο ἔσφιγγε ὁλοένα καὶ πιὸ δυνατὰ τὶς ψυχές, κι' ὅλοι ζητοῦσαν στηρίγματα γιὰ νὰ ἐνισχύσουν τὸ ἠθικὸ τους, γιὰ νὰ τονώσουν τὴν ὀργή τους καὶ τὸν ἀποτροπιασμό τους πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἤθελαν ἔτσι νὰ ὑποτάξουν καὶ νὰ κυβερνήσουν ὁλόκληρη τὴν Ἀνθρωπότητα, ἐνῶ ἕνα καινούριο κῦμα καὶ πνεῦμα ὀλέθρου πλανιοῦνταν μέσα καὶ σὰν ἀπάνου ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴν πρωτεύουσα τῶν Ἑλλήνων, ὅπως στοὺς βιβλικοὺς καιρούς, ἐνῶ αἰσθανόμασταν ὅλοι σὰν ἀκυβέρνητοι, σὰν ἀφησμένοι στὸ ἔλεος τῆς μοίρας, ἀκούστηκε ἄξαφνα μιὰ ἀναπάντεχη εἴδηση. Οἱ ἀπογευματινὲς ἐφημερίδες τῆς 27 Φεβρουαρίου, μέρα Σάββατο ἦταν, ἀνάμεσα σὲ τεράστια πένθιμα πλαίσια, διελάλησαν «ΑΠΕΘΑΝΕΝ Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ». Ὁ πολιὸς βάρδος εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα του λίγο μετὰ τὰ μεσάνυχτα, τῆς 26ης πρὸς τὴν 27η Φεβρουαρίου...
* * *
Εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα του..., ἀλλὰ ποῦ τὸ εἶχε παραδώσει; Στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων ποὺ ἀντιστέκουνταν, τὸ εἶχε παραδώσει, ποὺ θαρρεῖς πὼς τὸ περίμενε, σὰν ἅγια μετάληψη, γιὰ νὰ πάρει καινούρια δύναμη, γιὰ νὰ πιεῖ μιὰ ἀκόμη ἀνάσα ἐθνικῆς πνοῆς, ποὺ τόσο τὴν εἶχε ἀνάγκη ἐκείνη τὴν τόσο κρίσιμη ὥρα! Σπάνια εἴδηση θανάτου μεγάλου Ἕλληνα προκάλεσε ἕναν τέτοιο ἰδιόρρυθμο συγκλονισμὸ στὴν ἐθνικὴ ψυχή. Τέτοιες ὧρες, μιὰ φορὰ σημαίνουν στὰ ρολόγια τῆς ἱστορίας τῶν λαῶν. Πρέπει νὰ συντρέξουν πολλοὶ μυστηριακοὶ παράγοντες τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱστορίας, τῆς τύχης καὶ τῆς μοῖρας, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ σὰ σάλπισμα ἀνάστασης, σὰν παιάνας ἐλπίδας, σὰν ἐπιβεβαίωση ζωῆς καὶ ἀθανασίας, ἡ εἴδηση πὼς ἕνας μεγάλος ποιητὴς πέθανε, πὼς ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ του. Ὅταν πέθανε ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος, ἡ ἑλληνικὴ ψυχή, ἀδιαίρετη πιά, ἔνοιωσε μιὰ ἀπίστευτη ὀρφάνια. Ἴσως γιατὶ περίμενε ἀκόμα πολλὰ ἀπὸ τὸ δημιουργὸ τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας. Ὅταν ἀκούστηκε πὼς πέθανε ὁ Παλαμᾶς, ἡ ἐθνικὴ ψυχὴ ἔνοιωσε μιὰ παράξενη ἀντρειοσύνη, ἕνα κατανυκτικὸ συναίσθημα ἑνότητας. Μιὰ ἀνάγκη νὰ συσπειρωθεῖ γύρω ἀπ' αὐτὸ τὸ μεγάλο πνευματικὸ καὶ ἠθικό σύμβολο τῆς Φυλῆς, ποὺ εἶχε μὲ τὸ μακρόπνοο ἔργο του ἀποδείξει πὼς ὁ Λόγος, ὁ Λόγος τῶν Ἀρχαίων, ὁ πνευματικὸς καὶ ποιητικὸς Λόγος, ὁ γλωσσικὸς Λόγος, μποροῦσε πάλι νὰ ἀκμάσει καὶ νὰ ἀκτινοβολήσει στὴ Νέα Ἑλλάδα ὅπως σ' ἐκείνους τοὺς κλασσικοὺς καιρούς.
* * *
Μ' αὐτὸν τὸν Λόγο, ποὺ εἶχε μετουσιώσει σὲ ποίηση ὁ Παλαμᾶς ὅλους τοὺς καημοὺς τῆς ρωμιοσύνης, ἀπὸ τὴν ὑψηλόφρονη ἐπιδίωξη καὶ ἱστορικὴ περηφάνια ὥς τὸν πιὸ ταπεινὸ ψίθυρο ἤ τὸν ἐθνικὸ σπαραγμό· μ' αὐτὸν τὸν ὑψιπετῆ Λόγο, εἶχε ζήσει τὸ Ἔθνος στὰ τέσσερα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Κρυφὰ καὶ φανερά, λόγιοι, συγγραφεῖς, δάσκαλοι, μαθητές, ἐργάτες, ἀντάρτες, πολεμιστές, ἀναφέρονταν στὸ ψυχοτονωτικὸ τραγούδι τοῦ Παλαμᾶ. Καθηγητὲς τοῦ Πανεπιστημίου, τέλειωναν τοὺς φλογερούς, πατριωτικοὺς λόγους των πρὸς τοὺς φοιτητὲς μὲ τὸ μεγαλόπνοο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν «Δωδεκάλογο», ὅπου ὁ ποιητὴς εἶχε κάνει τὴν Ἑλλάδα νὰ πιστέψει πὼς θ' ἀποχτοῦσε ξανὰ «τὰ φτερά, τὰ φτερά τὰ πρωτινά της τὰ μεγάλα». Ἄλλοι φώναζαν «ἀκοῦστε, ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστὴς γιατὶ εἶμαι ἐγὼ κι' ὁ χτίστης, - ὁ ἀκριβογιὸς τῆς ἄρνησης καὶ ὁ διαλεχτὸς τῆς πίστης»! Ἄλλοι μαζεύουνταν σὲ σπίτια γιὰ ν' ἀκούσουν κάποιον νὰ τοὺς ἀπαγγέλνει:
Μὰ καὶ ποιά μαῦρα σύγνεφα ποιῶν ἰδεῶν ἀκρίδων πυκνώνονται καὶ ἁπλώνονται φοβέρες τῶν πατρίδων! Πάλι ἈΝΤΙΣΤΑΣΟΥ ἀταίριαστος, καὶ πὲς πατριδολάτρης: - ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΗΣ ΕΙΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΟΙΩΝΟΣ! Κράξε: - Ἡ πατρίδα, ὑπέρτατη! Κι' ὅσο αἷμα νὰ τῆς δώσης, τὸ αἷμα τοῦ κόσμου ἀνήμπορο γιὰ νὰ τὴν ξεπληρώσεις. Ἄν κλιῆ ζωὲς μύριες μέσα της καὶ μιὰ δροσοσταλίδα, καὶ ἡ πιὸ στενὴ πατρίδα πλατειὰ σὰν οὐρανός!
Ἡ ποίηση τοῦ Παλαμᾶ, εἶχε γίνει μιὰ ἀνεξάντλητη ἠθικὴ ἐνέργεια καὶ μιὰ ἐνθουσιαστικὴ παρόρμηση ποὺ χαλύβδωνε τὴν ἑλληνικὴ ψυχή. Χωρὶς ἴσως κι' οἱ πιὸ διαλεχτοὶ νὰ τὸ ἔχουν καταλάβει, ὁ παλαμικὸς λόγος, ὁ λυρικὸς κι' ἐθνικὸς παλμὸς τοῦ ποιητῆ, χρόνια καὶ χρόνια, σιγὰ - σιγά, διαπότιζε τὴν ψυχὴ τῆς Φυλῆς. Καὶ νά, τώρα ποὺ ἐκεῖνο τὸ ψυχρὸ μὰ ἡλιοφώτιστο μεσημέρι τοῦ Φεβρουαρίου, εἶχε γίνει κοινὴ συνείδηση ὅλων, αὐτὴ ἡ κρυφή ἀλήθεια. Φαίνονταν ἀπὸ τὴ βαθύτατη συγκίνηση ποὺ εἶχε κυριέψει καὶ τοὺς πιὸ ἀδιάφορους γιὰ τὴν ποίηση καὶ τοὺς πιὸ μακρυνοὺς ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ, κι' ἐκείνους ἀκόμα ποὺ δυσπιστοῦσαν στὸ ἔργο του ἤ καὶ τὸ ἀρνιόνταν. Ἔρχονται στιγμὲς στὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων καὶ τῶν λαῶν, ποὺ πραγματοποιεῖται ἀκαριαῖα μιὰ τρομακτικὴ μὰ καὶ ἀποκαλυπτικὴ ἁπλοποίηση τῶν πάντων. Δὲν ὑπάρχει πιὰ χῶρος γιὰ ὑποδιαίρεση, γιὰ κλιμάκωση, γιὰ σχετικισμό, γιὰ ἀπόχρωση. Ὅλα, γίνουνται Ἕ ν α. Κι' αὐτὸ τὸ Ἕ ν α, εἶναι ἡ ἀκατάλυτη βάση τοῦ συνόλου, ἡ πρωταρχικὴ Μονάδα, ἡ πρώτη οὐσία ποὺ πλάθε τὸν κόσμο καὶ ἡ τελευταία ποὺ τὸν περιέχει. Αὐτὴ ἡ μονάδα, εἶναι μιὰ στιγμὴ συνείδησης. Εἶναι μιὰ ἀστραπὴ βίωσης ποὺ τὴ ζοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, στὸν ἴδιο βαθμό, ὅλοι μαζύ. Ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦνε ἕνα σύνολο, σὰν τὸ ἑλληνικὸ σύνολο, τὸ ἐθνικό, κάθε φορὰ ποὺ δοκιμάζεται καὶ ποὺ καλεῖται ἀπὸ τὴ Μοίρα, νὰ πεῖ τὸ Ναί ἤ τὸ Ὄχι. Ἀ σ τ ρ α π ὴ β ί ω σ η ς, εἴπαμε. Στιγμὴ μοναδική. Οἱ ἀστραπὲς καὶ οἱ στιγμὲς, περνᾶν. Ἀλλὰ ἡ στιγμὴ τῆς εἴδησης πὼς πέθανε ὁ Παλαμᾶς, καὶ ἡ ἄλλη, ἡ μεγάλη στιγμὴ τῆς κηδείας του καὶ τῆς ταφῆς του, ποὺ ὁλοκλήρωσε τὴν πρώτη, εἶναι ἀπὸ κεῖνες τις στιγμές, ποὺ καθὼς εἶπε ὁ ποιητής σ' ἕναν στίχο «παίρνουν ρίζες μέσα μας, καὶ δὲ διαβαίνουν». Γίνουνται ἱστορία καὶ μνήμη ποὺ συγκρατεῖ τοὺς κατοπινοὺς στὴν παράδοση μιᾶς ἀδιάκοπα πλουτιζόμενης φυλετικῆς καὶ ἐθνικῆς αὐτογνωσίας. Νά γιατί, ἡ συγκίνηση ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Παλαμᾶ, δὲν ἦταν στεῖρο πένθος, μὰ κάτι σὰ «μυστήριο ζωῆς». Ὁ ἴδιος ποιητής, νεκρολογώντας στὰ 1924 τὸν Ἀνατὸλ Φράνς, εἶπε τὸν περίφημο λόγο πὼς «οἱ θάνατοι τῶν μεγάλων ἀνδρῶν, εἶναι θρίαμβοι τῶν Πατρίδων καὶ ζοῦν ὅσο δὲ ζοῦν στοὺς οὐρανοὺς τὰ ἡλιοβασιλέματα». Ὁ θάνατος τοῦ Παλαμᾶ ἦταν μιὰ θαυμαστὴ ἐπαλήθευση αὐτοῦ τοῦ λόγου. Ἦταν ἀκόμη μιὰ ἐπαλήθευση τοῦ περίφημου τετράστιχου ποὺ τοῦ εἶχε ἀφιερώσει ὁ Ἄγγελος Σικελιανός στὰ 1936, τελειώνοντας μιὰ ἔνθεη διάλεξη ποὺ εἶχε δώσει στὸν «Παρνασσὸ» γιὰ τὸ ἔργο του:
Ἀπάνω κι' ἀπ' τὸν ὕμνο του, καὶ πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο,
μοῦ σκέπει τὴν εἰκόνα του ἡ εὐλάβεια κι' ἡ σιγή,
σὰ λείψανου δεσποτικοῦ, στὸν ἴδιο του τὸ θρόνο,
ποὺ μὲ τό χέρι, καὶ νεκρό, τὸ ποίμνιον εὐλογεῖ.
Λοιπόν, αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸ ποίμνιο, τὸ ταλαιπωρημένο, τὸ τυραννισμένο, τὸ ἀδάμαστο, τὸ ἡρωικό, τὸ σχεδὸν ἐξαγνισμένο ἀπὸ τὰ πάθη τῆς καταθλιπτικῆς σκλαβιᾶς, μὲ πρόσωπα φθαρμένα ἀπὸ τὴν στέρηση καὶ τὴν ἀγωνία, μὲ πενιχρὰ φορέματα, ἕνα ποίμνιο σχεδὸν βυζαντινό, κυλώντας ἀργὰ σὰν νερὸ ἀπὸ μύριους παραπόταμους, συγκεντρώθηκε τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας -ἦταν Κυριακὴ 28 Φεβρουαρίου,- στὸ Πρῶτο Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ προπέμψει τὸ λείψανο τοῦ μεγάλου του ποιητῆ στὴν Ἀθανασία, καὶ νὰ ἐκδηλώσει μὲ τὴ βουβὴ μὰ τόσο ἐντυπωσιακὴ παρουσία του, τὴ θέλησή του καὶ τὴν ἀπόφασή του, γιὰ Ἀνάσταση. Ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσίασε ἐκεῖνο τὸ Κυριακάτικο πρωῒ τὸ Πρῶτο Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν, ἦταν ἴσως ἡ ἁγιώτερη στιγμὴ τῆς ἑλληνικῆς ἀντίστασης. Ἡ μέρα, ἦταν μιὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς ἀνάλαφρες, τὶς ὁλοφώτεινες ἀττικὲς ἡμέρες, τὶς γιομάτες χάρη, πνεῦμα καὶ ἥλιο, διαύγεια καὶ φρεσκάδα, τὶς μέρες ποὺ σχεδὸν μπορεῖ νὰ τὶς πεῖς ἀνοιξιάτικες, καὶ ποὺ κάνουν τὴν ὕπαρξη νἆναι χαμόγελο καὶ εὐτυχία. Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες ἐκεῖνες ἀττικὲς ἡμέρες, τὶς μενεξεδένιες καὶ τὶς ἀσημόχρυσες, ποὺ τόσες φορὲς καὶ μὲ τόσες εἰκόνες, παλμοὺς καὶ ρυθμοὺς, εἶχε τραγουδήσει ὁ Ποιητής. Ὁ κόσμος, -ποὺ βρέθηκε ἐκείνη τὴν ἡμέρα τόσος κόσμος, ποιός τὸν εἶχε καλέσει;- εἶχε πλημμυρίσει τὸ Ναὸ τοῦ Νεκροταφείου, εἶχε ξεχυθεῖ ὁλόγυρα καὶ πέρα, στέκονταν ὄγκος ἀκίνητος μπρὸς ἀπὸ τὴν Πύλη τῆς Πολιτείας τῶν Νεκρῶν, διακλαδώνονταν στὰ χλοερὰ δρομάκια ἀνάμεσα ἀπ' τὰ μνήματα, σκέπαζε τοὺς τάφους καὶ τ' ἀγάλματα, χάνονταν στὰ βάθη, ὥς τοὺς τοίχους τοῦ κοιμητηριοῦ, κάτω ἀπὸ τὰ βαριά, μαῦρα κυπαρίσσια. «Πρωῒ καὶ λιοπερίχυτη καὶ λιόκαλη εἶναι ἡ μέρα - κι' ἡ Ἀθήνα, ζαφειρόπετρα στῆς γῆς τὸ δαχτυλίδι». Σὲ πόσων τὴ μνήμη δὲ θὰ τριγύριζε ὁ στίχος, πόσοι δὲ θὰ ψιθύριζαν «τὸ φῶς, χορτᾶστε μάτια, κιθάρες καὶ ρυθμό»! Μὰ τώρα, ἦταν κάτι ἄλλο, κάτι πιὸ πολὺ κι' ἀπ' τὴ ζωὴ κι' ἀπ' τὸ θάνατο, κάτι ποὺ ἦταν καὶ τὰ δυὸ μαζύ, μὰ γιὰ νὰ θριαμβέψει τὸ πρῶτο, ἡ ζωή! Τὸ σκήνωμα μὲ τὸ φέρετρο τοῦ ποιητῆ, ἕνα τόσο δὰ μικρὸ φέρετρο, σὰ γιὰ νὰ κλείσει ἕνα παιδάκι. Κατάμεστος ὁ Ναὸς ἀπὸ ὅσους εἶχαν προλάβει νὰ μποῦν καὶ νὰ τριγυρίσουν τὸ νεκρικὸ σκήνωμα. Οἱ πιὸ πολλοί, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καὶ φίλοι τοῦ ποιητῆ. Ὅλοι χλωμοί, ἀμίλητοι, μὲ μιὰ βαθειὰ συγκινημένη ἔκφραση στὰ μάτια καὶ στὸ πρόσωπο, χαιρετώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ βαριὰ χειροσφιξίματα, σὰ νὰ μοίραζαν κάποιο σύνθημα! Μέσα ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ συμβόλιζε τ' ἄλλα πλήθη τὰ χυμένα σ' ὅλο τὸ κοιμητήρι καὶ ποὺ συνόψιζε ὅλον τὸ μαχόμενο ἑλληνισμό, ξεχώριζαν δυὸ ἄντρες, ἐπιβλητικοί, ἡγεμονικοί, ἀρχηγικοί. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός - «Ὁ Δωριέας Πρωθιεράρχης», ὅπως τὸν εἶχε ἀποκαλέσει σ' ἕνα εὔγλωττο κείμενό του ὁ Ἄγγελος Σικελιανός· καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σικελιανός, ὁ ἄλλος μεγάλος Ἕλληνας ποιητής, ποὺ στέκονταν ἐκεῖ, σὰ φυσικὸς κληρονόμος τοῦ νεκροῦ βάρδου τῆς ρωμιοσύνης. Τραχύς, ἀρειμάνιος, ὁμηρικὸς ὁ Δαμασκηνός· σωστὸς πολεμιστής, στημένος στὴν ἐθνική του θέση. Μεγαλόπρεπος ὁ Σικελιανός, βαθειὰ συγκινημένος, ἀρχοντικός, μὲ τὴν ἔκφραση μιᾶς φυσικῆς ρώμης κι' ἑνὸς μεγαλείου τῶν ἡγεμονικῶν καιρῶν. Κι' ἒβλεπες πιὸ πέρα καὶ τὸν Σωτήρη Σκίπη, τὸν αὐθόρμητο τραγουδιστὴ τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς ὀμορφιᾶς, μὲ τὴν ἐνθουσιώδη καὶ τὴν εὐκολοσυγκίνητη ψυχή. Καὶ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἄρχισε. Μὲ σταυρωμένα στὸ στῆθος χέρια καὶ μὲ σκυμένα κεφάλια, τὴν παρακολούθησε τὸ ποίμνιο. Τὴν ὥρα αὐτή, τὴν ὥρα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχεις νὰ πεῖς τίποτα. Ζωὴ καὶ θάνατος σμίγουν σ' ἕνα μυστήριο, καὶ τὰ λόγια καὶ οἱ ψαλμωδίες ἀκούγονται περνώντας ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῶν ἀνθρώπινων ὥς τὴν παρηγοριὰ τῶν οὐρανίων.
* * *
Ὡστόσο, ξέραμε πὼς αὐτὴ τὴ φορά, θὰ ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο πέρα απὸ τὴν κατάνυξη καὶ τὸ δέος τῆς νεκρώσιμης ακολουθίας. Κοιτάζαμε τὸ νεκρὸ πρόσωπο τοῦ ποιητῆ, ποὺ τὸ εἶχε σμιλέψει σὲ πρόσωπο ἁγίου ὁ μακροχρόνιος πόνος τῆς ἀρρώστιας καὶ ὁ γαληνευτικὸς θάνατος. Τὰ κλεισμένα του μάτια ποὺ τόση φλόγα σκόρπιζαν σὰ ζοῦσε· τὸ μεγάλο του μέτωπο μὲ τὶς βαθειὲς ρυτίδες· τὰ βαθουλωμένα του μάγουλα καὶ τὰ λευκά του γένια· τὰ σταυρωμένα του χέρια μὲ τὰ μακρουλὰ λιγνὰ δάχτυλα, ποὺ ἐξαντλήθηκαν γράφοντας· ὅλ' αὐτά, τώρα, ἀκίνητα, τελειωμένα στὴν ὕστατη ἔκφραση τοῦ θανάτου. Ἀτενίζαμε τὸν νεκρὸ ποιητή, παρακολουθούσαμε τὴν Ἀκολουθία, καὶ περιμέναμε. Περιμέναμε τὶς ἐπίσημε φωνὲς ποὺ θὰ ἔπρεπε ν' ἀκουστοῦν γιὰ νὰ ἐκφράσουν ἐκεῖνο ποὺ ὅλοι νοιώθαμε μέσα μας καὶ ποὺ θέλαμε ν' ἀκούσουμε, σὰν «ἀπὸ ἀρχαγγέλου στόμα», ὅπως λέει καὶ ὁ δημοτικὸς λόγος. Καὶ τὸ ἀκούσαμε. Σὰν τέλειωσε ἡ Ἀκολουθία, ὕστερ' ἀπὸ λίγων στιγμῶν ἀγωνιακὴ σιωπή, σχεδὸν νεκρική, ἀντιλάλησε ὁ Ναὸς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Δωριέα Πρωθιεράρχη:
