Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ (Ἄγγελος Σικελιανός)

Παγγαῖον
Φωτογραφία: Dimitris Pantikidis

Τοῦ Ἀγαπημένου μου Ποιητῆ
Καβάφη,
Θύμηση Ἁγνῆς Ἀγάπης,
Ἂγγελος Σικελιανὸς


«Τοῦτο δ' ἐστὶ τὸ Ὀρφαϊκὸν ὁμοούσιον,
ἐν ᾧ τῶν οὐσιῶν ποθητή τε καὶ ἐναρμόνιος
ἀποτελεῖται συμπλοκή.»
Fragmenta Orphica


15-10-932
Καλαμάκι,
Παλιοῦ Φαλήρου. *

Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

ΟΡΦΕΑΣ
Εἶπα, κανεὶς μή, μ᾿ ἀκλουθήσει, μόνος
Θὰ πάω, κι ἂν θὰ γυρίσω, πάλι μόνος.
Μ᾿ ἂν δὲν ξανάρθω πίσω, τ᾿ ὄνομά μου
Σᾶς δίνω κι Ὀρφανοὺς Σᾶς λέω, γιὰ νἆστε
Στὴ μοναξιά, ποὺ θἄρτει, ἀνταμωμένοι,
Σὰν τὰ παιδιὰ ποὺ ἐχάσανε πατέρα
Φτωχό, κι ὡσὰ βραδιάσει, σμίγουν ὅλα
Τριγύρα ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ βουβά, κι ὁ νοῦς τους,
Καρφωμένος ἀκόμα στὴν ἀχνάδα
Τοῦ νεκροῦ τους, κοιτάει καὶ μεγαλώνει
Βαθιά του ὅ,τι τοὺς ἄφηκε: ἕν᾿ ἀλέτρι,
Λίγες φοῦχτες σταριοῦ, δυὸ ξύλα ἀκόμα
Γιὰ τὴ γωνιά. Κι ὁ πόνος, ἀγάλι-
Ἀγάλι. Ξάφνου ὑψώνεται μπροστά τους,
Πιάνει τ᾿ ἀλέτρι σὰ ζευγᾶς, τὸ στάρι
Σάμπως σποριᾶς τὸ συντηρνάει, καὶ λέει:
Ὅλη τὴ γῆ μ᾿ αὐτὰ νὰ ὀργώσω θέλω
Νὰ σπείρω ὅλο τὸν κόσμο ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη,
Νὰ φάει μὲ μᾶς φτωχολογιά, ποτέ της
Ποὺ δὲ γνώρισε μάνα οὐδὲ πατέρα,
Φτάνει ἡ φωτιὰ νὰ κάψει λίγο ἀκόμα
Στὸ σπίτι, κι ὁ νεκρός μας νὰ μὴ λήψει
Ποτὲ ἀπ᾿ ἀνάμεσό μας.

Καὶ τὰ πλούτη
Τοῦ κόσμου, τὰ ὅπλα, οἱ δόξες, τὰ χρυσά του
Παλάτια, ὅλα τοὺς φαίνονται παιχνίδι
Μπρὸς στ᾿ ἀλέτρι, τὸ στάρι καὶ τὴ φλόγα,
Τοῦ ἅγιου νεκροῦ κληρονομιά, ποὺ νὰ ἴσως
Ψωμὶ δὲ φτάνουν σήμερα νὰ δώσουν
Στὰ ὀρφανά του, στοῦ πόνου τους τὰ μάτια
Γιγαντώνονται, κι αὔριο, λές, θὰ θρέψουν
Τὴν πείνα ἑνὸς λαοῦ.

Ὅμοια θὰ νἆναι
Λίγον καιρὸ κι ἡ ὀρφάνια Σας, ἂν φύγω.
Μὰ ἡ μυστικὴ κληρονομιά, ποὺ ἀφήνω
Σὲ σᾶς, εἶν᾿ ἄλλη, κι ἄλλη στράτα ὁ νοῦς Σας
Θὰ πάρει σύντομα ἀπ᾿ αὐτὴ μ᾿ ἀκοῦτε;

Α´ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, Σ᾿ ἀκοῦμε. Ἐσὺ μᾶς τὦπες πάντα:
Τὸ μάτι μεγαλώνει στὸ σκοτάδι,
Κι ἡ ἀκοὴ στὴ σιωπή. Καὶ Σὺ τὸ ξαίρεις,
Πὼς ἄρχισε στὰ φρένα μας νὰ φέγγει
Ὁ πατρικὸς βυθὸς καὶ πὼς στ᾿ αὐτί μας
Ἐπρωτομπῆκε ὁ λόγος Σου. Τὸ ξαίρεις,
Κύριε, Σ᾿ ἀκοῦμε κι ἡ τραχειὰ ψυχή μας,
Ποὺ τὴ φροντίζεις χρόνια, ὡς ὁ τοξότης
Τοῦ τόξου τὴ νευρή, σὰν τὴ ἀλείβει
Βράδι καὶ αὐγὴ μὲ λάδι, γιὰ νὰ ρίχνει
Μακρὰ τὸ βέλος κι ὡς τὸ χελιδόνι
Ν᾿ ἀντιλαλεῖ ἀπὸ τ᾿ ἄγγιγμα, δονεῖται
Συθέμελα, τὰ χείλη Σου ὡς ἀνοίξεις.
Μὰ τί εἶναι τοῦτο, ποὺ μᾶς λές, πὼς μόνος
Θὰ πᾶς, κι ἂν θὰ γυρίσεις πάλι μόνος,
Καὶ πὼς μπορεῖ νὰ μὴν ξανάρθεις τί εἶναι;
Ποιὸς εἶν᾿ ἐδῶ ἀπὸ μᾶς, ποὺ τὴ ζωή του
Χωρὶς Ἐσὲ τὴ θέλει; Δὲ θἀρθοῦμε
Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ἀνηφορώντας
Τ᾿ ἅγιου βουνοῦ τὰ πλάγια ὅλη τὴ νύχτα,
Καθὼς τότε, ποὺ Ἐσὺ μᾶς πρωτοπῆρες
Κι ἀλαφρὸς ἀνηφόριζες πρὸς τὰ ὕψη,
Ἐνῶ ἐμεῖς τὴν καρδιά μας μέσ᾿ στὰ στήθη
Σὰ βακχεμένο τύμπανο νὰ δένει
Τὴ νιώθαμε κρυφὰ τὴ γῆ μὲ τἄστρα;
Γύρα Σου πιὰ δὲ θἄμαστε ὁλοένα,
Καθὼς στὶς μύριες μάχες, ποὺ ἡ πνοή Σου,
Σηκώνοντας ἐνάντια στοὺς τυράννους,
Μὲ τὸ ρυθμὸ τὶς ἐξετύλιγε ὅλες
Σ᾿ ἅγιους πυρρίχιους, ἐνῶ Σὺ μονάχος,
Δίχως ἄρματα, μόνο μὲ τὸ βλέμμα
Ἢ μὲ τὸ χέρι ἔδειχνες ποῦ εἶν᾿ τὸ δίκιο
Καὶ ποῦ εἶν᾿ ἡ νίκη, Κύριε; Καὶ πὼς ἔτσι
Νὰ μᾶς ἀφήσεις συλλογιέσαι τώρα;

ΟΡΦΕΑΣ
Ποιὸς μίλησ᾿ ἔτσι; Κι εἶναι δικά σου
Τὰ λόγια, ἀπ᾿ τὴν καρδιά, ποὺ σὤχω πλάσει;
Ἔλα, Σιωπή, ποὺ φανερώνεις ὅλη
Τὴ δύναμη τοῦ νοῦ καὶ ξεσκεπάζεις
Τὰ πιὸ κρυφὰ μυστήρια στὴν καρδιά μας!
Δῶρο τοῦ Ἐλέους, ποὺ βρίσκεται σὲ κάθε
Τραχιὸ καὶ πλέριο ἀγώνα, ποὺ μαρτύρους
Δὲ λαχταρεῖ, κατέβα καὶ σὲ τοῦτον!
Καὶ Σύ, ἀγριοπερίστερο τοῦ θάρρους
Τοῦ μυστικοῦ, φανερωμένο μόνο
Στὴν τέλεια πράξη, χτύπα τὸ φτερό Σου
Στὸ μέτωπό του μιὰ στιγμή, ὅπως τόσες
Φορὲς τοῦ τὤχεις ἄξαφνα δροσίσει!
Ἔτσι λοιπόν, γιατὶ Σᾶς εἶπα μόνο,
Πὼς ὀρφανοὶ θὰ μείνετε, ἡ καρδιά Σας
Ταράχτηκε καὶ ξέχασε ὅ,τι χρόνια
Τὴ νουθετῶ; «Τοῦ χωρισμοῦ ὅποιος σκίσει
Τὰ σκοτεινὰ πελάγη, ἔχοντας πάντα
Στὸ νοῦ, ἀβασίλευτο ἄστρο, τὴν Ἀγάπη,
Δὲ θὰ νὰ σμίξει μόνο αὐτὸς μ᾿ ἐκείνους
Ὁπὤχει χάσει, μά, ἱερὸ γιοφύρι,
Κι ἄλλους θὰ σμίξει ἀνάμεσό τους, τόπους
Μὲ τόπους, λαοὺς μὲ λαούς, ὀχτροὺς μὲ φίλους,
Μὲ τὴ ζωὴ τὸ θάνατο, τοὺς αἰῶνες
Μὲ τοὺς αἰῶνες». Καὶ σύ, μόλις ποὺ εἶπες,
Πὼς μέσ᾿ στὰ φρένα σου φῶτα ὁλοένα
Ὁ πατρικὸς βυθός, δειλιάζεις τώρα
Στὸ χωρισμό;

