Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς «στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου»
118*
Τρίτη 12.8.24
Τὴν παρασκευή τήν περασμένη ἔμενα στὸ σπίτι, ὄχι καθώς πάντα, ἀλλ' ἀδιάθετος. Οἱ συνηθισμένες ἀρρώστιες πού προσθέτουν καί στήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς καί στή νευρικότητα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά τήν ἀδιαθεσία μου τάραττεν ἀκόμη ἡ μελαγχολική σκέψη πώς δέν θά ἠμποροῦσα νά εἶμαι τήν ἐρχόμενη Κυριακή πρωΐ «στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Εἴπα ὄμως, ὅ,τι κι ἄν εἶναι, θά εἶμαι. Κ' ἔτσι τήν Κυριακή, βρέθηκα... καλά. Τό μόνο πού μέ δυσαρέστησεν ἦτον ὅτι ἀντί νά εἶμαι στήν ἐκκλησία στίς 10 ἀκριβῶς, καθώς ἔπρεπε, δεν κατώρθωσα παρά νά βρεθῶ ἐκεῖ κοντά στις 10 1/2. Ἔξω στά προπύλαια, κόσμος πάντα, γυναίκειος ὡς ἐπί τό πολύ. Ἡ Ἀθήνα γέμισε κόσμο, πανσπερμία, καί τῶν ναῶν ἡ πελατεία θά εἶναι, φυσικά, πολυπληθέστερη· θά εἶχε τελειώσει ἡ λειτουργία. Δυστυχῶς, δέν γνωρίζω καλά τό ρυθμό πού ἀκολουθοῦν οἱ κυριακάτικες rites τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Ἀδιάφορο. Ἐγώ πῆγα πιστός σέ κάποιο πρόσταγμα, ἀντιπρόσωπος, ποιός ξέρει! μιᾶς ψυχῆς μέ τήν κρυφή προσδοκία μιᾶς συγκίνησης... mystique! Ὁ μεγάλος μου maître, ὁ Joergensen εὕρισκε τή mystique allemande, καθώς γράφει, μόνο στά παλαιά βιβλία, ὅμως τήν ἰταλική μυστηριακή κατάνυξη τήν ἀπαντοῦσε, ταξιδεύοντας στήν Ἰταλία, στό δρόμο, σέ κάθε τριάντα βήματα. Ποιός ξέρει, ἄν ἀποκάτου ἀπό τούς θόλους τῆς ἐκκλισιᾶς συτῆς μοῦ εἴταν γραφτό νά χτυπηθῶ ἀπό ἕνα τέτοιο παλμό! Ἄ! τί ὄνειρα ἀργά παρουσιάζονται στό ταραγμένου μου πνεῦμα, καί πόσο πιά ἀργά γιά μένα! Ἡ ἐκκλησία εἴταν σχεδόν ἄδεια. Σιωπηλή. Προχώρησα πρός τή θέση πού πάντα πηγαίνω, πρός τα δεξιά. Μόλις ἔφεγγ' ἕνα φῶς θαμπό, σκοταδερό. Τά μάτια μου μέ κόπο ξεχώριζαν τίς ἀγιογραφίες γύρω μου. Ἀπό καιρό σέ καιρό ἔμπαιναν ἄνθρωποι ἥσυχα ἥσυχα, προχωροῦσαν στούς βωμούς ἐκεῖ ἤ στά στασίδια τους, ἔκαναν τό τυπικό geste τοῦ γονατίσματος, δύο ἡλικίες, κυριώτατα, γριές καί παιδοῦλες. Παρατήρησα τοῦτο: ἡ γυναίκα πού τή βλέπεις στό δρόμο, ἀδιάφορα ἤ μέ ζωηρόν ἐνδιαφέρον, καί μέ ὅλα της τά κοσμικά καί τά πειραχτήρια θέλγητρα καί πού ἤ τή νοστιμεύεσαι ἤ τήν ἀντιπαθεῖς (μιλῶ γενικώτατα καί ὅλως διόλου ἀπρόσωπα), ἡ γυναίκα αὐτή ἡ ἴδια, ἡ νεαρώτατη, ἡ ἀνθηρότατη, ἡ προκλητική, ἡ ἀνούσια, ἡ ἄσχημη μέ τό ἴδιο παράστημα καί μέ τήν ἴδια φορεσιά, σοῦ φαίνεται μέσα στήν ἀτμοσφαῖρα τῆς ἐκκλισιᾶς κάτι ἄλλο· μοῦ ἔπρεπε νά σημειώσω καί νά μήν γενικεύσω τήν ἐντύπωσή μου· ἀλλά ποῦ ξέρω καλά καλά μήπως μιά ἁπλῆ ἐντύπωση δέν εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς ψυχικῆς διαθέσεως πού χαρακτηρίζει ὡρισμένα σύνολα ἀνθρώπων· ποῦ τό ξέρω ἄν ἡ ἐντύπωση μου εἶναι πολύ ὀλιγώτερο ὑποκειμενική παρά ὅσο φαίνεται, καί ἄν κ' ἐγώ δέν εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος représentatif; λοιπόν ἕνας διαφανής πέπλος μιᾶς μυστικῆς ἱερῆς δυσκολοέκφραστης χάρης εἶναι ἁπλωμένος στίς ἀραιές ἐμφανίσεις τῆς νέας γυναίκας τήν ὥρα ἐκείνη μέσα στή σιωπηλή μισοσκότεινη ὑποβλητική περιοχή τής ἐκκλησίας. Σά νά