Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὁ Παῦλος Μελᾶς
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Συνηθίζω, ὅταν ἀναζητῶ βιογραφικὰ στοιχεῖα καὶ πληροφορίες γιὰ κάποιον ἐπιφανῆ τοῦ Γένους μας, νὰ προσφεύγω στὸ παλιὸ καὶ λαμπρὸ ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ «ΗΛΙΟΥ». (Τοῦ “ἡλίου” καὶ ὄχι Ἡλιοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε παρεξηγήσεις). Τώρα μὲ τὰ κινητὰ διαδίκτυα, μοναδικὴ σχεδὸν πηγὴ πληροφοριῶν εἶναι ὁ ἱστότοπος μὲ τὸ περίεργο ὄνομα «ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ», ὁ ὁποῖος συνοδεύεται μὲ ἀρκετὰ νεοταξικὰ καρυκεύματα.
Παρένθεση. Τὸ διαδίκτυο μὲ τὴν τεράστια ἀποθήκευση πληροφοριῶν δημιουργεῖ στὸ χρήστη του, ἰδίως στὶς νεότερες ἡλικίες, τὴν ὀλέθρια ψευδαίσθηση ὅτι ὁ ἴδιος κατέχει καὶ ἔχει κατακτήσει αὐτὲς τὶς γνώσεις. Τὸ θεωρεῖ, τρόπον τινά, ὡς προέκταση, ἐξάρτημα τῆς μνήμης του. Γι’ αὐτὸ ἡ μελέτη θεωρεῖται πιὰ χάσιμο χρόνου, γίνεται ἀντικείμενο χλεύης, πράγμα καταστρεπτικότατο γιὰ τὴν γλῶσσα καὶ τὴν σκέψη. Θύματα αὐτῆς τῆς ἀπώλειας εἶναι καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπαιδευτικοί. Κάποτε λέγαμε «ἔχει μεταδοτικότητα», ὅταν θέλαμε νὰ ἐπαινέσουμε τὸ δάσκαλο. Ἡ μεταδοτικότητα εἶναι «τέχνη τεχνῶν» ποὺ τὰ θεμέλιά της «τρέφονται» ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς μαθητὲς «οὐδὲν οὕτω πρὸς διδασκαλίαν ἐπαγωγὸν ὡς τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι» κατὰ τὸν Ἅγιο Χρυσόστομο – καὶ βέβαια, τὴν βαθιὰ γνώση τοῦ ἀντικειμένου, ἀποκύημα πολλῆς μελέτης. Σήμερα λέμε πὼς εἶναι ἐπικοινωνιακός. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ μετάδοσης καὶ ἐπικοινωνίας εἶναι τεράστια. Μετάδοση σημαίνει παιδεία. Ἐπικοινωνία σημαίνει ἐντυπωσιοθηρία, ἀμάθεια.
Προσέφυγα, λοιπόν, στὸ λεξικὸ τοῦ «ΗΛΙΟΥ» ἀναζητώντας τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τοῦ Παύλου Μελᾶ. Διαβάζω στὸ λῆμμα «Μελᾶς» σὲ τοῦτα τὰ κομψὰ ἑλληνικά: «Μεγάλη ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῶν Ἰωαννίνων, τῆς ὁποίας πλεῖστα μέλη διεκρίθηααν εἰς τὰ γράμματα καὶ τὰς ἐπιστήμας, εἰς τὸν στρατόν, τὴν πολιτικὴν καὶ τὴν διπλωματίαν, σημαντικὰς δὲ ἐθνικὰς ὑπηρεσίας παρέσχον εἰς τὴν πατρίδα πολὺ πρὸ τῆς ἐκρήξεως τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος, κατ’ αὐτόν, καὶ μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ κράτους».
Ἀρχοντικὴ οἰκογένεια, ὄχι γιατί εἶχε μεγάλη οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια, ἀλλὰ διότι τὰ μέλη της «παρέσχον σημαντικὰς ἐθνικὰς ὑπηρεσίας». Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ οἱ παλιὲς ἀρχοντικὲς οἰκογένειες, ἁμιλλῶντο ποιὰ θὰ εὐεργετήσει περισσότερο τὴν πατρίδα. Τῷ καιρῷ ἐτούτῳ οἱ ἀρχοντοχωριάτες, οἱ νεόπλουτοι σαλταδόροι καὶ δανειοσυντήρητοι διαγωνίζονται γιὰ τὸ ποιὸς θὰ προξενήσει μεγαλύτερη ζημιὰ στὴν πατρίδα. Οἱ Μελάδες καὶ ὅλες οἱ οἰκογένειες τῶν ἐθνικῶν εὐεργετῶν ἦταν ἀρχοντάνθρωποι, ἔτσι ὀνομάζει ὁ λαός μας τοὺς γενναιόδωρους, τοὺς φιλότιμους. Ἀρχονταρίκι ὀνομάζεται στὰ μοναστήρια ἡ αἴθουσα ὑποδοχῆς καὶ φιλοξενίας τῶν προσκυνητῶν, γιατί καὶ ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς θέλει ἀρχοντάνθρωπους καὶ ὄχι μίζερα, οἰκτρόβια καὶ ἀξιολύπητα ἀνθρωπάρια. (“Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε ταπείνωση – ἀγάπη – ἀρχοντιὰ χρειάζεται”, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης). Ὁ Παῦλος Μελᾶς ὀνομάστηκε Παῦλος, καὶ ὄχι Γεώργιος, ὅπως ἔλεγαν τὸν παππού του, πρὸς τιμὴν τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ παπποῦ του, Παύλου, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε στὰ τάγματα τῶν Σουλιωτῶν ὑπὸ τὸν Μάρκο Μπότσαρη καὶ «ἔπεσε» ἡρωικῶς μαχόμενος κατὰ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Μὲ τέτοιο ὄνομα πῶς νὰ μὴν ἔχει ἡρωικό, λεβέντικο θάνατο ὁ ἀετὸς τῆς Μακεδονίας μας; Ἂν πιάσουμε κάποια τωρινὴ «ἀρχοντικὴ» οἰκογένεια καὶ σκαλίσουμε τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία της, τί βρίσκουμε; Ἰδιοκτησίες καναλιῶν, δημόσια ἔργα, ἀπατεωνιές, τζιτζιφιόγκους καὶ ποὺ πολιτεύονται, κατάληψη πανεπιστημιακῶν θέσεων ἀναξιοκρατικῷ τῷ τρόπῳ, ἡμιμάθεια κρανιοκενής, θαλασσοδάνεια, καταθέσεις, ζωὴ χλιδάτη, βίλες, κότερα, ἰδιοτελεῖς ἔρωτες καὶ … ξενέρωτες.
Πατέρας τοῦ Παύλου Μελᾶ ἦταν ὁ Μιχαὴλ (Μίκης) Μελᾶς, ἄνθρωπος καλλιεργημένος, μὲ φιλοπατρία, ποὺ διετέλεσε ἀπὸ τὸ 1891 ὣς τὸ 1894 καὶ δήμαρχος Ἀθηνῶν. (Ἀδελφός του ἦταν ὁ περίφημος Λέων Μελᾶς ποὺ ἔγραψε τὸν «Γεροστάθη», βιβλίο ποὺ γαλούχησε γενιὲς Ἑλληνοπαίδων, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἀπελευθέρωναν πατρίδες σκλαβωμένες. Τώρα ποὺ ἀφήσαμε ἐκεῖνα τὰ «σκοταδιστικὰ» κείμενα καὶ διδάσκουμε προοδευτικὲς μαγαρισιὲς γεμίσαμε συλλογικότητες…. κουκουλοφλώρων. Ἂν κάποτε ἡ παιδεία μας ἐπανέλθει, ὁ «Γεροστάθης» θὰ μποροῦσε, μὲ μία «λελογισμένη ἐπεξεργασία» κυρίως στὴ γλῶσσα, νὰ εἰσαχθεῖ στὰ σχολεῖα).
Ἦταν γύρω στὸ 1890 ποὺ ὁ κατασυκοφαντημένος στὴν Αἴγυπτο, Ἅγιος Νεκτάριος, ἔρχεται στὴν Ἀθήνα. Ζητᾶ θέση, ὄχι ἀρχιερέως, ἀλλὰ ἁπλοῦ ἱεροκήρυκος χωρὶς μισθό. Συναντοῦσε –ποιός;- πόρτες κλειστὲς καὶ ὑποσχέσεις. Ντρεπόταν ὁ ἅγιος, τὸν συντηροῦσε μία ἁπλὴ γριούλα. “Ἀδερφέ μου”, γράφει στὸν ἀδερφό του Χαράλαμπο στὴ Χίο, “ἀναγκάζομαι μετὰ πόνου καὶ δακρύων νὰ σὲ ἐνοχλήσω εὑρισκόμενος ἐν Ἀθήναις, ἐν ἡμέραις χαλεπαῖς, περιφρονημένος καὶ ἐμπαιζόμενος παρὰ τῶν ἰσχυρῶν…». (Καὶ μὲς στοὺς ἰσχυροὺς ἦταν καὶ ἡ τότε ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία). Καταφεύγει στὸν Ὑπουργὸ -μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ἀπόπειρες- Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Παιδείας. Τοῦ ἀρνήθηκε τὴ θέση ἱεροκήρυκος, διότι “ἐτύγχανε ἀλλοδαπός” καὶ “ἐστερεῖτο τῆς ἑλληνικῆς ὑπηκοότητος”. “Απόμεινε πελιδνός” διαβάζουμε στὸ βιβλίο «Ὁ ἅγιος τοῦ αἰώνα μας» τοῦ μακαριστοῦ Σώτου Χονδρόπουλου.
Κατεβαίνοντας τὶς σκάλες τοῦ ὑπουργείου ὁ ἅγιος ἱεράρχης, μὲ μάτια βουρκωμένα, συναντᾶ ἕναν ὀνομαστὸ ἄρχοντα. Ἦταν ὁ Μιχαὴλ Μελᾶς, ὁ πατέρας τοῦ Παύλου. Ὁ Μελᾶς βλέπει τὴν σεβάσμια μορφὴ τοῦ Ἁγίου, ἀντιλαμβάνεται τὴν λύπη του. Μαθαίνει τί συνέβη καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὸν Ὑπουργό. Και σὲ λίγο ὁ ὑπουργὸς ὑπέγραφε τὸν διορισμὸ τοῦ Ἁγίου ὡς ἱεροκήρυκος στὸ νομὸ Εὐβοίας. «Ἅγιο ρουσφέτι», ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ φράση ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λίγα χρόνια ὁ γιός του ἔγραψε τὸν πρόλογο στὸ ἀθάνατο βιβλίο «Μαρτύρων καὶ Ἡρώων αἷμα» γιὰ τὴ λευτεριὰ τῆς Μακεδονίας μας.
Ὡραία σκηνή. Μεγαλοπρεπής, νὰ κουβεντιάζουν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὁ Μιχαὴλ Μελᾶς. Τὸ Γένος καὶ ἡ Ἐκκλησία του. Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τὸ αἷμα τοῦ Παύλου Μελᾶ σώθηκε ἡ Μακεδονία. Στὰ σκαλιὰ τοῦ ὑπουργείου ἡ Πατρίδα, οἱ πραγματικοὶ ἄρχοντές του καὶ μέσα οἱ ἀναθυμιάσεις, ὁ τρωγλοδύτης πολιτικάντης νὰ μηχανορραφεῖ.
Θὰ περάσει ἀπὸ τὴν Βουλὴ ἡ προδοτικὴ συμφωνία, διατείνεται ὁ ἀγραβάτωτος μείραξ. Μιλᾶ γιὰ ἐθνικὴ ἀντιπροσωπεία. Ἀστεῖα πράγματα. Εἶναι ἐθνοπροδοτικὴ ἀντιπροσωπεία. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα θὰ τὴν ὀνομάζαμε “ληστρικὴ σύνοδο”. Ψέλλισε κάτι στίχους τοῦ Μπρέχτ. Ἔχουμε καλύτερους ποιητές. Θὰ πρότεινα στίχους τοῦ Κ. Οὐράνη ἀπὸ τὸ ποίημα «πάψετε πιά».
«Πάψετε πιὰ νὰ ἐκπέμπετε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
τοὺς λόγους τῆς ὑστερικῆς σειρήνας σταματῆστε
καὶ ἀφῆστε τὸ πηδάλιο στῆς τρικυμίας τὰ χέρια
τὸ πιὸ φρικτὸ ναυάγιο θὰ ἦταν νὰ σωθεῖτε».
Πηγή:
Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία