ΝΕΚΡΙΚΗ ΩΔΗ
Νὰ εἴμαστε γυμνασμένοι καὶ ἔτοιμοι γιὰ κάθε ἀγώνα καὶ πρὸ πάντων γιὰ τὸν ἀγώνα ποὺ πρέπει ν' ἀρχίσῃ διὰ τὴν ἕνωση τῆς φυλῆς. (Ἴδας. Ἴων Δραγούμης — Προκήρυξη στοὺς σκλαβωμένους καὶ στοὺς ἐλευθερωμένους ἕλληνες. Ἑλληνικά χώματα 1898.) Δὲ σὢμοιαζε, λεβέντη μου, στὴ μαύρη γῆς γιὰ νάμπῃς. (Μοιρολόγι).
Τὸ Χ έ ρ ι ποὺ ἀνεβάζει ὅπου τῆς πρέπει
τῶν ἐθνῶν τὴν κορώνα, τὴν Ἑλλάδα,
τὸ δοξάζω. Τοῦ τραγουδιοῦ μου σκέπη,
πρωτοΰψωσα βωμὸ γιὰ τὴν Παλλάδα.
Μὰ κανεὶς δὲ μὲ μπόδισεν ἐμένα
νὰ τὰ στυλώνω λυρικὰ τὰ μάτια,
πρὸς κάποια ὡραῖα πατήματα ἀντρειωμένα,
σ' ὅποιους δρόμους καὶ σ' ὅποια μονοπάτια.
—Ἐσένα δὲ σοῦ στέκει ἀνθρώπου θρῆνος·
μόνο τὸ σκοῦσμα αἰσχύλειας μιᾶς Κασσάντρας·
στὸ λόγο ἀρχοντικὸς ἀνθοῦσες κρίνος,
στὴν πράξη, ὅπου καὶ ὅπως, εἴσουν ὁ ἄντρας.
Μ α ρ τ ύ ρ ω ν καὶ ἡ ρ ώ ω ν α ἷ μ α· τὸ αἷμα
ποὺ τὸ ἀγρικοῦσες κ' ἔβραζεν ἐντός σου
τοῦ μάρτυρα σοῦ φόρεσε τὸ στέμμα
στό θάνατό σου.
Ἄ! ἡ κακὴ ὥρα ἀπὸ τὴ μαύρη Μοῖρα
(τὰ γραμμένα της ποιὸς θὰ τὰ διαβάσῃ;)
ποὺ σὲ ρούφηξε στὸν καταποτήρα,
ποὺ βουλήθηκε νὰ σὲ κομματιάσῃ
τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα, ὅταν τὸ κῦμα
τὸ ἀγέρινο μᾶς ἔφερε τὸ μαῦρο
τὸ μήνυμα σὰν πάγωμα ἀπὸ μνῆμα
στὸ πανηγύρι τὸ ἐθνικὸ τὸ γαῦρο.
τὸ μήνυμα, ἄ! Τὸ δολοφόνο κρίμα,
κατάκαρδα ποὺ χτύπαε τὴν πατρίδα,
καὶ τῆς γιορτῆς ξεσχίζοντας τὸ ντύμα
καὶ τῆς χαρᾶς, τὴν ἔκανε βακχίδα.
Μὰ κανεὶς δὲ μὲ μπόδισεν ἐμένα
στὸ θυμὸ καὶ στὸ ξάφνιασμα, ἄγρια πόσο!
τὰ λαϊκά,—ἱερὸ λείψανο σ' ἐσέννα
τὴ σκέψη λυρικὰ νὰ τὴ στυλώσω.
—Τοῦ Παγγαίου ἡ χρυσὴ καὶ τοῦ Στρυμώνα
ἡ Ἑλληνοπούλα ἡ ποθητὴ ὢ κατάρα!
πότε τοῦ Τούρκου κυνηγοῦ τρυγόνα,
πότε μπαίγνιο σοῦ Βούλγαρου τὴ φάρα.
Στὰ Μελένικα καὶ στὰ Μοναστήρια
τοῦ ξυπνητῆ ποὺ ἀρχίζει τὸ τουφέκι,
τοῦ πρωτομάρτη Ἀντάρτη, νικητήρια
δαφνοστέφανα ὁ λόγος σου τοῦ πλέκει.
Κι ἀπὸ τὴ Βοσπορίτισσα τὴν Πόλη,
ποὺ τώρα ἁπλώνει ἀσκλάβωτα τὰ χέρια,
καρτερώντας ν' ἀνοίξῃ, ἀραξοβόλι
πανεθνικό, στὰ ἑλληνικὰ τ' ἀσκέρια,
ἀπ' τὴν Πόλη τοῦ ὀνειρευτοῦ Βοσπόρου,
σὰν ἀπὸ τὴν κορφή, τὰ βήματά σου,
πατριδολάτρη βήματα ὁδοιπόρου,
ξεκουράζοντας ξάνοιξες μπροστά σου,
(ὅταν ὀκνοὶ καὶ ραχάτευαν οἱ ἄλλοι),
πλατιά, στεριᾶς καὶ θάλασσας μπροστά σου,
μέσ' ἀπὸ τὸ πανώριο περιγιάλι,
τὴν Ἑλλάδα τοῦ πλάστη τοῦ ἔρωτά σου.
Γ ι ὰ τ ῆ ς φ υ λ ῆ ς τ ὴ ν ἕ ν ω σ η ν ὁ ἀ γ ώ ν α ς·
πάντα ἡ δόξα στὴν ἐθνικὴν ἰδέα,
τὸ σύνθημα: Καράβι καὶ Στρατώνας!
Ὅμηρε, ζῇς ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα!
Χ ώ μ α τ α Ἑ λ λ η ν ι κ ά ! Σ' ἐσᾶς θαμμένα
τῶν πατέρων τὰ κόκκαλα χιλιάδες.
Ναὸς ἡ πατρίδα, ἀνάφτε της ἕνα ἕνα
τ' ἁγιοκέρια λειτουργικά, ραγιάδες!
Ναός. Διώχνεις, τὸ κοντύλι σου φραγγέλιο,
τοὺς νυσταγμένους καὶ τοὺς γλωσσοκόπους.
Μὰ τὸ προφητικό σου τὸ Βαγγέλιο
στῆς ἁρμονίας τὸ σκάλισες τοὺς τόπους.
Τοῦ τραγουδιοῦ ἡ φωνὴ στὸ κήρυγμά σου
φτερὰ παιόνειας Νίκης πάει καὶ βάνει·
βάφτισμα νέας ζωῆς τὸ βάφτισμά σου
στοῦ Δημοτικισμοῦ τὸν Ἰορδάνη.
Λευκή, ἄς βαλθῇ ὅπου ἔπεσες, κολώνα,
(Πῶς ἔπεσες, γραφὴ νὰ μὴν τὸ λέῃ...)
λευκή, μὲ τῆς Πατρίδας τὴν εἰκόνα.
Μόνο ἐκείνη ταιριάζει νὰ σὲ κλαίῃ,
βουβὴ μαρμαρωμένη νὰ σὲ κλαίῃ.
8 τοῦ Αὐγούστου 1920
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ζ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΜΠΙΡΗΣ
ΟΙ ΛΥΚΟΙ
Ἑλλήνων Φῶς