εἶχαν ἀφήσει κάπου ἀλλοῦ τὸ ὑλικό των βάρος καί τό σῶμα τους εἴταν ἕνα εἶδος πνευματικοῦ φαινομένου σέ σχήματα! Ἐντύπωση ὅμως αὐτή φευγαλέα, γιατί τά μάτια μου δέν ἔβλεπαν πρός τά ἔξω, κυρίως εἰπεῖν· εἴταν γυρισμένα σ' ἕνα κόσμο ἐσωτερικό ὅσο κι ἄν κοίταζαν τά ἔξω. Γιά νά εἶμαι ἄξιος τῆς ὥρας ἐκείνης καί τοῦ τόπου, ἄνθρωπος πού δέν εἴταν βέβαια προσοικειωμένος πρός τό περιβάλλον ἐκεῖνο καί πού ἐπῆγε νά δοκιμάσῃ τό μυστήριο τῆς προσευχῆς μέ τόν ἀγῶνα νά τή γονατίσῃ τήν ψυχή του μπρός σ' ἕνα βωμό, ὁ ἄνθρωπος αὐτός τά εἴχε καρφωμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς του πρός ἕνα ἀντικείμενο —τό ξέρεις ποιό— καί πού ἔκρινε περιττό νά γυρίσῃ πρός ὡρισμένο μέρος τά μάτια του, γιατί ἀπό ἐκεῖνο τό ἀντικείμενο γεμάτη εἴταν ἡ ἐκκλησία. Ὅπως κανείς, γιά νά διακρίνῃ ὅσο μποροῦσε καθαρότερα κάποιο σημεῖο στόν ὁρίζοντα βάζει ὅλη τήν ἔνταση στά μάτια του καί τά ὁπλίζει μέ ὅλα τά ὀπτικά ἐφόδια πού διαθέτει, ἔτσι κ' ἐγώ τή μιά τήν ὥρα ἀπό τίς 10 1/2 στίς 11 1/2 πού ἔμεινα στήν ἐκκλησία μοῦ φαίνονταν πώς τήν εἶχα τή Ραχήλ πολύ κοντά μου, γιατί δέν ἠμποροῦσε νά εἶναι ἀλλοῦ περισσότερο. Εἴταν ἐκεῖ l'élément natal de la Chère et divine Clarté: Ποῦ ἀλλοῦ; Ἔτσι φαντασία καί καρδιά ὅλες ἐκεῖνες τίς στιγμές μέ κράτησαν σέ τέτοια κατάνυξη ἀπό μιά μυστική ἐπικοινωνία. Περισσότερο μοῦ στάθηκε ἀδύνατο ν' ἀνέβω. Θά χρειάζεται γιά νά τραβήξω πρός αἰθεριώτερα ὕψη, θά χρειάζεται ἴσως νά ἀποβάλω ἱκανό μέρος ἀπό τό χοϊκό στοιχεῖο πού βαρύνει τό εἶναι μου. Ἤθελα νά παρακαλέσω τή θεότητα, ἀπλᾶ, ταπεινά, ἐγκάρδια, χριστιανικά, ἀνθρώπινα, νά γίνῃ ἴλεως, νά δώσει τήν ἠρεμία, τήν παρηγοριά, τήν ὑγεία, τή χαρά, τήν εὐτυχία στό πλάσμα πού πιστεύει, πού ἀγαπᾷ, πού κατατρίβεται καί πού συντρίβεται, στό πλάσμα πού τή γνωρίζει καλά τήν ὡραία ποίηση καί τήν ὠραιότερη ἁλήθεια τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας, —ἤθελα, μά δέν τολμοῦσα. Δέ μποροῦσα. Ἡ φωνή τοῦ παπᾶ μοῦ ἔκοψε τή νάρκη μου τή μελαγχολική. Κομμένα μοῦ ἔφταναν τά λόγια του. Διάβασε τό Εὐαγγέλιο· εἴταν στό μέρος πού ὁ Χριστός, νομίζω, καταριέται τούς Ἰουδαίους πού εἶχαν κάμει τήν Ἱερουσαλήμ τον «οἶκον τοῦ Κυρίου, φωλέαν ληστῶν». Λιγοστά καί μετρημένα εἴταν τά λόγια τά ἐπεξηγηματικά τοῦ παπᾶ. Προσκάλεσε τό εὐάριθμο ἀκροατήριό του στή λειτουργία τῆς ἐρχόμενης Κυριακῆς πού θά χοροστατήσῃ ὁ ἐπίσκοπος Σύρου στίς 10, καί τή Δευτέρα στίς 9 στό μνημόσυνο τοῦ ἱερέα πού εἶχε πεθάνει τήν περασμένη ἐβδομάδα, καθώς ἐννόησα. Ὅταν βγῆκα ἀπό τήν ἐκκλησία, ὁ ἥλιος ἔκαιγε πολύ, καί περισσότερο τό κεφάλι μου, καί φοβήθηκα, γιατί ἔδειχνε πώς θά μέ κυρίευεν ἡ ζάλη πού ἔρχεται πρός ἐμένα ἀπό καιρό σέ καιρό. Τράβηξα πρός τό σπίτι. (Ἀλλοίμονο! Μήπως δέν εἴταν εὐπρόσδεχτη ἡ θυσία μου;)
[...]
Ὁ πάντα μέ τή δική σου σκέψη
Κ.Π[ἀλαμᾶς]
(Σημ:)* Τό παρανω ἀποτελεῖ ἀπόσπασμα τοῦ γράμματος ὑπ ἀρ.118.
ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΑΧΗΛ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Γ. Π. ΚΟΥΡΝΟΥΤΟΥ (Δεύτερη ἔκδοση)
Φωτογραφία: Ιερός Ναός Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Πολιούχου Αθηνών.
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς