Ὁ Ἄθως καὶ τὸ Θαβώρ
Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Προηγούμενος Ἱ.M. Σίμωνος Πέτρας
Ἀπὸ αἰῶνες, κάθε χρόνο, τὴν παραμονὴ τῆς Μεταμορφώσεως, ἀρκετοὶ μοναχοὶ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὴν Μεγίστη Λαύρα μὲ ζῶα φορτωμένα μὲ τρόφιμα, σκεπάσματα καὶ λειτουργικὰ σκεύη καὶ ἀνεβαίνουν πρὸς τήν «’Ἁγίαν κορυφήν» του Ἄθωνα, σὲ ὕψος 2.033 μέτρων, ἐπάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα, ὅπου βρίσκεται ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἐκεῖ, τὴν ἄλλη μέρα τὸ βράδυ, θὰ κάνουν τὴν ὁλονύχτιον ἀγρυπνίαν μὲ τρόπο παρόμοιο πρὸς ὅλα τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἀνεβαίνοντας σιγά-σιγά, ὅπως τότε, οἱ Ἀπόστολοι ἀνέβαιναν μὲ τὸν Ἴησοὺν «εἰς ὅρος ὑψηλὸν» (Μάτθ. 17, 1), ψάλλουν τοὺς προεόρτιους ὕμνους στὸν ρυθμὸ τῶν κωδωνίσκων τῶν μουλαριῶν: «Δεῦτε συνανέλθωμεν τῷ Ἰησοῦ ἀναβαίνοντι εἰς τὸ ὅρος τὸ ἅγιον…».
Στὸν δρόμο, μοναχοὶ ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ Ὅρους καὶ προσκυνηταὶ ποικίλων ἐθνοτήτων, συνάπτονται μαζί τους καὶ αὐτὴ ἡ πομπὴ, ποὺ συναποτελεῖται, ὁμοιάζει τότε μὲ τοὺς Ἑβραίους ποὺ συγκεντρώνονταν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης μαζὶ μὲ τοὺς προσήλυτους, γιὰ νὰ ἑορτάσουν εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὴν Σιὼν (βλ. Β΄ Παραλ, 30,25). «Ἐκεῖ γὰρ ἀνέβησαν αἱ φυλαί, φυλαὶ Κυρίου, μαρτυρίου τῷ Ἰσραήλ, τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματι Κυρίου» (Ψ. 121,4).
Αὐτὴ ἡ «ἁγία Κορυφή», ἡ ὁποία τακτικὰ ἐνδύεται μὲ λαμπρὸ χιόνι, ποὺ ἄλλοτε ἀντανακλᾶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἄλλοτε κρύβεται ὑπὸ τὴν νεφέλη, ἦταν προορισμένη νὰ γίνη «Ὅρος τοῦ φωτὸς»• διότι ἡ ἀρχαία λέξις «αἴθων» σημαίνει: πυρώδης, ἀναλαμπῶν, ἀστράπτων… Ἡ κορυφὴ κατέχει μιὰ ἰδιαίτερη θέση στὴν καρδιὰ τῶν ἁγιορειτῶν. Βλέπουν αὐτὸ τὸ ὅρος σὰν τὸν ἄξονα τοῦ κόσμου, ποὺ ἑνώνει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, σὰν τὸν στῦλον διὰ τοῦ ὁποίου οἱ προσευχές τους ἀναβαίνουν πρὸς τὸν Θεόν, σὰν τὸ ὑποπόδιον τοῦ Θεοῦ, σὰν τὴν ἐκλεκτὴν κατοικίαν τῆς Παντανάσσης, τῆς «Μητρὸς τοῦ Φωτός».
Ἀναρίθμητες εἰκόνες ἢ χαλκογραφίες δείχνουν τὴν Παναγίαν στὸν οὐρανό, πάνω ἀπὸ τὴν χιονισμένη κορυφή του Ἄθωνος, ποὺ ἐξαπλώνει στὸν κόσμο τὸ Μαφορίον της, τὴν «ἁγίαν Σκέπην» τῆς προσευχῆς της.
Ἐκεῖ ἐπίσης, κατὰ μιὰ ἀρχαία καὶ ἀδιάρρηκτη παράδοση, οἱ μοναχοὶ ἀναβαίνουν μερικὲς φορὲς γιὰ ἕνα προσωπικὸ προσκύνημα, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν πλησιέστερα πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ γιὰ νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν θεὸν μιὰ πληροφορία γιὰ τὶς ἀποφασιστικὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς τους.
Ἐκεῖ, στὸν δέκατο αἰῶνα, ἐν ἡμέρᾳ Μεταμορφώσεως, ὁ κτίτωρ τῆς μονῆς των Ἰβήρων, ὅσιος Εὐθύμιος, εἶδε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐξαστράπτει ὡς πῦρ φλέγων ἐνῶ λειτουργοῦσε: «αἴφνης φῶς ἀμέτρητον περιήστραψεν ἅπαντας καὶ σεισμὸς ἐγένετο καὶ ὅλοι ἔπεσαν πρυνεὶς κατὰ γῆς. Μόνος δὲ ὁ μακάριος Εὐθύμιος ἵστατο, φαινόμενος ὡς στῦλος πυρὸς καὶ μένων ἀκίνητος πρὸ τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου».
Τέσσερεις αἰῶνες ἀργότερα, ἡ Παναγία ἐμφανίστηκε στὸν ἅγιον Μάξιμον τὸν Καυσοκαλυβίτην, μέσα σὲ ἄφθονο θεῖο φῶς καὶ ἀρώματα, κρατῶντας στὴν ἀγκαλιά της τὸν Κύριον, ποὺ εὐλόγησε τὸν ἅγιον καὶ τὸν γέμισε μὲ θείαν ἀγαλλίασιν. Ἐκεῖ ἀκόμα, ὑστέρα ἀπὸ αἰῶνες τέτοιων γεγονότων ποὺ ἔμειναν κρυφά, ὁ Γέρων Ἰωσὴφ (+ 1959), ὁ μέγας ἡσυχαστὴς καὶ πραγματικὸς πατὴρ τῆς σημερινῆς ἀναγεννήσεως τῆς παραδόσεως τῆς νοερὸς προσευχῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος, συνάντησε τὸν συνασκητή του, τὸν Γέροντα Ἀρσένιον (+1983) καὶ ἄρχισε τὴν ζωὴ σκληροῦ ἀγῶνος καὶ περιπλανήσεως στὶς κλιτῦς του Ἄθωνος. Καὶ ἀπὸ τὴν κορυφὴν αὐτήν, μία μέρα, ποὺ εἶχε φθάσει στὴν ἀπελπισία, μιὰ λαμπρὴ ἀκτῖνα φωτὸς ἐξήστραψε καὶ μπῆκε στὴν καρδιά του. Καὶ ἀπὸ τότε, ὅπως σ’ ἕνα Θαβώρ, ὁ νοῦς του δὲν σταμάτησε νὰ μένει διαρκῶς μὲ τὸν Ἰησοῦν ἑνωμένο μέσα στὴν καρδία του.
Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ διήγησις, ὅτι ἑπτὰ ἀσκηταὶ ζοῦν σ’ αὐτὰ τὰ ὕψη γυμνοὶ καὶ ἄγνωστοι καὶ διατηροῦν διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, τὴν μυστικὴ παράδοση τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς θεωρίας.
Μῦθος ἢ ἀλήθεια, ἡ διήγησις αὐτὴ δείχνει ἀκριβῶς πόσο κεντρικὴ εἶναι ἡ θέσις τῆς «Ἁγίας Κορυφῆς» στὴν συνείδηση καὶ στὴν ζωὴ τῶν ἁγιορειτῶν. Γι’ αὐτὸ, τὸ μικρὸ παρεκκλήσι τῆς Μεταμορφώσεως καὶ δίπλα του ὁ πελώριος σιδερένιος σταυρός, ποὺ στέκονται σ’ αὐτὸν τὸν στενὸ βράχο, ἔχουν μιὰ ἰδιαίτερη συμβολικὴ ἀξία καὶ δείχνουν, σὰν δυὸ σημεῖα, στὸν οὐρανὸ καὶ στὸν κάτω κόσμο, τὰ δυὸ χαρακτηριστικὰ τῆς μοναστικῆς πολιτείας, ἡ ὁποία εἶναι βίωσις τοῦ σταυροῦ, ἑκουσία καὶ ἀδιάλειπτη συμμετοχὴ στὸ πάθος τοῦ Κυρίου, καὶ εἶναι ταυτόχρονα ἡ ὁδὸς τῆς θεώσεως, μιὰ ζωὴ μέσα στὸ φῶς τῆς ἐσχατολογικῆς δόξης, ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός, γιὰ μιὰ στιγμή, στοὺς Ἀποστόλους του, πάνω στὸ ὅρος Θαβώρ. Ὅπως ὁ Κύριος ἀνέβηκε στὸ ὅρος «κατ’ ἰδίαν» μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς Μαθητὲς γιὰ νὰ προσευχηθεῖ (Λούκ. 9, 28), ἔτσι καὶ οἱ μοναχοί, ἀπαρνούμενοι τὸν κόσμο, ζοῦν στὸν Ἄθωνα «ἐν ἡσυχίᾳ καὶ προσευχῇ», ζοῦν ἐδῶ καὶ τώρα, μέσα στὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ Ἄθως εἶναι γιὰ αὐτοὺς Θαβώρ, προτύπωσις τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Στὴν δύση τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἁγιορείτης καὶ μέγας διδάσκαλος τοῦ θείου φωτός, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν οὐμανιστῶν γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τὴν ὑποστήριξη τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας περὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου — δηλαδὴ τῆς πραγματικῆς συμμετοχῆς του στὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τῆς ἀκτίστου χάριτος— τὸ θέμα τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς φύσεως τοῦ Θαβωρίου φωτὸς βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς διαμάχης. Σ’ ὅλα τὰ ἔργα τους, ὁ ἅγιος Γρηγόριος καὶ οἱ ὁμόφρονές του, κάνουν ἀναρίθμητες ἀναφορὲς σ’ αὐτὸ τὸ θεῖο γεγονὸς καὶ δείχνουν, ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου, ὡς πρότυπον τῆς δικῆς μας θεώσεως, εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἡ ἑορτὴ τοῦ μοναχισμοῦ, ἡ πανήγυρις τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Γιὰ χρόνια, ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ζήσει στοὺς πρόποδες τοῦ Ἄθω, στὴν Μ. Λαύρα, καὶ ὡς ἡσυχαστὴς στὸ ὑψηλότερα εὑρισκόμενο κελλίον τοῦ ἁγίου Σάββα. Γι’ αὐτὸν, ὅπως καὶ γιὰ κάθε σύγχρονο ἁγιορείτη, ὁ Ἄθως ταυτίζεται μὲ τὸ Θαβὼρ καὶ μὲ κάθε «ὅρος τοῦ Θεοῦ», ὅπου ὃ Θεὸς ἀποκαλύφτηκε στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ αὐτοὺς εἶναι καὶ Ὅρος Σιών, καὶ ὅρος Σινᾶ, ὅρος Κάρμελ, ὅρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ ὅρος τοῦ Γολγοθᾶ. Εἶναι ἐπίσης παρόμοιο μὲ ὅλα τὰ «ἅγια ὄρη», ὅπου ὁ Κύριος κατοίκησε «ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψ. 150,1) «ἐν αὐναγωγῇ θεῶν» (Ψ.81,1), ὅμοιο μὲ τὸ ὅρος τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθαν οἱ πρῶτοι ἁγιορεῖτες, μὲ τὸ ὅρος τοῦ Λάτρου, μὲ τὸ ὅρος τοῦ Γάνου, μὲ τὸ βουνὸ τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου καὶ μὲ ὅλα τὰ ἔνδοξα μοναστικὰ Κέντρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας• μὲ τὰ ἅγια ὄρη τῆς Ἑλλάδος καὶ παραλληλίζεται, τέλος, μὲ τὸ ὅρος τοῦ Ὀλύμπου – τῆς ἀρχαίας κατοικίας τοῦ δωδεκαθέου. Συγγενεύει μὲ τοὺς ἱεροὺς βράχους τῶν Μετεώρων, ὅπου στὸν πιὸ ψηλὸ βράχο βρίσκεται κτισμένο μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως, μὲ τὰ ὄρη τῆς Πελοποννήσου, τῆς Μακεδονίας, τῶν Καρπαθίων, τῆς Σερβίας, τῆς Ἀρμενίας μὲ τὸ σεβαστὸ Ἀραράτ, τὰ Καυκάσια ὄρη• μὲ τὰ ὄρη τῆς Ρωσσίας καὶ μὲ τὸ μικρὸ «Ἅγιον ὅρος» τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ στὸ δάσος τοῦ Σαρὼφ• μὲ τὸ Μόnte Cassino τοῦ ἁγίου Βενεδίκου, μὲ τὸ ὅρος τοῦ Μερκουρίου —φρούριο τῶν βυζαντινῶν ἀσκητῶν στὴν Καλαβρία— καὶ μὲ ὅλα τὰ ἅγια ὄρη τῆς ὀρθοδόξου Δύσεως. Ὁ Ἄθως ταυτίζεται λοιπὸν μὲ ὃλ’ αὐτὰ τὰ ὄρη ποὺ ἔγιναν Θαβώρ, γιὰ τοὺς μοναχοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ ποὺ «μεταναστεὺουν ἐκεῖ ὡς στρουθία» (Ψ. 10,11).
Σ’ αὐτὴν τὴν νύχτα, μέσα στὸ στενὸ παρεκκλήσι, ὅπου μόνον λίγα πρόσωπα μποροῦν νὰ χωρέσουν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι προσπαθοῦν νὰ ζεσταθοῦν λιγάκι δίπλα στὴ μεγάλη φωτιὰ ποὺ καίγεται ἀπ’ ἔξω, οἱ φωνὲς τῶν ψαλτῶν γίνονται σάλπιγγες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀνακηρύττουν στὸν κόσμο τὸ μήνυμα τοῦ αἰδίου φωτός.
“Ἡ βίωσις τῆς Μεταμορφώσεως στὴν ζωὴ τοῦ ἁγιορείτου μοναχοῦ”, (ἀπόσπασμα)
Πηγή: ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