Μνήμη Μικρασίας (2)
Η κατάρρευση του μετώπου ήταν αναπόφευκτη υπό τις συνθήκες που περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο (Μνήμη Μικρασίας). Η άφρων προέλαση του στρατού μας προς την Άγκυρα αναχαιτίστηκε από το καλά πλέον οργανωμένο στράτευμα του Μουσταφά Κεμάλ.
Παρά το ηρωικό φρόνημα των στρατιωτών μας, το οποίο αναγνώρισαν και άσπονδοι «φίλοι» μας όλοι οι παράγοντες είχαν αποβεί εις βάρος μας: Το μέτωπο ήταν αχανές σε τόπο ξηρό έως ερημικό. Κινούμενος ο ταξιδιώτης από την όμορφη και καταπράσινη πεδιάδα της Βιθυνίας προς την Άγκυρα αισθάνεται κατάθλιψη στο άνυδρο περιβάλλον! Η επιμελητεία ήταν ανεπαρκέστατη, καθώς η κυβέρνηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε του δανεισμού από τράπεζες των « συμμάχων» μας. Οι αξιωματικοί διχασμένοι σε βενιζελικούς και βασιλικούς μετέφεραν τη διχόνοια στη βάση. Μάλιστα οι πρώτοι έφεραν βαρέως την αντικατάστασή τους στη διοίκηση μονάδων από βασιλόφρονες. Νέο Επιτελείο, νέα σχέδια και μάλιστα, το χειρότερο, επιθετικά τώρα που είχαμε απομείνει εμφανώς μόνοι! Η ορθή σκέψη να κινηθεί ο στρατός δια των συνόρων του Έβρου προς την Κωνσταντινούπολη προσέκρουσε στην άρνηση των « συμμάχων» μας. Οι κομμουνιστές καλούσαν σε λιποταξία τους στρατιώτες, που είχαν αποκάμει και όμως αγωνίζονταν, όπως αρμόζει σε Έλληνα μαχητή! Γιατί αγωνίζονταν; Για την πατρίδα βέβαια! Πού να γνώριζαν τα άθλια παιχνίδια που έπαιζαν και εξακολουθούν να παίζουν σε βάρος των λαών οι ισχυροί του κόσμου και οι υποταγμένοι σ’ αυτούς πολιτικοί, οι υποτιθέμενοι εκπρόσωποι του λαού; Αλλά και να τα γνώριζαν, με τον ίδιο ηρωισμό θα μάχονταν. Η πατρίδα δεν ανήκει στους επίορκους πολιτικούς, ώστε, επειδή αυτοί την προδίδουν, να είναι πρόθυμος να την προδώσει και ο λαός.
Τον Αύγουστο του 1922 άρχισε η αναμενόμενη αντεπίθεση του καλά οργανωμένου και εξοπλισμένου τουρκικού στρατού. Οι Έλληνες επιτελείς αισθάνθηκαν οδυνηρή την έκπληξη από την ισχύ του αντιπάλου. Οι ήττες διαδέχθηκαν η μία την άλλη, καθώς δεν ήταν δυνατόν οι όποιες επιστρατεύσεις Ρωμηών να μειώσουν την υπεροχή των Τούρκων. Το ηθικό των πολεμιστών κατέρρευσε, επικράτησε πανικός και το σύνθημα «ο σώζων εαυτόν σωθείτω»! Πολλές μονάδες παραδόθηκαν, ενώ λίγες κατάφεραν να οπισθοχωρήσουν συντεταγμένες στα παράλια του Αιγαίου! Και ενώ ο στρατός μας αποχωρούσε, τρόμος κυρίευσε τους Ρωμηούς, που έβλεπαν τις ορδές των ατάκτων (τσέτηδων) να βιάζουν, να σφάζουν, να αρπάζουν, να πυρπολούν. Σ’ αυτούς είχε δοθεί η εντολή από τον Στεργιάδη, ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη, να μην εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ευτυχώς που αξιωματικοί μας τους συμβούλεψαν να πράξουν το αντίθετο. Πώς όμως να ακολουθήσουν τον στρατό μας στην ξέφρενη φυγή του όλοι εκείνοι; Πολλοί έμειναν πίσω, αποκόπηκαν και υπέστησαν τις συνέπειες. Όσοι κατόρθωσαν να φθάσουν στα παράλια του Αιγαίου έζησαν το μαρτύριο του χρόνου. Θα βρουν μέσο να πλεύσουν προς κάποιο ελληνικό νησί ή θα τους προλάβουν οι τσέτες; Συνωστισμένοι στα λιμάνια (πώς να λησμονηθεί αυτή η φράση σε γραπτό κείμενο σχολικής ιστορίας) έκλαιγαν, ούρλιαζαν, λιποψυχούσαν ζητώντας το έλεος των «συμμάχων» μας, οι οποίοι απαθείς, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν λάβει, παρακολουθούσαν τη συμφορά που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια τους φωτογραφίζοντας μάλιστα το θέαμα και πετώντας στη θάλασσα τους απεγνωσμένους που έφταναν ως τα πλοία. Αργότερα δόθηκε διαταγή να παιανίζουν οι μπάντες, καθώς δεν άντεχαν στον οδυρμό της προκυμαίας! Οι Αμερικανοί τηρούσαν αυστηρή «ουδετερότητα»! Έτσι λίγη ήταν τελικά η βοήθεια που προσφέρθηκε. Γράφει ο Ε.Η. Bierstadt: «Ομάδες Τούρκων ορμούσαν στο τρομοκρατημένο ανθρώπινο κοπάδι, άρπαζαν δέκα είκοσι γυναίκες και τις έπαιρναν μαζί τους ή τις βίαζαν και τις έσφαζαν εκεί κοντά»! Μια μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη ο Στεργιάδης διέφυγε με τη βρετανική ναυαρχίδα «Σιδηρούς Δουξ». Οι ισχυροί εκτιμούν τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι υποταγμένοι στην πολιτική τους.
Ο Τζον Χόρτον, πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη στο βιβλίο του έγραψε ότι αισθάνθηκε εκείνες τις ημέρες ντροπή για το ανθρώπινο είδος, για τους «πολιτισμένους» και τους «απολίτιστους». Διέσωσε όμως και σκηνή θαυμάσιου ανθρωπισμού, που έδειξε Ιάπων ναύαρχος εμπορικού πλοίου, ο οποίος πέταξε το εμπόρευμα στη θάλασσα (μεταξωτά είδη) για να περισυλλέξει καταδιωκόμενους. Η τιμή των Σαμουράι ήταν άκρως υπολογίσιμη στη μη εκδυτικισμένη ακόμη χώρα του. Τότε και ο Αμερικανός πάστωρ Άσα Τζένιγκς μεσολάβησε, ως ιδιώτης, στον Μουσταφά Κεμάλ και δόθηκε η δυνατότητα σε χιλιάδες πρόσφυγες να βρουν καταφύγιο στα «Πλοία της Συμπόνιας» και να καταλήξουν στην Ελλάδα. Μάλιστα συνόδευσε τους πρώτους, που μεταφέρθηκαν επί πληρωμή με ιταλικό πλοίο στη Μυτιλήνη. Και στο λιμάνι της αντίκρισε αγκυροβολημένα πολεμικά πλοία του στόλου μας! Έδωσε μάχη, ώστε να λάβουν αυτά διαταγή να αποπλεύσουν για τη Σμύρνη! Εκτιμάται ότι διασώθηκαν περί τους 350.000 χιλιάδες «συνωστισμένους», όπως τους θέλουν οι αποδομητές της ιστορίας μας πάσης αποχρώσεως.
Και εκεί στη Σμύρνη έμεινε ο ιεράρχης της, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος. Άραγε να μην του είχε προσφερθεί θέση σε κάποιο «συμμαχικό» πλοίο; Ασφαλώς ναι, όπως άλλοτε είχε προσφερθεί και στον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Όμως «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησι υπέρ των προβάτων»! Έμεινε στη Σμύρνη και σφαγιάστηκε από τους εξαγριωμένους ατάκτους, ολοκληρώνοντας με την προσωπική του θυσία τον αγώνα που άρχισε στη Δράμα υπέρ της ελευθερίας της Μακεδονίας.
Και ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες και το ταλαίπωρο, σχεδόν ανύπαρκτο κράτος επωμίσθηκε το χρέος της αποκατάστασής τους. Τί μπορούσε να προσφέρει μετά την πανωλεθρία στη Μικρά Ασία; Ψίχουλα, αυτά είχαν απομείνει. Και πρόσφερε η Εκκλησία τη γη, για να αποκτήσουν κλήρο οι απόκληροι, πολλοί από τους οποίους είχαν έρθει με μόνη τους περιουσία κάποιο εικόνισμα! Και άκουγαν και τί δεν άκουγαν από τους εντοπίους που τους υποδέχθηκαν με την «ευχή» να βούλιαζε το καράβι! Και ζούσαν με το όνειρο να επανέλθουν στις εστίες τους, όταν θα ηρεμούσαν τα πράγματα. Όμως οι ισχυροί των δύο χωρών έλαβαν την απόφαση να διαχωριστούν οι πληθυσμοί με βάση το θρήσκευμα, καθώς έκριναν αδύνατη πλέον τη συμβίωση με την έξαρση των παθών. Αδιάφοροι περί την πίστη των λαών τους οι ηγέτες Κεμάλ και Βενιζέλος, προέκριναν ως ισχυρότερο κριτήριο το θρησκευτικό. Και όντως είναι. Και ήρθαν και άλλοι από περιοχές, που δεν είχαν δοκιμαστεί από πολεμικές συρράξεις. Και κατέθεσαν τη μαρτυρία ότι Τούρκοι τους προστάτεψαν από τους ομοεθνείς τους. Γι’ αυτό τα όσα έχουν γραφεί περί βαρβαρότητας έχουν σχετική αξία.
Κύλισαν τα χρόνια, επήλθε επιγαμία εντοπίων και προσφύγων, μας ένωσε κι ο πόλεμος του 40. Όμως η Βουλή των Ελλήνων, στη βαρειά σκιά του πνεύματος «συνύπαρξης» του Βενιζέλου, ο οποίος με κατάπτυστη επιστολή πρότεινε να δοθεί το βραβείο Nobel ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ (1930), άργησε πολύ, πάρα πολύ, να αναγνωρίσει τη γενοκτονία (1994). Ουδέν έπραξαν οι κυβερνήσεις μας, ώστε να αναγνωριστεί αυτή και από άλλα κράτη! Οι γόνοι των προσφύγων επισκέπτονται τις αλησμόνητες πατρίδες, όμως ο αγώνας, ώστε να συντηρηθεί στη μνήμη η γενοκτονία έχει ατονήσει σημαντικά. Οι γηγενείς υπεύθυνοι για τη συμφορά, ξεφτίλες στο έπακρο, επιδιώκουν τη λήθη και παρασύρουν στη στάση τους αυτή και πολλούς πρόσφυγες, που αποδεικνύονται σέφτελοι. Μάλιστα κάποιοι αρρωστημένοι διεθνιστές, αποδομητές της ιστορίας, έφθασαν στο κατάντημα να γράψουν πως αυτοί που ήλθαν δεν ήταν Έλληνες, αλλά εδώ απόκτησαν ελληνική συνείδηση. Και οι πολλοί σιωπούν. Τι μας περιμένει ακόμη!
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
Δεν είχαν ελληνική συνείδηση. Απόκτησαν εδώ οι πρόσφυγες!
Πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