«Ὁ Παλαμᾶς πλέον ἴσως παντὸς ἄλλου, ἠδυνήθη νὰ συνδυάση τὸν ἐνθουσιασμὸ μιᾶς ἀπεράντου καὶ ὑπερηφάνου ἀγάπης διὰ τὴν ἀθάνατον Ἑλλάδα πρὸς ἕνα βαθύτατα συγκινημένον φανατισμὸν πρὸς τὴν καταπληκτικὴν καὶ καλλιτεχνικήν της δημιουργίαν, ἡ ὁποία πληροῖ μὲ τὴν αἴγλην της ὅλους τοὺς αἰῶνας. Θαυμάζομεν καὶ ἀποδίδομεν φόρον εὐγνώμονος τιμῆς πρὸς τὸν ὑπέροχον Ἕλληνα, ὁ ὁποῖος, εὐρύνων τὴν ἐθνικότητά του μέχρι τῶν ὁρίων τῆς παγκοσμιότητος, πλέκει, μετὰ λεπτογνώμονος στοργῆς, γύρω ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴν Ἰδέαν, τὸν περίτεχνον ὕμνον τοῦ πανανθρωπίνου πολιτισμοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ μὲν ἑλληνικὸν πνεῦμα θὰ ἦτο τὸ βάθρον, ἡ δὲ ἑλληνικὴ τέχνη, ἡ μετόπη τοῦ ὅλου οἰκοδομήματος.
Τὴν στιγμὴν αὐτὴν καὶ ὑπὸ τὰς παρούσας συνθήκας, ὑφ' ἄς διατελεῖ τὸ ἑλληνικὸν Ἔθνος, προβάλλει ἰδιαιτέρως χρήσιμον καὶ εὐγλωττότατα παραδειγματικὸν διὰ πάντας ἡμᾶς τὸ δίδαγμα ἐκ τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου τούτου Ἕλληνος ποιητοῦ. Σήμερον χρειάζεται, παραλλήλως πρὸς τὴν πίστιν ἐπὶ τὸν Θεὸν καὶ πίστις εἰς τὴν Ἑλλάδα. Οὐδεὶς δὲ ἄλλος περισσότερον ἀπὸ τὸν Παλαμᾶν, ἐνεσάρκωσε τὸ πνεῦμα τοῦτο τῆς βαθείας καὶ ἀκλονήτου πίστεως πρὸς τὴν ζωτικότητα καὶ τὴν ἀθανασίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς τὰ ἀκεραιωμένα ἱστορικά της δικαιώματα, ἀνεξαρτήτως πάσης προσκαίρου δοκιμασίας καὶ πέραν πάσης ἐφημέρου παραγνωρίσεως. Ὁ Παλαμᾶς ἐπίστευεν εἰς τὴν Ἑλλάδα ὡς εἰς σύμβολον τὸ ὁποῖον ἀναπέτασσαν οἱ αἰῶνες ἀκατάλυτον εἰς τὸ διηνεκές, πρὸς καθοδήγησιν τῆς ἀνθρωπότητος εἰς τὴν ὁδὸν τῆς γνώσεως καὶ τῆς προόδου. Ὁλόκληρον τὸν κόσμον εἰς τὸν ὁποῖον ὡραματίσθη ὡραῖον καὶ συμμετρικὸν ἐντὸς τοῦ πλαισίου τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Ἀγαθοῦ, τὸν ἐνέκλεισεν εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς Ἑλλάδος· ὁ δὲ πολιτισμὸς τὸν ὁποῖον προσπαθεῖ νὰ δημιουργήσει ἡ νεωτέρα ἀνθρωπότης, δὲν εἶναι, παρὰ κατ' ἀνάγκην, μιὰ νέα, ἐξελιγμένη μορφή, τοῦ ὑπέροχου ἐκείνου πολιτισμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐφιλοτέχνησε τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα εἰς μίαν ἀδιάκοπον σειρὰν εὐτυχῶν πραγματοποιήσεων.
Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ὁ μέγας Ἕλλην. Εἰς τὸ ἔργον του καὶ εἰς τὴν ψυχήν του, τῆς ὁποίας τοῦτο εἶναι γνήσιον ἀπαύγασμα, ἡ Ἑλλὰς θὰ ἀνακύπτει πάντοτε ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετος ἐν τῇ ἱστορικῇ της συνέχεια θαυμαστὴ εἰς τοὺς ἀγῶνας της, ἀνυπέρβλητος εἰς τὰς θυσίας της, ἀπαράμιλλος εἰς τὴν καρτερίαν της, κατάφορτος μὲ δάφνας καὶ αἵματα, μὲ θούρια καὶ παιᾶνας πρὸς τὴν Ἀρετὴν καὶ πρὸς τὸ Κάλλος, πρὸς τὴν Ἰσότητα, πρὸς τὴν Δικαιοσύνην καὶ πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν, τὰς ὁποίας ψάλλει, εἰς ὅλους τοὺς τόνους ὑψηλῆς μουσικότητος, ἡ ἀρρενωπὴ μοῦσα τοῦ ἐκλιπόντος ποιητοῦ.
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀναπαῦσαι τὸν μεταστάντα ἐν χώρᾳ ζώντων, ἀγήρως δὲ καὶ τετιμημένη παρὰ πᾶσιν ἡ μνήμη αὐτοῦ».
* * *
Ἐκεῖνο ποὺ ὁλόψυχα γυρεύαμε ὅλοι, ὅλο τὸ ποίμνιο τῶν Ἑλλήνων τὸ μαζεμένο ἐκδηλωτικὰ γύρω ἀπὸ τὸ μεγάλο ποιητικὸ σύμβολο τοῦ Παλαμᾶ, εἶχε κιόλας ἀρχίσει νὰ δημιουργιέται. Ἡ ἀρρενωπὴ φωνὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ, εἶχε ἄφοβα μιλήσει γιὰ μιὰ καινούρια Ἑλλάδα ποὺ θὰ ἔβγαινε μέσα καὶ πέρα ἀπὸ τὴν «τραγικὴ προσωρινότητα». Εἶχε ἄφοβα μιλήσει γιὰ τὴν Ἀρετή, Δικαιοσύνη, Ἰσότητα καὶ Ἐλευθερία. Καὶ ὅλ' αὐτά, ἦταν ἀξίες καὶ συνθήματα, ἀλήθειες καὶ ἐπιδιώξεις, ποὺ μισοῦσαν θανάσιμα, καὶ στὴ θεωρία καὶ στὴν πράξη, οἱ κατακτητές. Κάθε τους πράξη, κάθε τους ἐνέργεια, ἦταν καὶ μιὰ «ὕβρις» πρὸς ὅ,τι καλὸ καὶ ἄξιο εἶχε δημιουργήσει ἡ Ἀνθρωπότητα ὥς ἐκείνη τὴ στιγμή. Πρὸς ὅ,τι κι' οἱ ἴδιοι οἱ κατακτητὲς εἶχαν δημιουργήσει Καλὸ καὶ Ἀγαθό, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ κάτω ἀπὸ ἄλλες συνθῆκες! Κι' ὅμως, αὐτοὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Καλοῦ, οἱ ἀδικαιολόγητοι φορεῖς μιᾶς παράλογης, ἱστορικά, τερατωδίας, ἔτσι, σὰ γιὰ ἐμπαιγμό, εἶχαν στείλει ἀνώτερους ἀξιωματικούς τους νὰ καταθέσουν στεφάνι «πρὸς τιμὴν τοῦ μεγάλου νεοέλληνος ποιητοῦ». Κι' οἱ ἀξιωματικοί, ἐπίσημοι, διακοσμητικοί, ἦταν ἐκεῖ· κι' ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου χωρὶς νὰ ποῦν τίποτε, γιατὶ κατάλαβαν τί σήμαιναν. Κι' ἀμέσως μετά, ἄκουσαν καὶ τὸ μεγαλόπνοο ἐπικήδειο ποίημα τοῦ Ἄγγελου Σικελιανοῦ, ποὺ ἀποκορύφωσε τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχικῆς ἀντίστασης ἐκείνης τῆς μεγάλης στιγμῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ, καὶ ποὺ τὴ σφράγισε ποιητικὰ γιὰ τοὺς αἰῶνες. Τὸ πνεῦμα, οἱ εἰκόνες, τὰ νοήματα, τὰ συνθήματα, οἱ διαγγελίες τοῦ ποιήματος αὐτοῦ, ὁ ὑπεράνθρωπος σχεδὸν τόνος ποὺ εἰπώθηκε, ἦταν σὰ μιὰ γροθιὰ γίγαντα, καταφερμένη στὸ κεφάλι τοῦ Κακοῦ· καὶ τὸ Κακό, δέχτηκε τὸ χτύπημα καὶ δὲ μίλησε, γιατὶ εἶχε καταλάβει ἐνδόμυχα, πὼς ἤδη, εἶχε κιόλας χάσει τὸ μεγάλο καὶ σκοτεινό του παιγνίδι. Καὶ τί φωνὴ κεραυνοῦ, τί προειδοποιητικὸς τόνος φοβέρας, ἦταν ἐκείνη ἡ φωνὴ τοῦ Σικελιανοῦ! Πάντα βροντοφωνοῦσε τὰ ποιήματά του καὶ μὲ ἀπαράμιλλα μεγαλόφωνο τόνο τὰ ἀπάγγελνε. Μὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἡ φωνή του εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰ φυσικά της ὅρια. Εἶχε ἐκτονωθεῖ μέσα στὸ Ναό, καὶ θαρροῦσες πὼς γύρευε νὰ σπάσει τοὺς τοίχους του, νὰ χυθεῖ πέρα, νὰ κυματίσει μέσα ἀπὸ τὰ μνήματα ξυπνώντας τοὺς γαληνεμένους νεκρούς, καὶ ν' ἁπλωθεῖ, ἀναστάσιμη, σ' ὅλη τὴν Ἑλλάδα, σ' ὅλο τὸν ὑποδουλωμένο κόσμο γιὰ νὰ προστάξει «τὶς φοβερὲς σημαῖες τῆς λευτεριᾶς, νὰ ξεδιπλωθοῦνε στὸν ἀέρα».
Τὸ ἐθνεγερτήριο, τὸ πολεμιστήριο αὐτὸ ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ, εἰπωμένο μάλιστα ὅπως εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιον, προκάλεσε ἕνα βαθύτατο συγκλονισμὸ σὲ ὅλων τὶς ψυχές. Ἡ δόνηση ποὺ γύρευε ἀπὸ τὶς βροντερὲς καμπάνες τῆς λευτεριᾶς εἶχε δοθεῖ, εἶχε μηνυθεῖ. Ἐκείνη τὴ στιγμή, τὰ πάντα μποροῦσαν νὰ συμβοῦν. Ἦταν σὰ νὰ εἶχε ἀρχίσει μιὰ μάχη, ποὺ τὴν ἀρχήγευε ὁ Σικελιανός, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν ποιητικὴ μνήμη καὶ τὴν ἁγιοποιημένη παρουσία τοῦ νεκροῦ ποιητῆ. Μὰ ἡ μάχη δὲν εἶχε πεῖ ἀκόμη τὴν τελευταία της λέξη. Ἕνας ἄλλος ἀκόμα ποιητής, θαρραλέος κι' αὐτὸς κι' ἀποφασισμένος γιὰ τὸ κάθε τί, ὁ Σωτήρης Σκίπης, ξέκοψε μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, στάθηκε σιμὰ στὸ φέρετρο καὶ μὲ σταθερὴ φωνὴ καὶ βαθειὰ συγκίνηση, ἀπάγγειλε τὸ δικό του ποίημα. Μὲ τόνους πιὸ χαμηλοὺς καὶ πιὸ τρυφερούς, μὲ κάτι τὸ κυματιστὸ καὶ τό μελωδικό, κατάγγελνε καὶ ὁ Σκίπης, σχεδὸν προκλητικά, τὴν ἀπάνθρωπη Τυραννία. Καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς ν' ἀρνηθεῖ πὼς τοῦτοι οἱ στίχοι, δὲν εἶναι μόνο ἕνα ποιητικό εὕρημα, ἀλλὰ καὶ ἕνα μαστίγωμα τῶν κατακτητῶν, μὲ ὀργὴ καὶ βία καταφερμένο στὸ πρόσωπό τους: «Μάτια στερεμένα ἀπὸ τὶς τόσες / συμφορὲς / δάκρυα δὲ θὰ χύσουνε γιὰ Σένα. / Θὰ σὲ κλάψουνε μιὰ μέρα / οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ποὺ μᾶς σκοτώνουν ἕναν - ἕναν, / σὰν ξυπνήσουν ἀπ' τὴ μέθη τους / κι' ἀντικρύσουν τί ἐρημιές / ἐσκορπίσανε στὸ διάβα τους / σ' ἀναρίθμητες καρδιές». Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα τοῦ Σκίπη, ἦταν μιὰ προφητεία. Παρευρεθήκαμε, κάποτε, σ' ἕνα πνευματικὸ συνέδριο στὴ Βόννη. Στὸ ἀποχαιρετιστήριο γεῦμα, σὲ μιὰ παμπάλαιη ταβέρνα τοῦ Ρήνου, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Γερμανικοῦ Ὑπουργείου τύπου, Δόκτωρ Ὄλντακ, προσφωνώντας μας, ἄρχισε νὰ κλαίει, καὶ νὰ ἀναρωτιέται μὲ τραγικὸ ὕφος, «πῶς οἱ Γερμανοὶ μπόρεσαν νὰ κάνουν αὐτὰ ποὺ ἔκαναν». Εἴχαμε ὅλοι συγκινηθεῖ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ, ὁ μετανοημένος Δόκτωρ Ὄλντακ ἔκλαιγε καὶ τὸν Παλαμᾶ, καθὼς τὸ εἶχε προμαντέψει ὁ Σκίπης.
Ἀλλὰ τὸ ποίημα τοῦ Σκίπη ἔληξε, καὶ ἄρχισε ἡ τελετουργία τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Ἐκστατικὲς εἶναι οἱ μορφὲς ὅλων, ὅπως σὲ κάτι τεράστιες θρησκευτικὲς τοιχογραφίες τοῦ Τιντορέτο, στὴ Βενετία. Εἶναι σὰ νὰ εὐαγγελίζεται ὁ λυτρωμός. Τὰ πλήθη μέσα στὸν Ναὸ, ἀργοσαλεύουν πρὸς τὴν ἔξοδο. Ὅσοι εἶναι σιμὰ στὸ σεπτὸ φέρετρο, τὸ σηκώνουν, τὸ ὑψώνουν πάνου ἀπὸ τὰ κεφάλια τοῦ πλήθους, σκήνωμα ἱερό. αὐτὸ τὸ «φέρετρο ποὺ ἀπάνου του ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα», καθὼς εἶχε πεῖ λίγο πρὶν ὁ Σικελιανός. Κι' ἀρχίζει μιὰ ἀργὴ καὶ πυκνὴ πορεία πρὸς τὸ φρεσκοανοιγμένο τάφο, ποὺ εἶναι γιομάτος ἀπὸ ἀττικὸ φῶς, καὶ προσμένει τὸ σῶμα τοῦ Ποιητῆ. Προβαίνει τὸ φέρετρο ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό, κι' ἡ ἀπέραντη μάζα ποὺ στέκεται ἐκεῖ καὶ μαυρολογᾶ καὶ κυματίζει -ὁ νοῦς μας μπορεῖ νὰ πάει σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀνάλογες εἰκόνες τοῦ «Πανηγυριοῦ τῆς Κακκάβας»- τὸ ζώνει τὸ φέρετρο, σιωπηλά, βουβά, πεισματικά, σὰ νὰ τὸ εἶχε φτιάξει ἐκείνη, σὰ νὰ ἦταν πνευματική της ἰδιοκτησία. Κι' ὅλοι κι' ὅλα προχωροῦν πρὸς τὸν τάφο. Στὰ χείλη τοῦ ἀνοιγμένοι ξανθοῦ λάκκου, σὰ σκοτεινοὶ ἀρχάγγελοι τοῦ κακοῦ, οἱ ξανθόμαλλοι Γερμανοὶ ἀξιωματικοί. Σὰν ἄτομα, μπορεῖ καὶ νὰ μὴ φταίγαν σὲ τίποτα, μπορεῖ μάλιστα νὰ ἔγραφαν κι' αὐτοὶ στίχους, -ὅμως ἀναγκαστικὰ ὑπάκουσαν στὸ Νόμο τῆς παράλογης καὶ τῆς παμπόνηρης μαζὶ βίας, ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει ὁ σατανικός «ἐκλεκτὸς» τοῦ λαοῦ τους. Ἐπιμένουν νὰ ἀποδώσουν ὅλες τὶς «κεκανονισμένες τιμές». Μὰ κανεὶς πιὰ δὲν τοὺς προσέχει. Ἐκείνη τὴ στιγμή, δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνα ζωντανὸ κομμάτι Ἑλλάδας, ποὺ νιώθει μέσα της πὼς εἶναι λεύτερη, ἀφοῦ ἐκεῖ, μπρὸς στὸ ἀνοιχτὸ τάφο τοῦ μεγάλου της τέκνου, μόλις ἄρχισε τὸ φέρετρο νὰ κατεβαίνει γιὰ νὰ πάρει ὁ ἀναπαυμένος ποιητὴς τὴ θέση του στὴ χωματένια μοίρα του, ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος, ἄφησε ἀπὸ μέσα του νὰ ξεχυθοῦν ἀκράταγες οἱ πρῶτες στροφὲς τοῦ Ἐθνικοῦ μας Ὕμνου. Τί κι' ἄν τὴν ἀρχὴ τὴν ἔκαμε ὁ Γιῶργος Κατσίμπαλης, μὲ τὴ στεντόρεια φωνή του; Πάντα κάποιος πρέπει ν' ἀρχίζει τὰ μεγάλα παραδείγματα. Μὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀνταπόκριση. Καὶ μόλις ὁ Κατσίμπαλης, χειρονομώντας πλατειά, πρόφερε τὶς πρῶτες λέξεις καὶ τὶς πρῶτες νότες τοῦ Ἐθνικοῦ μας Ὕμνου, ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος, τὶς ἄρπαξε, τὶς ξανάπε, καὶ τὶς συνέχισε σὲ ρυθμὸ καὶ βουὴ καταιγίδας ποὺ ὁλοένα ζυγώνει. Κι ἐνῶ τὰ χώματα τῆς ἀγαπημένης του λεπτόγαιης Ἀττικῆς σκέπαζαν τὸν ποιητή, κρύβοντάς τον γιὰ πάντα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ζωντανῶν ἐκείνων τῆς στιγμῆς, τὸ κοιμητήρι ὁλόκληρο, τὸ ἡλιοφώτιστο καὶ τὸ γιορτερό, μὲ τὰ σαλευάμενα πλήθη, τὰ ἀστραφτερὰ ἑλληνικὰ μάρμαρα, τ' ἀγάλματά του, τοὺς σταυρούς του καὶ τὰ δέντρα του, εἶχε μεταμορφωθεῖ σ' ἕνα ἀπέραντο περιβόλι ἐθνικῆς Ἀνάστασης, ποὺ τὴν ὑμνοῦσαν οἱ στροφὲς τοῦ «Ὕμνου εἰς τὴν Ἐλευθερίαν».
Γιορτάζουμε ἐφέτος τὰ ἑκατὸν πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸν ξεσηκωμὸ τῶν προγόνων μας γιὰ λευτεριά, στὰ 1821. Μπορεῖ ἡ Ἑλλάδα ποὺ βγῆκε ἀπὸ κεῖνο τὸν ὑπέρτατον καὶ τόσο αἱματηρὸ ἀγῶνα, νὰ μὴν ἦταν τὸ ἰδεῶδες Κράτος ποὺ περίμεναν καὶ οἱ πρῶτοι ἀγωνιστὲς καὶ οἱ πρῶτες γενεὲς ποὺ τοὺς διαδέχτηκαν, καὶ οἱ πολυπληθεῖς φιλέλληνες. Μὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ ἡ Ἑλλάς τοῦ 1821 δικαιώθηκε. Ἔχουμε τόσα νὰ ἐπιδείξουμε ποὺ θὰ μᾶς ζήλευαν σὲ πολλά, καὶ ξένοι, μεγάλοι καὶ πολιτισμένοι λαοὶ μὲ ἀδιάσπαστη παράδοση πολιτιστικῶν ἐξελίξεων. Καὶ ἕνα ἀπ' αὐτὰ τὰ «πολλὰ» εἶναι καὶ ἡ νεοελληνικὴ ποίηση, ποὺ τὰ πιὸ γερά της πνευματικὰ καὶ ἰδεολογικὰ βάθρα τὰ ἔστησε ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς. Τὸ νὰ γιορτάζουμε τὴν ἐπέτειο τοῦ θανάτου του, εἶναι σὰ νὰ συνδέουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας, μὲ τὸ μεγαλεῖο ἐκείνων ποὺ ἐδῶ κι' ἑκατὸν πενήντα χρόνια, ἔδωσαν τὸ αἷμα τους καὶ τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ τὴν ἀναστήσουν στὸ φῶς καὶ στὸν ἀέρα τῆς Ἐλευθερίας...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
Πηγή: Νέα Εστία - τχ. 1048, ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ - ΜΙΑ ΑΣΒΥΣΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ (ΠΑΛΑΜΑΣ)
Ἀντιγραφή Ἑλληνων Φῶς ἀπὸ (ἀρχεῖο .pdf )
Διαβάστε ἐπίσης:
Κωστής Παλαμάς (1859-1943). «O Ποιητής της Ρωμηοσύνης»
Ηχήστε οι σάλπιγγες - Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! (η κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου 1943)