Ὁ ἐκτροχιασμὸς εἶναι ἀναπόφευκτος.

4d5319d9d8dcb65d5ac6a93b5a55b91a

ΤΩΡΑ ΟΙ ΤΡΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΠΟΥ ἄκουγα τὰ ξημερώματα πρέπει νά 'χουν φτάσει μακριά, νὰ τρέχουν μιὰ δῶ μιὰ κεῖ, καὶ νὰ συρράπτουν τὰ κομματάκια τῆς πραγματικότητας, τέτοιας ποὺ τὴν ἐκαταντήσαμε. Νὰ μποροῦν οἱ θεοὶ νὰ διαβάσουν τὶ γίνεται δῶ πέρα. Στὰ πλαϊνά μου τραπέζια οἱ ντόπιοι, αὐτοὶ ἔχουνε πέσει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἐφημερίδες ποὺ μόλις ἔφερε τὸ μεσημεριανὸ ἀεροπλάνο. Μυστήριοι ἄνθρωποι. Τοὺς ξέρω χρόνια, τοὺς παρακολουθῶ, τοὺς μελετῶ σὰν νά 'τανε πειραματόζωα. Στὶς κοινωνικές τους σχέσεις, τὶς οἰκογενειακὲς ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπαγγελματικές, συμπεριφέρονται μὲ μιὰν εὐθύτητα καὶ μιὰ ψυχικὴ εὐγένεια ποὺ μαρτυροῦν κοιτάσματα χρυσοῦ στὸ προγονικό τους ὑπέδαφος.

Ἡ κρίση τους εἶναι καθαρὸ μαχαίρι. Κόβει τὰ πράγματα σὲ καλὰ καὶ κακά, μαῦρα καὶ ἄσπρα, ὅπως μᾶς τά 'μαθε ἡ μάνα μας. Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακοῦν στὰ συνθήματα ποὺ τοὺς προσφέρουν μὲ τὸν δικό τους δόλιο τρόπο οἱ πολιτικὲς παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτὴ χάνεται. Καὶ τὰ μὲν καὶ τὰ δέ, εἶναι ὅλα καλὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ μέρος μας, καὶ ὅλα κακὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ ἄλλο. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ χωριστοῦν ἀλλιῶς. Οὔτε κανεὶς βιοχημικὸς ἤ ὀφθαλμολόγος θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει πῶς γίνεται τόσο ἑτερόκλητα πράγματα νὰ ἀποκτοῦν ἒξαφνα τὸ ἴδιο χρῶμα καὶ νὰ θολώνουν τὸ ἴδιο μυαλό. Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι ὅτι σὲ τελικὴν ἀνάλυση τὴ νύφη τὴν πληρώνεις ἐσύ, ποὺ βρίσκεσαι ἀπ' τοὺς ἀπέξω.

Δὲν τολμᾶς νὰ τραβήξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ πιστεύεις ὅτι ἱκανοποιοῦν τὴν ἐθνική σου φιλαυτία, καὶ βλέπεις νὰ βγαίνουν μαζί της ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι τῶν χρηματιστηρίων, ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν στὴν κόλαση ὅπως στὸ σπίτι τους. Δὲν κοιτᾶς ν' ἀγγίξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰσθήματά σου γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, καὶ βρίσκεσαι νὰ «κάνεις πορεία» μ' ἕναν συρφετὸ ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δική τους σκέψη ἀλλὰ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸν καθοδηγητή τους.

Ἔτσι ὅμως ἡ ψυχή μας ὑποχρεώνεται νὰ κυλήσει πάνω σὲ δύο γραμμὲς ποὺ ἀδυνατοῦμε νὰ παραλληλίσουμε. Ὁ ἐκτροχιασμὸς εἶναι ἀναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι ἐγὼ ποὺ ὀνειρευόμουν νὰ παραλληλιστοῦν ἄλλου εἴδους γραμμές, κι ἀπέβλεπα στὶς συντεταγμένες τοῦ γυμνοῦ σώματος καὶ τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀλκῆς καὶ τῆς ἱερότητας, τοῦ παρθενικοῦ καὶ τοῦ ἡδυπαθοῦς! Ποὺ ζητοῦσα νὰ καθαγιασθοῦν πρῶτα μέσα στὸ ἄδυτον τοῦ κάθε ἰδιώτη τὰ «κοινά», καὶ ἔτσι μόνον νὰ γίνουν κανόνες ζωῆς γιὰ ὅλους, μὲ τὸ ἴδιο ἦθος καὶ τὴν ἴδια δύναμη.

Οὐτοπία; Μπορεῖ· γιατί ὄχι; Μιὰ ἐκδοχὴ ἀνάμεσα στὶς ἄλλες εἶναι κι αὐτή, μόνο ποὺ ἔχει λιγότερες πιθανότητες. Κι ὕστερα κακολογοῦν τοὺς ποιητὲς ὅτι δὲν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν πραγματικότητα, μόνον κάθονται καὶ ρεμβάζουν. Καλὰ κάνουν. Νὰ βάζεις μὲ τὸ νοῦ σου ἁβρὰ πράγματα, καὶ μάλιστα νὰ τὰ βλέπεις ἀπ' τὴν ἀνάποδη, χρειάζεται νά 'σαι σκληρός. Ἥ μήπως ἀδιάφορη καὶ σκληρὴ δὲ δείχνει πάντα νὰ εἶναι μέσα στὶς συμφορές μας ἡ φύση; Μὰ εἶναι; Ἤ ζητάει τ' ἀδύνατα; Νὰ ἐκπληρώσει τὸν προορισμό της, χωρὶς ν' ἀφεθεῖ νὰ κλονιστεῖ ἀπὸ τὸ χτυποκάρδι μας; Αὐτό εἶναι. Τό 'νιωσα δυνατὰ στὸν πόλεμο, πάνω στὴν ὑποχώρηση τοῦ '41, μέσα στὸ φούντωμα τῆς ἄνοιξης, ὅταν ἔδινα βουτιὰ στὰ ριζὰ τῶν ὁλάνθιστων σύδεντρων γιὰ νὰ καλυφθῶ ἀπὸ τὰ γερμανικὰ στούκας. Μὲ τὸ μάγουλο στὸ ὑγρὸ χῶμα ζητοῦσα βοήθεια, συμπόνια, προστασία· νὰ μοῦ ψιθυρίσουν αὐτὰ τὰ μπουμπουκιασμένα κλωνιὰ ἕναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Τὸ μόνο ποὺ ζητοῦσαν ἦταν νὰ μοῦ ὑποβάλουν τὸ «αἰώνιο» ποὺ εἶχαν ταχθεῖ ν' ἀντιπροσωπεύουν.

Ἔτσι ὁ ποιητής. Σκληρός. Καὶ νὰ ζητάει τ' ἀδύνατα.

Ὤ νὰ μπορούσανε, λέει, καὶ τὰ ὀργανωμένα κράτη νὰ διαμορφώσουν μιὰ δημόσια ζωὴ μὲ νόμους σὰν αὐτοὺς ποὺ διέπουν τὸ ἄτομο. Νὰ ἐπιφοιτοῦσε στὰ κοινὰ ἡ ψυχή, καὶ μιὰ διαταγὴ τοῦ ὑπουργείου Ὑγείας νὰ ξαπόστελνε στὰ ἐργοστάσια ἐπεξεργασίας ἀπορριμμάτων ὅλες τὶς πενταροδεκάρες τῶν συμφερόντων, γιὰ νὰ βγοῦν ἔστω καὶ λίγα γραμμάρια ὀμορφιᾶς. Νὰ ἔπαιρνε πότε πότε ἡ συνεδρίαση τοῦ Κοινοβουλίου τὶς προεκτάσεις ποὺ παίρνει ἕνα δάκρυ ὅταν διαθλᾶ τὶς ἀθλιότητες ὅλες κι ἀπομένει νὰ λάμπει σὰν μονόπετρο.

Κοντολογίς, νὰ μποροῦσαν καὶ τὴ σημασία τῶν λαῶν νὰ τὴ μετρᾶνε ὄχι ἀπὸ τὸ πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιὰ μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στὶς ἡμέρες μας, ἀλλὰ ἀπ' τὸ πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς καὶ βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαὸς στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τὸ παραμικρὸ κεντητὸ πουκάμισο, τὸ πιὸ φτηνὸ βαρκάκι, τὸ πιὸ ταπεινὸ ἐκκλησάκι, τὸ τέμπλο, τὸ κιούπι, τὸ χράμι, ὅλα τους ἀποπνέανε μιὰν ἀρχοντιὰ κατὰ τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων.

Τι σταμάτησε αὐτὰ τὰ κινήματα ψυχῆς ποὺ ἀξιώθηκαν κι ἔφτασαν ὡς τὶς κ ο ι ν ό τ η τ ε ς ; Ποιὸς καπάκωσε μιὰ τέτοιου εἴδους ἀρετή, ποὺ μποροῦσε μιὰ μέρα νὰ μᾶς ὁδηγήσει σ' ἕναν ἰδιότυπο, κομμένο στὰ μέτρα τῆς χώρας πολίτευμα; Ὅπου τὸ κοινὸν αἴσθημα νὰ συμπίπτει μὲ κεῖνο τῶν ἀρίστων. Τί ἔγινε ἡ φύση ποὺ μαντεύουμε ἀλλὰ δὲν τὴ βλέπουμε; Ὁ ἀέρας ποὺ ἀκοῦμε ἀλλὰ δὲν τὸν εἰσπνέουμε;

Κουράστηκα νὰ τὰ λέω. Θά 'θελα νὰ μὴν εἶχα πιὰ τίποτα νὰ πῶ, ἀλλὰ πῶς· ποὺ νιώθω νὰ 'μαι ἀκόμη γεμάτος, φορτωμένος μὲ τόνους ἀνέμων, τσουβάλια Ἰουλίων, καλαθοῦνες ἀνθέων... Τὰ μὼβ ξεχειλίζουν. Τὰ σκοῦρα μοῦ κόβουν τοὺς ἀγκῶνες. Πολλὰ γαιώδη μουλιάζουν τὰ ροῦχα μου. Ἀλλά, ἐλαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τροῦλοι. Ἀνάγκη νὰ ξεφορτώσω. Πῶς ὅμως, ποὺ αὐτὰ πλέον ἔγιναν στοιχεῖα τοῦ ὀργανισμοῦ μου;

Ἔτσι καὶ τ' ἀδειάσω, ἔσβησα.



Πηγή: ὀδυσσέας ἐλύτης, τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ, Ἴκαρος

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *