Μνημόσυνο Γρηγόρη Αυξεντίου
Νίκος Ερρ. Ιωάννου
Σε βλέπω συχνά Γρηγόρη, μπροστά μου ολοζώντανο, μ’ εκείνο το χαμόγελο που αφήνει να φαίνεται το κενό ανάμεσα στα πάνω μπροστινά σου δόντια, το περιποιημένο μουστακάκι, το σπινθηροβόλο βλέμμα......
Το κεφάλι σου στολίζει το πηλήκιο του Έλληνα Αξιωματικού και στις επωμίδες σου λάμπει το ταπεινό αστεράκι του Ανθυπολοχαγού που στους ώμους σου συναγωνίζεται τα διάσημα πολλών Στρατηγών.
Το μεγάλο σου όνειρο να φοιτήσεις στη Σχολή Ευελπίδων και να υπηρετήσεις την Ελλάδα σαν Αξιωματικός δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, αλλά ο πόθος σου ν’ αποκτήσεις προσόντα που θα βοηθούσαν την μικρή μας Κύπρο στην διεκδίκηση της Ελευθερίας, σ’ οδήγησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, απ’ όπου βγήκες με προσόντα ανεκτίμητα για τον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. για Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα που ξεκίνησε την 1η Απριλίου του 1955.
Την Κυριακή της Τυρινής, στις 3 Μαρτίου του 1957 τα τραπέζια στην Κύπρο δεν στρώθηκαν γιορτινά, με τα παραδοσιακά έθιμα και την διασκέδαση που πάντα γινόταν.
Στις 2 μετά το μεσημέρι ανελήφθη στους ουρανούς ο Γρηγόρης Αυξεντίου του Πιέρη και της Αντωνούς από το χωριό Λύση. Κάηκε ζωντανός μέσα στο κρησφύγετο αφού πολέμησε επί 10 ώρες με δεκάδες εκπαιδευμένους επίλεκτους στρατιώτες της υπερήφανης αγγλικής αυτοκρατορίας.
Ο Ζήδρος, που με «το κελάηδημα του βιολιού του», όπως έλεγε το αυτόματο όπλο του, κατάφερε να παγιδέψει τους Άγγλους να αλληλοσκοτωθούν στα Σπήλια, είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός από την ανδρεία πυρπόληση του κρησφύγετου.
Η Καθαρά Δευτέρα ήταν σκοτεινή και κατάμαυρη. Ο ήλιος κρύφτηκε από τις στάχτες που γέμισαν τον ουρανό. Τα χωράφια κι οι ακρογιαλιές δεν γέμισαν από χαρούμενους ανθρώπους που θάβγαιναν να «κόψουν την μούττην της Σαρακοστής». Τα πετάσσια δεν αμολήθηκαν με τη συνηθισμένη παιχνιδιάρικη διάθεση και την ανταγωνιστικότητα του ποιο θα πάει πιο ψηλά. Έλειψαν και τα πειράγματα για τον χαρταετό που φάνηκε να τους νικά όλους αλλά κατέληξε στα κλαριά μιας ελιάς μετά από απανωτές στροφές και βουτιές στον αέρα.
Παντού προβάλλει η μορφή του Γρηγόρη Αυξεντίου που γελαστός ζωσμένος στις φλόγες ανέβαινε, ανέβαινε τα σκαλιά της Δόξας, για την Κύπρο, για την Ελλάδα, για την Ένωση.
Τα χρόνια πέρασαν, οι άνθρωποι άλλαξαν (αλήθεια άλλαξαν ή μένουν πάντα ίδιοι;). Πολλοί δεν έχουν ακούσει το όνομα σου Γρηγόρη μου και οι αναφορές στον ηρωισμό και τη θυσία σου αφαιρούνται από τα σχολικά βιβλία.
Είναι δύσκολον να ομιλήσει κανείς με το προσήκον μέτρον εις περιστάσεις κατά τας οποίας και αυτή, η ακριβής παράστασις της αληθείας, δυσκόλως γίνεται πιστευτή (Επιτάφιος, Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου)
Το μνημόσυνό σου όμως στη Μονή Μαχαιρά γίνεται κάθε χρόνο και πραγματικά φαίνεται πώς θεωρούν υποχρέωση, καθήκον, οφειλή, ανάγκη (δεν ξέρω) να παρίστανται πολλοί αξιωματούχοι και προβεβλημένοι της δημόσιας ζωής. Είναι και η τηλεόραση και δεν είναι δυνατόν να φανούν κάποιοι απόντες....
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου δεν ανήκει και κυρίως δεν μπορεί να μονοπωληθεί από πολιτικό κόμμα, κοινωνική ομάδα ή παράταξη.
Γι’ αυτό του έχουν γράψει ύμνους και εγκώμια άνθρωποι του πνεύματος προερχόμενοι από όλο το φάσμα των πολιτικών αντιλήψεων αλλά και κάθε εθνότητος.
Ο γνωστός, στρατευμένος ποιητής της Αριστεράς, Γιάννης Ρίτσος, έγραψε ένα αριστούργημα από τις 4 μέχρι τις 25 Μαρτίου του 1957. Απομονώνω λίγους στίχους:
Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα και το αίμα μου.
Το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ενός φτωχόπαιδου 29 χρόνων από το χωριό Λύση,
Οδηγού ταξί το επάγγελμα, πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα
τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Και ο μεγάλος Κώστας Μόντης:
Εκείνο το ΟΧΙ δεν το επανέλαβε η ηχώ, ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει.
Και σε άλλο ποίημά του:
Να πάρουμε μια σταγόνα από το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας
Να πάρουμε μια σταγόνα από το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας
Στους επιμνημόσυνους λόγους εκθειάζεται ο ηρωισμός, η προσφορά σου στον Αγώνα και η εθελουσία θυσία σου για τον Μεγάλο Σκοπό.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται επίκληση ακόμα και του ονόματός σου για την επιδίωξη της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Ομολογώ ότι κατέβαλα πολλές προσπάθειες να βρω τον συσχετισμό και δεν μπόρεσα. Μέχρι που σε είδα στον ύπνο μου:
«Δεν θέλω τέτοια μνημόσυνα. Μου φτάνει ένα πιατάκι με κόλλυβα, χωρίς πολλή ζάχαρη και ασημένιες καραμέλες κι ένα γνήσιο δάκρυ για την Κύπρο που δεν έχει ακόμα λευτερωθεί. Ευτυχώς έζησε ο Ματρόζος (Αυγουστής Ευσταθίου) και το ξέρουν όλοι. Το είπα και το εννοούσα ότι ΕΓΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. Όταν το έλεγα δεν ήταν γιατί δεν αγαπούσα τη ζωή και κάποιους ανθρώπους πάρα πολύ, ήταν γιατί πίστευα ότι έτσι θάδινα Λευτεριά στην Κύπρο.
Ο Κυριάκος (Μάτσης) πρόλαβε και το φώναξε δυνατά και τον άκουσαν οι δολοφόνοι «αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας».
Και ο Ευαγόρας (Παλληκαρίδης) το έγραψε έγκαιρα πως «θα πάρει μιαν ανηφοριά, θα πάρει μονοπάτια, να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά».
Ο Ανδρέας (Ζάκος) σιγοσφυρίζει ακόμα την Ηρωική του Μπετόβεν μαζί με τον Εθνικό Ύμνο. Επειδή στο τελευταίο του γράμμα έλεγε «μόνο με την εκτέλεση θα μείνω για πάντα νέος και αθάνατος» ονομάσαμε τη διαμονή μας, οδό Αιωνίας Νιότης και Αθανασίας.
Το ξαναλέω λοιπόν και εκ μέρους τους.
«Δεν θέλουμε τέτοια μνημόσυνα, που δεν είναι ούτε θρησκευτικά ούτε εθνικά. Δεν θέλουμε να βλέπουμε κάποιους γερασμένους συμπολεμιστές μας να χειροκροτούν την Τουρκοποίηση της Κύπρου.
Κι αν με ρωτάτε, τι σημαίνει για μένα αυτό το Δ.Δ.Ο. θα έλεγα: «Δεν Δίνω τα Όπλα».
Από δω ψηλά βλέπουμε την «αναπαράσταση της μάχης» που γίνεται κάθε χρόνο και μας πιάνει θλίψη. Μπορεί να μην είχαμε πολλά και δυνατά όπλα αλλά είχαμε το πύρωμα της ψυχής που μας έβγαλλε Νικητές ακόμα κι όταν πέφταμε.
Ας σταματήσουν πια τα πυροτεχνήματα και τα άσφαιρα πυρά που δεν έχουν σχέση με μας γιατί στο τέλος, θα νιώσουν και δικαιωμένοι εκείνοι που αποκαλούσαν την Ε.Ο.Κ.Α. τρακατρούκες και Ψευτοδιγενήδες.
Γι’ αυτό, σας παρακαλούμε, ή να μας θυμάστε όπως είμαστε πραγματικά και γιατί αγωνιστήκαμε, ή να μας αφήσετε ήσυχους».
Μπορεί οι ποιητές να έκαναν λάθος κι εγώ να μην είδα το όνειρο. Αλλά αυτά που είπε η χαροκαμένη Μάνα Αντωνού, είναι πέρα για πέρα αληθινά κι ας τα ακούσουμε με προσοχή.
Χαλάλιν της Πατρίδος μου,
ο γιος μου, η ζωή μου
τζι αφού εν επαραδόθηκεν
τζι έμεινεν τζιε σκοτώθηκεν
ας έσσιει την ευτζιήν μου
*Επιμνημόσυνος λόγος του ιατρού-καρδιολόγου κ. Νίκου Ερρ. Ιωάννου το πρωί της 6η; Μαρτίου στον Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέα Πετραλώνων.
Πηγή: Aντίφωνο