Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ - Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (Κωστῆς Παλαμᾶς)
Ἔβγαλε διάτα ὁ Κρούταγος, τῆς Βουργαριᾶς ὁ τσάρος.
Δίνει στοὺς δούλους λευτεριὰ καὶ στοὺς ξενιτεμένους
δίνει πατρίδα· ἀνάθεμα στὸ σκλαβωτή, στὸν Κροῦμο!
Εἴκοσι χρόνους λιώνανε στ' ἄχαρα ξένα, κ' οἱ ἄντρες
γεράσαν, ἄντρες γίνηκαν οἱ νιοί, λεβέντες τώρα
καὶ τὰ παιδιά, μητέρες οἱ παιδοῦλες. Ὅλα φεύγουν.
Τρισάθλια τὰ γεράματα, κακόμοιρα τὰ νιάτα
ποὺ ἀνθοῦνε καὶ καρπίζουνε στὰ ξένα, σκλαβωμένα.
Μὰ τώρα ἀλλάξαν οἱ καιροί, τὸν Κροῦμο ἡ γῆ τὸν τρώει,
στὴν Πόλη τώρα Θεόφιλος ὁ συνετὸς ὁρίζει,
τώρα τοῦ Κρούμου τὸ σπαθὶ κρέμεται καὶ σκουριάζει.
Ἔβγαλε διάτα ὁ Κρούταγος, τῆς Βουργαριᾶς ὁ τσάρος.
Κοπαδιαστὰ περνᾶν, ἀργά· καὶ οἱ δοῦλοι ἀργὰ καὶ οἱ ξένοι,
πάνε. Ψηλάθε ἀπὸ θρονὶ ξαγναντευτὴς ὁ τσάρος.
Καὶ εἶναι γυναῖκες μὲ παιδιὰ καὶ μὲ ραβδιὰ γερόντι,
κι ἀπὸ τὸ βαρὺ φόρτωμα σκεβρώνεται καὶ γέρνει,
λεβέντη μου, ὁ καλόχτιστος ὁ τοῖχος τοῦ κορμιοῦ σου,
καὶ εἶν' ἡ παρθένα στὴ ντροπὴ καὶ στὰ ξεσκίδια μέσα.
Πεῖνα περνᾶ καὶ δυστυχιὰ καὶ γύμνια καὶ τρομάρα.
Κ' οἱ ὁλόδροσοι τῆς ὀμορφιᾶς ἀνθοὶ ἀπὸ τὸ λιοπύρι
σκληρὰ καμένοι τῆς σκλαβιᾶς καὶ χοντροδουλευτάδες
οἱ ἀρχόντοι, παραλλάματα κι ἀπὸ τὴν κακοπάθεια.
Ρόδα κι ἄν εἶχε ὁ σκλαβωτής, γιὰ τοὺς δικούς του τὰ εἶχε,
καὶ μόνο τὰ τριβόλια του πάντα ἔνιωθε κι ὁ σκλάβος.
Κι ὁ γήλιος πῶς τοὺς φλόγιζε χωρὶς νὰ τοὺς ζεσταίνῃ,
κ' ἐσύ, ἴσκιε, πῶς τοὺς πάγωνες χωρίς νὰ τοὺς δροσίζῃς!
Κι ὅλο περνᾶν, κι ὅλο περνᾶν οἱ σκλαβωμένοι ἐμπρός του,
καὶ πότε ἀναστενάζουνε καὶ πότε ἀχνογελᾶνε,
καὶ σμίγουν πόνος τῆς σκλαβιᾶς κ' ἐλπίδα τῆς πατρίδας
μέσα στ' ἀναστενάσματα καὶ μέσα στ' ἀχνογέλια.
Κάμετε ἀκόμα ὑπομονή καὶ πάρτε ἀκόμα δρόμο,
καὶ κάτου ἀπ' ἄλλους οὐρανοὺς ἄλλη γῆ θὰ πατῆστε,
θὰ κόφτε τὰ τριαντάφυλλα, θὰ σᾶς ζεστάνῃ ἡ ζέστα
τοῦ ἡλιοῦ σὰν κόρφος μητρικός, θὰ τὸ ρουφήχτε μάνα
τὸ δρόσος! Πᾶσαν ὀμορφιά, Πατρίδα, ἐσὺ τὴν ἔχεις.
Εἰδωλολάτρης ἄκαρδος ὁ Κρούταγος, ὁ τσάρος.
Ψὲς εἴταν ποὺ τὸ Μανουήλ, τὸν ἅγιο τὸ Δεσπότη,
μαρτυρικὸ τοῦ φόρεσε στεφάνι τοῦ Δεσπότη.
Μὰ τώρα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σὰ νὰ τὸν ἔχῃ ἀγγίξει,
μέρεψε, καὶ τὸ χαίρεται κρυφὴ χαρά του, ποὺ εἶναι
τῆς λευτεριᾶς ὁ μοιραστής, τ' ἄχαρου σκλάβου κόσμου
προσκύνημα. Μπρός του περνᾶν καὶ γονατᾶν καὶ σκύβουν.
Μόν' ἕνας μπρός του σὰν περνᾶ, δὲ γονατᾶ, δὲ σκύβει.
Δράκος δὲν εἶναι στὸ κορμί, στὰ χρόνια δὲν εἶν' ἄντρας,
ψὲς εἴταν ποὺ παιγνίδιζε μὲ τὰ παιγνίδια ἀγόρι·
νά τος! Ψηλὸς καὶ ἀλύγιστος, κ' εὐγενικὸς καὶ ὡραῖος,
καὶ στρατοκόπος ξέγνοιαστος, λεβέντης γαυριασμένος,
κ' ἡ φορεσιά του ἀρχοντικιά, κι αὐγερινή του ἡ ὄψη,
καὶ χρυσαϊτοὶ ὁλοτρόγυρα τοῦ σάκκου του κεντίδια.
Τὸν ἀγναντεύεις, καὶ νογᾶς πὼς δὲν τὸ ξέρει ἐκεῖνος
τὸ σκύψιμο τοῦ δουλευτῆ, καθὼς τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι,
τὸν ἀγναντεύεις καὶ νογᾶς, καθὼς ὁλόανθος εἶναι,
πὼς δὲν τὸν ηὗρε πουθενὰ νὰ τὸν πυρώσῃ ὁ γήλιος.
Στοῦ ἡλιοῦ τὴν πύρη δούλευαν γιὰ κεῖνον οἱ ἄλλοι κ' οἱ ἄλλοι,
καὶ φτωχοντύνονταν γι' αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν ἔχουν πάντα
ντυμένο στὰ λαμπριάτικα, καὶ σὰ νὰ καρτεροῦσαν
ἀπ' αὐτὸν καὶ τὸ κύλισμα τῆς πέτρας καὶ τὸ ἀνάστα.
Στὴ λεβεντιά του πέτεται κι ἄς εἶναι μὲ τοὺς σκλάβους.
Δὲ λὲς πὼς πάει στὸν τόπο του ραγιὰς ἀπὸ τὰ ξένα,
λὲς ἀπὸ πόλεμο γυρνᾶ καὶ θρόνος τὸν προσμένει.
Μόνο αὐτὸς δὲ γονατᾶ, μόνο αὐτὸς δὲ σκύβει.
Κι ὁ βασιλιὰς ξαφνίζεται, ρωτᾶ:—Ποιός εἶν' ἐκεῖνος
ποὺ δὲ μὲ προσκυνᾶ, ποιός εἶναι;—Εἶναι, τῆς χήρας εἶναι
ὁ γιός, μονόκλωνος βλαστός.—Γιὰ φέτρε τον μπροστά μου.—
Σὰν ἔρθῃ ἀπὸ βροχόνερο μανιωμένο ποτάμι
καὶ πλημμυρίσῃ καὶ χυθῇ καὶ πελαγώσῃ ὁ κάμπος
καὶ συνεπάρῃ τὰ δεντρὰ καὶ τὰ σπαρτὰ σκεπάσῃ,
κι ὁπόχει τὴν καλύβα του κατάμεσα τοῦ κάμπου
ξυπνώντας νύχτα ἀνέλπιστα βουϊτὸ χαμοῦ γρικήσῃ
καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πάῃ μπροστὰ καὶ μήτε πάει καὶ πίσω,
καὶ ἀχνίζει καὶ βουβαίνεται καὶ τρέμει καὶ ἀπομένει,—
στοῦ λυτρωμοῦ τὴν πόρτα ὀμπρὸς ὅμοια ὁ λαὸς ὁ σκλάβος
ἀχνίζει καὶ βουβαίνεται καὶ τρέμει καὶ ἀπομένει.
