«Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη» (Ἄγγελος Σικελιανός)
Τοῦ Θεοῦ τὸ πέλαγο βροντὴ
τὸ μέγα κύμα ἐβάρει…
Σὰν τ᾽ Ἅγιο Πνέμα ἐφώταγε
ψηλάθε τὸ φεγγάρι
στ᾽ ἀκρόγιαλα τὶς γλῶσσες τῶν ἀφρῶν
ποὺ καβαλίκευαν τὰ βράχια
θαμπωτικές,
ὅταν Αὐτός,
διαβαίνοντας ἀπ᾽ τὸ στερνὸ προσκυνητάρι
τ᾽ ἀκρωτηριοῦ,
καθὼς σφυρίζαν οἱ σβιλάδες τοῦ βοριᾶ,
ἔκλειν᾽ ἀπάνω του σφιχτὰ τὸ τρύπιο πανωφόρι,
κι ὅπως σιγόψελνε,
μὲ πρόσωπο στὸ στῆθος του χωμένο,
«Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλὰ
καὶ τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια»,
ξάφνου πλημμύριζεν ἀδόκητα ἡ καρδιά του
πλατιά, πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ βόγκο τοῦ πελάγου
κι ἀπ᾽ τὸ τραγούδι τῶν ἀθώρητων Σειρήνων,
Ἱερουσαλήμ,
ἀπὸ τὸν ὕμνο τὸ δικό Σου!…
Καὶ τότε τὸ φιδίσιο μονοπάτι,
ποὺ ἀπ᾽ τὸ ξωκλήσι τ᾽ Ἁι-Νικόλα
κατέβαινε τοῦ λιμανιοῦ ὥσμε κάτου τὴν ταβέρνα
ποὺ μέσα της ἀκόμα, νυχτωμένο
ἐκάπνιζε θαμπὸ ἕνα φῶς,
τὸν ἐτραβοῦσε κιόλας
ἐκεῖ πού, τὸ ποτήρι τοῦ κρασιοῦ κρατώντας,
σὲ λίγο, ἀπό τὸ νάμα γκαρδιωμένος τῆς ἀμπέλου,
―τῆς μιᾶς Ἀμπέλου ποὺ πλατιά ᾽ναι καὶ μεγάλη
μὰ λιγοστὰ τ᾽ ἀληθινὰ τὰ κλήματά της―
θὲ νά ᾽μπαινε στὴ ζέστα μέσα τοῦ Μυστήριου
τοῦ ζωντανοῦ,
κι ὁ Διονυσόδοτος Χριστός του,
κι ἂν στὸ Σταυρὸν ἀπάνω ἀκόμα καρφωμένος
μ᾽ αἱματοστάλαχτο πλευρό, μὰ ἀγάλι ἀγάλι
τὴν Ἀπολλώνια θὰ σαρκώνονταν γαλήνη,
κι ἀπὸ τὴ ρίζα μέσα τῆς ταπεινοσύνης
τόσο θὰ ψήλωνε βαθιά του τὸ τροπάρι
καὶ τόσο μέσα του οἱ κρυφὲς αἰσθήσεις
σὲ νοσταλγίας θεοτικὸ ρυθμὸ δοσμένες
θὰ τραγουδοῦσαν,
ποὺ ἡ ψυχή του, μοναχή της,
σὰν τὸ πουλὶ ποὺ ξάφνου ἀνοίγουν τὸ κλουβί του,
στῆς ἴδιας της τῆς λευτεριᾶς συνεπαρμένη
τὸ θάμπος
θὲ νὰ ὁρμοῦσε νὰ μᾶς φέρει
κάτι ἀπ᾽ τὸ μήνυμα τῆς Μέθης τῆς μεγάλης,
ὥσπου, ἀκουμπώντας πάνω στῆς ταβέρνας τὸ τραπέζι
λίγα φύλλα χαρτιοῦ τσαλακωμένα,
καὶ σκύβοντας ἀπάνω τους,
μὲ τὸ ποτήρι τοῦ κρασιοῦ μπροστά του,
θὲ ν’ ἀρχινοῦσε,
ὡς νὰ τραγούδαε τώρα κι ὅλο τὸ νησὶ μαζί του,
κι ἀκόμα σιγοψέλνοντας ἀνάμεσα στὰ δόντια του,
νὰ γράφει…
*
Καὶ νά πού, ὡς σήμερα μ᾽ ἐκεῖνα τὰ γραφτά του
ἀγάλλεται ἡ Σιών,
καὶ στὸ πλευρό της,
παλιὰ καὶ νέα, σκυρτᾶ κρυφὰ ἡ Ἑλλάδα,
κάποιοι ἀπὸ μᾶς ὁπού ᾽μαστε ἑνωμένοι
ἀπ’ τὴ βαθιὰ τὴ λάτρα τῆς Ἀμπέλου
τῆς ζωντανῆς ―ὁποὺ πλατιά ᾽ναι καὶ μεγάλη
μὰ λιγοστὰ τ᾽ ἀληθινὰ τὰ κλήματά της ―,
σ᾽ εὐλαβικὸ Μνημόσυνο κινώντας
μαζί, τὸ μονοπάτι παίρνουμε τ᾽ ἀκρογιαλίσιο
τῆς Σκιάθου, πού, ἀπὸ τὸ ξωκλήσι τ᾽ Ἁι- Νικόλα,
τοῦ λιμανιοῦ ὥσμε κάτου κατεβαίνει τὴν ταβέρνα
κ᾽ ἐκεῖ,
ἐνῶ γύρα μας μυρόβλητο ἀνασαίνει
παντοῦθε τὸ νησὶ ἀπ᾽ τὸ κύμα κι ἀπ᾽ τὸ φύκι
κι ἀπὸ τὰ πεῦκα κι ἀπ’ τὰ σκίνα κι ἀπ’ τὰ ρείκια,
μὲ τὸ βαθὺ ποτήρι μας γιομάτο
ἀπὸ τῆς νέας μας τῆς σοδειᾶς τὸ γιοματάρι,
ὀρθοὶ στὸν ἴσκιο του μπροστά,
γιὰ μιὰ στιγμή,
μὲ τὸ ποτήρι αὐτὸ στὸ χέρι,
τοῦ ζητᾶμε, ἂν εὐδοκεῖ,
νὰ τὸ τσουγκρίσουμε μὲ τὸ δικό του!
{Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία τα Χριστούγεννα του 1941, αφιερωμένο ‘του Πέτρου Χάρη’· τώρα στο Λυρικός Βίος, τ. Ε΄, σ. 12-14.}
~·~
Όπως έχει παρατηρήσει, σε μια υποσημείωσή του, ο Κώστας Μπουρναζάκης (Νέα Εστία, τ. 1740, Δεκέμβριος 2001), εδώ ο Σικελιανός «“συρράπτει” στίχους που έχει εμπνευστεί στις 19 Νοεμβρίου 1914, κατά την παραμονή του στο Άγιον Όρος (Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, σ. 67)». Αντιγράφω από το Αγιορείτικο Ημερολόγιο τους συγκεκριμένους στίχους, που είχαν κι εμένα εντυπωθεί, και που κάπως παραλλαγμένους “εσύρραψε” στην αρχή του ποιήματος, ο Σικελιανός:
«Τοῦ Θεοῦ τὸ πέλαγο,
ἀνοιχτά,
Βροντὴ τὸ κύμα ἐβάρει.
Σὰν τ᾽ Ἅγιο Πνέμα ἀπάνω
του
Κρεμόνταν
τὸ φεγγάρι».
Η στιγμή που αρχικά συνέλαβε ο Σικελιανός, αγναντεύοντας το πέλαγος από τη μονή των Ιβήρων, ανασύρθηκε από το ημερολόγιό του, 27 χρόνια αργότερα, ως η καταλληλότερη εισαγωγή σε ένα ποίημα για τον Παπαδιαμάντη. Μήπως γιατί η ενότητα Θεού και φύσης που αποτύπωνε ο Σικελιανός σε αυτούς τους λίγους στίχους συνάρμοζε με του Σκιαθίτη τη βιοτροπία;
Στο ίδιο Αγιορείτικο Ημερολόγιο, λίγες ημέρες πιο πριν, ο ποιητής μιλούσε για τον Διόνυσο και τον ‘πλουν’ του:
«Ἐγεφύρωσε
τὸν Εὐφράτη
μὲ κλήματα
καὶ μὲ κισσό…».
Διαβάζοντας ξανά αυτό το ποίημα, θαυμάζω τη μαστοριά του Σικελιανού την απαράμιλλη, με την οποία στο ‘Μνημόσυνο του Παπαδιαμάντη’ καταφέρνει να συνενώσει τον Διόνυσο με τον Ιησού και τον Απόλλωνα, κάτι που είχε αποπειραθεί και πρωτύτερα (1916) στο έκτο άσμα (Διόνυσος-Ιησούς) στη ‘Συνείδηση της πίστης’, με την Άμπελο τη ζωντανή και τα αληθινά της κλήματα (τον Χριστό της Εκκλησίας και του Παπαδιαμάντη) και το κρασί που τόσο αγαπούσε ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος.
Κλείνοντας σχεδόν το Αγιορείτικο Ημερολόγιο (1914) ο Σικελιανός ταυτιζόταν με τον Διόνυσο:
«Γεφύρωσα
μὲ κλῆμα τὸν
Εὐφράτη σὰν
τὸ Διόνυσο»·
εδώ όμως προσμένει από τον βακχευτή Παπαδιαμάντη ν’ αρχίσει μετά ψιθύρου και παθητικού τόνου («σιγοψέλνοντας ἀνάμεσα στὰ δόντια του») να υποτερετίζει «κάτι ἀπ’ τὸ μήνυμα τῆς Μέθης τῆς μεγάλης». Κι απλό, μ’ αληθινό, κλήμα της μιας Αμπέλου πια κι ο Λευκαδίτης ποιητής, ορθός «στὸν ἴσκιο του μπροστά, γιὰ μιὰ στιγμή» μονάχα, ζητά τη συνευδοκία του Σκιαθίτη να τσουγκρίσει το ποτήρι το κρασί μαζί του.