Ο «ατυχής» Ελληνοτουρκικός πόλεμος και η μάχη του Δομοκού, 5 Μαΐου 1897
του Δημήτρη Β. Καρέλη
Ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, αποτελεί μια μαύρη σελίδα στην νεότερη Ελληνική ιστορία, γι’ αυτό και έμεινε γνωστός και σαν «μαύρο 97». Η Ελλάς από το 1893 είχε χρεοκοπήσει -είναι γνωστή η φράση του Χ.Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»- και δεν μπορούσε να πληρώνει τα χρέη της στους δανειστές, δηλ. στις Μεγάλες Δυνάμεις. Mε την έναρξη του 1897 τα πνεύματα στην Eλλάδα ήταν ήδη πολύ οξυμένα από την κρητική εξέγερση και τις σφαγές από τους Τούρκους. Στην Eυρώπη πολλές πλευρές απαιτούσαν μιαν επέμβαση των Δυνάμεων υπέρ των Kρητικών και στην Eλλάδα η κοινή γνώμη πίεζε για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί. Ως ολέθριο αποτέλεσμα του πολέμου αυτού ήταν ο Ελληνικός στρατός να νικηθεί στα πεδία των μαχών κι ολόκληρη η Θεσσαλία, να περιέλθει, μέσα σε μόνο μια εβδομάδα, ξανά στην κυριαρχία των Τούρκων. Οι Τούρκοι έμειναν στη Θεσσαλία από τον Απρίλιο του 1897 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1898 και έφυγαν εφόσον η πατρίδα μας υποχρεώθηκε να πληρώσει ένα υπέρογκο και δυσβάστακτο ποσό για πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία. Η τελευταία πράξη εκείνου του Ελληνικού δράματος, παίζεται στην περιοχή του Δομοκού και τελειώνει με τη συνθηκολόγηση στη Λαμία.
Η μάχη του Δομοκού στάθηκε η τελευταία μεγάλη αναμέτρηση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ξεκίνησε στις 5 Μαΐου και ήταν η αρχή της «ελεύθερης πτώσης» που είχε μπει η Ελλάδα. Πριν τη μάχη στο Δομοκό, δόθηκαν μάχες στην Μελούνα, μεταξύ Τυρνάβου-Ελασσόνας (6-4-1897) και στα Φάρσαλα (23-4-1897). Τελειώνοντας οι παραπάνω μάχες οι περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες πέταξαν τους σάκους τους με τις αποσκευές τους, γιατί ήταν μεγάλο το βάρος και εμπόδιζε στην πεζοπορία τους. Έτσι στην περιοχή μας όταν έφτασαν είχαν μόνο τον οπλισμό τους. Οι στρατιώτες έμεναν εκτεθειμένοι στο κρύο και στην βροχή, που ήταν αδιάκοπη εκείνη την εποχή.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, για λόγους τους οποίους αναφέρει στην έκθεσή του, θεώρησε ότι ήταν επικίνδυνη η παράταση της μάχης των Φαρσάλων. Αποφάσισε λοιπόν την υποχώρηση ολόκληρου του στρατού μέσα στην νύχτα στην ισχυρότερη θέση του Δομοκού. Στις 02.05΄ της 24ης Απριλίου διέταξε την υποχώρηση. Η υποχώρηση από τα Φάρσαλα στο Δομοκό πραγματοποιήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Απριλίου με τάξη, χωρίς τα Ελληνικά στρατεύματα να παρενοχληθούν από τον εχθρό. Μόλις έφτασαν στον Δομοκό καταυλίστηκαν και εγκατέστησαν προφυλακές. Από το Αρχηγείο δόθηκε διαταγή να γίνει από αξιωματικούς του Επιτελείου μελέτη της τοποθεσίας του Δομοκού, που δεν υπήρχε.
Το μέτωπο μήκους 25 χιλιομέτρων άρχιζε από το χωριό Χαλαμπρέζι και προχωρούσε ανατολικά στα χωριά Ασλανάρ, Κάτω Αγόριανη, Βελεσιώτες, Σκάρμιτσα, Πουρνάρι, Τσατμά, Μαντασιά κ.λπ. Η παράταξη του Στρατού υπό τις διαταγές του Αρχηγού Διαδόχου Κωνσταντίνου κατά την 5η Μαΐου στην περιοχή του Δομοκού ήταν η εξής: Προς τα δεξιά και υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Μαστραπά, η ΙΙ ταξιαρχία στο Βούζι έχουσα το 4ο σύνταγμα στο Κιτίκι και το Τσατμά, το 5ο σύνταγμα στο Βούζι, το VII τάγμα ευζώνων στο Κοτσελί, την IV πεδινή πυροβολαρχία και η IV πυροβολαρχία ορειβατική, του 3ου συντάγματος, στο Βούζι. Λόγω ελλείψεως στελεχών πεζικού το IV αυθύπαρκτο τάγμα πεζικού διανεμήθηκε στα δύο συντάγματα. Στο κέντρο της παράταξης και υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Μαυρομιχάλη, τάχθηκαν η IV ταξιαρχία με τον αντισυνταγματάρχη Ψαροδήμο, στη Σκάρμιτσα (σημ. Θαυμακό), με το ΙΙ τάγμα ευζώνων δεξιά των πεδινών πυροβολαρχιών και το Ι αυθύπαρκτο τάγμα στα δεξιά της παρατάξεως.Το πεδινό πυροβολικό με τις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ πυροβολαρχίες του 2ου συντάγματος βρισκόταν στο λόφο Περιστεριά, κοντά στο Πουρνάρι. Στη δεύτερη γραμμή τοποθετήθηκαν το XI τάγμα ευζώνων στη θέση Αλατόγια, το VI αυθύπαρκτο στο ύψωμα Ψηλόρραχη (υψ. 468 μ.), το Χ αυθύπαρκτο στο ύψωμα Σβέντζα και η λυόμενη πυροβολαρχία με 4 πυροβόλα στη Σκαρμιτσόραχη.
Τρία τοπομαχικά των 10,5 και τέσσερα των 8,7 της Ι πεδινής του 3ου συντάγματος έλαβαν θέση γύρω από το Δομοκό. Στις Βελεσιώτες παρατάχθηκαν το ΙΧ τάγμα ευζώνων και το ΙΧ τάγμα αυθύπαρκτου πεζικού, υπό τον ταγματάρχη Νικολαΐδη. Εκεί βρισκόταν και το ιππικό που αποτελούνταν από έξι- επτά ίλες.
Στα αριστερά της παράταξης τοποθετήθηκε η ειδική ταξιαρχία, υπό τον συνταγματάρχη Κακλαμάνο, στην Άνω Αγόριανη, με τα ΙΙΙ και VIII τάγματα αυθύπαρκτου πεζικού, του 1ου τάγματος μηχανικού με τρεις λόχους, πέντε πεζοπόρες ίλες, το ΙV τάγμα ευζώνων και δύο ορεινές πυροβολαρχίες.
Το ανεξάρτητο σώμα βρισκόταν επίσης στα αριστερά, υπό τον ταγματάρχη Τερτίπη, με το VIII τάγμα ευζώνων στο Αμαρλάρ, το Ι τάγμα του 3ου συντάγματος στο Ταμάσι, τα ΙΙ και ΧΙΙ τάγματα αυθύπαρκτων σε Ασλανάρ και Μπαλιγκλή, τη Λεγεώνα των Φιλελλήνων στο Αμαρλάρ. Στην περιοχή βρισκόταν επίσης το Σώμα των Γαριβαλδινών και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες.
Η γενική εφεδρεία στο Δομοκό αποτελούνταν από την 1η Ταξιαρχία του συνταγματάρχη (ΠΖ) Ιωάννη Δημόπουλου, όπου υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός ο Παύλος Μελάς, 4 πεδινές πυροβολαρχίες, ένα ακόμη ουλαμό και τρεις λόχους μηχανικού. Η δύναμη αυτή ανερχόταν σε 141 λόχους πεζικού, 3 λόχους μηχανικού, 7 ίλες (ιππικού), 85 πυροβόλα και 943 εθελοντές. Υπήρχαν συνολικά 28.200 τυφέκια, 1.325 σπάθες και 85 πυροβόλα. Ο Ελληνικός Στρατός της εποχής ήταν ανοργάνωτος και αγύμναστος. Ο οπλισμός του ήταν σχεδόν πρωτόγονος, καθώς διέθετε παλαιά πυροβόλα και απαρχαιωμένα οπισθογεμή τουφέκια Gras M 1874, τους γκράδες, όπως τα αποκαλούσε ο λαός.
