Ο αμείλικτος κυνισμός των λέξεων
του Γερ. Γ. Γερολυμάτου
Είναι βέβαιο, διότι είναι φυσικό, πως δεν αρέσει σε κανέναν το όποιο πάθος του, αδυναμία, αδίκημα, ή και σκοπιμότητα, να γίνονται αντιληπτά καταγγελλόμενα δια των ανάλογων χαρακτηρισμών. Αν ένας αποκαλέσει κάποιον άλλον κλέφτη, ακόμα κι αν είναι κλέφτης, σίγουρα δεν θα του αρέσει. Πόσο μάλλον αν δεν είναι. Το ίδιο κι αν πει έναν άλλον ψεύτη, δεν θα του αρέσει, παρόλο που αποδεδειγμένα είναι. Το ίδιο θα συμβεί, αν αποκαλέσει τον λουφαδόρο-τεμπέλη, το λαμόγιο-απατεώνα, ή τον τραπεζίτη-τοκογλύφο.
Δεν είναι τόσο όμως οι λέξεις που ενοχλούν, όσο η αλήθεια τους. Έτσι, πολλοί νομίζουν, ότι αλλάζοντας απλώς τις λέξεις μπορούν να ξεφορτωθούν και τα νοήματα τους, ή τουλάχιστον να τα ωραιοποιήσουν προσδίδοντας τους μια νέα νοηματοδότηση προκειμένου να γίνουν αποδεκτά. Πρώτος ο Θουκυδίδης αναφέρθηκε στην ιστορία του σε αυτήν την τακτική χειραγώγησης του λαού, που αλλάζει τα νοήματα των πραγμάτων, ώστε τα καθεστώτα να προωθούν τις πολιτικές τους.
Κάπως έτσι, παρατηρώ, ότι κάποιοι διαμαρτύρονται για τη λέξη «προδότες», που χρησιμοποιείται τελευταία απ’ όλο και περισσότερους, για να χαρακτηρίσει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα αναφορικά με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και την παρακμή της χώρας. Δεν τους αρέσει η λέξη. Την εξορκίζουν ως υπερβολική, ως αδόκιμη. Ίσως επειδή, γνωρίζουν, ότι η λέξη αυτή στην κυριολεξία του νοήματος της, που ισχύει επί τουλάχιστον τρεις χιλιετίες ιστορίας, φέρνει κρύο ιδρώτα στους υπόλογους. Ανατριχιάζουν, αφού παραπέμπει σε ικρίωμα και σε ατιμωτική εκτέλεση. Είναι μια λέξη ταμπού, που δεν πρέπει να ακούγεται. Ο κυνισμός κάποιων λέξεων είναι αμείλικτος για την αλήθεια τους.
Είναι λογικό, πως σε κανένα προδότη δεν αρέσει να τον αποκαλούν προδότη. Και εφόσον έχει τη δύναμη, θα φροντίσει να κάνει ασαφή τα όρια που καθορίζουν την προδοσία του, αλλάζοντας το νόημα της και εφευρίσκοντας νέες εκφράσεις. Έτσι, όλοι δηλώνουν «πατριώτες» και αφού δεν υπάρχουν «προδότες», η αντεθνική στάση υποβαθμίζεται στο επίπεδο μιας απλής ιδεολογικής έκφρασης, όπου ο προδότης αναβαπτίζεται σε «κάποιον που έχει διαφορετική γνώμη επί των εθνικών θεμάτων». Με αυτόν τον τρόπο, η προδοσία μετατρέπεται σε μια υπόθεση προσωπικής έκφρασης, που επιπλέον απαιτεί δημοκρατικά το σεβασμό του δικαιώματος να προδίδει (!)
Σύμφωνα με τη δική τους λογική, ο Εφιάλτης, δεν ήταν προδότης, όπως μάθαμε στην ιστορία μας, αλλά κάποιος που, «είχε διαφορετική άποψη για το μέλλον της Ελλάδας υπό την κυριαρχία του Ξέρξη». Ο Πήλιος Γούσης και ο Νενέκος δεν ήταν προδότες του αγώνα το 1821, αλλά κάποιοι που απλώς είχαν «διαφορετική άποψη για την απελευθέρωση της Ελλάδας και καλή γνώμη για τους Οθωμανούς και τον Ιμπραήμ». Σήμερα, αν ζούσαν οι προδότες του τότε, θα έκαναν μήνυση στους κατηγόρους τους και θα έκλειναν ξανά στη φυλακή τον Κολοκοτρώνη.
Σχέδιο: Μελάνι-χαρτί
Γ.Γ.Γ
Πηγή: ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