Ὁ Κ. Καβάφης γιὰ τὸν Πόντο καὶ τὸ θλιβερὸ σήμερα

Οπως γράφω στὸ βιβλίο μου «Κ. Π. Καβάφης: Ἡ νεώτερη αἰγυπτιακὴ Σφίγγα», ὁ Ἀλεξανδρινὸς ποιητής, ὅσο κι ἄν ἔλεγε ὅτι «τὸ παρὸν δὲν μὲ ἐμπνέει», ὡστόσο τὸ παρὸν ἦταν αὐτὸ ποὺ τὸν δονοῦσε καὶ τὸν πονοῦσε.

Τὸ Μάρτιο τοῦ 1924, ὅταν εἶχε ξεσπάει ἄγρια ἡ θύελλα σὲ βάρος τῶν Ποντίων, μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι διάβαζε δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ ἀναφέρονταν στὸ χαμὸ τῶν μεγάλων κέντρων τοῦ Ἑλληνισμοῦ («Πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν τη πῆραν τὴ Σαλονίκη»), στάθηκε ἰδιαίτερα στὸ πολυθρύλητο ποντιακὸ «Πάρθεν», ποὺ τὸ ἔβαλε τίτλο στὸ ποίημὰ του. Γράφει:

«Ὅμως ἀπ’τ’ ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ἆσμα
τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενὴ του γλῶσσα
καὶ μὲ τὴ λύπη τῶν Γραικῶν τῶν μακρυνῶν ἐκείνων
ποὺ ἴσως ὅλο πίστευαν πὼς θὰ σωθοῦμε ἀκόμη».

Ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται στὶς φροῦδες ἐλπίδες τῶν κατοίκων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Τραπεζοῦντος ποὺ πίστευαν ὅτι θὰ σωθοῦν άπὸ τὴν ἁρπάγη τῶν Τούρκων. Ἀλλὰ τὸ «μοιραῖον πουλὶν» τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὶς ψευδαισθήσεις τους. Ὁ Γ. Ἀμιρούτζης εἶχε προετοιμάσει τὴν παράδοσὴ τους. Τὸ γράμμα τῆς ὑποταγῆς στὸ σουλτάνο τὸ διαβάζει ὁ Γιαννίκας, «ἕνας χέρας υἱὸς» καὶ ὀλοφύρεται:

«Σὶτ’ ἀναγνώθ’ σιτ’ ἀνακλαίγ σιτ’ ἀνακρούγ’ τὴν κάρδιαν. Ν’ ἀοιλῆ ἐμᾶς νά βόϊ ἐμᾶς ἡ Ρωμανία πάρθεν».

Ὁ Καβάφης ἤδη ἀπὸ τὸ 1921 εἶχε αἰσθανθεῖ τὴν καταστροφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ Πόντου καὶ τὸν ξεριζωμὸ τῶν κατοίκων του ἀπὸ τὶς προγονικὲς του ἑστίες. Μέσα του ὑπῆρχε πολὺ ὀδύνη γιὰ τὸν Πόντο, ὅπου πιθανῶς ὑπῆρχαν κάποιες προγονικὲς ρίζες του. Ὅμως ὁ Καβάφης, ἐναργέστερα ἀπὸ κάθε ἄλλον ποιητή περιέγραψε καὶ τὴν ἄθλια οἰκονομικὴ μας κατάσταση καὶ κατάπτωση μὲ ἕνα ποίημα ποὺ ἔγραψε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1894, δηλαδὴ ἕνα χρόνο μετὰ τὴν πτώχευση τοῦ 1893. Τὸ ποίημα αὐτό, ὅπως καὶ τὸ προηγούμενο, ἀνήκει στὰ ἀνέκδοτά του κι ἐλάχιστα ἔχει προσεχθεῖ ἀπὸ τοὺς μελετητὲς τοῦ ἔργου του. Μὲ τὸ ποίημα αὐτὸ ποὺ ἐπιγράφεται «Ὅποιος ἀπέτυχε», ὁ ποιητὴς δείχνει τοῦτο τὸ θλιβερό: Ἡ οἰκονομικὴ κατάπτωση, φέρνει καὶ τὴν ἠθικὴ φέρνει το "τσαλάκωμα" τῆς ἀξιοπρέπειας, φέρνει τὴν ταπείνωση, τὸν ἐξευτελισμὸ. Ἄς τὸ διαβάσουμε, μήπως καὶ βάλουμε στὸ μέλλον μυαλό. Χρόνια φωνάζω στὸ λαό, νὰ ἀκούει τὰ λόγια τῶν ποιητῶν καὶ ὄχι τὰ λόγια τῶν πολιτικῶν. Μπορεῖ τὰ λόγια τῶν ποιητῶν νὰ εἶναι πικρὰ καὶ τῶν πολιτικῶν παχιά, ὅμως τῶν πρώτων εἶναι περισσότερο θεραπευτικά.

«Ὅποιος ἀπέτυχε, ὅποιος ξεπέσει
τὶ δύσκολο νὰ μάθει τῆς πενίας
τὴ νέα γλῶσσα καὶ τοὺς νέους τρόπους.
Εἰς τ’ ἄθλια ξένα σπίτια πῶς θὰ πάει!
μὲ τὶ καρδιὰ θὰ περπατεῖ στὸν δρόμο
κι ὅταν στὴν πόρτα ἐμπρός βρεθεῖ ποῦ θἄβρει
τὴν δύναμι ν’ ἀγγίξει τὸ κουδούνι.
Γιὰ τοῦ ψωμιοῦ τὴν ποταπὴν ἀνάγκη
καὶ γιὰ τὴν στέγη, πῶς θὰ εὐχαριστήσῃ!
Πῶς θ’ ἀντικρύσῃ ταὶς ματιαὶς ταὶς κρύαις
ποὺ θὰ τὸν δείχνουνε ποὺ εἶναι βάρος!
θ’ ἀρχίσουν νὰ ὁμιλοῦνε ταπεινά
καὶ τὸ ὑψηλὸ κεφάλι πῶς θὰ σκύψῃ!
τ’ αὐτιὰ μὲ κάθε λέξι-κ’ ἐν τοσούτῳ
πρέπει νὰ κάμνῃς σὰν νὰ μὴν τὰ νοιώθῃς
σὰν νἆσαι ἁπλοῦς καὶ δὲν καταλαμβάνεις».

Μὲ τὴ φράση «ἁπλοῦς καὶ δὲν καταλαμβάνεις» ὁ ποιητής θέλει νὰ πεῖ πὼς σὰν ξεπέσεις οἰκονομικὰ, θὰ πρέπει νὰ κάνεις τὸν χαζὸ καὶ νὰ προσποιεῖσαι ὅτι δὲν καταλαβαίνεις τὰ περιπαίγματα καὶ τοὺς λοιδορισμοὺς τῶν ἄλλων, τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀσκεῖσαι στὴ γύμναση τῆς ζητιανιᾶς. Τὸ εἶχε πεῖ πολύ πρὶν ὁ Διον. Σολωμός: «Δὲν εἶν’ εὔκολες οἱ θύρες, ὅταν ἡ χρεία (=ἀνάγκη) τὲς κουρταλεῖ (=κτυπᾶ)». Ἀφοῦ, δὲν εἴχαμε μυαλὸ, ἄς κτυπᾶμε τὸ κεφάλι μας. Ἄλλωστε, ὅπως λέει καὶ το ἆσμα «θέλει σπάσιμο». Ἀλλά καὶ ἄν τὸ σπάσουμε, τὶ θὰ βγεῖ; Ἡ φαλάκρα, φοβᾶμαι, εἶναι ἐσωτερική.

www.sarantoskargakos.gr


Πηγή: kontranews.gr

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *