Νόστιμον ἦμαρ
Ἔφυγα σχεδὸν παιδὶ καὶ ξαναγυρίζω σχεδὸν γέρος. Δεκατέσσερα ὁλάκερα χρόνια ἡ κακὴ μου μοῖρα μὲ κράτησε δεμένο στὴ ξενιτιά, πότε μὲ δυστυχίες ἀφάνταστες, πότε μ' εὐτυχίες πλανερές. Εὐτυχίες καὶ δυστυχίες τὸ ἴδιο μ' ἀλυσόδεναν καὶ μὲ στεροῦσαν τὴ μεγάλη εὐτυχία τῆς πατρίδας, ποὺ δεκατέσσερα ὀλάκερα χρόνια τὴν ὀνειρευόμουν στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνιο.
Μιὰ μέρα μοῦ χαμογέλασε ἄξαφνα ἡ Μοῖρα καὶ μοῦ εἶπε: Πήγαινε! Εἶσαι ἐλεύθερος.
- Θὰ πάω!...
Νά, μπῆκα στὸ πλοῖο μὲ τὸ καλό, καὶ τὸ πλοῖο ξεκίνησε μὲ τὴν πλώρη πρὸς τ' ὄνειρό μου.. Ἡ θάλασσα λάδι... Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ προβάλουν μπροστὰ μου τ' ἅγια χώματα.
Ἄξαφνα σηκώθηκε τρικυμία, καὶ σιγὰ-σιγὰ ἡ τρικυμία μεγάλωνε. Τὸ μικρὸ πλοῖο παράδερνε καὶ χοροπηδοῦσε ἀπάνω στὰ μανιασμένα κύματα. Μὲ δυσκολία ἡ πλώρη κρατιόταν ἀκόμη πρὸς τ' ὄνειρό μου. Τὰ πλευρὰ δέρνονταν ἀλύπητα καὶ τὸ θαλάσσιο ξύλο ἀναστέναζε, σὰν ἄνθρωπος, καὶ τριζομανοῦσε νὰ σπάσῃ.
Στὸ θυμὸ ἐκεῖνο τῆς θάλασσας, τὸν ἀνέλπιστο, ποὺ εἶχε σαστίσει καὶ τὸν καπετάνιο τὸν ἴδιο, ἔβλεπα μὲ τρόμο τὸ θυμὸ τῆς Μοῖρας μου. Τὸ μετάνιωσε λοιπὸν ἡ φθονερή, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ μ' ἄφησε ἐλεύθερο, κι ἤθελε τώρα νὰ μὲ βουλιάξῃ;
Ἔτσι θα ἦταν· ἡ Μοῖρα δὲν θά 'θελε νὰ ξαναϊδῶ τὴν πατρίδα μου. Διαφορετικὰ, πῶς θὰ μὲ κρατοῦσε τόσων χρονῶν ἡμέρες ἁλυσοδεμένο; Ἐκοίταξα τὸν οὐρανό ἀπελπισμένος.
Τόσος ἦταν ὁ πόνος μου κι ὁ σπαραγμός μου, ποὺ κι ἡ Μοῖρα ἡ ἴδια πρέπει νὰ μὲ λυπήθηκε. Εἰδεμή, πῶς κόπηκε ἄξαφνα ὁ ἄνεμος καὶ πῶς κατέβηκε τὸ κῦμα καὶ πῶς ξανάγινε ἡ θάλασσα γυαλί;
Ὡς τὸ βράδυ εἶχαν τελειώσει ὅλα. Ἡ νύχτα πέρασε ἤσυχη καὶ μὲ τὸ γλυκοχάραμα σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι κι ἀνέβηκα στὸ κατάστρωμα. Ἡ θάλασσα ἦταν μολυβένια. Πρὸς τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς λίγα σύννεφα μαῦρα μὲ στριφώματ' ἀσημένια, καὶ μπροστά, μέσα στὴν αὐγινὴ ὁμίχλη, οἱ κορυφὲς μακρισμένων ἀέρινων βουνῶν.
Ὁ ἔλικας δούλευε δραστήριος, βιαστικός. Ὁ αὔλακας, ποὺ ἄφηνε πίσω του τὸ γρήγορο πλοῖο, μεγάλωνε σταθερά. Κι ἡ πλώρη ἴσια πρὸς τ' ὄνειρό μου.
Λίγο ἀκόμη, μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τ' ὄνειρό μου γίνεται πρᾶγμα.
- Ὁ ἤλιος!
Καὶ μαζί του ἡ Ζάκυνθο προβάλλει ἀπὸ τὸ γαλανὸ καὶ χρυσαφένιο πέλαγο.
Μιὰ λουρίδα γῆς κίτρινης, χωρὶς χάρη καὶ χωρίς σχῆμα, καὶ κάτι βουνὰ ἀπὸ πίσω, ποὺ μόλις ξεχωρίζουν χωμένα μὲς στὰ σύννεφα. Τὸ πράσινο, τὸ ὀνειρευτό, τὸ πολυύμνητο ζακυνθινὸ πράσινο, δὲν ἐπρόβαλε ἀκόμα. Καμιὰ μυρωδιά, οὔτε κίτρων, οὔτε μπουγαρινιῶν*, οὔτε ρόδων δὲν φέρνει ἀκόμα ὡς τὸ κατάστρωμα ὁ πρωινὸς ἀέρας. Καμιὰ ὀμορφία.
Ἄ! τὴν κακὴ Μοῖρα! Μοῦ μάγεψε τὴν πατρίδα καὶ μοῦ τὴν ἔκανε ἄσχημη. Κὶ ὅμως, δεκατέσσερα χρόνια ζοῦσα μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὴν ξαναϊδῶ. Τὰ μάτια μου δακρύζουν ἀπὸ χαρὰ κι ἀπὸ λύπη. Μιὰ βαθιά, μυστικὴ ἀπογοήτευση κρατεῖ τὴν καρδιά, ποὺ σπαρταρᾶ...
Ἀλλὰ γιατί τόσο βιαστικὸς κι ἀνυπόμονος;
Νὰ, ἡ κίτρινη λουρίδα ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ στολίζεται μὲ στίγματα πράσινα, βαθυπράσινα. Ἡ ὄψη της παίρνει λίγο-λίγο γραμμὲς μαλακές, καμπύλες μὲ χάρη καὶ μ' ὀμορφιά. Ἀγαπητά μου χρώματα καὶ σχήματα, ἄρχισα νὰ σᾶς ἀναγνωρίζω. Ναί, εἶστε ὡραῖα, ὅπως σᾶς ἤξερα κι ὅπως σᾶς ἄφησα... Στὴ μακρουλὴ κιτρινάδα, καταμεσῆς, διακρίνεται ἕνα ζωηρὸ κόκκινο σημάδι. Λὲς καὶ κάποιος ἄγριος θεὸς ἔχωσε τὴ ρομφαία* του σ' ἐκεῖνο τὸ μέρος καὶ τρύπησε τὴ γῆ, κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα της ἔβγαλε αἷμα. Ἡ πληγὴ εἶναι μεγάλη, βαθιά. Τὸ αἶμα τρέχει ἀπὸ πάνω ὡς κάτω στὴ θάλασσα. Καὶ ἡ κοκκινάδα ἐκεῖνη μοῦ τραβᾶ τὸ μάτι καὶ τὸ λογισμὸ καὶ μοῦ τὰ καρφώνει ἐκεῖ.
Εἶναι ὁ Κόκκινος* Βράχος, ποὺ φαίνεται ἀπὸ μακριὰ σὰν πληγὴ ματωμένη.
Εἶναι ἡ τοποθεσία, ποὺ μ' ἐμάγεψε νὰ γράψω τὸ ἀγαπημένο μου ἐκεῖνο διήγημα.
Ὅλ' ἡ πατρίδα σὲ μιὰ γυναίκα:
Ἡ μάνα μου μὲ περίμενε στὴν ἀποβάθρα.
Σὲ λίγο πατῶ τ' ἅγια χώματα καὶ βρίσκομαι στὴν ἱερὴ ἀγκαλιά.
Ὅταν τὴν εἶδα ἐκεῖ - ἀναλλοίωτη, ἀγέραστη, σὰν τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔτρεφε καὶ τὴ ζωογονοῦσε - νὰ στηρίζῃ τὸ λιγνὸ μαυροφόρο κορμὶ στὸ κάγκελο τῆς σκάλας καὶ νὰ κοιτάη πρὸς τὸ πλοῖο, μοῦ φάνηκε πὼς δεκατέσσερα χρόνια, νύχτα καὶ μέρα, μὲ περίμενε ἐκεῖ, στὴν ἴδια θέση...
Μὴν κλαῖς, μανούλα μου γλυκιά! Τῆς χαρᾶς σου τὸ δάκρυ μοῦ σπαράζει τὴν ψυχή. Ἀλήθεια, σ' ἔκαμα νὰ περιμένῃς πολύ... Μὴ μοῦ τὸ λὲς, τὸ ξέρω... Μὰ δὲ φταίω ἐγώ, μάννα, μὴ μὲ μαλώνῃς. Φταῖει ἡ Μοῖρα. Ἐκεῖνη μὲ κράτησε ἁλυσοδεμένο ὡς τώρα, πότε μὲ δστυχίες ἀφάνταστες καὶ πότε μ' εὐτυχίες πλανερές.
Γιατὶ ἡ ἀληθινή εὐτυχία, ἡ μόνη, ναί, εἶναι αὐτή, ποὺ αἰσθάνομαι τώρα στὴν ἀγκαλιά σου. Ὅπως ἡ ἀληθινὴ δυστυχία δὲν εἶν' ἄλλη ἀπὸ κείνη, ποὺ θὰ σ' ἐμπόδιζε ν' ἀκολουθήσῃς τὸ δρόμο σου καὶ τὸν προορισμό σου. Εἶσαι μεγάλη ψυχὴ ἐσὺ καὶ τὰ καταλαβαίνεις... Δὲν ἐστάθηκα στὴ ζωὴ μου εὐτυχισμένος, μὰ μπόρεσα ν' ἀκολουθήσω τὸ δρόμο καὶ τὸν προορισμό μου. Ἴσως ἡ εὐτυχία μου ὅλη νὰ εἶν' αὐτή. Πικρὴ εὐτυχία, ποὺ μοῦ κοστίζει τὸ χωρισμὸ τῆς μάνας καὶ τῆς πατρίδας. Μὰ ὅλα δὲν μπορεῖ νὰ τά 'χη κανείς!...
10 Ἰουνίου
Στὸ πλοῖο πάλι γιὰ τὴν ξενιτιά. Καὶ ποιός ξέρει γιὰ πόσα χρόνια πάλι!
Θεέ μου, μαλάκωσε τὴ σκληρὴ μου Μοῖρα, νὰ μὲ ξαναφήσῃ, τουλάχιστον γιὰ νὰ πεθάνω... «Ἄχ, ἄς μὴ μοῦ δώσῃ εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον!» Ἀλήθεια, Κάλβε. «Εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος, μόνον ὅταν κοιμώμεθα εἰς τὴν πατρίδα...».
«Διηγήματα» Σειρά Γ', 1900
Γρηγ. Ξενόπουλος
* μπουγαρίνι, τὸ: -εὔοσμον ἄνθος, -τὸ φυτὸν μπουγαρινιὰ = ἴασμος ὁ ἀραβικός.
* ρομφαία, ἡ: -πλατεῖα καὶ μεγάλη ἀμφίστομος σπάθη.
* Κόκκινος Βράχος: -ὡραία τοποθεσία παρὰ τὴν πόλιν τῆς Ζακύνθου, ἐκ τῆς ὁποίας ἐνεπνεύσθη ὁ Γρ. Ξενόπουλος καὶ ἔγραψε τὸ ὁμώνυμον μυθιστόρημά του.
Πηγὴ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1966)
Ἀντιγραφὴ: Ἑλλήνων Φῶς