Ο Ετέμ Πασάς μετά την κατάληψη των Φαρσάλων, του Βελεστίνου και του Βόλου, συνοδευόμενος από τον επικεφαλής των Γερμανών συμβούλων Φον ντερ Γκόλτς, σκέφθηκε να κινηθεί και να καταλάβει το Δομοκό. Όμως λόγω της εσωτερικής κατάστασης του Τουρκικού Στρατού, είτε για άλλους λόγους, η κίνησή του αυτή δεν πραγματοποιήθηκε πριν την 4η Μαΐου, η δε 5η Μαΐου ορίστηκε για την προπαρασκευή της επίθεσης εναντίον του Δομοκού.
Η δύναμη του Τούρκικου στρατού αποτελούμενη από την 1η Μεραρχία (Χαϊρή), τη 2η Μεραρχία (Νεσάτ) την 3η Μεραρχία (Μεμδού) και την 6η Μεραρχία (Χαμδή), Μεραρχίες Ιππικού, πυροβολικό στρατιάς και την Έφεδρη Ταξιαρχία (Χαϊδέρ), υπολογίζεται σε 40.800 τυφέκια, συν 4.000 εθελοντές από την Πρίστινα, δηλαδή πάνω από 44.000 τυφέκια (κατά τον Douchy 50.000), 1200 σπάθες και 168 πυροβόλα. Ο Τούρκικος στρατός ήταν επαρκώς γυμνασμένος και εξοπλισμένος με σύγχρονα όπλα όπως τα ολοκαίνουργα πυροβόλα μεγαλυτέρου βεληνεκούς έναντι των ελληνικών και τα επαναληπτικά τουφέκια Μauzer, γερμανικής κατασκευής των 9,5 και 7,65 χιλιοστών. Ο Ετέμ Πασάς εκδίδει στις 4 Μαΐου 1897, την διαταγή για την πορεία του στρατεύματός του και την επίθεση στο Δομοκό και ορίζει ως ημέρα επίθεσης την επομένη ημέρα, την 5η Μαΐου. Είναι τόσο σίγουρος για την επιτυχία του εγχειρήματός του που στην διαταγή του, αναφέρει: «Εκ τούτων συνάγεται ότι την εσπέραν της 5ης Μαΐου το ύψωμα 790 Β.Δ. του Τσατμά και η γραμμή Κιτίκι – Κοτσελή (βόρεια της Σκοπιάς), πρέπει να βρίσκονται εις τας χείρας μας».
Στον κεντρικό άξονα, γύρω στις 9π.μ. της 5ης Μαΐου, φάνηκαν οι δύο εχθρικές φάλαγγες που βάδιζαν από Φάρσαλα προς Δομοκό. Η μεγαλύτερη φάλαγγα ακολούθησε το δρόμο Φάρσαλα –Δομοκός και στράφηκε κατά των θέσεων μας, προς το Πουρνάρι. Γύρω στις 3 μ.μ. όλες οι προφυλακές μας του κεντρικού μετώπου υποχώρησαν. Μια φάλαγγα προχώρησε προς την Κακκάρα με σκοπό να διασπάσει την αμυντική γραμμή. Συγχρόνως μια άλλη φάλαγγα προχώρησε προς την Κουσλόμπα. Οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πετρομάγουλα, τον λόφο Άγιος Γεώργιος και το χωριό Κουσλόμπα. Από τον λόφο του Αγίου Γεωργίου και από τα χαρακώματα που βρίσκονταν αριστερά του δρόμου Φαρσάλων – Δομοκού ο εχθρός προσέβαλε τις θέσεις μας μπροστά στους Μύλους και τις θέσεις στην Περιστεριά.
Στο αριστερό μέτωπο προς τις Βελεσιώτες αρχίζουν αραιά πυρά κατά τις 11.30΄της 5ης Μαΐου. Ο Διοικητής της 2ας Μεραρχίας συνταγματάρχης Μαυρομιχάλης, αποστέλλει ανήσυχος αναφορά στον Κωνσταντίνο, περιγράφοντας τις πολυάριθμες εχθρικές φάλαγγες που διέρχονται από τον κάμπο της Θεσσαλιώτιδας, πάνω από 20.000 όπως ο ίδιος λέει και ζητά ενισχύσεις. Οι δυνάμεις όμως του Ριζά πασά της Μεραρχίας Νεσσάτ, ενισχύονται συνεχώς με πυροβολαρχίες. Ο Ετέμ πασάς ζητά να προελάσει ζωηρότερα η Μεραρχία Νεσσάτ και διατάσει επίθεση από το κεντρικό μέτωπο μέσω κυρίως του Πουρναρίου. Στις φάλαγγες προσβολής προηγούνται Αλβανοί ακροβολιστές (Γκέγκηδες). Η Μεραρχία Χαϊρή αναχαιτίζεται προσωρινά από τους Ευζώνους, αλλά ο Χαϊρή διατάσει σφοδρό πυρ κατά των Βελεσιωτών. Το «Τάγμα των Ερυθροχιτώνων» κατάφερε μετά από πολύωρες μάχες να αναχαιτίσει τα τουρκικά στρατεύματα αναγκάζοντας τα έτσι σε προσωρινή υποχώρηση, το απόγευμα της 5ης Μαΐου. Βαρύ ήταν όμως το τίμημα για τους γενναίους εθελοντές που υπέστησαν βαρείες απώλειες, ανάμεσα στα πολλά θύματα ήταν και ο Ιταλός βουλευτής Αντόνιο Φράττι (1847-1897) ο οποίος τραυματίστηκε στη μάχη και υπέκυψε λίγο αργότερα στα τραύματα του. Στην περιοχή της Σκάρμιτσας και των Βελεσιωτών κατά τον Φον ντερ Γκολτς (von der Goltz), τον Πρώσο στρατιωτικό που αναδιοργάνωσε τον τουρκικό στρατό την περίοδο 1883-1896, γνωστός και ως «Γκολτς πασάς», το μόνο που τους ευνοούσε ήταν τα ψηλά σπαρτά που οι Έλληνες δε είχαν θερίσει. Οι δυνάμεις μας αμύνθηκαν σθεναρά αλλά λόγω της φύσεως του εδάφους δεν μπορούσαν εύκολα να αλλάξουν θέσεις με αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες σε έμψυχο υλικό και εφόδια. Το πυρ έπαυσε κατά την 8.30΄μ.μ. Η απώλεια των θέσεων στο δεξιό τμήμα του μετώπου, βάρυνε πολύ στην απόφαση του Αρχηγού Διαδόχου Κωνσταντίνου για υποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από το Δομοκό. Η έλλειψη επαρκών δυνάμεων όμως ήταν πλέον εμφανής καθώς η κυβέρνηση, ως μη όφειλε, κράτησε στον Αλμυρό και εκτός μάχης, την ΙΙΙ Ταξιαρχία, αποδυναμώνοντας το μέτωπο. Πράγματι, της μάχης του Δομοκού προηγήθηκε πολιτική σύγχυση χαρακτηριστική της αταξίας των σκέψεων και των αποφάσεων της κυβερνήσεως Δ. Ράλλη. Έτσι, παρά τον ηρωικό αγώνα, των Γαριβαλδινών εθελοντών (Ιταλών φιλελλήνων), της Λεγεώνας των Φιλελλήνων και του αποσπάσματος του Τερτίπη αλλά και την αναχαίτιση του εχθρού στο αριστερό μέτωπο, η επικράτηση των Οθωμανών ήταν πλήρης. Στις 5 Μαΐου με εντολή το Κωνσταντίνου, ακολούθησε οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων μέσω Δερβέν Φούρκας (σημερινό Καλαμάκι) στις υπώρειες της Όθρυος. Στη μάχη του Δομοκού πολέμησαν με την «Λεγεώνα Φιλελλήνων και Γαριβαλδίνων» ή αλλιώς «Τάγμα των Ερυθροχιτώνων» (λόγω των κόκκινων στολών τους), συνολικά 3.060 ξένοι, εκ των οποίων 2.783 Ιταλοί, ανάμεσα τους επικεφαλής ο Στρατηγός Ριτσιότι Γαριμπάλντι, γιος του Τζουζέπε Γαριμπάλντι, ο Βουλευτής Αντόνιο Φράττι, ο οποίος σκοτώθηκε σ' αυτήν την μάχη, ο Νικόλα Μπαρμπάτο, οι Φερρούτσιο Τολομέι και Τσιουζέππε Εβανγκελίστι και ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι. Οι Τούρκοι έστησαν μνημείο εις ανάμνηση της μάχης εκείνης στο Δομοκό.
Τα αίτια της μεγάλης και ταπεινωτικής ήττας στο Δομοκό, πρέπει να αναζητηθούν στην ανοργάνωτη διοίκηση και στην έλλειψη συνεννόησης μεταξύ του Αρχηγού και των ανώτατων αξιωματικών. Για πολλούς ήταν απορίας άξιον το πώς ήταν δυνατόν να χαθεί μια τόσο οχυρή θέση.
Εκείνες τις μέρες του 1897, ένα μεγάλο κύμα διωκόμενων κατοίκων από τις περιοχές της Βόρειας Φθιώτιδας, κυρίως από τα κατεστραμμένα από τους Τούρκους χωριά, υπό το φόβο της Τουρκικής εκδικητικής μανίας (να μην ξεχνούμε ότι μόλις πριν λίγα χρόνια υπήρχε τουρκική κυριαρχία στο Δομοκό), εγκατέλειπε όπως-όπως την περιοχή, αναχωρώντας με οποιαδήποτε μέσο προς την ελεύθερη τότε Δυτική Φθιώτιδα.
Ακολούθησε η Μάχη στην περιοχή του Δερβέν Φούρκα και Δραχμάναγα την 6η Μαΐου 1897. Στην περιοχή αυτή έγινε μάχη μεταξύ της 1ης ελληνικής Ταξιαρχίας και της 1ης και 6ης Τουρκικής Ταξιαρχίας την 6η Μαΐου 1897. Μετά την υποχώρηση της Ελληνικής Στρατιάς από το πεδίο της μάχης του Δομοκού, η Ελληνική στρατιά συμπτυσόμενη προς νότο είχε εντολή να καταλάβει αμυντικά την τοποθεσία Δερβέν Φούρκα και Αβδουραχμάν Αγά (στο σημερινό 16ο χιλ. Λαμίας- Δομοκού και Αγία Αικατερίνη-Δραχμάναγα).
Η μάχη κράτησε ως τις 8 το βράδυ. Το πεζικό μας ακόμη και χωρίς την υποστήριξη του πυροβολικού, πέτυχε να διατηρήσει τις θέσεις του. Χωρίς υποστήριξη όμως καταλήφθηκαν τα υψώματα της Αντίνιτσας και μπροστά στον κίνδυνο να αποκοπούν από τη Λαμία ο μέραρχος υποστράτηγος Μακρής και κατά την 9η βραδινή ώρα, αναγκάστηκε να διατάξει σύμπτυξη προς το εσωτερικό της στενωπού και στην συνέχεια πορεία προς Λαμία όπου και στην θέση Ταράτσα 4 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης συνεχίστηκε ο αγώνας την επόμενη μέρα.
Το πρωί της 7ης Μαΐου ο Χακί πασάς πήρε την ακόλουθη απάντηση από το Γενικό Στρατηγείο, σε αναφορά που είχε στείλει την προηγούμενη μέρα: «Ο Δομοκός και η Δερβέν-Φούρκα ευρίσκονται ήδη εις χείρας ημών, η ανακωχή δεν θα βραδύνει πολύ κατά τα φαινόμενα, ως εκ τούτου ανάγκη να προελάσητε μέχρι Λαμίας, προ της συνομολογήσεως ταύτης». Την ίδια μέρα το πρωί, η εμπροσθοφυλακή του Ετέμ Πασά, συνοδευομένη από άτακτους Τουρκαλβανούς πλιατσικολόγους, έφθασε στα αντερείσματα της Παλιοκούλιας, Καμηλόβρυσης και Ταράτσας έξω από τη Λαμία. Ακολουθούν μάχες στην Καμηλόβρυση και την Ταράτσα, όπου οι Τούρκοι τελικά στρατοπεδεύουν. Οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να οργανώσουν πρόχειρη αντίσταση στις Θερμοπύλες και στα Δύο Βουνά. Ο Σμολένσκης έφτασε από τον Αλμυρό και διατάχτηκε να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε όμως να πολεμήσουν, αφού ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ διέταξε ανακωχή στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β΄, συγγενή από τη μητέρα του με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ της Ελλάδας. Εν τω μεταξύ ο τότε Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος Κωνσταντίνος Έσλιν, συνοδευόμενος από τον λοχαγό Γεώργιο Χατζηανέστη, με μια άμαξα και λευκή σημαία, πέρασε μέσα από τις οθωμανικές γραμμές και μέσα σε πυκνούς πυροβολισμούς έφτασε στο στρατηγείο του Οθωμανού αρχηγού της εμπροσθοφυλακής Σεϊφουλάχ πασά. Εκεί του επέδωσε ανεπίσημο τηλεγράφημα για ανακωχή διασπείροντας τη φήμη ότι έληξε ο πόλεμος. Αυτό κατεύνασε τα πνεύματα και έδωσε το χρόνο ώστε να φτάσει το επίσημο μήνυμα από τον Σουλτάνο και τον Τσάρο για την συνθηκολόγηση. Τελικά με την μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στις 20 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε ειρήνη, με επαχθέστατους όρους για τη χώρα μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Β. Καρέλη
«Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας – Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»
Πηγή: LamiaTimes.gr