Ναυμαχία τού Γέροντα (29 Αυγούστου 1824)
Οι Αιγύπτιοι σύμμαχοι τών Τούρκων είχαν ετοιμάσει έναν τεράστιο στόλο τόν οποίο αποτελούσαν 56 πολεμικά πλοία καί 300 μεταγωγικά, γεμάτα στρατιώτες, ζώα καί πολεμοφόδια. Τά περισσότερα μεταγωγικά πλοία είχαν ναυλωθεί από Ευρωπαίους καί είχαν σημαία αγγλική, αυστριακή, ισπανική καί γαλλική. Τήν αρχηγία τού στόλου τήν είχαν ο Ισμαήλ Γιβραλτάρης καί ο ικανότατος γιός τού βασιλιά τής Αιγύπτου Ιμπραήμ πασάς, ενώ τήν οργάνωση τού στρατού τήν είχε αναλάβει ο Γάλλος αξιωματικός Λετελλιέ. Οι Ευρωπαίοι πρόξενοι τής Αλεξάνδρειας στίς αναφορές τους έδιναν στήν ελληνική επανάσταση έξι μήνες ζωή.
Ο αιγυπτιακός στόλος κατευθύνθηκε στή θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στή Μάκρη τής Μικράς Ασίας καί στή Ρόδο καί ένωσε τίς δυνάμεις του μέ τόν τουρκικό στόλο, δημιουργώντας μία πανίσχυρη μουσουλμανική ναυτική δύναμη, η οποία μπορούσε νά υπερισχύσει εύκολα σέ μία αναμέτρηση μέ τόν χριστιανικό στόλο τών Ελλήνων. Ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε στήν περιοχή ανάμεσα στή Λέρο, τήν Πάτμο καί τούς Λειψούς μέ αρχηγούς τούς Μιαούλη καί Σαχτούρη από τήν Ύδρα, τόν Γεώργιο Ανδρούτσο από τίς Σπέτσες καί τόν Νικολή Αποστόλη από τά Ψαρά. Απενάντί του είχε 100 μεγάλα πολεμικά πλοία μέ 2.500 κανόνια καί εκατοντάδες μεταγωγικά γεμάτα στρατιώτες, ενώ οι Έλληνες διέθεταν 70 μετρίου μεγέθους πολεμικά πλοία μέ 800 κανόνια καί 15 πυρπολικά.
Τό πρωϊνό τής 24ης Αυγούστου 1824, ο Μιαούλης μέ μία προφυλακή 24 πλοίων κινήθηκε πρός τό στενό ανάμεσα στήν Κώ καί τήν Αλικαρνασσό καί έτρεψε σέ φυγή μία εχθρική φρεγάτα πού αποτελούσε τήν εμπροσθοφυλακή τού τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Τό στενό πέρασμα καί η θαλασσοταραχή δέν ευνοούσαν τήν κίνηση τού τεράστιου εχθρικού στόλου καί επιπλεόν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός γιά τά ελληνικά πλοία. Πολλά πλοία τών μουσουλμάνων συγκρούστηκαν μεταξύ τους καί αυτή ακόμα η ναυαρχίδα τού Χοσρέφ έπαθε σημαντικές ζημιές πρίν ακόμα ξεκινήσει η μάχη.
Στή ναυμαχία πού ακολούθησε διαφάνηκε αμέσως η υπεροχή τού αιγυπτιακού στόλου καί η άρτια οργάνωσή του από τούς Ευρωπαίους αξιωματικούς. Η ναυαρχίδα τού Γιβραλτάρ αψηφούσε τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων καί περνούσε επανειλημμένα μπροστά από τήν ελληνική παράταξη. Αλλά καί η τόλμη τών Ελλήνων πλοιάρχων εκθειάζεται σέ ημερολόγιο Γάλλου αξιωματικού πού υπηρετούσε υπό τίς διαταγές τού Ιμπραήμ πασά, όπου έγραφε γιά τό σπάνιο θάρρος μέ τό οποίο οι ναύτες τών πυρπολικών οδηγούσαν τά μικρά τους σκάφη ανάμεσα στά μεγάλα εχθρικά καί προσπαθούσαν ανάμεσα σέ μία βροχή από σφαίρες νά τά κολλήσουν στίς αιγυπτιακές φρεγάτες.
Η ημέρα τελείωσε χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα καί γιά τούς δύο στόλους. Στίς 26 Αυγούστου 1824, ο ελληνικός στόλος πέρασε μπροστά από τό νησί τού Ιπποκράτη καί άραξε στόν κόλπο τού Γέροντα, εκεί πού βρίσκονταν οι αρχαίες πόλεις τής Πριήνης καί τής Μιλήτου. Ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος έριξε άγκυρα στή γενέτειρα τού Ηροδότου. Δέν μπορώ νά αφήσω ασχολίαστο τό γεγονός ότι οι Έλληνες πολεμούσαν γιά τά εδάφη τών προγόνων τους, εδάφη πού τά είχε μολύνει μέ τήν παρουσία του ο βάρβαρος μουσουλμάνος. Πολεμούσαν γιά τίς αρχαίες πόλεις τής Μικράς Ασίας καί τού Αιγαίου Πελάγους, πόλεις πού τίς είχε ισοπεδώσει καί τίς είχε κατακάψει ο Οθωμανός όταν είχε εισβάλλει 2000 χρόνια μετά τήν γέννηση τού Ηροδότου, τού Ιπποκράτη, τού Βία, τού Αναξίμανδρου καί τού Θαλή.
«Ο Νικολής Αποστόλης πλήρωσε ακριβά τό χαλασμό τού νησιού του. Χάθηκε η γυναίκα του καί η μιά του κόρη πού δέν μπόρεσαν νά ξεφύγουν. Η κόρη του η Μαρία άρπαξε τά δυό παιδιά της καί μέσα στήν αναταραχή ρίχτηκε στή θάλασσα βαστώντας τά παιδιά της γιά νά γλυτώση κολυμπώντας. Μπόρεσε νά ζυγώση κάποιο ελληνικό καΐκι καί νά σωθή, μέ τό ένα μονάχα παιδί της. Τό άλλο τής ξέφυγε από τά χέρια τήν ώρα πού κολυμπούσε. Τό αρπάξανε τά κύματα καί πνίγηκε, Από τά αγόρια τού καπετάν Αποστόλη κανένα δέν έπαθε τίποτα. Είχε πέντε γιούς. Τόν Κωνσταντή, τόν Αποστόλη, τόν Γιάννη, τόν Δημητρό καί τόν Αντρέα. Όλοι τους ήταν μέσα σέ διάφορα ψαριανά καράβια καί πολεμούσαν. Τόν Αποστόλη τόν είχε στόν "Λεωνίδα" μαζί του ο πατέρας του.
Ύστερα από τήν καταστροφή τών Ψαρών, αφού ξεμάκρυναν τά τούρκικα καράβια, ο Αποστόλης μετέφερε τούς κακοπαθημένους Ψαριανούς στή Μονεμβασιά. Έπρεπε όμως νά κτυπήση τήν αρμάδα. Νά εκδικηθή τόν αφανισμό τής πατρίδος του, νά πάρη πίσω τό αίμα τής μάνας τών παιδιών του, τής κόρης του κι όλων τών Ψαριανών. Δέν πρόσμενε παρά τήν ώρα καί τή στιγμή. Βάλθηκε στά γρήγορα νά ετοιμάση ψαριανό στόλο.
Ο Αποστόλης μέ τά καράβια του έσμιξε μέ τόν ελληνικό στόλο κι άραξε στήν Πάτμο. Τής τούρκικης αρμάδας μαζί μέ τής αιγυπτιακής κάμποσα καράβια της πόντισαν στήν Αλικαρνασσό καί μερικές φρεγάτες στήν Κώ. Ο καπετάν Νικολής έστειλε στή Λέρο τρία καράβια καί τρία μπουρλότα γιά νά ριχτούν νύκτα στήν αρμάδα. Αυτός μέ τά υπόλοιπα καράβια αντάμωσε τόν Μιαούλη. Ο ελληνικός στόλος είχε τώρα εβδομήντα πολεμικά καράβια καί μπουρλότα. Ο καιρός όμως ήταν αντίθετος καί τούς εμπόδιζε νά κτυπήσουν τήν αρμάδα στήν Αλικαρνασσό. Αποφάσισαν νά στείλουν είκοσι καράβια καί έξη μπουρλότα νάμπουν μέρα στό στενό τής Κώ καί νά κτυπήσουν τίς αρμάδες. Ο υπόλοιπος στόλος θά περίμενε στά νησιά Τσατάλια (Τσάταλα).
Μέ πρίμο τόν καιρό τά καράβια κι ολόμπροστα τά μπουρλότα, είχαν γραμμή γιά τήν Κώ. Οι αρμάδες μόλις είδανε τά ρωμέϊκα κάνανε πανιά καί στίς έντεκα η ώρα τό πρωΐ άρχισε ο θαλασσοπόλεμος. Βάστηξε ως τό βασίλεμα. Τά μπουρλότα στρώσανε στό κυνηγητό τά εχθρικά πλεούμενα πού κείνα τρομαγμένα όλο κι αλάργευαν. Δέν άργησαν όμως ελληνικά καί τούρκικα νά ζυγώσουν τόσο πού μπλέχτηκαν. Δέν χρησιμοποιούσαν πιά τά κανόνια τους, μά τά τρομπόνια καί τά καριοφύλια τους. Κάποιος εγγλέζικο πολεμικό βρέθηκε αραγμένο στήν Αλικαρνασσό. Γιά νά τό ξεχωρίζουν τά ελληνικά καί νά μήν τό κτυπήσουν αναγκάστηκε νά σηκώση στό μεσανό του άλμπουρο τήν εγγλέζικη σημαία. Οι ναύτες του γιά νά παρακολουθήσουν τόν παράξενο αυτό ελληνοτουρκικό θαλασσοπόλεμο ανέβηκαν στά άλμπουρα καί τίς αντέννες.
Βγαίνοντας ο ελληνικός στόλος απ' τό μπουγάζι (πορθμό) τής Κώ, φουντάρισε στό λιμανάκι τού κάβου (ακρωτηρίου) τού Γέροντα γιά νά ετοιμαστή. Ο τουρκοαιγυπτιακός, έρριξε άγκυρα στό λιμάνι τής Αλικαρνασσού. Η αιγυπτιακή αρμάδα είχε καράβια από τήν Αλεξάνδρεια, τό Αλγέρι, τήν Τύνιδα καί τήν Τριπολίτιδα. Οι τρείς ναύαρχοι Μιαούλης, Κολαντρούτσος καί Αποστόλης κουβέντιαζαν στήν ναυαρχίδα.
- "Θά μείνουμε αραγμένοι δώ στόν Γέροντα ως τό μεσονύχτι. Ύστερα βγάζει στεριανό αγέρα. Μέ πρίμο λοιπόν τόν καιρό, θά σαλπάρουμε γιά ν' αντιμετωπίσουμε τήν αρμάδα."
Μέ τή γνώμη τού Μιαούλη μείνανε σύμφωνοι ο Σπετσιώτης καί ο Ψαριανός καί τά ξημερώματα στίς 29 Αυγούστου 1824, όταν άρχισε νά φυσάη αέρας από τή στεριά, τά ψαριανά καράβια κάνανε πανιά. Βγαίνοντας ο ήλιος συναντήθηκαν μέ καμιά δεκαριά καράβια τού Μιαούλη καί τού Σαχτούρη πού η απανεμιά τά έκανε νά ξεκόψουν από τό στόλο. Στό μεταξύ ο Χοσρέφ μέ τίς δύο αρμάδες του, μέ πρίμο καιρό φάνηκε στά νησάκια Τσατάλια. Ρϊχτηκε νά κτυπήση τά ελληνικά καράβια πού η απανεμιά τά είχε σκορπίσει καί βρίσκονταν σέ δύσκολη θέση.
Γιά τόν Μιαούλη καί τόν Σαχτούρη κρίσιμη η περίσταση. Κάποιος Υδραίος καραβοκύρης κατάφερε νά ζυγώση τόν "Λεωνίδα" καί μέ τό χωνί ξεφώνισε:
- "Καπετάν Νικολή! Στείλε τά μπουρλότα κατά τήν αρμάδα γιατί τά καράβια μας βρίσκοντας σοττοβέντο (απάνεμα) καί χανόμαστε!"
Ο Αποστόλης διώχνει μέ μιάς τόν Παπανικολή καί τό Νικόδημο μέ τά μπουρλότα τους νά πέσουν στό κέντρο στίς δύο αρμάδες. Αναστατώθηκε ο εχθρός. Βρήκε τήν περίσταση ο Μιαούλης καί μέ τά καράβια του ρίχνεται κι αυτός κατά τού εχθρού. Ο Χοσρέφ τά χάνει. Σηκώνει σήμα νά κάνουν πίσω καί νά βάλουν ρότα γιά τήν Λέρο. Από κοντά οι Έλληνες καί τά μπουρλότα τού Ματρόζου, τού Ανδρέα Πιπίνου καί τού Λαζάρου Μουσσού. Προκάνουν τά εχθρικά καράβια καί καταφέρνουν νά κολλήσουν τά μπουρλότα τους. Τρομαγμένοι οι Τούρκοι γιά νά γλυτώσουν απ' τά μπουρλότα πηδάνε στή θάλασσα.
Μιά τουνέζικη φρεγάτα καταφέρνει νά τή ζυγώση τό μπουρλότο τού Γιώργη Θεοχάρη. Σαστίζει τό τσούρμο (πλήρωμα) τής φρεγάτας. Αντί νά κάνη μανούβρες νά ξεφύγη, άθελά της πέφτει πάνω του. Βρίσκει καιρό ο Θεοχάρης κολλάει στά πλευρά της τό μπουρλότο του καί βάζει φωτιά. Ο Μιαούλης πού απ' τά μακρυά παρακολουθεί, γιά νά βοηθήσει τόν Θεοχάρη, στέλνει μέ τό μπουρλότο του τόν Γιώργη Βατικιώτη. Κολλάει απ' τήν άλλη μεριά τής φρεγάτας καί βάζει φωτιά. Τήν τουνέζικη φρεγάτα τήν τυλίγουν οι φλόγες από παντού. Πολλοί απ' τό τσούρμο τής φρεγάτας καίγονται. Όσοι πέφτουν στή θάλασσα ή πνίγονται ή τούς πιάνουν οι Ρωμιοί αιχμάλωτους, ακόμα κι αυτόν τόν καπετάνιο της.»
Τάκη Λάππα - Τό ναυτικό στήν επανάσταση
Τό πρωϊνό τής 28ης Αυγούστου 1824 εμφανίστηκαν ξαφνικά στόν κόλπο τού Γέροντα (Δίδυμα Μιλήτου), απέναντι από τήν Κώ, επτά αιγυπτιακά πλοία, τά οποία ο ελληνικός στόλος αμέσως καταδίωξε. Λόγω όμως τής κακοκαιρίας ή τής κακής συνεννόησης, μόνο 22 ελληνικά πλοία μέ αρχηγό τόν Μιαούλη ξαναγύρισαν στόν κόλπο, ενώ τά υπόλοιπα διασκορπίστηκαν. Τήν επόμενη ημέρα επικράτησε άπνοια καί τά 22 ελληνικά πλοία ακινηποιήθηκαν μέσα στόν κόλπο τού Γέροντα παρατηρώντας τά εχθρικά πλοία νά τά πλησιάζουν, εκμεταλλευόμενα τό ελαφρύ αεράκι. Τά ελληνικά πλοία ήταν ανήμπορα πλέον νά αντιδράσουν, καθώς ο αιγυπτιακός στόλος είχε αντιληφθεί τήν κατάστασή τους καί πλήσιαζε αργά καί σταθερά μέ σκοπό νά τά συντρίψει. Στά παγιδευμένα πλοία βρίσκονταν οι σπουδαιότεροι Έλληνες ναυτικοί. Γεώργιος Σαχτούρης, Κολανδρούτσος (Γεώργιος Ανδρούτσος), Ιωάννης Κυριακός, Αντώνιος Κριεζής, Εμμανουήλ Τομπάζης, Αναστάσιος Τσαμαδός, Ανάργυρος Λεμπέσης.
«Εν τώ μεταξύ τούτω ητοιμάσθη καί η υπό τόν Μιαούλην μοίρα, καί απάρασα τήν 10ην Αυγούστου 1824 εξ Ύδρας ηγκυροβόλησεν αυθημερόν· υπό τό Σούνιον συνηνώθησαν τήν 14 καί τά πλοία τών Σπετσών, καί όλα ομού ηγκυροβόλησαν τήν 21 υπό τήν Λειψόν παρά τήν Πάτμον. Τήν δέ 23ην Αυγούστου 1824 συνήλθαν πρός εκείνα τά νερά όλα τά πλοία, ό εστιν αι δύο υδραϊκαί μοίραι, η υπό τόν Κολανδρούτσον τών Σπετσών, καί η υπό τόν Αποστόλη τών Ψαρών. Τήν δέ 24 έπλευσεν ολόσωμος ο στόλος υπό τήν αρχηγίαν τού Μιαούλη προς τήν Κών καί τό Μπουδρούμι (Αλικαρνασσόν), όπου ελλιμένιζαν οι στόλοι, ο τουρκικός καί ο αιγύπτιος, συγκείμενοι εξ ενός δικρότου, 25 φρεγατών, άλλων τόσων κορβεττών καί ως 50 βρικίων καί γολεττών· παρηκολούθουν τούς στόλους καί πάμπολλα φορταγωγά ένοπλα καί άοπλα· συνηριθμούντο δέ όλα, πολεμικά καί φορτηγά, μικρά καί μεγάλα, ένοπλα καί μή, ως πεντακόσια· ελέγετο δέ ότι έφεραν 80,000 ναύτας καί στρατιώτας, καί είχαν υπέρ τά 2500 κανόνια· 70 δέ πλοία μόνον ήσαν τά ελληνικά φέροντα ως 5000 ναύτας καί 850 κανόνια.
Αφιχθέντος δέ τού ελληνικού στόλου όπου εσκόπευεν, διέταξεν ο Ανδρέας Μιαούλης 24 πλοία, εν οίς καί 6 πυρπολικά, νά προχωρήσωσιν ως προφυλακίδες· τά δέ λοιπά έπλεαν κατόπιν. Μίαν ώραν δέ προ μεσημβρίας προσέβαλεν η προφυλακή μίαν φρεγάταν έμπροσθεν τού Μπουδρουμίου καί τήν έτρεψεν εις φυγήν· ανήχθησαν τότε οι δύο εχθρικοί στόλοι, επλησίασεν όπου ηκούσθη ο ακροβολισμός καί όλος ο ελληνικός καί ήρχισε γενική ναυμαχία μεταξύ Κώ καί Μπουδρουμίου. Στενή ήτον η παλαίστρα καί σφοδρός ο πνέων άνεμος· διά τούτο σύγχυσις πολλή επήλθεν, ατάκτως κινουμένων όχι μόνον τών εχθρικών πλοίων αλλά καί αυτών τών ελληνικών, καί συγκρούσεις πλοίων ενός καί τού αυτού στόλου εγένοντο.
Ανίκανος εφάνη ο τουρκικός, καί τόση ήτον η απειρία των εν αυτώ, ώστε προσείχαν μάλλον νά μή βλάπτωσι τούς οικείους ή νά βλάπτωσι τούς εχθρούς. Καί αυτή η ναυαρχίς του, η έχουσα αναμφιβόλως τούς επιτηδειοτέρους ναύτας, έπαθεν εν ώ ελοξοδρόμει διά τήν απειρίαν αυτών· ουδενός δέ πλοίου τό πλήρωμα εδείχθη φιλοπόλεμον εκτός μίας φρεγάτας, ής εφονεύθησαν επί τής ναυμαχίας ο πλοίαρχος καί πολλοί ναύται· αλλ' ο αιγύπτιος στόλος διεκρίθη καί διά τήν τόλμην καί διά τήν επιτηδειότητα τού ναυτικού του.
Δίς ο Γιβραλτάρης διήλθεν όλην τήν γραμμήν τών ελληνικών πλοίων επί τής φρεγάτας του κανονοβολών καί κανονοβολούμενος· καί αυτός ο Ιβραήμης εξετέθη υπέρ πάντα άλλον· αλλά τόση ήτον η στενοχωρία, ώστε έν πλοίον υδραϊκόν λοξοδρομούν έπεσεν είς τί πυρπολικόν ψαριανόν, έσπασε τό κατάρτιόν του καί ηνάγκασε τόν πλοίαρχον νά τό καύση κινδυνεύον νά συλληφθή υπό τού εχθρού. Περί δέ τήν α' ώραν τής νυκτός, εν ώ διεχωρίζοντο οι στόλοι, μία κανονία, πεσούσα από τού φρουρίου τής Κώ εις άλλο πυρπολικόν, έρριψε τό κατάρτιόν του, οι δέ εν αυτώ ναύται, μή δυνάμενοι πλέον νά τό κυβερνήσωσιν, έβαλαν πύρ καί έφυγαν· αλλά τό φυτίλιον εσβέσθη, καί οι εχθροί τό συνέλαβαν άκαυστον.
Απομακρυνθείς δέ ο ελληνικός στόλος εξημερώθη υπό τά Τσάταλα, καί περί τήν δύσιν τού ηλίου ηγκυροβόλησεν υπό τόν Γέροντα. Τήν δέ 26ην Αυγούστου 1824 εστάλησάν τινα πλοία εις κατασκοπήν τών εχθρικών, καί τήν 28ην ηκούσθησαν κατά τήν Κών κρότοι κανονίων, διότι εχθρικά τινα πλοία προσέβαλαν τά εις κατασκοπήν σταλέντα, καί εξ αιτίας τού ακούσματος ανήχθησαν όλα τά ελληνικά. Αυθεσπερί δέ εφάνησαν επιπλέοντα καί τά τουρκοαιγύπτια 97 τόν αριθμόν. Τήν δέ επαύριον εξημερώθησαν καί οι τρεις στόλοι πρός τά Τσάταλα καί ο μέν ελληνικός έπεσεν εις άκραν γαλήνην, οι δέ άλλοι αρμένιζαν υπ' ολιγανεμίαν επί τόν ελληνικόν.
Ήρχισεν η δευτέρα ναυμαχία. Εννέα ελληνικά πλοία, εν οίς καί η ναυαρχίς καί δύο πυρπολικά, ευρέθησαν υπήνεμα καί έπλεαν πρός τόν Γέροντα. Η θέσις των ήτο δεινή. Εις βοήθειαν αυτών ώρμησαν άλλα ελληνικά ευρεθέντα υπερήνεμα, εν οίς καί τό πυρπολικόν τού Δημήτρη Παπανικολή. Ο πυρπολητής ούτος, περιφέρων τό σκάφος του ποτέ κατά τής μιάς ποτέ κατά τής άλλης φρεγάτας, ανέστελλε τήν ορμήν των φοβίζων αυτάς· αι σφαίραι εν τοσούτω καί οι μύδροι έπιπταν ως χάλαζα εις τό σκάφος του, τό ετρύπησαν, καί επροξένησαν άλλας ζημίας, αλλ' ούτος καί τόσα παθών δέν επόδισεν έως ου τό πυρπολικόν του κατήντησεν ακυβέρνητον, καί τότε τό έκαυσε. Περιέπλεαν δέ συγχρόνως καί άλλα πυρπολικά εν μέσω τών εχθρικών στόλων βοηθούμενα υπό τών πολεμικών απαύστως κανονοβολούντων.
Ο πυρπολητής Ματρόζος έρριψεν εις έν δικάταρτον τό πυρπολικόν του, όπερ περιπλεχθέν μετέδωκε τάς φλόγας· αλλ' οι ναύται τού δικατάρτου καί τό πυρπολικόν εξεκόλλησαν καί τάς φλόγας έσβεσαν. Εν ώ δέ τό σκάφος τούτο εκαίετο, καί τό κινδυνεύσαν δικάταρτον έφευγεν, ίθυνεν εις αυτό ο Πιπίνος τό πυρπολικόν του, αλλά, πληγωθέντος αυτού επικινδύνως, εδειλίασαν οι ναύται, τό άναψαν προτού κολλήση, καί έφυγαν. Ώρμησεν εις τό αυτό δικάταρτον τρίτον πυρπολικόν, αλλ' εκάη καί αυτό εις μάτην. Η δέ αποτυχία τριών πυρπολικών εθάρρυνε τά φεύγοντα εχθρικά πλοία νά στραφώσι πρός τά ελληνικά. Εξ αυτών δύο φρεγάται, τρεις κορβέτται καί πέντε βρίκια εκύκλωσαν τό πλοίον τού Σαχτούρη, τού έσπασαν κεραίας, τού έσχισαν πανία, καί ετρύπησαν καταμεσής τό μεγάλον του κατάρτιον, αλλά δέν τό έρριψαν, τό πλοίον επόδισε καί ούτως απηλλάχθη τού μεγάλου κινδύνου.
Τά αυτά εχθρικά πλοία εναυμάχησαν μετ' ολίγον καί μετά τών παραπλεόντων εννέα ελληνικών υπ' άνεμον ευρεθέντων. Επί τής ναυμαχίας δέ ταύτης έρριψεν ο Παπαντώνης τό πυρπολικόν του εις μίαν τών φρεγατών 44 κανονίων, τό περιέπλεξεν εις τά δεξιά εξάρτια τού εμπροσθινού καταρτίου της καί μετέδωκε τας φλόγας· αλλ' επειδή τό πυρ έβοσκε βραδέως καί ενδεχόμενον ήτο νά σβεσθή, εκόλλησε καί ο Βατικιώτης τό πυρπολικόν του αριστερόθεν αυτής, καί μετά ημιώριον η φρεγάτα εκάη· δύο ναύται τού πυρπολικού τού Παπαντώνη εσκοτώθησαν καί τέσσαρες επληγώθησαν, εν οίς καί αυτός ο Παπαντώνης· πολλοί δέ τών εν τή καιομέννη φρεγάτα έπεσαν εις τήν θάλασσαν, εξ ών οι μέν εν τώ πλοίω τού Τσαμαδού εζώγρησαν 22 τακτικούς, οι δέ εν τώ τού Αντώνη Κριεζή 15· εγνώσθη δέ ότι η καείσα φρεγάτα ήτον η τού Τουνεζίνου μοιράρχου, ότι δύο τών ζωγρηθέντων ήσαν αυτός καί τίς χιλίαρχος τού Μεχμέτ-Αλή, ότι είχεν η φρεγάτα 500 ναύτας καί 800 τακτικούς, καί ότι ο σκοπός τών εχθρών επί τού παρόντος ήτο η καταστροφή τής Σάμου. Μετά τό συμβάν τούτο οι μεν εχθρικοί στόλοι επανέπλευσαν εις Κών, οι δέ Έλληνες, διανυκτερεύσαντες όπου εγένετο η ναυμαχία, ελλιμένισαν τό πρωί υπό τόν Γέροντα.»
Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ'
Οι καπετάνιοι τών πυρπολικών ανέλαβαν πρωτοβουλία. Πρώτος ο Ψαριανός Δημήτριος Παπανικολής έστρεψε τό πυρπολικό του εναντίον μίας φρεγάτας καί προσπάθησε νά τής βάλει φωτιά. Μόλις καί μετά βίας γλύτωσε τή σύλληψη αυτός καί τό πλήρωμά του. Στή συνέχεια ο Γιάννης Ματρόζος προσπάθησε καί αυτός χωρίς επιτυχία νά προσκολλήσει τό μπουρλότο του σέ ένα μεγάλο εχθρικό πλοίο, αλλά τραυματίστηκε βαριά καί έκαψε τό πυρπολικό γιά νά μήν πέσει στά χέρια τού εχθρού. Οι Πιπίνος, Τζερεμές, Ραφαλιάς καί Νικοδήμος οδήγησαν καί αυτοί τό δικά τους σκάφη εναντίον τού μουσουλμανικού στόλου, ο οποίος όμως τά ανάγκασε νά υποχωρήσουν. Πάντως τόσος ήταν ο φόβος τών αντιπάλων γιά τά πυρπολικά, ώστε ο ίδιος ο Ιμπραήμ πασάς αναγκαζόταν τή νύκτα νά σβήνει τελείως τά φώτα τής φρεγάτας του, ώστε νά μήν είναι ορατή από τούς Έλληνες μπουρλοτιέρηδες.
Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες τών Ελλήνων πυρπολητών ενθάρρυναν τούς μουσουλμάνους, οι οποίοι πλησίαζαν τόν ακινητοποιημένο στολίσκο τού Μιαούλη μέ περισσότερο θάρρος. Τό καράβι τού Σαχτούρη βρέθηκε σέ μεγάλο κίνδυνο αφού είχε γίνει ο βασικός στόχος τών εχθρικών κανονιών, τά οποία κατάφεραν νά τού σπάσουν τά κατάρτια καί τελικώς νά τό θέσουν εκτός μάχης. Μπροστά στόν επερχόμενο κίνδυνο ο Μιαούλης έδωσε εντολή νά κατεβάσουν τίς λέμβους από τά πλοία καί νά τά ρυμουλκήσουν κωπηλατώντας οι ναυτικοί, μέχρι νά βγούν έξω από τόν κόλπο. Τό σχέδιο πέτυχε. Τά ιστιοφόρα όταν βγήκαν από τόν κόλπο συνάντησαν τό αεράκι τής σωτηρίας πού φούσκωσε τά πανιά στά κατάρτια καί τά ελληνικά πλοία μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν τά εχθρικά πλοία μέ ίσους όρους.
Η ναυμαχία τότε εντάθηκε καί οι Χριστιανοί πυρπολητές ενθαρρυμένοι από τήν αλλαγή τής κατάστασης, αγνοώντας τό πυκνό πύρ τών μεγάλων τουρκοαιγυπτιακών πλοίων πλησίαζαν πρός αυτά. Τά τρία πυρπολικά τού Λέκκα Ματρόζου, τού Ανδρέα Πιπίνου καί τού Λαζάρου Μουσούς κατάφεραν νά στριμώξουν ένα αιγυπτιακό μπρίκι είκοσι πυροβόλων καί νά τού βάλουν φωτιά, τινάζοντάς το στόν αέρα καί στέλνοντας στό βυθό τής θάλασσας 300 μουσουλμάνους στρατιώτες. Ο Υδραίος Γεωργάκης Θεοχάρης (κατά τόν Τρικούπη ο Παπαντώνης) κόλλησε τό πυρπολικό του πάνω σέ μία τυνησιακή φρεγάτα, η οποία είχε 44 κανόνια καί πλήρωμα 650 καί τής έβαλε φωτιά. Πάνω στή φρεγάτα επικράτησε πανικός. Πολλοί έπεσαν στή θάλασσα αλλά κάποιοι είδαν τή σκαμπαβία τού Θεοχάρη νά ξεμακραίνει καί άρχισαν νά πυροβολούν, μέ αποτέλεσμα δύο από τούς συντρόφους τού Θεοχάρη νά σκοτωθούν καί πέντε νά τραυματιστούν βαριά. H φρεγάτα όμως είχε ήδη αρπάξει φωτιά. Ο Μιαούλης τότε έστειλε τόν Γεώργιο Βατικιώτη μέ δεύτερο πυρπολικό, τό οποίο ολοκλήρωσε τόν εμπρησμό τής φρεγάτας. Ακολούθησε ισχυρή έκρηξη, η οποία σκόρπισε σέ χίλια κομμάτια τήν άλλοτε υπερήφανη φρεγάτα παρασύροντας στόν θάνατο 1000 μουσουλμάνους, σύμφωνα μέ τό ημερολόγιο τού Σαχτούρη.
Η πανίσχυρη αρμάδα τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέ τό πλήθος τών Ευρωπαίων αξιωματικών στά επιτελεία της καί τή μεγάλη ισχύ πυρός, δέν κατάφερε νά διαλύσει τά εμπορικά πλοία τών Ελλήνων καί γι' αυτό η ναυμαχία τού Γέροντα μπορεί νά θεωρηθεί ως μία μεγάλη νίκη. Ο πεισματάρης Ιμπραήμ προσπάθησε στίς 4 Σεπτεμβρίου 1824 νά στείλει 200 μεταγωγικά καράβια γεμάτα Τουρκαλβανούς στή Σάμο, γιά νά κάνουν αιφνιδιαστική απόβαση. Ο ελληνικός στόλος επαγρυπνούσε καί βρέθηκε παραταγμένος μπροστά από τόν Μαραθόκαμπο καί τό ακρωτήριο τής Αγίας Μαρίνας, αναγκάζοντας τά εχθρικά πλοία νά υποχωρήσουν.
Ο ναύαρχος Χοσρέφ, εξαντλημένος καί απογοητευμένος, αποσύρθηκε στήν ασφάλεια τού ναυστάθμου τής Κωνσταντινουπόλεως, αφήνοντας στήν διάθεση τού Ιμπραήμ, μερικές δεκάδες πλοία. Αυτό τό έκανε όχι επειδή συμπαθούσε τόν Αιγύπτιο πασά, αλλά επειδή θά βρισκόταν σέ δύσκολη θέση όταν ο σουλτάνος ανακάλυπτε τήν απώλεια τόσων πλοίων. Έχουμε ξαναγράψει ότι τήν οργή τού σουλτάνου τήν έτρεμαν οι δικοί του άνθρωποι. Μπορούμε νά φανταστούμε πόσο περισσότερο φοβερός ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ γιά τούς υπηκόους του καί ιδιαιτέρως γιά τούς γκιαούρηδες Ρούμ. Αλλά καί ο Ιμπραήμ πασάς ήταν τό ίδιο αμείλικτος πρός τούς υφισταμένους του. Μετά τήν ήττα τού Γέροντα, απαγχόνισε ένα πλοίαρχο πού είχε εγκαταλείψει τό πλοίο του όταν αυτό κάηκε από ένα ελληνικό πυρπολικό ενώ διέταξε νά μαστιγώσουν μέχρι θανάτου έναν άλλο πλοίαρχο πού είχε δειλιάσει.
Πηγή: agiasofia.com