Ἀπάντεχο τὸ μπόδισμα τοῦ ἀκριβογιοῦ τῆς χήρας!
Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πάῃ μπροστά, γιατὶ τοῦ λείπει ἐκεῖνος,
καὶ πίσω ἀνήμπορος νὰ πάῃ, γιατὶ ἡ σκλαβιὰ εἶναι πίσω.
Κι ἀκούστηκε πνιχτὴ φωνή: «Μπῶ! μπῶ! καημένα ἀδέρφια,
ὁ κανακάρης κι ὁ ἀκριβὸς δὲ θὰ γυρίσῃ πίσω,
στοῦ βούργαρου τὴ δούλεψη θὰ φάῃ τὰ νιάτα, ὀϊμένα!»
Ἡ μάννα του σωριάζεται σὰν ἀστραποκαμένη,
κι ἀκοὺς ἀναστενάσματα καὶ οὐρλιάσματα σπαράζουν
τ' αὐτιά, γροθιὲς τεντώνονται καὶ σφίγγονται καὶ δέρνουν
τ' ἄδειο, καὶ ξεχωρίζονται τὰ χέρια καὶ σπαράζουν
καὶ ξερριζώνουν τὰ μαλλιά, καὶ μύριες ματιὲς πέφτουν
πρὸς τὸ θρονὶ τοῦ Κρούταγου καὶ γγίζουνε τὸν τσάρο
βουβὰ παρακαλώντας τον καὶ σὰν ἀπελπισμένα.
«Δὲ θέλουμ' ἐμεῖς λεύτεροι, κι ὁ νιὸς μακριά μας δοῦλος,
κάλλιο νὰ φὰν τὰ σίδερα γιὰ πάντα τὴ ζωή μας!»
Κ' ἔπιασε ὁ λόγος ὁ γοργὸς κι ἅπλωσε πέρα ὡς πέρα.
Ἔτσι τὰ κύματα ὁ βοριὰς τό 'να πὰ στ' ἄλλο ἁπλώνει:
«Παρὰ μακριά του λεύτεροι, κάλλιο μαζί του σκλάβοι!»
Ποιὸς εἶναι ὁ γιὸς τῆς χήρας, ποιός, ὁ μοσκαναθρεμμένος,
προσκυνητάρι ἑνὸς λαοῦ κ' ἑνὸς λαοῦ λαχτάρα,
κι ἄν τὸν κρατήσῃ ὁ Κρούταγος, καὶ τί κακὸ θὰ κάμῃ;
(Κόψε, κιθάρα μου ἐπική, τὸ δρόμο σου, καὶ πάρε
τὸ μονοπάτι ἑνὸς καιροῦ πρωτήτερου, καὶ τράβα).
*
Εἴτανε μέρα θερισμοῦ, μεσημεριοῦ ὥρα εἴταν,
ὁ κάμπος ὁ κατάσπαρτος μόλις γλυκοσαλεύει,
σὰν ἕνα κοίμισμα παιδιοῦ ξανθότατου στὴν κούνια.
Τὸ κόψανε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ θέρισμα κ' οἱ ἀργάτες
καὶ δὲν ἀκούγεται λαλιὰ καὶ δὲν γρικιέται γούζλα,
τῆς μέρας εἶναι ἡ ζωγραφιά, τῆς νύχτας ἡ γαλήνη.
Τὰ περιστέρια ταιριαστὰ φωλιάζουν καὶ κοιμοῦνται
καὶ κάποιοι σὰ χιονόβολα ποὺ δὲν τὰ λιώνει ἡ φλόγα.
Μέσ' στὰ χωράφια ποῦ καὶ ποῦ καὶ οἱ παπαρούνες γέρνουν
στεγνὲς τὶς πορφυρόμαυρες θωριές τους πρὸς τὸ χῶμα,
σὰ νὰ ζητᾶν ἀπὸ τὴ γῆ τὸ δρόσος ποὺ δὲ βρίσκουν,
κι ἀπὸ τὴ λαύρα στέκονται σωμένες οἱ ἀγελάδες
μὲ τὰ μεγάλα μάτια τους τὰ μαῦρα ποὺ γυαλίζουν,
κι ἀπὸ τὸ διάβα τοῦ καιροῦ μαυροκιτρινιασμένα.
Τὸν ἴσκιο τους ἀνώφελο ξαπλώνουν τὰ πλατάνια
καὶ σὰ νὰ καρφωθήκανε τὰ φύλλα στὰ κλαδιά τους.
Στυλώνει ὁ γήλιος τὴ ματιά, ματιὰ πυρὴ φιδίσια,
τὴ γῆ, τὸ μυριοπλούμιστο πουλί, γιὰ νὰ βασκάνῃ·
καὶ κάθε τι καλό, γερό, καὶ λυγερὸ καὶ μέγα,
σωπαίνει καὶ ὀνειρεύεται καὶ δένεται ἀπὸ μάγια.
Νὰ πάρῃ λίγη ἀνάπαψη δὲν πρόφτασε καὶ ἡ χήρα,
στὸν τόπο της ἀρχόντισσα καὶ στὴ σκλαβιὰ θερίστρα,
καὶ τρέμει, καὶ σηκώνεται, καὶ τρέχει στὸ παιδί της.
Μαραζωμένος ὁ ἄντρας της ἀπὸ τὴν καταφρόνια,
καὶ ἀπόμενε μὲ τὸ παιδί, μονάκριβο βλαστάρι.
Κρεββάτι λευκοπράσινο, κι ὅσο νὰ πάψῃ ὁ θέρος,
τοῦ στρώνει γιὰ νὰ κοιμηθῇ, μὲ κάποια χλόη σὰ θάμα
μέσα στὴ βράση, καὶ μ' ἀνθοὺς ποὺ σὰ νὰ ξεψυχοῦσαν,
κάτου ἀπὸ δάφνης ἴσκιωμα, στὸ ρίζωμα τῆς δάφνης.
Μά εἶναι κοντούλι τὸ δεντρί, καὶ νά! ψηλώνει ὁ γήλιος
κ' οἱ ἀχτίδες του κατάσταυρα τὸ ἀγόρι της χτυπᾶνε·
καὶ τ' ἀγναντεύει· πααίνοντας γιὰ νὰ τὸ πάρῃ, βλεπει
κάτι σὰ μέγα σύγνεφο ποὺ γοργοχαμηλώνει
καὶ παίρνει καὶ ζυγιάζεται ἴσ' ἀπάνου ἀπὸ τὸ βρέφος,
καὶ νὰ τὸ κρύψῃ πολεμᾶ καὶ νὰ τὸ πάρῃ τοῦ ἥλιου
κοιμίζοντάς το πιὸ βαθιὰ στὴν πυκνεράδα τοῦ ἴσκιου.
Ξαφνιάζεται καὶ λαχταρᾶ καὶ ξεφωνίζει ἡ χήρα.
Δὲν εἶναι μέγα σύγνεφο, δὲν εἶναι ἀχνοῦ μαυρίλα.
Νά τος! ἀϊτὸς κυνηγητής, ἀϊτὸς καμαρομύτης,
μὲ τὰ τετράπλατα φτερά, τὰ κλαδωμένα πόδια,
καὶ τὸ κορμὶ τὸ παρδαλό, τὸ κίτρινο, ἄσπρο, μαῦρο.
Στῆς γυναικὸς τ' ἀνάκρασμα τρέχουν κ' ἀκόμα τρέχουν
θερίστρες, θεριστάδες, λαός, ἀπὸ παντοῦ κ' οἱ ἀργάτες,
κι ἀνάφτουν πετροπόλεμο νὰ διώξουν τ' ἀγριοπούλι,
καὶ τ' ἀγριοπούλι φεύγει μιὰ καὶ μιὰ ξανασιμώνει,
κ' ἑφτὰ φορὲς τὸ κυνηγᾶν κ' ἑφτὰ φορὲς γυρίζει
πάνου ἀπ' τὸν ὕπνο τοῦ παιδιοῦ ν' ἁπλώσῃ τὰ φτερούγια.
Καί νά! ἕνας γέρος δουλευτὴς ποὺ κάτεχε ἀπὸ μάγια
κι ἀπὸ μαντέματα ἔνιωθε, πρόβαλε καὶ εἶδε καὶ εἶπε:
«Μεγάλη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δόξα στ' ὄνομά του
κι ὁ σταυραϊτὸς εἶναι σταλτὸς ἀπὸ τὸ θέλημά του.
Τὸν ἐρχομὸ τῆς ἄνοιξης μᾶς δείχνει τὸ λελέκι,
κ' ἐσύ, χυνόπωρο, μᾶς λὲς ἡ κυκλαμιὰ πὼς ἦρθε,
μᾶς λέει τὴ μοῖρα τὴν τρανὴ κι ὁ ἀϊτὸς ὁ μακρομάτης,
ἡ κουκουβάγια ὅπου ἀκουστῇ τὴ συφορὰ μηνάει,
τὸ χελιδόνι ὅπου σταθῇ τὴν εὐτυχία μοιράζει,
κι ὅποιον ἰσκιώσῃ σταυραϊτός, αὐτὸς θὰ βασιλέψῃ.»
Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε, κι ἄλλος τὸ λόγο παίρνει,
γραμματικός, πνευματικὸς τῶν περασμένων, καὶ εἶπε:
«Ἀκόμη δὲ σωθήκανε τὰ πεντακόσια χρόνια,
ποὺ οἱ Βάνταλοι καὶ οἱ Βάνταλοι χυθήκανε τοῦ κόσμου,
τὴ Ρώμη διαγουμίζουνε, τὴν Πόλη φοβερίζουν.
Ὁ Γεζερίχος ρήγας τους, τοῦ Ἀττίλα σταυραδέρφι,
χυμᾶ, χτυπᾶ, σκορπᾶ, νικᾶ, καίει, σφάζει, ξολοθρεύει,
τ' ἀσκέρι τὸ βασιλικὸ τὸ σφιχτοκλεῖ, τὸ ἀδράχνει
στὰ ξόβεργα τὰ δυνατὰ, στὰ σιδερένια βρόχια.
Κοπαδιαστὰ μακρόσυρτοι περνᾶν ἀπό μπροστά του
καὶ οἱ σκλάβοι· ἀπὸ τὸ ψήλωμα τοὺς βλέπει ὁ Γεζερίχος.
Ὁ Γεζερίχος πρόσταξε: «Σ' ὅλους φωτιά! μαχαίρι!»
Καὶ τὸν τζελάτη καρτερᾶν ἀραδιασμένοι οἱ σκλάβοι,
κ' ἕνα σκλαβάκι μοναχὰ δὲν καρτερᾷ, κοιμᾶται,
κ' ἑνὸς ἀϊτοῦ τὰ ὁλάνοιχτα φτερούγια τὸ σκεπάζουν.
Κι ὁ Βάνταλος ξαφνιάζεται, καινούρια διάτα βγάζει:
«Μὴ τὸν πειράζετε τὸ νιὸ τὸ γλυκοκοιμισμένο,
τὄγραψε ἡ Μοῖρα βασιλιὰς νὰ στυλωθῇ σὲ θρόνο».
Κι ἀντὶ μαχαίρι καὶ φωτιά, τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἀνοίγει.
Κ' ἔστρεξε ὁ λόγος, βασιλιὰς θρονιάστηκε ὁ σκλάβος».
Κ' ἦρθε καὶ ἡ μάννα, κ' ἔσκυψε πρὸς τὸ παιδί της καὶ εἶπε:
«Σοῦ πρέπει, ἐσένα, ἀγάπη μου, βασιλικὸ στεφάνι,
ἐσένα εἶναι πατρίδα σου τ' Ἀλέξαντρου ἡ πατρίδα,
τοῦ πιὸ μεγάλου βασιλιᾶ, ποὺ τοῦ Βουκέφαλου εἴταν
ὁ καβαλλάρης, κ' ὕστερα τοῦ κόσμου ὁ καβαλλάρης.
Κ' εἴταν ἐσὲ ὁ πατέρας σου χρυσοῦ δεντροῦ κλωνάρι,
καὶ πέτρα ἐγὼ σκοταδερὴ κορώνας ἁγιασμένης.
Αἷμα στὶς φλέβες σου κρατᾶς ἁγιοκωσταντινάτο.
Τὸ δέντρο τῶν Ἀρσάκηδων κλώνια κι ἀκόμα κλώνια
σὲ δύση καὶ σ' ἀνατολὴ βασιλικὰ θὰ σπείρῃ.»
Κι ἀκόμ' ἀεροζυγιάζονταν ὁ ἀϊτὸς μὲ τὰ φτερά του.
Τέτοια δροσιὰ ζωντάνεψε καρδιὲς μαραζωμένες,
κι ἄς ἔκαιε τὸ μεσημερνὸ τοῦ θεριστῆ λιοπύρι,
καὶ τέτοια αὐγὴ προφητικιὰ τὸ γλυκοχάραμά της
μέσα στὸ νοῦ τὸ ξάπλωσε τ' ἄχαρου σκλάβου κόσμου.
Τ' ὄρνιο τὸ μακροφτέρουγο φτερούγιασε καὶ πάει,
ὅμως τὸ μάγεμα ἔστεκε τοῦ ἴσκιου του γιὰ πάντα.
Κ' ἔτσι ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ κι ἀπὸ τὴ μέρα κείνη
τὸ νιὸ τὸν εἶχαν κόνισμα καὶ τόνε προσκυνοῦσαν.
(Ἔβγα, κιθάρα μου ἐπική, μέσ' ἀπ' τὸ μονοπάτι
ποῦ πῆρες, κι ἀκολούθησε τὸ δρόμο σὰν καὶ πρῶτα).
*
Καὶ τοῦ μιλᾶ κι ὁ Κρούταγος, τῆς Βουργαριᾶς ὁ τσάρος.
—Ποιός εἶσαι, ἐσὺ ὁ περήφανος, ὁ ἀρχοντομαθημένος;
—Ὁ γιὸς τῆς χήρας εἶμ' ἐγώ, μονάκριβή της κλήρα.
—Πές μου, καὶ ποιὸς ὁ τόπος σου, πῶς τὸ λὲν τὸ χωριό σου;
—Μακεδονίτης εἶμαι ἐγώ, καὶ τὸ χωριό μου ἡ Νίκη.
—Ἔρχεσαι στὸ παλάτι μου, παιδόπουλο δικό μου,
νὰ μοῦ βαστᾶς τὴ βέργα μου, τ' ἄρματα νὰ μοῦ ζώνῃς,
νὰ μοῦ βοηθᾶς τὸ ντύσιμο, νὰ μοῦ σελλώνῃς τὸ ἄτι,
νἄχῃς περίσσια τ' ἀγαθά, καντάρια τὸ χρυσάφι;
—Πολλοί σου οἱ χρόνοι, ρήγα μου, κ' ἡ χάρη σου μεγάλη,
μὰ ὅπου τὸ χῶμα ἀσκλάβωτο, καὶ τὸ παλάτι μου εἶναι,
δουλεύω μόνο ὅπ' ἀγαπῶ κι ὅπου μὲ λαχταρᾶνε,
κ' ἐγὼ εἶμαι τὸ παιδόπουλο στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου.
Ρήγα, βαριὰ εἶν' ἡ βέργα σου γιὰ τὰ δικά μου χέρια
κι ὅντας μοῦ τύχῃ ἀρματωσιά, τὴ ζώνω τοῦ κορμιοῦ μου.
Ἡ μάννα μου δὲ μ' ἔμαθε τὴν τέχνη τῆς στολίστρας
καὶ μέσα στὸ χρυσάφι σου τὸν ὕπνο μου θὰ χάσω.—
Ὁ νιὸς ἀπολοήθηκε τοῦ Κρούταγου τοῦ τσάρου,
τὰ λόγια τὰ λεβέντικα τὰ εἰπε γλυκὰ σὰν κόρη
καὶ τοῦ ἔλαμψε στὸ πρόσωπο τριανταφυλλένια λάμψη.
Καὶ συγνεφιάζει ὁ βασιλιὰς καὶ οἱ πρῶτοι του φρενιάζουν,
φέρθηκε ὁ νιὸς ἀπόκοτα καὶ θάνατος τοῦ πρέπει.
Κρούταγε, ἀπὸ τὸ θρόνο σου τινάζεσαι, καὶ ὁλόρθος
φιλεῖς τὸ νιὸ στὸ μέτωπο, τοῦ λές παλληκαρίσια:
—Γύρισε στὴ μητέρα σου καὶ τρέξε στοὺς δικούς σου,
καὶ γλέντησε τὴ νιότη σου, χάρου τὴν ἀφοβιά σου·
κι ἄν εἶσαι λιονταρόπουλο, κ' ἐγὼ εἶμαι λιόντας. Εἶπα.—
Σὰν ἀγριέψῃ ἡ θάλασσα καὶ σηκωθῇ ἡ φουρτούνα
καὶ τὸ καράβι πάῃ κ' ἡ ξέρα τρίψαλο τὸ κάμῃ
κ' οἱ ταξιδιῶτες μαζωχτοῦν ἔρμοι σὲ μιὰ βαρκούλα
καὶ φέρνονται καὶ δέρνονται μερόνυχτα καὶ πάνε
καὶ μιὰν ἀπέραντη ἐρημιὰ μαύρου νεροῦ τοὺς τρώει,
κ' ἔξαφνα, ἀπάντεχα, βαθιὰ λευκὸ πανὶ ἀντικρύσουν
ποὺ ὅλο σαλεύει, ἀνοίγεται, κ' ἔρχεται καὶ σιμώνει,
δὲ χαίρονται τέτοια χαρά, μὲ τέτοιο δὲ μεθᾶνε
μεθύσι, δὲν τὰ δέρνουνε τὰ γύρω τους μὲ τέτοιο
βουϊτὸ πανηγυριώτικο, τὰ χέρια δὲν ὑψώνουν
πρὸς τὰ οὐράνια ὁλόκαρδα, δὲν τραγουδᾶν τὴ νίκη,
σὰν τὴ βοὴ καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴ γιορτὴ τοῦ κόσμου
ποὺ ὁ νιὸς τοῦ ξαναδόθηκε, ποὺ νίκησε ὁ λεβέντης.
Κι ἀκούστη τότε ἕνα πουλὶ κρυμμένο σ' ἕνα δέντρο,
κι ἀκούστη καὶ τραγούδαγε πασίχαρο τραγούδι·
δὲν κελαϊδᾶ σὰν τὸ πουλί, σὰν ἄνθρωπος μιλάει:
«Ψὲς ποὺ γλυκοκοιμήθηκα, μέσ' στ' ὄνειρό μου τί εἶδα;
Τῆς Πόλης εἶδα τὸ ἱερό, τὸ μέγα τὸ Παλάτι,
καὶ τῆς αὐλῆς τοῦ παλατιοῦ κατάμεσα ἕνα δέντρο,
δέντρο κυπαρισσόδεντρο, χρυσὰ εἴταν τὰ κλαδιά του,
χρυσὰ τὰ φύλλα του, χρυσὴ καὶ ἡ ρίζα καὶ ἡ κορφή του,
καὶ στὴν κορφὴ καθότανε περήφανος λεβέντης,
γειά σου χαρά σου, γιέ μου ἐσύ, τῆς χήρας τὸ καμάρι!
Περηφανέψου, Ἀνατολή, καὶ ζηλοφτόνα Δύση,
κ' ἐσύ, Κωνσταντινούπολη, βάλε τὰ γιορτερά σου,
Γένος μακεδονίτικο φυτρώνει καὶ καρπίζει,
βλαστοὺς καὶ παραβλάσταρα ξαπλώνει βασιλιάδες,
κ' εἶναι τῆς χήρας τὸ παιδὶ τὸ πρώτοβλάσταρό του.
Ἀνοίγει καὶ ἡ Χρυσόπορτα διάπλατη καὶ προσμένει
τοὺς βασιλιάδες, νὰ διαβοῦν μὲ τὶς χρυσὲς κορῶνες.
Σκίστε τὴ γῆ καὶ μέσα της κρυφτῆτε ντροπιασμένοι,
Σαρακηνοὶ καὶ Νορμανοὶ καὶ Βούργαροι καὶ Ροῦσοι!»
1886,1906.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Φωτογραφία: Στέψη Βασιλείου Β' ὡς συναυτοκράτωρ τοῦ πατέρα του Ρωμανοῦ ΙΙ ἀπό τον Πατριάρχη Πολύευκτο, Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025)………ο ένδοξος αυτοκράτωρ - Χείλων
Ἑλλήνων Φῶς