Ο ΑΝΔΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Ε΄ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ.
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
Τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;... Γιατί 'ς τό μετωπό σου
Νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαὶς ἀχτίδαις,
Ὅσαις μᾶς δίδ' ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ' ἐλπίδαις;...
Γιατὶ 'ς τὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
Πατέρα, ἕνα χαμόγελο;... Γιατὶ νὰ μὴ σπαράζῃ
Μέσα 'ς τὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς 'ς τὸ βλέφαρό σου
Οὔτ' ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλλε, οὔτ' ἔλαμψε τὸ φῶς σου;...
Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ' οἱ λόγγοι στολισμένοι
Τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν... Ἡ θάλασσ' ἀγριωμένη
Ἀπὸ μακρὰ σ' ἐγνώρισε καὶ μ' ἀφρισμένο στόμα
Φιλεῖ, πατέρα μου γλυκέ, τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα
Ποῦ σὲ κρατεῖ 'ς τὰ σπλάχνα του... Θυμᾶται τὴν ἡμέρα
Ὁποῦ κι' αὐτὴ 'ς τὸν κόρφο της, σὰν τρυφερὴ μητέρα,
Πατέρα μου, σ' ἐδέχθηκε... Θυμᾶται 'ς τὸ λαιμό σου
Τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ 'ς τ' ἅγιο πρόσωπό σου
Τἄτιμα τὰ ῥαπίσματα... τὸ βόγγο... τὴ λαχτάρα...
Τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή... Θυμᾶται τὴν ἀντάρα...
Τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν... τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου...
Τὸ φοβερὸ τὸ ἀνάβρασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου...
Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποῦ σὤγινε πατρίδα,
Οὔτε τὸ χέρι ποῦ εὔσπλαχνο μ' ὁλόχρυση χλαμίδα
Τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδαρμένη
Ὅταν, πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν' οἱ ξένοι
Τὸ αἷμα σου ἔγλυφαν κρυφὰ 'ς τὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου...(α)
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πάτέρα, ἡ θάλασσά σου...
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό τὸ ποδοπατημένο,
Τ' ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ' ἐδῶ μαρμαρωμένο
Θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο κ' αἰώνιο θὰ νὰ ζήσῃ
Νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη 'ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση..,
Πενῆντα χρόνοι ἐπέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!...
Γιὰ σᾶς ὁποῦ ἦσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκαὶς, πατέρα,
Πετοῦν ἡ ὥραις ἄμετραις 'ς τοῦ τάφου τὸ λιμάνι...
Γιὰ μᾶς... καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ...
Πενῆντα χρόνοι ἐπέρασαν κι' ἀκόμ' ἡ ἀνατριχύλα
Βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά... Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
Ἀνθοβολεῖ κι' ὁ τάφος σου καὶ 'ς τὸ μνημόσυνό σου
Ὑψώνεται 'ς τὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου
Μὲ τῶν ἀνθῶν τὴ μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
Τοῦ κόσμου ποῦ ἐζωντάνεψες... Γέροντα, τί σοῦ λείπει;...
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;...
Ποιὸς εἶν' ὁ πόνος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιὸ τὸ μυστικό σου;...
Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δούλοι
Κι' ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὥς τ' ἄγριο Κακοσοῦλι
Ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα... Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθὶ καὶ ψυχομάχημα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα...
Ἐβρόντουν κι' ἄστραφταν παντοῦ τὰ κλέφτικα λημέρια...
Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ' ἀχόρταγα τὰ χέρια,
Κ' ἦτον ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικὰ παιγνίδια...
Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
Καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται 'ς τοῦ Κίσσαβου τὴ ῥάχη...
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ' οἱ βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρὰ, σὰν νἆχε διαπεράσει
Κρυφό μαχαῖρι αὐτὴν τὴ γὴ κ' ἐσκότωσε τὴν πλάση...
Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο
Σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βορειὰ καὶ μαυροφορεμένο
Σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποῦ ἐξέσχιζε σκληρὰ τὰ σωθικά του
Ἐρέκαξε κ' ἐβρόντησε... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
»Ἀπ' ἄκρη 'ς ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη»!...
Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει 'ς τὴ γὴ, 'ς τὸ κῦμα
Τὸ φλογερὸ τὸ μύνημα κι' ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρίμα
Ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
Ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ' ἄτιμο τὸ σχοινί σου
Κ' ἔγινε φίδι φτερωτὸ 'ς τὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου...
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾷς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;...
Ἀναστηλώνεται ὁ Μωριᾶς... Ἡ Ῥούμελη μουγκρίζει...
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνὰ, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντοῦ παράπονο βαθὺ κι' ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι...
Διαβαίνει μαύρ' ἡ ἄνοιξη... Τὰ ῥόδα μας, οἱ κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκιασμένα
Ἀφίνουν ἔρμη τὴ φωλειὰ καὶ φεύγουνε 'ς τὰ ξένα...
'Σ τοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
Τοῦ γένους τὸ ξημέρωμα... Πᾶσα ματιά του σφάζει...
Διωγμέν' ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ 'ς τὸ στόμα
Χιλιάδες γυναικόπαιδα, δὲ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα... κι' ὁ Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει...
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερο... δὲ θ' ἀπομείνῃ λόθρα...
'Σ τὴν Κιάφα νεκρανάσταση... 'ς τοῦ Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη... κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα...
Ἐρμιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα 'ς τὴν Τρίπολη, 'ς τοῦ Λάλα...
Κι' ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε κ' ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ 'ς τὴ θήκη ξαπλωμένο
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!....
»Ἀπ' ἄκρη 'ς ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη»!...
Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα... Καπνίζει τὸ Ζητοῦνι...
Κ' ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόταχτη τεντώνει τὸ ῥουθοῦνι
Σὰν τὸ καθάριο τ' ἄλογο, νὰ μυρισθῇ τ' ἀγέρι
Ποῦ, ταχυδρόμος τ' οὐρανοῦ μὲ τὰ φτερά του φέρει
Τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολὴ καὶ τὴν ἀναλαμπή του...
Ὁ γυιὸς τ' Ἀνδρούτζου 'ς τὴ Γραβιὰ στηλώνει τὸ κορμί του
Κ' ἐπάνω του, σὰν νἄτανε θεόχτιστο κοτρῶνι,
Συντρίβεται ἡ Ἀρβανητιὰ μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη...
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα 'ς τὴν Τένεδο, 'ς τὴ Σάμο
Καὶ κάθε κῦμα πὤρχεται νὰ ξαπλωθῇ 'ς τὸν ἄμμο
Ξερνώντας αἷμα καὶ φωτιὰ, φωνάζει... «Πολεμάρχοι!...
«Ἐκδίκηση... ἄσπλαχνη... παντοῦ... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη»!...
Τὸ Σοῦλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ 'ς τὸ Καρπενῆσι
Τοῦ Βότζαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
Σοῦ στέλλει αἱμοστάλαχτη... 'Σ τὸν τάφο του κλεισμένο
Τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνὸ, ξεσαρκωμένο,
Δὲν παραδίδει τ' ἄρματα, δὲ γέρνει τὸ κεφάλι...
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
Τὸ ῥάσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
Καὶ φλογερὸ μετέωρο πετᾷ 'ς τὸν οὐρανό του
Καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο... 'Σ τὸ διάβα του τρομάζουν,
Τ' ἀστέρια ποῦ τὸ κύτταζαν καὶ ταπεινὰ μεριάζουν...
Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι
Πὤμενε ἀκόμα πράσινο, τ' ἀράπικο ποδάρι
Τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε... Χορτάσαν οἱ κοράκοι...
'Σ τὴ Ῥάχοβα, 'ς τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀδερφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι...
Θερίζει τ' ἄσπλαχνο σπαθὶ κι' ὁ πάγος σαβανώνει...
Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει
Τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ' ἀχόρταγο λαρύγγι...
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται... Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
Ξεῥῤιζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ῥυασήματά του
'Σ τοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά... καὶ φεύγει... Ἀνάθεμά τον!...
Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ' ἀστραπόβροντά των
Καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταῥῤάχτη...
Μ' αὐτὰ... μ' αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
Ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ φτωχικὴ φωλειά μας,
Κ' ἐκεῖθ' ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας
Π' ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου... Γιατί τὰ δάχτυλά σου
Ἀκίνητα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;...
'Σ τ' ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ' ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
Ἐῥῤίζωσε τόσο βαθειὰ τοῦ Χάρου ἡ φαρμακάδα
Π' οὔτε τοῦ Ῥήγα ἡ συντροφιὰ, καλόγερε, δὲ φθάνει
Τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν' ἀνοίξῃ, νὰ γλυκάνῃ;...(β)
Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποῦ 'ς τὸ πλευρό σου χύνει
Αὐτό μας τὸ περήφανοο τὸ φλογερὸ καμίνι;...(γ)
Οὔτε τὰ δένδρα, τὰ πουλιὰ, τὰ πράσινα χορτάρια...
Οὔτε τὰ Βασιλόπουλα, τοῦ Θρόνου μας βλαστάρια,
Ποῦ θἄρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητῆ τὴν λύρα,
Καὶ νὰ ῥωτοῦν πῶς ἔγινε τὸ ῥάσο σου πορφύρα;...
Τί θέλεις, γέροντ' ἀπὸ μᾶς;... Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
Πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαὶς κι' ἀπὸ τὰ σωθικά σου
Πόση θὰ ἐβλάστανε ζωή;... Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα...
Δὲ φέγγει μὲς 'ς τὸ μνῇμα σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;...
Τὸ μάρμαρο μένει βουβό... Καὶ θὰ νὰ μείνῃ ἀκόμα
Ποιὸς ξέρει ὥς πότ' ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα...
Κοιμᾶται κι' ὀνειρεύεται... Καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ
Ὅταν 'ς τὰ δάση, 'ς τὰ βουνὰ, 'ς τὰ πέλαγα βροντήσῃ
Τὸ φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
Μὴ λησμονῆτε τὸ σχοινὶ, παιδιὰ, τοῦ Πατριάρχη»!...
(α) ...Εὐθὺς μετὰ τὴν καρατομίαν τοῦ Κωνσταντίνου Μουροῦζη ἐξεδόθη διάταγμα ἀπαγορεύον, ἐπὶ ποινῇ θανάτου, τὴν ἀπόδρασιν οἵουδήποτε ῥαγιᾶ καὶ ὑπὸ πᾶσαν ξένην σημαίαν. Ὁ Σουλτάνος ἐζήτησε τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ τοιούτου φονικοῦ διατάγματος καὶ ἔλαβε διὰ τῆς τόσῳ ἑτοίμου ὅσῳ καὶ ἀνεξηγήτου συγκαταθέσεως τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων, τὸ δικαίωμα τῆς ἀμέσου ἐρεύνης παντὸς ἀποπλέοντος πλοίου. Μόνος ἐξ ὅλων ὁ τῆς Ῥωσσίας Παῦλος Ἀλεξανδρίδης Στωργανὼφ ἠναντιώθη διὰ διαγγέλματος κατὰ τῆς παραδοχῆς ἀρχῆς τοιαύτης ὡς ἀντιβαινούσης εἰς τὰς συνθήκας. (Φιλήμονος Δοκ. Ἱστορ. Μέρος Γ. Κεφ. Ζ΄. Σελ. 213)
(β) Γνωστὸν ὅτι ὁ ἀνδριὰς τοῦ Ῥήγα ἀνηγέρθη κατὰ τὴν δεξιὰν πλευρὰν τοῦ Πανεπιστημίου.
(γ) Τὸ Πανεπιστήμιον
Πηγή: Ὁ Ἀνδριὰς τοῦ Ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως / Προσφώνησις Ἀριστοτέλους Βαλαωρίτου.
Φωτογραφία: Pontos-News
Ἑλλήνων Φῶς