Α´ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, τὸ ξαίρω, σφάλλω.
Τί τὸ πιστὸ σκυλὶ καλὰ γνωρίζει
Ν᾿ ἀγρυπνήσει τοῦ κυρίου του τὸν τάφο.
Κι ὅλα ἂν τὰ χάσω, ἐτοῦτο δὲν τὸ χάνω.
Μὰ πῶς νὰ χάσω, Κύριε, τὴ φωνή Σου,
Πού, ὡς τὴν ἀκούω, λέω, πὼς τότε μόνο
Τὸ παραπέτασμα τοῦ ναοῦ τραβιέται,
Στ᾿ ἄδυτα νἄμπω τῶν ἀδύτων; Πές μου,
Ὅλα ἂν τὰ χάσω, αὐτὸ πῶς νὰ τὸ χάσω;

ΟΡΦΕΑΣ
Ἀληθινὰ συρμένη εἶναι μπροστά σου
Βαρειὰ κατάχνια, μήτε ποὺ ἡ φωνή μου
Μπορεῖ μὲ μιᾶς νὰ τὴ διαλύσει. Ἐλᾶτε
Σιμότερα, ὄχι τὴ φωνή μου μόνο
Ν᾿ ἀκοῦστε, μὰ τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς μου!
Ἐλᾶτε ἀκόμα πιὸ σιμά.
Κοιτάχτε
Στὰ βάθη Σας καὶ πέστε μου: Θυμᾶστε,
Πῶς Σᾶς ἐδιάλεξα μαζί, κι ἕνα-ἕνα;

Μύριοι μ᾿ ἀκλούθααν τὸ γιατί, δὲν ξαίραν
Κι οἱ ἴδιοι, οὐδὲ τὸ ξαίρουν. Ἀλλ᾿ ὡς, ὅταν
Ἀρχίσει ξάφνου ὁ ἥλιος ν᾿ ἀναλιώνει
Τὰ χιόνια στὰ βουνὰ καὶ στὰ ποτάμια
Τοὺς πάγους, τὰ νερὰ λευτερωμένα
Κατρακυλᾶνε καταρράχτες, ὅμοια,
Μόλις ἀκούστη ἡ λύρα κι ἡ φωνή μου
Μέσ᾿ στοὺς λαούς, ὠρμήσαν πίσωθέ μου
Πλήθη πολλὰ ὡς ποτάμια κι ὡς ἐτοῦτα,
Στὴ θάλασσα ἂν ὁρμήσουν, δὲ μποροῦνε
Νὰ ξαναστρέψουν πίσω ἢ νὰ σταθοῦνε,
Ὅμοια κι αὐτὰ ἀκλουθοῦσαν.
Μὰ ἦταν κάποιοι
Στὰ πλήθη μέσα, ποὺ κανεὶς δὲ μπόρει
Γιατί ἐρχόνταν νὰ πεῖ. Τί μέσ᾿ στὸ ρέμα
Τῶν ἄλλων ἐφαντάζαν, σὰν οἱ βράχοι,
Ποὺ τ᾿ ἀντισκόβουν κι ἦταν μόνοι ἀπ᾿ ὅλους,
Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,
Σὰ νὰ ρωτιώνταν: Τί γυρεύει ἐτοῦτος
Νὰ κάμει; Εἶν᾿ ἄνθρωπος ἢ θεός; Δαίμονας εἶναι;
Κι ἀπ᾿ ὅλους ἐφαινόντανε σὰ νἆταν
Στὴ συμπονιὰ πρωτόμαθοι, στὴ γνώμη
Τὴν καλὴ σὰν κρυφὰ ν᾿ ἀντιστεκόνταν
Μὲ τράχηλα σταλόν, ἐνῶ στὸ Νόμο,
Ποὺ προβοδοῦσε ἡ Λύρα κι ὁ Χορός μου,
Μύριες θερίζονταν ζωές. Καὶ τοῦτοι,
Σὰ νὰ μεθοῦσαν ἀπὸ τὸ αἷμα μόνο,
Ποὺ πλημμύραε παντοῦ, πὼς πλημμυρίζει
Τὴν ἄνοιξη τὴ γῆν ἡ παπαρούνα,
Στὴ μάχη πρῶτοι ἐχύνονταν, νὰ νοιώσουν
Τὴ μυρουδιά του, πλούσια ποὺ σκορπιώταν
Τριγύρα τους, κι ἀλόγιαστα νὰ πάρουν
Ἀπ᾿ τὸν ἀγώνα μία πληγὴ σὰ δῶρο,
Νὰ ξαλαφρώνει τὸ δικό τους.
Τάχα
Γιὰ ποιοὺς μιλῶ;

Β´ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, γιὰ μᾶς. Κι ἂν εἶναι
Ἡ θελησή Σου, ἄφησ᾿ ἐμένα τώρα
Νὰ ξακολουθήσω.

ΟΡΦΕΑΣ
Λέγε, εἶν᾿ ἡ ψυχή σου
Ψυχή μου.

Β´ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Καὶ μία μέρα, ποὺ ὁ ἀγώνας
Ὁ αἱματερὸς σὰ νὰ ξεχάστη, κι ὅλα,
Γῆ κι οὐρανὸς καὶ πέλαγα καὶ γύρω
Τὰ βουνὰ σὰν τ᾿ ἀγριόκρινα γαλάζια,
Ἀνασαῖναν στὸν ὄρθρο ἀναπαμένα-
Καὶ Σὺ εἶχες τραβηχτεῖ στὴ μυστική Σου
Σπηλιά, τοὺς καθαρμοὺς γιὰ νὰ ὀργιάσεις
Τῶν θεῶν καὶ τῆς ψυχῆς Σου-ἀνταμωμένοι
Κρυφά, βαδίσαμε μαζί, ὡς βαδίζουν
Στὰ νύχια ἀλαφροκυνηγοὶ στὸ δάσο
Τὸ σύθαμπο, μονάχο νὰ Σὲ βροῦμε
Καὶ δολερά, μὲ μιᾶς, σὰν οἱ Τιτάνες,
Πού, μὲ πηλὸ τὰ πρόσωπα ἀλειμμένοι,
Νὰ σπαράξουνε ὠρμήσαν τὸ Ζαγρέα,
Γιὰ νὰ λυθοῦν τὰ μάγια του, ποὺ δέναν
Καὶ τὰ θεριὰ στὸ θώρι του, παρόμοια
Νὰ Σὲ σπαράξουμε καὶ μεῖς, νὰ πέσουν
Τὰ δεσμὰ τῆς γητειᾶς Σου καὶ νὰ μείνει
Στὰ χέρια μας ἡ δύναμη, ποὺ ἀκέρια
Μὲ τὸ Χορό, τὴ Λύρα καὶ τὸ Λόγο
Ἀπ᾿ τοὺς λαούς μας ἔκλεβες.
Καὶ ξάφνου,
Ἐκεῖ ποὺ ψάχναμε μ᾿ αὐτὶ ἀσκημένο,
Ἀφουκραστήκαμε ἀναπνιὰν ἀνθρώπου,
Ποὺ τοῦ ἀνεβοκατέβαζε τὰ στέρνα
Ὕπνος πρωινός. Κι ἀργὰ σιμώσαμε ὅλοι.
Καὶ νά, ἐκοιμώσουν ἥσυχα, ὡς κοιμᾶται
Μπρὸς στὴ σπηλιά του ἕνα ξανθὸ λιοντάρι.
Κι ἴδια ὡς αὐτὸ ξαρμάτωτος κοιτόσουν
Μὲ μοναχὰ τὴ χαίτη Σου, καὶ μόνο
Τὸν πλοῦτο τοῦ ἅγιου ἀνασασμοῦ. Καὶ μήτε
Δόρυ στὸ πλάι Σου μηδ᾿ ἡ Λύρα μόνο,
Στὸ χέρι Σου εἴδαμε κατάπληχτοι ὅλοι,
Πιθωμένο στὸ στῆθος Σου, νὰ σφίγγεις
Ἕνα ἑκατόφυλλο μεγάλο ρόδο,
Πού, ὡς ἀνάπνεες, ἀνάπνεε, λές, μαζί Σου.

Κύριε, λιγάκι νὰ σταθῶ. Τί κοίτα,
Τὸ ἤπιο δάκρυ ἀνάβρυσε στὰ μάτια
Τῶν ἀδερφῶν μου ἡ μνήμη τοὺς ζεστάθη
Καὶ τοῦ πρώτου τὰ χείλη σιγοτρέμουν
Νὰ πάρουνε τὸ λόγο ἀπ᾿ τὰ δικά μου.
Σωστὸ εἶναι, Κύριε, νὰ μιλήσει πάλι.

ΟΡΦΕΑΣ
Μιὰ εἶν᾿ ἡ ψυχὴ καὶ μία ἡ καρδιά, ἂς μιλήσει.

Α´ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, εἶν᾿ ἀλήθεια, πὼς μοῦ τρέμει τώρα
Τὸ χείλι κι ἡ καρδιά μου μέσα τρέμει
Γιατὶ, τὸ ξαίρεις κι ὅμως θὰ μιλήσω
Ἔτσι λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε ὅλοι
Τὸν ὕπνο Σου, κι αὐτὸ τὸ μέγα Ρόδο,
Ὅπου ἀνεβοκατέβαινε στὴν πνοή Σου
Καὶ κάποιος ἀπὸ μᾶς, χωρὶς καθόλου
Νὰ φυλαχτεῖ μήπως ξυπνήσεις, εἶπε:
«Ἀνάξιο γι᾿ ἄντρες εἶναι νὰ ριχτοῦμε
Σ᾿ ἕνα παιδὶ ὡς ἐτοῦτο, μέσ᾿ στὸν ὕπνο
Ἂς πιάσουμε καλύτερα τ᾿ ἀλάφι
Ζωντανό». Καὶ γυρνώντας πρὸς ἐμένα,
«Κέντα τον», μοὖπε, «λίγο μὲ τὸ δόρυ
Γιὰ νὰ ξυπνήσει, γιατὶ ἀλήθεια μοιάζει
Ὁ ὕπνος του ἀδέρφι νἆναι τοῦ θανάτου
Κέντα τὸν λίγο». Κι ἔτσι, ὅπως ἐπῆρα
Τυφλὰ τὴ διαταγή, μέσ᾿ στὸ πλευρό Σου
Τὸ δόρυ μου ἔσπρωξα ἀλαφρά, κι ἀμέσως
Λίγο πορφύρισε ὁ χιτώνας. Τότε
Τὰ μάτια ἀνύποπτα ἄνοιξες μεγάλα,
Κι μ᾿ ἀλαφρὸ ἀναστέναγμα σηκώθης
Στὴν κοίτη καθιστός, κι ὅπως μᾶς εἶδες
«Τί», εἶπες, «εἶναι παιδιά; Πόσο κοιμώμουν
Βαθιὰ μέσ᾿ τοῦ Διονύσου τὴν ἀγκάλη!
Καὶ τί ἦταν ξάφνου ἐτοῦτος στὸ πλευρό μου
Ὁ γλυκὸς πόνος, ποὺ μὲ πῆγε ἀκόμα
Σιμότερα, θαρρῶ, πρὸς τὴν ψυχή μου,
Γιὰ νὰ ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τί εἶναι;»

Ἔτσ᾿ εἶπες κι ὡς κατάλαβες τὸ γαῖμα,
Ποὺ λιγοστὸν ἐγλίστραε στὸ πλευρό Σου,
«Παιδιά, γιατί», μᾶς ρώτησες, «ἐτοῦτο»;
Κι ὅπως κράταες τὸ ρόδο, στὸ πλευρό Σου
Τὸ πίθωσες σφιχτὰ καὶ μὲ τὸ νέμα
Τριγύρα Σου μᾶς κάλεσες «ἐλᾶτε»,
Σὰ νἄλεες, «μὴ δειλιάζετε, καθῆστε».
Κι ἐμεῖς στὸ νέμα αὐτὸ καθήσαμε ὅλοι
Τριγύρα Σου κι οὐδ᾿ ἕνας μας τὸ στόμα
Γιὰ νὰ μιλήσει ἐσάλεψε μὰ πλέρια
Σιγὴ ἀκολούθησε πολλιώρα, ὡσότου
Ἀπ᾿ τοῦ Παγγαίου τὴν κορυφὴν αἰφνίδια
Ἐφάνη ὁ Ἥλιος καί, τὸ ματωμένο
Ῥόδο ἀνασκώνοντας μπροστά του, ἄρχισες ἔτσι:
«Δικό Σου τὸ αἷμα εἶν᾿, Ἥλιε, καὶ δικό Σου
Εἶναι τὸ Ῥόδο καὶ δικός Σου εἶμαι ὅλος
Καὶ δικοί Σου εἶναι τοῦτοι, τὴ ζωή μου
Ποὺ ἂν ἦρταν γιὰ νὰ πάρουνε, τοὺς σμίγει
Τὶς καρδιές τους σὲ μιὰ ἡ ἀνατολή Σου
Μὲ τὴ δική μου ἀπὸ τὴν ὥρα τούτη.
Ὁ τέλειος πιὰ χρησμὸς εἶναι μπροστά Σου,
Ἀπόλλων!
Τῶν θεῶν ἡ Μάνα, ἡ Νύχτα
Μὲ τὸ χέρι μου στὸ στέλνει,
Κορφὴ τοῦ ἀνασασμοῦ, τὸ τέλειο Ῥόδο.
Γιὰ νὰ τὸ ὑψώσω ὀμπρὸς στὰ βλέφαρά Σου,
Ἀγνάντια ἀπ᾿ τὴ χρυσὴν εἰδή Σου, κάτου
Ἀπ᾿ τὰ δροσανοιγμένα Σου ρουθούνια,
Πόσο ἐπόνεσα μ᾿ ὅλους μου τοὺς πόνους!
Ἡ λεύκα ἢ ὁ κυπάρισσος, κλεισμένα
Σὲ φαράγγι, ζητώντας νὰ Σὲ ἰδοῦνε,
Δὲν πῆγαν σὲ τόσο ὕψος,
Ὅσο ἐγὼ γιὰ τοῦτο,
Πού, ὡσὰ δροσοκομμένος βόστυχός Σου,
Μοιάζει χυμένο στὸ ἴδιο Σου χρυσάφι.
Μόνο, τ᾿ ἅγιο Μυστήριο δός μου τώρα
Νὰ φανερώσω καὶ σὲ τούτους, ὅπως
Μοῦ τὸ φανέρωσες βαθιὰ καὶ μένα
Στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο μου, στὴ μάχη
Καὶ στὴν εἰρήνη, στὴ φιλιὰ ἢ στὴν ἔχτρα,
Στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, αὐτὸ δός μου».

Ἔτσι ὕμνησες, καὶ μεῖς ὁλόγυρά Σου,
Στὰ δόρατα ἀκουμπώντας καὶ στὸν Ἥλιο
Μπροστὰ σκυμμένοι, ἀκούαμε, κι ἡ καρδιά μας
Στὸν ὕμνο ἐχόρευε ὅλη ἀκούγοντάς Σε
Καὶ πιὰ δὲν ἐθυμούμαστε τὸ λόγο,
Ποὺ γιὰ νὰ Σ᾿ εὕρουμε ἤρταμε, ἀλλά, μ᾿ ὅλη
Τὴν ἀκοὴν ὀρθάνοιχτη, ἡ ψυχή μας
Τὸ μυστήριο τοῦ Ῥόδου καρτεροῦσε
Νὰ τῆς ξηγήσεις, κι εἴχαμε ἕναν κύκλο
Γύρα Σου κάμει ἀσάλευτο, ὡς τὴν ὥρα,
Ποὺ κοιτώντας μας ἄνοιξες τὸ στόμα.

ΟΡΦΕΑΣ
Καὶ τώρα πάλι ἐγὼ θὰ νὰ τ᾿ ἀνοίξω,
Τί ἄλλος κανείς, τὸ ξαίρετε, δὲν πρέπει
Τοῦ Μυστηρίου τὰ λόγια νὰ τ᾿ ἀγγίξει
Στὰ χείλη του, ὅσο ζῶ. Ἐγὼ καὶ πάλι
Στερνὴ φορὰ βαθιά Σας θὰ ξυπνήσω,
Πρὶν χωριστῶ ἀπὸ Σᾶς, τὴν τέλεια Μνήμη.
Ἥλιε, ἀπὸ Σένα ἐγύρεψα βοήθεια –
Ἔτσι ξανάρχισα -, ὅμως πίσωθέ Σου,
Κι ἂν τήνε σκέπει ἀκέρια γιὰ τοὺς ἄλλους
Τὸ φῶς Σου, ἐγὼ τὴ Μάνα Σου τὴ βλέπω
Νὰ Σ᾿ ἀγκαλιάζει Ἐσέ, τὴν ἅγια Νύχτα
Καὶ πὼς ποτὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ ξαίρει
Τὸ γιό, ἂν τὴ μάνα πρῶτα δὲ γνωρίσει;
Τί κι ἐγὼ γιός της εἶμαι, κι ἀπὸ βρέφος
Ὀρφανὸς κι ἐγὼ πιάστηκα στὴ ρώγα
Τῆς συμπονιᾶς της, κάτου ἀπὸ τὸ μαῦρο
Τὸν πέπλο της ποὺ μ᾿ ἔκλειε, κι ὡς κρατοῦσα
Τὸ ἅγιο βυζί, σκιρτοῦσα ὡς τὸ κατσίκι
Στὸ θεῖο σκοτάδι κι ἐγὼ γιός της εἶμαι.
Ἥλιε, ἀπὸ σένα ἐγύρεψα βοήθεια,
Τί εἶσαι ἀδερφός μου κι εἶμαι ἐγὼ δικός Σου,
Τί πρῶτα Σὺ γεννήθης ἀπὸ μένα,
Μὰ ἀνθρωπομίμητοι εἶναι, ὅσο καὶ νἆναι,
Μεγάλοι οἱ δρόμοι Σου, τρανὲ ἀδερφέ μου
Μὰ πὼς ποτὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ ξαίρει
Τὸ γιό, ἂν τὴ Μάνα πρῶτα δὲ γνωρίσει;
Ὦ Μάνα Νύχτα, ὦ μυστική, ὦ μεγάλη,
Κι ἂν τώρα εἶσαι κρυμμένη ἀπὸ τὴ λάμψη
Τοῦ γιοῦ Σου, σὰ μιὰ χήρα ποὺ τὴ φτάνει
Ν᾿ ἀκούει τοὺς ἄθλους τοῦ παιδιοῦ της, κι εἶναι
Μακρὰ ἀπ᾿ αὐτὸ στὰ πένθη της ντυμένη,
Μὰ εὐφρόσυνο εἶν᾿ τὸ πένθος της, γιατὶ ὅλη
Κρυφὰ ἀγρυπνάει στοὺς ἄθλους του, ὦ Μητέρα
Νύχτα, ποὺ μέσα κι ἀπ᾿ τὸ φῶς Σὲ βλέπω
Πιὸ καθαρά, ὦ θεμέλιο τοῦ Προφήτη,
Ποὺ δὲν ποιμαίνει διόλου μὲ τὰ μάτια
Τοὺς στοχασμούς του, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά του,
Σάμπως λάγιο σγουρόμαλλο κοπάδι,
Ποὺ τὶς πηγές του βρίσκει στὰ σκοτάδια
Καὶ πίνει ἀχόρταγα ἀπ᾿ τὸ ρέμα, ὦ Μάνα,
Δός μου καὶ Σὺ τὴ δύναμη νὰ μπάσω
Σὲ τούτων τὶς ψυχές, ποὺ δὲ Σὲ ξαίρουν,
Τὸ Μυστήριο τοῦ Ρόδου, φέρνοντάς τους
Σκαλὶ-σκαλὶ ἀπ᾿ τὴ βάση του ὡς τὴν ἅγια
Κορφή, ποὺ πιὰ καὶ Σὺ δὲ φαίνεσαι ἴδια,
Σκοτεινή, θλιβερή, μαυροντυμένη,
Παρὰ χλωμή, βουβὴ καὶ λευκοφόρα,
Τί ἀπ᾿ τοῦ βυθοῦ τοῦ πατρικοῦ τὰ μαῦρα
Κι ἀξεδιάλυτα πλούτη βλέπεις πάντα
Ἐκεῖ πάνω, χορεύοντας ἀγάλι-
Ἀγάλι πάνω ἀπ᾿ τῆς μουγγῆς ἀβύσσου
Τὰ πλάτη, σάμπως γλάρος νὰ προβαίνει
Ὁ Ἀρματωμένος Ἔρωτας, καὶ πάντα
Τὸν καρτερεῖς. Καὶ φτάνει τοῦ φτεροῦ του
Τὸ διάβα ἀπάνωθέ Σου, γιὰ ν᾿ ἀνθίσουν
Καινούργιοι κόσμοι μέσα Σου, καινούργια!
Μὰ ἐμεῖς, ἐδῶ ῾μαστε στὴ γῆ κι, ὦ Μάνα,
Πολλά ῾ναι τὰ σκαλιὰ ὡς ποὺ ν᾿ ἀνεβοῦμε
Στὴν ἅγια κορυφή, ποὺ ὅλα τὰ σμίγει
Σὲ μία πνοή. Κι ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἅδη
Τὸ πρῶτο τὸ σκαλὶ καὶ τὸ πιὸ πάνω
Ἡ ἅγια τὸ χτίζει Δήμητρα. Γιατὶ ὅπως
Ὅλοι στὸν Ἅδη ἐμπρὸς οἱ ἄνθρωποι εἶν᾿ ὅμοιοι,
Ὅμοια εἶν᾿ ἴδιοι κι ἀγνάντια ἀπὸ τὸ Στάχι
Τὸ Μυστικό, ποὺ ἡ Ἐλευσίνα ὑψώνει,
Καὶ σ᾿ ὅλους πλάι ἡ Περσεφόνη, τὸ ἴδιο
Ξάγρυπνη γιὰ ὅλους, τὴν ψυχὴ χωρίζει,
Σὰν τὸ μωρὸ ἀπ᾿ τὴ μήτρα, ἀπ᾿ τὸ κορμί τους.
Μὰ ποιὸς αὐτός, ποὺ δίπλα ἀπὸ τὴν Κόρη,
Πρὶν κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο κι ὁλοένα ἀπάνω
Κι ἀπὸ τὸ θάνατο, βοηθάει τὸ σῶμα
Καὶ τὴν ψυχὴ βοηθάει, ἀνταμωμένα,
Μέσα ἀπ᾿ τὸν πόνο, πέρα ἀπὸ τὸν πόνο,
Ν᾿ ἀνεβαίνουν χορεύοντας τὰ πλάγια
Τοῦ βουνοῦ, τὰ πολλὰ ποὺ γίνονται Ἕνα;
Ποιὸς ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη μὲ τὴν πνοή του
Χορεύει τὶς ψυχές, σὰ μύρια φύλλα
Γύρα ἀπὸ δρῦ ξερό, νὰ σαρκωθοῦνε
Σὲ νέες γενιές, καὶ ποιὸς σὲ τοῦτες μπάζει
Τὴν ἅγια ὁρμὴ τ᾿ ἀνήφορου; Ποιὸς ἄλλος,
Πλούτωνα-Διόνυσε, ἀπὸ Σέ, ἀπ᾿ τὰ βάθη
Τὰ σκοτεινὰ τῆς γῆς σὰν ἀνεβάζεις,
Θεία μαρτυρία τῆς δύναμής Σου, τὸ Ἅγιο
Τὸ Κλῆμα, πού, ὡς βυζαίνει τὰ σκοτάδια
Τῆς γῆς καὶ πίνει ἀπ᾿ τὰ οὐράνια δρόσο,
Συνταιριάζει στὶς φλέβες του τὸ σκότος
Μὲ τὸ φῶς σ᾿ αἷμα πύρινο, δοσμένο
Τὴν ἅγια Μέθη νὰ κερνᾶ ἀπ᾿ τὸ χέρι
Τῶν θείων Μουσῶν, ποὺ ἡ καθεμιά της στέκει
Κάθε σκαλί, γιὰ ν᾿ ἀνεβεῖ μαζί Σου
Στὴν κορυφή, κι ἀλλάζει τ᾿ ὄνομά της
Καθὼς ἀλλάζει τὸ δικό Σου; Κι ἔτσι,
Ἀπὸ μέθη σὲ μέθη, ὁ λογισμός μας
Κι οἱ αἰστήσεις καὶ τὸ θάρρος μας κι ἡ πνοή μας,
Κι ἀπὸ τὸν ἕνα Διόνυσο στὸν ἄλλο,
Ξάφνου ἀνεβαίνουμε, ὡς ποὺ πιὰ δὲ φτάνει
Τ᾿ ἅγιο Κρασί, τί ἀνοίγεται στὸ νοῦ μας
Ἡ ἀνάπνια, ποὺ ὅλα πιὰ τὰ σμίγει σ᾿ Ἕνα,
Ψυχὴ καὶ σῶμα, αἷμα καὶ πνέμα, ἐχθρότη
Κι ἀγάπη, λαοὺς μὲ λαούς, τόπους μὲ τόπους,
Μὲ τὴ ζωὴ τὸ θάνατο, τοὺς αἰῶνες
Μὲ τοὺς αἰῶνες. Κι εἶναι τούτη ἡ ὥρα
Τοῦ Ῥόδου τοῦ ἑκατόφυλλου βαθιά μας,
Πού, αἷμα καὶ πνέμα καὶ ψυχὴ καὶ σάρκα
Καὶ λυτρωμὸς ἀπέραντος, μᾶς μπάζει
Στὸν κύκλο, ὁποῦ κι ἡ πίστη περισσεύει,
Γιατὶ εἶναι πίστη ἡ ἴδια ζωὴ στὴ μέση
Τῆς καρδιᾶς μας γιὰ πάντα ἀναστημένη!
Ἔτσι εἶπα καὶ βοηθοῦσεν ὁ παλμός μου
Καὶ τῆς ψυχῆς τὸ σκίρτημα τὸ λόγο.

Καὶ Σεῖς, ὡς Σᾶς ἐκοίταξα, εἴχατε ὅλοι
Τὴν ὄψη καὶ τὸν τρόπο Σας ἀλλάξει
Καθὼς καὶ τώρα. Κι ἕνας εἶχε γύρει,
Πῶς γέρνει ὁ δισκοβόλοςτο κορμί του
Σὰ φεύγει ὁ δίσκος, ὅλος ν᾿ ἀκλουθήσει
Νοῦς καὶ κορμὶ τὸ νόημα κι ἄλλος εἶχε
Στὴ γῆ ἁπλωθεῖ, ὡς νὰ βύθιζε τὰ μάτια,
Τὶς ρίζες νἅβρει τοῦ Ἅδη κι εἶχε ὁ τρίτος
Στην ὄψη του μιὰ φλόγα, ὡς νὰ συγκράτει
Μ᾿ ἀγώνα τὴν ὁρμή, νὰ ξεκινήσει
Πρὸς τὴν κορφὴ κι ὁ τέταρτος κρατοῦσε
Κλειστὰ τὰ μάτια, ὡς νἄρχιζε ἀπὸ τώρα
Ν᾿ ἀνασαίνει τὸ Ῥόδο, κι ἡ ψυχή του
Σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ μέσα του λυνόταν.
Κι ὅλων μαζὶ μιὰ ζέστη Σᾶς περνοῦσε
Τὶς φλέβες μυστικιά, ποὺ σταματοῦσε
Τὴν ἀναπνιά Σας στὰ ρουθούνια, κάποιοι
Ποὺ τ᾿ ἄνοιγαν πλατιὰ κι εἶχαν κλεισμένα
Τὰ χείλη τους σφιχτά. Καὶ ξάφνου ἐκεῖνος,
Ποὺ ὡς δισκοβόλος ἔγερνε νὰ πάρει
Τὸ νόημα, τὸ κεφάλι του τανυώντας
Πρὸς τὰ πίσω, ὡς νὰ τίναζε ἕνα βάρος
Τρανό, μοῦ φώναξε ἔτσι: «Ὀρφέα, δόσε
Τὸ Ρόδο καὶ σ᾿ ἐμᾶς καὶ δόστο σ᾿ ὅλους,
Τί εἶν᾿ ἡ ζωὴ πικρὴ ἀπ᾿ τὴν ὥρα τούτη
Ποὺ ὁ ἀνασασμός του ἐδιάβη ἀπὸ μπροστά μας
Καὶ δὲν ἁπλώθη στὴν γῆν ὅλη. Δόστο
Τὸ Ῥόδο στοὺς λαούς, Ὀρφέα. Τί ἅγιος
Εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ Κρασιοῦ, πού, ὡς λιγοστεύουν
Τὰ θάρρη τῆς ψυχῆς, τὴ σπρώχνει πάλι
Στοὺς ζωντανοὺς ἀνήφορους. Μὰ τώρα
Δὸς τὸν ἀγώνα γιὰ τὸ Ρόδο, Ὀρφέα,
Στοὺς λαούς, γιὰ νὰ κινήσουνε ὅλοι ἀντάμα
Πρὸς τὴν κορφή, ποὺ ὅλα τὰ σμίγει σ᾿ Ἕνα,
Ψυχὴ καὶ σῶμα, αἷμα καὶ πνέμα, ἐχθρότη
Μ᾿ ἀγάπη, τόπους μ᾿ ἄλλους τόπους, τἄστρα
Μὲ τἄστρα, ζωὴ μὲ θάνατο, τοὺς αἰῶνες
Μὲ τοὺς αἰῶνες. Δὸς στοὺς λαοὺς τὸ Ῥόδο,
Ὀρφέα!»

Ἔτσ᾿ εἶπε αὐτὸς καὶ μένανε ἡ καρδιά μου
Μὤτρεμε πιά, καὶ μὤτρεμε τὸ χέρι,
Τέτοια φωνὴ ἀνεπάντεχη ν᾿ ἀκούσω
Κι ἔτσι χλωμὸς τὸ ματωμένο Ῥόδο
Τὸ σήκωσα στὸ χέρι μου, ρωτώντας:

«Καὶ ποῦ, παιδιά, τὸ Ρόδο θέτε πρῶτα
Νὰ τὸ φυτέψουμε στὴ γῆ, ποῦ θέτε;»

Κι ἄργιε ἡ ἀπόκριση νἄρθει μὰ αἰφνίδια
Αὐτὸς ποὖχε τὰ βλέφαρα κλεισμένα,
Ἀνοίγοντας τά, μὲ φωνὴ ποὺ ἐρχόταν
Ἀπ᾿ ἄλλον κόσμο, κι ὅμως κύλησε ὅμοια
Μὲ μία βροντή, ἀποκρίθη: «Στὴν Ἑλλάδα!».
Καὶ τὰ γκρεμά, οἱ πλαγιές, τὰ κορφοβούνια,
Σὰ στήθη ποὺ ἀνασαίνοντας πλαταίνουν,
Θαρρέψαμε, ἀντηχῆσαν: «Στὴν Ἑλλάδα!».

Καὶ τότε πιὰ μᾶς τύλιξε ὁ Παιάνας,
Μᾶς γέμισε ὁ Παιάνας, μᾶς ἐπῆρε
Στὰ διάπλατά του τὰ φτερὰ ὁ Παιάνας.

«Τὸ Ρόδο, ὅλοι τὸ Ρόδο στὴν Ἑλλάδα!»,
Φωνάξαμε κι ὠρμήσαμε κι ὤ, πόσοι
Μᾶς ἔχουν σμίξει ἀπὸ τότε ἀγῶνες!
Τί νὰ τοὺς λέω;

Β´ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Καὶ ἂν δὲν τοὺς πεῖς, πιὸ λίγο
Θὰ λάμπουνε γιὰ τοῦτο μέσ᾿ στοὺς αἰῶνες
Καὶ στὴν καρδιά μας, Κύριε; Ἔτσι ἀλήθεια
Φωνάξαμε, κι ὠρμήσαμε καὶ πίσω
Ἀπ᾿ τὴν ὁρμή μας ἀκλουθοῦσαν πλήθη,
Ποὺ ἐσπάζανε μὲ μιᾶς τὶς ἁλυσίδες,
Ποὺ οἱ τύραννοι παντοῦ τοὺς εἶχαν βάλει,
Στὴν ψυχὴ καὶ στὰ πόδια καὶ στὰ χέρια,
Καὶ τώρα μὲ τῆς Λύρας Σου τὸ Νόμο
Χορευτικὰ ἀρχινοῦσαν νὰ σαλεύουν
Μὲ τὸ Ῥυθμό. Καὶ Σοὔφερναν μπροστά Σου
Μὲ τὰ χέρια δετὰ τοὺς βασιλιάδες
Καὶ Σὺ τὰ χέρια λύνοντάς τους, μ᾿ ἕνα
Χαμόγελο τοὺς ἔλεγες: «Σηκῶστε
Στὸν οὐρανὸ τὰ μάτια καὶ κοιτάχτε
Κάθ᾿ ἀστέρι φωτάει κι ἀπὥναν κόσμο
Νά, κόσμοι γιὰ κατάχτηση». Κι ἐκεῖνοι
Μικροὶ στὴ Νύχτα ἐμπρὸς καὶ στὸ δικό Σου
Τὸ Λόγο, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν ἅπλα
Τῆς λευτεριᾶς Σου, ἔσκυβαν τὸ κεφάλι.
Κι ἔλεες στὰ πλήθη γύρω: «Φυλαχτῆτε
Ἀπὸ τοῦ πλούσιου τὸ τραπέζι τί ἄλλο
Πλατὺ τραπέζι ἀπὸ τῆς Γῆς δὲν εἶναι.
Καὶ μὴ χωρίστε ἀπὸ τὴ Γῆ, θαρρώντας
Ψηλότερα ἀπὸ τούτη νὰ καθῆστε
Σὲ θρόνο δόξας ψεύτικης, τὸ θρόνο
Τῆς Γῆς σὰν ἔχετε ὅλο ἀλλ᾿ ὅ,τι βγαίνει
Ἀπὸ τὴ Γῆ, στυλῶστε το, εἴτ᾿ ἀμπέλι
Εἴτε δεντρὶ κι ἂν γέρνει, δόσετέ του
Καὶ τὸ ἴδιο Σας ῥαβδὶ νὰ τὸ στεριώσει,
Τὸ ἴδιο Σας δόρυ. Ἔτσι ποὺ μιὰ μέρα
Ὁ Ὄρθιος Σκοπὸς νὰ λάμψει ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη
Τῆς γῆς, καί, ἀπέραντου βασίλειου σκῆπτρο,
Τὸ Ῥόδο νἄχει κάθε λαὸς στὸ χέρι!»
Ἔτσι ἔλεες καὶ τὰ πλήθη Σὲ κοιτάζαν,
Καθὼς κοιτάζει ἀμάλαγη παρθένα
Τὸν τέλειον ἄντρα, ποὺ ἄξαφνα μπροστά της
Ἐστάθη σὰν κολώνα κι ἡ καρδιά της
Τὴ σπρώχνει στὸ πλευρὸ τοῦ ν᾿ ἀκουμπήσει,
Γιατὶ δὲν ἔχει ξεδιαλύνει ἀκόμα
Βαθιά της, τί τῆς εἶναι, ἂν ἀδερφός της,
Ἂν μάνα, ἢ ἂν πατέρας, ἢ ἂν κρυμμένος
Κάποιος θεός. Παρόμοια καὶ τὰ πλήθη
Γιὰ Σέ.
Ἀλλ᾿ ὡς ὁ Λόγος Σου ξαπλώθη
Στὴν Ἑλλάδα κι ἐσπάσαν οἱ ἁλυσίδες,
Ποὺ ἐδῶ κι ἐκεῖ τὴν εἶχαν περιδέσει,
Κι ἀνάσαινε ὅλη, ὡς ἀνασαίνουν κάθε
Πρωὶ τὰ γαλάζια βουνοπέλαγά της,
Ἀπ᾿ τὸ Παγγαῖο ὅσοι εἴχαμε κινήσει,
Τώρα γοργὰ τὰ πλάγια ἀνηφορώντας
Τοῦ Παρνασσοῦ, μιὰ αὐγὴν ἐμπήκαμε ὅλοι
Στὸν ἅγιο τόπο, ποὖχε ἡ Γῆ Μαντεῖο
Πανάρχαιο, στοὺς Δελφούς, τοῦ κόσμου ἀφάλι.
Καὶ τότ᾿ ἐκεῖ, τὰ σκορπισμένα μέλη
Καλώντας τῆς Ἑλλάδας πρῶτα, ὡς νἄρθουν
Σιγὰ-σιγὰ τὰ μέλη ὅλου τοῦ κόσμου
Τὸ παγκόσμο στὴ γῆ νὰ δέσουν Ρόδο,
Στὸ ἁγνό του τὸ παράδειγμα Δωρίδα,
Ἰωνία, Φωκίδα, Βοιωτία, Λοκρίδα,
Τὴν Ἀρκαδία, τὴν Ἀργολίδα, ὅλες
Τὶς χώριες της φυλές, φωνάζοντάς τις
Μαζί, καθὼς ὁ Ἀπόλλωνας τὶς Μοῦσες,
Τὴν ὥρα τούτη, κι, ὡς πληγή, ποὺ μόλις
Ἀνοίχτη κι ἔμοιαζε πὼς εἶναι ἡ βρύση
Τῆς ἴδιας μου καρδιᾶς, τώρα ποὺ ἀρχίζει,
Καθὼς μιλᾶς, νὰ κρυώνει, μοῦ γεμίζει
Πόνο κρυφὸ τὰ φρένα μου κι ὡς μέσα
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς!
Μὰ τί μὲ τοῦτο;
Ἀπ᾿ τὴν Ἀδράστεια θρέφεται ὁ Προφήτης,
Μὲ τὴν Ἀνάγκη ζεῖ καὶ τὴν καθάρια
Γεννᾶ Εἱμαρμένη. Κι ὅμως εἶν᾿ ὁ πόνος
Σκληρός, ἂν ἄσκοπα τὴ γῆ ποτίζει
Τὸ αἷμα καὶ τὸ σφάγιο τὸ μεγάλο
Σπαρνά, χωρὶς κανένας νὰ τοῦ πάρει
Τὴν ὕστερη ματιά.
Τὸ ξαίρεις τάχα,
Ποιὰ μοῦ ἄνοιξες πληγή; Καὶ γιατί φεύγω,
Παιδιά; Δὲ μὲ ρωτήσατε; Κι ὡς τώρα,
Τὸ θάρρος μόνο νὰ μὴ χάσετε, εἶπα,
Στὸ χωρισμό. Μὰ τώρα ἐλᾶτε, ἐλᾶτε
Κι ἀκόμα πιὸ σιμά, ἀπὸ τὴν πληγή μου
Νὰ πιεῖτε ν᾿ ἀλαφρώσει. Γιατί φεύγω
Νὰ Σᾶς τὸ πῶ, κι ἂν φεύγω, γιατί μόνος,
Κι ἂν δὲν ξανάρθω πίσω, τ᾿ ὄνομά μου
Γιατί Σᾶς δίνω κι Ὀρφανοὺς Σᾶς λέω,
Στὴ μοναξιά Σας νἆστε ἀνταμωμένοι
Κι Ἕνα μὲ μὲ γιὰ πάντα.
Ὄχι, δὲν εἶναι
Ἡ τάξη ἡ σαρκική, δὲν εἶν᾿ ἡ δόξα
Ὅπου μετριέται, ποὺ μποροῦν νὰ δώσουν
Τὸ πλήρωμα τοῦ πόθου, ποὺ ὁ Προφήτης
Τὸ βλέπει μόνος μέσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες
Στὰ σκοτεινὰ νὰ λάμπει, τὶ ἡ ψυχή του,
Ριζωμένη στὴ θλίψη ὡσὰ σὲ βράχο,
Βυζαίνει ὅλη τὴ νύχτα ἀπὸ τὴ ρώγα
Τῶν ἄστρων καὶ τὴ μέρα ἀπὸ τὸν ἥλιο,
Καὶ προχωρεῖ ὡς ἐκεῖ, ποὺ πιὰ κι ἡ μέρα
Κι ἡ νύχτα φέγγουν γύρα του σὰ γάλα
Δὲν εἶν᾿ ἡ τάξη ἡ σαρκικὴ κι ὁ χρόνος
Ὀποῦ μετριέται, ποὺ θὰ δώσουν τοῦτο
Τὸ πλήρωμα, εἶν᾿ ὁ Ἔρωτας, ποὺ λέει
Καὶ δὲ σιγάει στιγμὴ μέσ᾿ στὴν καρδιά μας:
«Ὅλο ν᾿ ἀθλεῖς καὶ νὰ μὴν πεῖς ποτέ σου
Πῶς νίκησες τί ὅσο τρανὰ καὶ νἆναι
Ὁ ἄθλος καὶ ἡ νίκη, ἀληθινὰ εἶναι πάντα
Μικρὰ μπροστὰ στὸν Ἔρωτα».
Καὶ τοῦτο
Τὸν Νόμο, κρύφιο στύλο τοῦ Ὄρθιου Λόγου,
Σὰν τὴν αὐγὴν ἐκείνη μπήκαμε ὅλοι
Στὸν ἅγιο τόπο, ποῦχε ἡ Γῆ Μαντεῖο
Πανάρχαιο, στοὺς Δελφούς, τοῦ κόσμου ἀφάλι,
Τὸν παραδίνω ἀκέριο, μὲ τὸ Μέτρο
Καὶ τὸ Ρυθμό, σκαλὶ-σκαλὶ ἀπ᾿ τὴν κούνια
Τοῦ μόχτου, ἐξηγημένο ἕνα πρὸς ἕνα,
Στοὺς ἱερεῖς, καὶ ἁδρὰ τοὺς θωρακίζω
Μὲ δύναμη διπλή, ζωὴ καὶ γνώση,
Τὴ διπλὴ κορυφὴ γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦνε
Τῶν δυὸ τρανῶν Θεῶν καὶ τὴ Συνθήκη
Τὴ μυστική τους νὰ τὴ φέρουν πλέρια
Χαραγμένη σὲ πλάκες στὰ ἕρμα πλήθη,
Ποὺ καρτεροῦν ἀκόμα τ᾿ ἅγιο Μέτρο
Νὰ τὰ στυλώσει ὅλα μαζί. Κι ἀκόμα,
Τὸ Ῥόδο τὸ ἑκατόφυλλο τοὺς δίνω,
Τὸ σύμμετρο ἑκατόφυλλο, ὅπου ὅλα
Τὰ φύλλα του ἕνα, καὶ καθένα εἶν᾿ ὅλα,
Τῆς μύησης τὸ στεφάνωμα. Καὶ κεῖνοι,
Μὲ τὴ ζωὴ μεθοῦν τοὺς λαοὺς κι ὁλοένα
Στρέφουν τὴ γνώση ἐνάντια τους, κι ἀφήνουν
Τῆς ἁγίας συμμετρίας τ᾿ Ὀλύμπιο δῶρο,
Τὸ μυστικὸ ἑκατόφυλλο, νὰ ρέψει
Πότε σ᾿ αὐτὸ καὶ πότε πάνω στ᾿ ἄλλο
Σκαλὶ τῆς Μέθης κι ὁ καθένας στέκει
Σὲ κεῖνο τὸ σκαλὶ καὶ λέει: «εἶν᾿ ὅλος
Ὁ Διόνυσος δικός μου» καὶ θαρρώντας,
Στὴν κορυφὴ πὼς ἔφτασε, μὲ λόγο,
Μὲ πράξη ἢ τρόπο κλείνει καὶ στοὺς ἄλλους
Τοὺς δρόμους τ᾿ ἅγιου ἀνήφορου, ὅπου λάμπει
Ἡ ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀκέρια,
Ποὺ ἡ Λευτεριὰ εἶναι Γνώση, ἡ Γνώση Ἀγάπη,
Καὶ πιά, ἀπ᾿ τὴ Γνώση τούτη, δὲν εἶν᾿ ἄλλη.

Καὶ νά, ἀδερφοί μου! Αὔριο ξημερώνει
Ἡ αὐγή, ποὺ στοῦ Παγγαίου τὸ κορφοβούνι
Τ᾿ Ὄργιο τ᾿ ἁγνὸ νὰ λειτουργήσω μέλλω,
Στὸ βωμὸ πὤχω στήσει ἀπάνω-ἀπάνω
Τοῦ Ἀπόλλωνα, κομίζοντας τὸ Ρόδο,
Ποὺ ζωῆς καὶ γνώρας εἴδωλο, στοὺς κάμπους
Μὲ τόσην ἀναστήσαμε ἄγρυπνη ἔννια!
Τὸ Ῥόδο θέλω νὰ τοῦ πάω, καὶ ξαίρω,
Πὼς στοῦ βουνοῦ τὰ πλάγια καρτεροῦνε
Οἱ Μαινάδες, ποὺ μόλις ἐγευτήκαν
Τοῦ Βασσαρέα Διόνυσου τὴ χάρη
Καὶ τοῦ Σαβάζιου τοῦ ρυθμούς, κι «εἶν᾿ ὅλος»,
Φωνάζουνε, «ὁ Διόνυσος δικός μας,
Καὶ τὸ δικό μας τὸ Ῥόδο» καὶ προσμένουν
Νὰ μοῦ τὸ πάρουν ἀπ᾿ τὰ χέρια, κι ὅλα
Σκορπίζοντας τὰ φύλλα του, κι ἐμένα
Σφάγιο τ᾿ Ὀργίου τους νὰ μὲ σύρουν. Κι ὅμως
Τὸ Ῥόδο πρέπει αὐγὴ στὸ κορφοβούνι
Νὰ φέρω τοῦ Παγγαίου, καὶ νὰ τὸ φέρω
Δίχως ὀργή, ἀλαφρός, γαλήνιος, μόνος,
Γεμάτος ἀπ᾿ τὸ θάμα του, γεμάτος
Ἀπὸ τὴν πλέρια του εὐωδιά, γεμάτος
Ἀπὸ τὴν ἅγια συμμετρία του, ὅλος
Γεμάτος ἀπ᾿ τὴ γνώρα του καὶ μόνο.
Καὶ τί νὰ πῶ αὔριο στὸν Ἥλιο; «Σήκω,
Σαΐτεψε τὸ φίδι, πὤχει ἀφήκει
Ἡ παλιὰ φιδομάνα καὶ ποὺ τώρα
Πάλι τὴ γῆν ὁλόγυρα γυρεύει
Στὶς δίπλες του σφιχτὰ γιὰ νὰ τυλίξει»;
«Ξύπνα», νὰ πῶ, «Τιτάνα Ἐσύ, καὶ πάλι,
Κυκλόφερε τὰ θεῖα πατήματά Σου,
Τὰ θεῖα Σου τὰ σκιρτήματα τριγύρω
Στὸ φοβερὸ ἑρπετὸ ποὺ ξαναζώνει
Τὴ γῆ κι ὁ ὀσκρός του ἀρχίνισε νὰ τρέχει
Στὶς θεῖες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;
Τέτοια νὰ πῶ τὴ μέρα, ποὺ νὰ πάω
Μπροστὰ του πρέπει ἀνόργιστος, γαλήνιος,
Γεμάτος ἀπ᾿ τὴ γνώρα του, γεμάτος
Ἀπὸ τὴν ἅγια λάμψη του, γεμάτος
Ἀπὸ τὸ φῶς τὸ μάγο του, γεμάτος
Ἀκέριος ἀπ᾿ τὸ θάμα του καὶ μόνο;

Τί ἀλλοίμονο, ἂν δὲν πάω ἐγὼ τὸ Ῥόδο
Στοῦ μυστικοῦ τοῦ γυρισμοῦ τὴ μέρα,
Πού, διασκελώντας τὰ ὑπερβόρεια πλάτη,
Παντέχει μόνο ἀγνάντια του ἕνα χέρι
Νὰ τοῦ γνέψει: «Εἶμαι ἐδῶ καὶ Σὲ προσμένω»!
Καὶ πώς, τὸ Ῥόδο ἂν αὔριο δὲν τοῦ πάω,
Κατόπιν ἀπὸ μὲ κανεὶς θ᾿ ἀνέβει,
Ἄντρας ἢ λαός, τὸ χάος γιὰ νὰ μαγέψει
Μὲ τὴν κρυφή του λάτρα κι ἀπὸ πάνω
Νὰ γυρίσει γαλήνιος καὶ μεγάλος
Στὰ σκοτεινὰ τὰ βάραθρα;
Ὦ καλοί μου,
Ὅλο ν᾿ ἀθλεῖ καὶ νὰ μὴ λέει ποτέ του
Κανένας πὼς νικᾶ γιατί, ὅση νἆναι
Ἡ νίκη καὶ ἡ θυσία, θὰ νἆναι πάντα
Μικρὰ μπροστὰ στὸν Ἔρωτα.
Ὦ καλοί μου,
Σὲ λίγο Σᾶς ἀφήνω, καὶ τί τάχα
Γιὰ παρηγόρια νὰ Σᾶς πῶ; Εἶστε οἱ λίγοι
Σπόροι μιᾶς ἄμετρης σπορᾶς, νἀνθίσει
Ποὺ θὰ ν᾿ ἀργήσει αἰῶνες; Μὰ εἶστε οἱ σπόροι
Ἑνὸς ἀκέριου λυτρωμοῦ, καὶ φτάνει.
Κι, ὦ ἀγαπημένοι, ἂν θὰ δειπνήσω ἀπόψε,
Σ᾿ ὁμοφαγία κρυφὰ μαζί Σας τ᾿ ἅγιο
Ψωμὶ καὶ τὸ Κρασί, τὰ φύλλα ἀκόμα
Τοῦ πρώτου του ἑκατόφυλλου, ποὺ σ᾿ Ἕνα
Τὴν ἀναπνιά μας ἔσμιξε, κι ἂν τώρα
Ξερό ῾ναι, ὅλο καὶ πιότερο εὐωδάει,
Πηγὴ τῆς τέλειας Μνήμης καὶ τοῦ Πόνου
Καὶ τοῦ Σκοποῦ, νὰ Σᾶς τ᾿ ἀφήσω θέλω,
Νὰ Σᾶς θυμίζει, κι ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη,
Τὰ μυστικὰ σκαλιά, ποὺ ἡ κάθε Μούσα
Φυλάει κρυφὰ κι ἀλλάζει τ᾿ ὄνομά της
Καθὼς τοῦ Διόνυσου καὶ νά, ἀπὸ μνήμη
Σὲ μνήμη, ὁ λογισμός Σας ν᾿ ἀνεβαίνει,
Καὶ οἱ αἰστήσεις καὶ τὸ θάρρος Σας κι ἡ πνοή Σας,
Ὡς τὴν ψηλὴ κορφή, ποὺ πιὰ δὲ φτάνει
Τ᾿ ἅγιο Κρασί, τί ἀνοίγει πιὰ στὸ νοῦ Σας
Ἡ ἀνάπνια, ποὺ ὅλα Σᾶς τὰ δίνει σ᾿ Ἕνα,
Ψυχὴ καὶ σῶμα, αἷμα καὶ πνέμα, ἐχθρότη
Κι ἀγάπη, λαοὺς μὲ λαούς, τόπους μὲ τόπους,
Μὲ τὴ ζωὴ τὸ θάνατο, τοὺς αἰῶνες
Μὲ τοὺς αἰῶνες. Κι αὐτὴ νἆναι ἡ ὥρα
Τοῦ Ῥόδου τοῦ ἑκατόφυλλου βαθιά Σας,
Κι ἡ ὥρα τοῦ Ὀρφέα νἆναι σὲ Σᾶς γιὰ πάντα,
Πού, αἷμα καὶ πνέμα καὶ ψυχὴ καὶ σάρκα
Καὶ λυτρωμὸς τεράστιος, θὰ Σᾶς μπάζει
Στὸν κύκλο, ὅπου κι ἡ πίστη περισσεύει,
Τί θἆναι πίστη ἡ ἴδια ζωὴ στὴ μέση
Τῆς καρδιᾶς Σας γιὰ πάντα ἀναστημένη!
Μὰ νά, βραδιάζει ὁ Ἕσπερος ἐφάνη
Στὸν οὐρανὸ κι εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος
Ὡς τὴν κορφή. Τὰ χέρια δόστε τώρα
Ἀνάμεσό Σας καὶ στεριῶστε πάλι
Τὴ μαγικὴν ἀσύντριφτη ἁλυσίδα,
Ποὺ μὲ τὸν Ὅρκο ἐδέσατε τὴ νύχτα
Τὴν πρώτη, ποὺ ὁλοφάνερα μπροστά Σας
Μέσα στὰ οὐράνια δούλευε ὁ Πατέρας,
Τὰ σκότη ὀργώνοντας βαθιά, κι ὁ νοῦς Σας
Δέχτη τὰ πρῶτα φέγγη του κι ὁ πόθος
Ὁ μυστικός, ἀπὸ τὴ μαύρη βάση
Τῆς γῆς, τινάχτη ὡς δόρυ πέρα ἀπ᾿ τἄστρα!
Κι ἐγὼ τὴ Λύρα θὰ κρατήσω ἀκόμα
Γιὰ Σᾶς ἀπόψε μιὰ φορά. Σκωθῆτε,
Τί σκοτεινιάζει ὁ Ἕσπερος ἐφάνη
Χτυπᾶτε τὶς ἀσπίδες Σας κι ἀρχίστε
Τὸ μυστικὸ πυρρίχιο τὸ στερνό μου.
Τὶς ἀσπίδες χτυπᾶτε. Ὄρθιοι στὸν Ὄρθιο
Τῆς ψυχῆς Σας Σκοπό. Κι ἀρχίστε ἀγάλι
Τὸ φοβερὸ Χορὸ τοῦ Τέλειου Νόμου.
Τραγουδῆστε τὸν Ὅρκο. Αὐτὸν ἀφήνω
Στὸν τόπο μου. Κι ἀκέρια τὴν ψυχή Σας
Μεσ᾿ στὸν τιτάνα αἰθέρα ριζωμένη
Κρατεῖτε πιά. Ὀρφανὰ παιδιά, χορεῦτε!
Τὴν ἅγια Λύρα ἐχτύπησα. Ὁρκιστῆτε!

(Ὄρθιος ὁ Ὀρφέας κρούει τὴ λύρα.
Οἱ πολεμιστὲς σηκώνουν τὶς ἀσπίδες τους
καὶ ἀρχοῦνται γύρωθέν του. Τραγουδᾶν).

ΧΟΡΟΣ
Νύχτα, μητέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων,
Ὁ Ὅρκος ἐτοῦτος ἤτανε κρυφὸς
Βαθιά μας καὶ βαθιά Σου ἀλλ᾿ ὡς τὸ χνάρι
Τὸ πρῶτο του ἀχνοχάραξεν ἡ χάρη
Τοῦ Ἀρματωμένου τοῦ Ἔρωτα, ἅγια θάρρη,
Γέμισε ἀργά, σιγά, σὰν τὸ φεγγάρι,
Ὅλος του ὁ μαῦρος κύκλος ἀπὸ φῶς.
Νύχτα, μητέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων,
Μὲ θεοὺς κι ἀνθρώπους δένουμε τὰ χέρια ἐδῶ,
Τί πάνω ἀπὸ τῶν χρόνων καὶ τῶν τόπων
Τὰ σύνορα τὴν ἅγια Σου ἐπωδὸ
Μᾶς χάρισες. Ἀπ᾿ τ᾿ ἄραχλο σκοτάδι
Τοῦ πόνου μας ἐλέησες τὴ χαρά,
Μονάκριβη σὰ νἄβγαινε ἀπ᾿ τὸν Ἅδη
Μὲ κρύφια παντοδύναμα φτερά.
Κι ἀπ᾿ τὸ βαθύ Σου ἀμέτρητο βασίλειο,
Ἀκούραστο Τιτάνα κάθε αὐγή,
Ἀπάνω ἀπὸ τὶς ἔχθρητες τὸν Ἥλιο,
Ν᾿ ἀγκαλιάζει στὰ χέρια του τὴ Γῆ.
Κι ἀπὸ τὴ γῆν ἐμεῖς, ποὺ ἡ ἅγια μέθη
Μᾶς ὕψωσε ὡς τὸ μέγα μυστικό,
Ποὺ ἀπ᾿ οὐρανὸ καὶ γῆν ἀντάμα ἐδέθη
Τὸ Ῥόδο, ὦ Νύχτα, τοῦτο τὸ Ὀρφικό,
Τῆς πιὸ κρυφῆς φροντίδας μας τὸ θρέμα,
Τ᾿ ὁρκιζόμαστε, πάνω ἀπὸ ναούς,
Νὰ τὸ ποτίσουμε ὅλο μας τὸ γαῖμα,
Γιὰ νὰ τὸ δώσουμε αὔριο στοὺς λαούς.
Νύχτα, μητέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων,
Ὁ Ὅρκος ἐτοῦτος ἤτανε κρυφὸς
Βαθιά μας καὶ βαθιά Σου ἀλλ᾿ ὡς τὸ χνάρι
Τὸ πρῶτο του ἁλαφρόγραψεν ἡ χάρη
Τοῦ Ἀρματωμένου τοῦ Ἔρωτα, ἅγια θάρρη,
Γιομίζει ἀργά, σιγά, σὰν τὸ φεγγάρι,
Ὅλος του ὁ μαῦρος κύκλος ἀπὸ φῶς!


Πηγή: www.nektarios.gr
*Ἡ ἀφιέρωση τοῦ Διθύραμβου τοῦ Ρόδου στὸν Καβάφη (Πηγή: ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - ΤΡΙΑΝΤΑΤΡΙΑ & ΤΡΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 1902-1950, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ 1981)

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *